Fractal

Η ελπίδα, λοιπόν, αντέχει, αλλά όχι και η βεβαιότητα.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

sunsetpark«Σάνσετ Παρκ» του Πολ Όστερ. Μετάφραση: Σπύρος Γιανναράς. Εκδ. «Μεταίχμιο», σελ. 304

 

«Στο μυαλό του ο Άντρας με τα Ντενεκεδένια Κουτάκια είναι ένας ινδιάνος Μοχόκ, απόγονος των Μοχόκ που εγκαταστάθηκαν στο Μπρούκλιν στις αρχές του περασμένου αιώνα, της κοινότητας των Μοχόκ που έφτασαν εδώ για να γίνουν εργάτες οικοδομών στα ψηλά κτίρια που υψώνονταν στο Μανχάταν. Μοχόκ επειδή για κάποιον λόγο δεν φοβούνται τα ύψη, αισθάνονται σαν στο σπίτι τους ψηλά στον αέρα και μπορούν να χορεύουν μαζί με τα δοκάρια χωρίς το παραμικρό τρέμουλο από τον ίλιγγο».

«Όταν ο Άντρας με τα Ντενεκεδένια Κουτάκια κουραστεί να επαναλαμβάνει διαφημιστικά σλόγκαν, θα αρχίσει να λέει αποσπάσματα από τη Βίβλο “Υπάγει προς τον νότον ο άνεμος, και επιστρέφει προς τον βορράν’ ακαταπαύστως περιφερόμενος επανέρχεται επάνω εις τους κύκλους του” και ”Ό,τι έγινε, τούτο θέλει να γίνεσθαι”. Και όταν ο Μάιλς θα γυρίσει την πλάτη του για να φύγει, εκείνος θα πλησιάσει το πρόσωπό του κοντά στο δικό του και θα φωνάξει: “Να θυμάσαι αγόρι! Η πτώχευση δεν είναι το τέλος! Είναι απλώς μια νέα αρχή!”

Οι ήρωες στο «Σάνσετ Παρκ» του Όστερ είναι επιζήσαντες. Εξόριστοι, ναυαγοί κι επιζήσαντες. Μερικοί σαν την Μέρι-Λι και τον Ρέντζο «δεν καταφέρνουν ποτέ να εντοπίζουν τι διαχωρίζει τη ζωή από την τέχνη», «κατεστραμμένες ψυχές. Οι ζωντανοί λαβωμένοι που ανοίγουν τις φλέβες τους κι αιμορραγούν δημοσίως». Κάποιοι σαν τον Μόρις Χέλερ και την Γουίλα, να εξακολουθούν ν’ αντέχουν και να φτιάχνουν βιβλία, να εμπιστεύονται «παρά ταύτα» τη ζωή. Άλλοι, σαν τον Μπινγκ και την Άλις, να ονειρεύονται άστεγοι όντας μιαν «άλλου είδους ζωή». Κάποιοι, όπως κι η Έλεν που «θέλει τα ανθρώπινα σώματα που ζωγραφίζει να απηχούν το θαυμαστό παράδοξο της ζωής- τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Η ιδέα της ομορφιάς δεν την απασχολεί. Η ομορφιά ας τα βγάλει πέρα μόνη της». Και αρκετοί σαν Μάιλς Χέλερ, αυτοεξόριστοι στο καθαρτήριο να γλείφουν την ίδια πληγή.

Είναι στο Μπρούκλιν το 2008 και η οικονομική κρίση έχει αλλάξει το σύμπαν. Ο Μάιλς Χέλερ φωτογραφίζει κατασχεμένα σπίτια, δουλεύοντας σε ένα συνεργείο που έχει αναλάβει να τα καθαρίζει. Κουβαλώντας στα οχτώ χρόνια αυτοεξορίας του μια μεγάλη κρυφή ενοχή. Το ατύχημα του ετεροθαλούς αδελφού του μετά από ένα εφηβικό τσακωμό. Από την αυτοεξορία του θα τον βγάλει, τελικά, η Πιλάρ, μια ανήλικη κουβανοαμερικάνα μαθήτρια και οι συνθήκες. Επιστρέφει στο Μπρούκλιν, συστεγάζεται με άλλους τρείς, με τον Μπινγκ, την Άλις και την Έλεν, σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στο Σάνσετ Πάρκ, και θα αναγκαστεί ή αποφασίσει να έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα και με το παρελθόν. Σε μια εποχή όπου όλα κι όλοι έχουν πάρει το δρόμο τους, αντιμετωπίζοντας ο καθένας το σκοτάδι και το φως της δικής του ηττημένης, κατά κάποιον τρόπο, ζωής.

Πεπρωμένα που διασταυρώνονται, μοναχικές και εξόριστες ζωές, οι συμπτώσεις, η λογοτεχνία και ό,τι δεν ζήσαμε, ο δρόμος που δεν θα διαβούμε ποτέ, σε ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα που αντικατοπτρίζει την εσωτερική και εξωτερική κρίση. Μια από κοινού ιστορία σαν καθαρτήριο όπου, τελικά, αυτοί- οι- μοναχικοί- και- εξόριστοι- συνυπάρχουν, οι μεγάλες πληγές και τα μεγάλα ερωτηματικά της ζωής και της εποχής, οι ενοχές, το οικονομικό κραχ, οι άστεγοι, η μοναξιά, η δημιουργία, η δύναμη του να αλλάξει κανείς ζωή ή και να ξεκινήσει από την αρχή.

Με αφήγηση σε δεύτερο και σε τρίτο πρόσωπο, οι πρωταγωνιστές είναι δευτεραγωνιστές και κρατούν αποστάσεις και από την δική τους ζωή, με ατμόσφαιρα κινηματογραφική, με ύφος σχεδόν κρυστάλλινο, αναδεικνύει το ραγισμένο πρόσωπο μιας εποχής που διαδέχτηκε εκείνη την τραυματισμένη από τον πόλεμο και αναζητά ακόμα διαβάζοντας τον «Υπέροχο Γκάτσμπι» τη χαμένη γενιά, όντας χαμένη γενιά, κουβαλώντας συνάμα και την ενοχή του επιζώντα. Αλλά υπάρχει, πραγματικά, χαμένη γενιά;

 

paul_auster

 

Ο Όστερ περισσότερο διαυγής, με κατανόηση για τ’ ανθρώπινα και επίγνωση μιας «ουράνιας –τελικά- μηχανικής», αναδεικνύει την αναλγησία, την αβεβαιότητα αλλά και την κρυμμένη δύναμη της ανθρώπινης συνθήκης. «Η ελπίδα, λοιπόν, αντέχει, αλλά όχι και η βεβαιότητα», είναι η επίγνωση της νέας εποχής. Και η μεταμέλεια και η συγχώρεση, η συμφιλίωση και η συνύπαρξη, ο έρωτας ενός Μάιλς για κάποια Πιλάρ, η επόμενη μέρα ενδεχομένως, ένα βιώσιμο παρόν που μπορεί και να σε βγάλει σε ένα ηττημένο μεν αλλά πιο σπλαχνικό μέλλον.

Στις σελίδες του, ταινίες, λογοτεχνικά έργα, θεατρικά αποσπάσματα, συγγραφείς, μικρές δημιουργικές απόπειρες, η τέχνη, σαν εσωτερική κιβωτός. Η Γουίνι στις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ με το αμείλικτο φως. Και, φυσικά, όσα δεν ζήσαμε κι όσα δεν είπαμε. Που θα μπορούσαν να μας αλλάξουν το δράμα ή το θαύμα, να μας κάνουν πια κάποιους άλλους, να μας ξεβράσουν αλλού: «Υπήρξε μεγάλη έλξη τότε, πριν από πολλά χρόνια, πολύ προτού τον Καρλ και τη Μέρι-Λι. Καθώς ήσαστε κι οι δυο νέοι τότε, είκοσι δυο χρόνια και είκοσι, τια θα είχε συμβεί αν την είχες κυνηγήσει με μεγαλύτερη επιμονή, αν το μικρό σας φλερτ είχε οδηγήσει σε γάμο; Κανένας νεκρός γιος, φυσικά, κανένας φυγάς θετός γιος. Άλλοι πόνοι κι άλλες στενοχώριες, φυσικά, αλλά όχι αυτοί».

Το αποτέλεσμα, βέβαια, δεν είναι «μια παθιασμένη εκδοχή της σύγχρονης Αμερικής» αλλά η ανθρώπινη τραγωδία. Η αποδοχή ότι είμαστε καταδικασμένοι να ακροβατούμε στο χάος σαν ινδιάνοι Μαχόκ. Και για φινάλε, η δυναμωτική πατρική υπενθύμιση «Να θυμάσαι αγόρι! Η πτώχευση δεν είναι το τέλος! Είναι απλώς μια νέα αρχή!», ο Όστερ έχει αδυναμία στις πατρικές φιγούρες. Και η διαπίστωση πως ποτέ δεν είναι αργά να σωθεί μια ζωή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top