Fractal

«Γράμμα δεν στέλνουν πίσω»

Γράφει ο Παναγιώτης Πέστροβας //

 

Σε ένα «χωριό» της Αττικής , μεγάλη πόλη πλέον, ένα παιδί ανασκαλεύει μνήμες. Αφήνοντας τον νου σου να ταξιδέψει , βλέπεις μαγικές εικόνες του χθες. Αυτό τον κέντριζε, και τον κεντρίζει. Το χθες. Η γνώση του παρελθόντος. Κάθε τι το ιδιαίτερο που έβλεπε στην καθημερινότητα του ,από μικρό παιδί, το κατέγραφε στο μυαλό του. Μεγαλώνοντας προσπαθούσε να το ταξινομήσει , να το βάλει σε μια σειρά. Για έναν λόγο. Να μην χαθεί. Δεν πρέπει να χαθεί. Όταν χάνεις ένα κομμάτι από αυτά, χάνεις σημαντικό κομμάτι της ζωής σου. Ιδιαίτερη εντύπωση του είχε κάνει, ό,τι είχε σχέση με τα νεκρικά έθιμα. Ο οβολός , το νόμισμα που έδιναν στον νεκρό , για να περάσει απέναντι με την βάρκα, όπως έλεγαν. Το σπάσιμο του πιάτου κατά την έξοδο του νεκρού από το σπίτι, αλλά και στις τρεις ημέρες μετά την ταφή .

 

ethima

 

Συνήθειες που μας έρχονται από τα βάθη της αρχαιότητας και πέρασαν και στη χριστιανική ορθόδοξη παράδοση. Αυτή άλλωστε είναι η ιδιαιτερότητα της ελληνικής παράδοσης , το πάντρεμα!! Όσο και να θέλουν να καταργήσουν αυτές τα έθιμα , δήθεν ως κατάλοιπα ειδωλολατρίας, πλανώνται πλάνην οικτρά. Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε , ότι τα νεκρικά έθιμα στην Ελλάδα , κατά το μεγαλύτερο ποσοστό μας έρχονται από πολύ παλιά και αποτελούν μέρος της ελληνικής παράδοσης.

Η πρώτη του εμπειρία από αυτά τα έθιμα, ήταν στα πέντε του χρόνια. Ο αδερφός του παππού του. Ένα μικρό παιδί ,πάντα αποτυπώνει στο μυαλό του τις έντονες εικόνες. Ξαφνικός χαμός ενός ανθρώπου σχεδόν πριν κλείσει την πέμπτη δεκαετία του. Κλάμα και μοιρολόι. Το μοιρολόι του κίνησε την περιέργεια. Του έκανε εντύπωση , όχι τόσο ότι «τραγουδούσαν» στο νεκρό, αλλά ότι το έκαναν στ’ αρβανίτικα.

Τα χρόνια περνούσαν, τα αρβανίτικα τα άκουγε σε καθημερινή βάση στο οικογενειακό και στο συγγενικό περιβάλλον του. Τα καλοκαίρια κοιμόταν στο σπίτι της γιαγιάς του, στρωματσάδα στην αυλή. Εκεί άκουγε πολλές ιστορίες που τον γαλουχούσαν στη λαϊκή σοφία, ότι η απώλεια είναι φυσιολογική εξέλιξη της ζωής.

Οι μέρες περνάνε ανέμελα και το μικρό παιδί μεγαλώνει όπως όλα τα παιδιά. Παίζει, χτυπάει, αλλά οι αισθήσεις του «καρφώνονται» πάντα σε κάθε τι το διαφορετικό στην κοινωνία όπου ζούσε.

Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και ένα όμορφο χρωματιστό χαλί που του κίνησε την περιέργεια. Σκέφτηκε, κόκκινα, πράσινα, πορτοκαλί χρώματα σε πένθος;

Το χαλί αυτό, η τσέργα όπως την ονόμαζαν, χρησιμοποιείτο για αυτόν τον λόγο. Εναπόθεταν τον αποθανόντα.

Μετά την έξοδο του από το σπίτι, το χαλί αυτό το έπλεναν, παλαιότερα στην θάλασσα και αργότερα στις αυλές. Το δίπλωναν και του έβαζαν από πάνω μια μεγάλη πέτρα και το άφηναν να στεγνώσει για 40 ημέρες. Πάνω σε αυτό το χαλί είχαν στηριχτεί ευχές, μα και κατάρες.

Να σε πάνε με την τσέργα.

Να φύγουνε με μια τσέργα: αυτό το έλεγαν σε ζευγάρια τα οποία ήταν μεγάλα σε ηλικία και αγαπημένα.

Πάλι η παιδική μνήμη ανασκαλεύει πράγματα. Θυμήθηκε την μάνα του πατέρα του, που της πήρε ο άλλος της γιός την τσέργα από το σπίτι, για να την πάει στο εξοχικό του. Πήγε, την πήρε πίσω και του είπε «πρώτα θα με πάτε με αυτήν και μετά θα την πάρεις». Γελάει φέρνοντας στο νου του εκείνη τη σκηνή.

Κάπου μέσα από την μνήμη του ξεπροβάλει μια πεταλούδα. Ήταν Σάββατο απόγευμα, έφτιαχναν τον δίσκο με το στάρι. Τότε το έφτιαχναν οι συγγενείς και όχι τα ζαχαροπλαστεία , όπως γίνεται σήμερα.

 

Μια πεταλούδα «χόρευε» πάνω από αυτήν την ιεροτελεστία.

Εκεί άκουσε πρώτη φορά και το συμβολισμό που της έδωσαν. Η πεταλούδα είναι η ψυχή του νεκρού.

Σιγά-σιγά ξεπηδούν έθιμα και συνήθειες της παλιάς κοινωνίας του χωριού του .

 

Φτάνοντας σε μια ηλικία που καταλάβαινε περισσότερα πράγματα και προσπαθούσε να μην χαθούν, ρωτούσε, αλλά και άκουγε συζητήσεις που γινόντουσαν από μεγαλύτερους. «θυμάμαι την μαμά» του έλεγε η γιαγιά του «που είχε τραγουδήσει στον Βαγγέλη κάπου στα 1919. Σούστα ίστ τουμπάρτου-ρ ψε ίστ Βαγγέλη μπάρτουρ» (η σούστα είναι αναποδογυρισμένη, γιατί είναι χαμένος ο Βαγγέλης).

Μια συνήθεια πένθους, το αναποδογύρισμα της μεγάλης σούστας. Στην περίπτωση θανάτου του μεγάλου αγοριού της οικογένειας, το άλογο δεν θα έβγαινε από το σπίτι, μάλλον για 3 ημέρες και την μεγάλη σούστα που την έσερνε το άλογο, την γύριζαν ανάποδα σε ένδειξη πένθους.

Έχει φτάσει σε μια ηλικία που ήξερε πολύ καλά, ότι θα χάσει αγαπημένα του πρόσωπα, γιατί κι αυτά ήδη μεγάλωσαν.

16 Ιούνιου του 2002, ημέρα Κυριακή. Έφυγε ένα από τα πολύ αγαπημένα του πρόσωπα, που έζησε και έμαθε πολλά κοντά της. Η γιαγιά του . Μεγάλη ηλικία, 88 ετών. «Εγώ θα πεθάνω αλλά εσύ δεν θα είσαι εδώ». Αυτό του το τόνισε πολλές φορές , λίγους μήνες πριν φύγει. Κι έτσι έγινε εκείνη την Κυριακή του Ιούνη. Δεν ήταν εκεί!

Του επιφύλαξε όμως μια έκπληξη. Εκεί, την τελευταία ώρα. Την αδερφή της που κόντευε τα 100. Την μοιρολόγησε, της είπε πολλά τραγούδια. Έκανε μια μεγάλη ανασκόπηση της ζωής της, μέσα σ’ αυτό το τελευταίο τραγούδι που της έλεγε. Αστείρευτη πηγή η θείτσα του η Μαλώ. Περίπου 45 λεπτά «τραγουδούσε» στην αδερφή της και οι υπόλοιπες γυναίκες της απαντούσαν , συμπληρώνοντας αυτό το ιδιαίτερο αντιφωνικό μοιρολόι. Ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγε κάτι τέτοιο και θα το θυμόταν για πάντα, μαζί με την αστείρευτη δύναμη της θείτσας Μαλώς , που του έπιασε το χέρι και του είπε. «Άκου τι θα πω στην γιαγιά». Είπε πολλά, μέσα σε πέντε λεπτά που του κρατούσε σφιχτά το χέρι, είπε πολλά. «Σε αυτόν τον τόπο που θα πας, γράμμα δεν στέλνουν πίσω».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top