Fractal

Ζωντανεύοντας ένα άγνωστο κομμάτι Ιστορίας

Γράφει η Μυρσίνη Αθανασιάδου // *

 

«Η Πόλη των Αθώων» της Κατερίνας Καριζώνη, μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2016

 

Στην «Πόλη των αθώων» το πρώτο που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, είναι η αφηγηματική της ικανότητα σε ένα έργο που κυλάει και δεν αφήνει τον αναγνώστη να το εγκαταλείψει, μέχρι να φθάσει στην τελευταία του σελίδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δημιουργός του καταφεύγει σε ευκολίες, για να το κάνει αρεστό. Αντίθετα η γλαφυρότητα της γραφής ξεκινά από μία πολύ καλή γλωσσική επάρκεια, από ευρύτατη παιδεία και παράλληλη γνώση των αφηγηματικών τρόπων.

Ένα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι οι θαυμάσιες εικόνες που δημιουργούνται μέσα από τις περιγραφές, που κυρίως εντοπίζονται στην αρχή κάθε κεφαλαίου. Εντυπωσιάζει η  λεπτότητα με την οποία η συγγραφέας παρουσιάζει την ομορφιά της Παγώνας, που επικεντρώνεται κυρίως στα χέρια της «που έφεγγαν, όταν έπιαναν το κέντημα, όταν έπλεκε τις πλεξούδες της, όταν έστρωνε το τραπέζι». Η περιγραφή του απλώματος της μπουγάδας, δεν θυμίζει μόνο παλιότερες πρακτικές, αλλά και  εικονοποιεί τα ρούχα που «ο αέρας τα έκανε πανιά σε φανταστικά ταξίδια, ύστερα τα αναλάμβανε ο ήλιος στεγνωτής και στο τέλος το σίδερο της Παγώνας». Άλλη περιγραφή που απολαμβάνει ο αναγνώστης είναι τα κεντήματα της Παγώνας, «στα οποία έβαζε την ψυχή της και ό,τι δεν μπορούσε να εκφράσει με τις λέξεις το αποκάλυπτε με σχέδια και χρώματα και το πανί γινόταν καράβι, ταξίδι, παραμύθι», ενώ η μηχανή που παρήγε όλα αυτά τα λεπτουργήματα παρομοιάζεται με σιδερένιο ζώο με μεγάλο δόντι. Και  οι χαρακτηριστικές παράγραφοι που ζωντανεύουν το υποδηματοποιείο του Κώστα, την ζωή στην Κομοτηνή, το γαλακτοπωλείο, τον τεκέ, το μπάνιο που γίνεται στην σκάφη ανακαλούν αναμνήσεις πραγμάτων που χάθηκαν πια, αλλά συγκινεί πάντα η αναφορά τους.

Η αγαπημένη πόλη, η Θεσσαλονίκη, κυρίως των λαϊκών συνοικιών και συγκεκριμένα της φτωχογειτονιάς της Άνω Πόλης, παρουσιάζεται άλλοτε με λαμπρά χρώματα με την καταγάλανη θάλασσα τις ανθισμένες αυλές, τα ασβεστωμένα χαμόσπιτα και άλλοτε, ανάλογα με την ψυχική διάθεση των ηρώων και με την επιβολή αυταρχικών πολιτικών, με μουντά και ομιχλώδη, με την θάλασσα φουρτουνιασμένη και σκούρα, με το τοπίο συννεφιασμένο και χιονισμένο, με την σελήνη φαγωμένη να μπαινοβγαίνει στα σύννεφα.

Εύστοχα δίνεται η αντίθεση της ειδυλλιακής αρχικής σκηνής με το κάρο φορτωμένο πορτοκάλια από τα οποία επωφελούνται τα παιδάκια και αμέσως μετάμε το άλογο σωριασμένο στο δρόμο με νεκρό τον αναβάτη του, λόγω των αιφνίδιων ιταλικών βομβαρδισμών, μία εικόνα που εισάγει στην πολεμική περίοδο εγκαταλείποντας την ειρηνική καθημερινότητα στην συνοικία της Θεσσαλονίκης. Η τρομερή πείνα της Κατοχής δίνεται αφαιρετικά με την σκηνή του θανάτου της δασκάλας Πολυτίμης που πέθανε από την ασιτία και προκαλεί, παρά την απλότητά της εκφοράς της,  ένταση συναισθημάτων. Καθηλωτική και η σκηνή με τον Άρη και τους αντάρτες  στην Βόλβη, όπου περιμένουν το βουλγάρικο λόχο «με την λίμνη αινιγματική, ακίνητη κάτω από τον φονικό ήλιο, με την μυρωδιά από φύκια, δίχτυα και ψάρια που σάπιζαν», εικόνα που εγείρει πολλές αισθήσεις και προοικονομεί τον βαρύ τραυματισμό του ήρωα. Το ίδιο και η επίκληση του ονείρου, που προμηνύει κάτι κακό και η τελική ανάδυση της αραχνούφαντης μορφής της όμορφης μάνας, μεταξύ του ξύπνου και του ύπνου του θανάτου του αγωνιστή, που μάλλον προαναγγέλλει την σωτηρία του.

Και το αποκορύφωμα όλων, κατά την γνώμη μου, είναι η τελική σκηνή με τον εξασθενημένο πια Κώστα, που χορεύει το τελευταίο του βαλς στροβιλιζόμενος με την αγαπημένη του γυναίκα, αναλογίζεται ευτυχισμένος το εργοστάσιο με το πλήθος των ιδιαίτερων παπουτσιών που θα κατασκευάσει και τέλος αρχίζει το λύσιμο των ατέλειωτων κορδονιών του, που «μάκραιναν και γίνονταν απέραντα τον έδεναν με τον ουρανό, με τα  αστέρια, με την γραμμή του ορίζοντα, τον έπαιρναν ψηλά πάνω από το εργοστάσιο, πάνω από το σπίτι της Κασσάνδρου, πάνω από την φουρτουνιασμένη θάλασσα, πάνω από την παγωμένη Θεσσαλονίκη». Έτσι με ποιητικό τρόπο συντελέστηκε η ειρηνική μετοίκιση του αθώου αγωνιστή, πέρα από τα προβλήματα και τις φουρτούνες της καθημερινότητας, πέρα από τα επίγεια όνειρα, στον παγωμένο κόσμο του θανάτου.

Και από την άλλη η σκιαγράφηση των Γερμανών και κυρίως των Ελλήνων συνεργατών τους με την  προθυμία να τους βοηθήσουν εναντίον των Ελλήνων αγωνιστών, όπως παρουσιάζονται στην δεξίωση στο σπίτι του Πούλου, η περιγραφή του τρομερού για την αγριότητά του ταγματασφαλίτη Δάγκουλα, του καθηγητή Λάσκαρη, που αν και μορφωμένος, συνεργαζόταν στο ξεπούλημα των πολιτιστικών μνημείων της πατρίδας του. Και βέβαια η παρουσίαση του αντιφατικού  Ντέλγκερ, που το πάθος του για την Τέχνη τον οδηγεί στην καταλογράφηση όλων των κειμηλίων του Αγίου Όρους για την μεταφορά τους στην Γερμανία, αγνοώντας ηθελημένα ότι οι πολιτιστικοί θησαυροί είναι αλληλένδετοι με τον τόπο, που γεννήθηκαν και μόνο έτσι λειτουργούν θετικά και αναδεικνύονται.

Η παρουσίαση των ηρώων γίνεται με λίγα αλλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τονίζοντας τα πιο έντονα από αυτά. Έτσι εμφανίζεται ο Κώστας, πληθωρικός, ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος για όποιον τον είχε ανάγκη, πιστός στις αξίες της Αριστεράς και αθώος σαν μικρό παιδί,  η Παγώνα, ο στυλοβάτης της οικογένειας, με τα χέρια που έφεγγαν και λάμπρυναν ό,τι κρατούσε, η δυναμική Τασούλα, ορμητική και συναισθηματική, ο Άρης, ευαίσθητος και σεμνός στην έκφραση των ερωτικών του συναισθημάτων, αλλά τολμηρός και πιστός στις εντολές του ΕΑΜ, ο πάντα αισιόδοξος Μπετόβεν με τον ανέμελο και επιπόλαιο χαρακτήρα, η Πολυτίμη με ευαισθησία,  αγάπη για τα γράμματα και με άριστο χειρισμό της γλώσσας, η Ρίτα με την αναπηρία της, αλλά και με την θέληση και την θεϊκή φωνή της.

Οι διάλογοι αποκαλύπτουν τους χαρακτήρες των προσώπων, όπως οι γεμάτοι αθωότητα και συναίσθημα των ερωτευμένων νέων Άρη και  Τασούλας, της Παγώνας και του Κώστα, που παρουσιάζουν την γυναίκα να νοιάζεται για τον άνδρα της, αλλά να μην ενστερνίζεται τις πολιτικές του ανησυχίες, οι καθημερινοί διάλογοι της οικογένειας που δείχνουν την αγάπη των μελών της, την γενναιοδωρία για τους συνανθρώπους τους, την έννοια τους για τους Εβραίους συμπατριώτες τους και τα δεινά τους,  ή οι άλλοι του ζευγαριού που περιθάλπει τον Άρη στο χωριό Αδάμ και δείχνουν όλη την ανυστερόβουλη στοργή τους για τον Αγωνιστή της Αριστεράς.

Επεισόδια, όπως η αποτυχία της Τασούλας στην πρώτη Επονίτικη εξόρμησή της ή η ντροπιαστική παρουσίαση της εργασίας της για την Αντιγόνη, το σπάσιμο του ηθικού του εικοσάχρονου Τράκα από τα βασανιστήρια, η απογοήτευση της Ρίτας από την αμφισβητήσιμη στάση του Μπετόβεν απέναντί στα αισθήματά της, που την αποδίδει με συντριβή στην αναπηρία της, η γεμάτη φαρμάκι στάση των αδελφών του Άρη απέναντι στην κουνιάδα τους δείχνουν ότι η συγγραφέας είναι γνώστης των αδυναμιών των ανθρώπων και δεν παρουσιάζει ρόδινη και ανεξίτηλη την ζωή τους ούτε καταδέχεται να μετέλθει σε ευκολίες για το ξεπέρασμα των δυσκολιών στην ζωή τους, για να μας ικανοποιήσει.

 

Κατερίνα Καριζώνη

 

Πολλές φορές το μυθιστόρημα αποκτά σασπένς, όπως στο επεισόδιο της Τασούλας με τον Ταγματασφαλίτη ή το κυνηγητό του Άρη και των μελών της ΟΠΛΑστους δρόμους της Θεσσαλονίκης, η τύχη του βασανισμένου Τράκα που έρχεται στην γειτονιά, για να καταδώσει τους φίλους του,  ο τρόμος του Ντέλγκερ για τους αόρατους μοναχούς και η κατρακύλα του μέσα από δένδρα και βράχια, ή η άφοβη, ατρόμητη στάση των αδελφών του Άρη στην Ασφάλεια και η ανέλπιστη σωτηρία τους. Είναι ένας από τους αφηγηματικούς τρόπους της συγγραφέως, για να κερδίσει τους αναγνώστες της, που αποτιμάται θετικά.

Η παράθεση θρύλων, όπως του Γκράαλ, του ιερού δισκοπότηρου, που ψάχνει ανέλπιδα ο Ντέλγκερ στο Άγιο Όρος, οι αόρατοι μοναχοί ή το περιστατικό με την νεκροφάνεια ίσως ξενίζουν τον ορθολογιστή αναγνώστη, αλλά δένουν με όλη την διήγηση. Τα  περιστατικά στο Άγιο Όρος, τονίζουν την αρπακτική διάθεση των κατακτητών και την σθεναρή στάση των μοναχών, που διέσωσαν τα βυζαντινά κειμήλια, η δε νεκροφάνεια συμβολίζει τελικά την εν μέρει μεταστροφή της στάσης του αγνού αγωνιστή Κώστα απέναντι στο κόμμα του, που μέλη του τον κατηγόρησαν ως φραξιονιστή.

Θα μπορούσε να επισημανθεί και ο φιλοσοφικός τόνος της συγγραφέως, σε λίγα αλλά χαρακτηριστικά σημεία, όπου μας λέει: «όταν είσαι καλός άνθρωπος δεν έχεις ελπίδα», «ο έρωτας είναι εκδρομή στην αιωνιότητα», «ο έρωτας φαναράκι που έφεγγε στην καταχνιά για να την κρατάει όρθια», «οι άντρες λένε ψέματα, μπορεί να τα νιώθουν, αλλά μετά τα ξεχνούν». Αλλού υπερισχύει η κριτική της διάθεση για την στάση πολλών Θεσσαλονικέων που από φόβο δεν περιέθαλπαν τους κυνηγημένους, για τις ονειροφαντασίες που απασχολούν γυναικούλες και φλιτζανούδες, για τις γυναίκες στα χωριά που είναι πάντα μαυροφορεμένες, γιατί όλο και κάποιον πενθούσαν,  για τον καθηγητή που βαριούνταν οι μαθητές το πληκτικό του μάθημα ή για τον Μανιάτη αστυνομικό, που δεν έδινε αέρα σε γυναίκα, αλλά μπλέχθηκε στις βεντέτες της Πελοποννήσου

Το βιβλίο, όπως και όλα της Κατερίνας Καριζώνη μου άρεσε, γιατί διασώζουν σελίδες της νεότερης Ιστορίας μας, όχι πάντα γνωστές σε όλους. Στο συγκεκριμένο το χρονικό πλαίσιο είναι η Κατοχή η Αντίσταση στην Θεσσαλονίκη, η εξορία μετά τον Εμφύλιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αναφέρεται ο αγώνας της ΟΠΛΑ, του ένοπλου τμήματος του ΕΑΜ που είχε στόχο την εκτέλεση των ταγματασφαλιτών, το μοίρασμα των αντιστασιακών φυλλαδίων, τα βασανιστήρια, οι ανακρίσεις του διαβόητου Μέρτεν της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, οι διώξεις των Εβραίων και η λεηλασία των περιουσιών τους, ο ένοπλος αγώνας των ανταρτών εναντίον των Βουλγάρων με κυρίαρχο το περιστατικό της Βόλβης, το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη και τα αντίποινα των Γερμανών στο μαρτυρικό χωριό, αλλά και ο ξεριζωμός ολόκληρων χωριών της Μακεδονίας. Έτσι αποτυπώνεται ο ηρωικός αγώνας των αγωνιστών της πόλης μας, που δεν παρουσιάζεται συχνά στην ελληνική λογοτεχνία, ενώ το θεωρούμε απαραίτητο και συν τοις άλλοις παιδευτικό για την νέα γενιά.

Και φυσικά μας γοητεύει το βιβλίο,γιατί βλέπει τα σημαντικότατα αυτά γεγονότα με προοδευτική ματιά και με σεβασμό στους αγωνιστές. Για τον Κώστα που αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από την Ανατολική Θράκη μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και από την Κομοτηνή λόγω των διώξεων για τα φρονήματά του, που πάλεψε μέσα από το συνδικάτο και το κόμμα του, που εξορίστηκε. Και παρά την καταγγελία από μέλη του κόμματος με την επώδυνη κατηγορία ως φραξιονιστή, δεν σκέφθηκε ποτέ να παραβεί τις αρχές του. Για τον αγνό νεαρό αντάρτη  Άρη, που εγκαταλείπει έρωτα και σπουδές, για να στρατευτεί για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αλλά η συγγραφέας παρά την ιδεολογική της στάση αποτίει τιμή και σε άλλους ήρωές της, αυτούς του συντηρητικού χώρου, αν έχουν μία έντιμη τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα, όπως τον πατριώτη Αναγνωστάκο, τον επιπόλαιο Μπετόβεν, που αλλάζει συμπεριφορά μέσα από την ιστορική συγκυρία, την Παγώνα, που μπορεί να  διαφωνεί πολιτικά με τον άντρα της, αλλά τιμά τις πεποιθήσεις του και τον συντρέχει, τους μοναχούς που ψάχνουν το θείο και το αιώνιο και αδιαφορούν για τους επίγειους θησαυρούς.

Σε αυτή την οπτική της κυρίας Καριζώνη θα έπρεπε να προστεθεί η συμπάθειά της για τον κόσμο της φτωχολογιάς, στον οποίο ανήκουν όλοι οι ήρωές της. Επιλέγει μάλιστα ως ιδιαίτερο σκηνικό της αφήγησής της την Άνω Πόλη της φτώχειας, αλλά και των ιστορικών αναφορών. Κανείς από αυτούς δεν επιδιώκει υλικές απολαύσεις, αλλά με σεμνότητα και εντιμότητα κάνουν την δουλειά τους και με περηφάνια ανταπεξέρχονται την ανέχεια της Κατοχής. Μεγάλη η αντίθεση με τον κόσμο των συνεργατών και των κατακτητών.

Τέλος μας θέλγει το μυθιστόρημα, γιατί προβάλλει πανανθρώπινες αξίες την γενναιοδωρία και την προσφορά στον συνάνθρωπο, την  αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια στις δύσκολες συνθήκες, την έντιμη και στοργική στάση της συζύγου, παρόλο που έχασε τον νεανικό της έρωτα, την άδολη αγάπη των ερωτευμένων νέων, την υπεράσπιση της πατρίδας από τους κατακτητές και τον αμείωτο αγώνα τους για τις αρχές τους, ακόμη και όταν προπηλακίζονται ή βασανίζονται. Για όλα αυτά νομίζουμε ότι και αυτό το βιβλίο της Κατερίνας Καριζώνη πρέπει να διαβαστεί και να αγαπηθεί, όπως και τα άλλα.

 

 

* H Μυρσίνη Αθανασιάδου είναι εκπαιδευτικός

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top