Fractal

Αποχαιρετώντας τον Ορέστη Αλεξάκη

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Στο τέλος, όλα σωπαίνουν/ και μόνο στάζει μια βρύση/

Για να μπορείς να θυμάσαι» [«Στο τέλος όλα σωπαίνουν…»]

 

875114

 

Και κάπως έτσι, ο ποιητής «Ληξίαρχος» Ορέστης Αλεξάκης, «έφυγε» αφήνοντας το τελευταίο του «Ρόπτρο» απόγευμα του Σαββάτου κάπως αργά.
Ο Θάνατος, εξάλλου, «με όλες τις κατοπτρικές του μεταμορφώσεις, καθώς και η παρατεταμένη παραμονή στα μισοφωτισμένα υπόγεια του παρελθόντος χρόνου» όπως επισημαίνει η Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου (στο δοκίμιό της «Πέραν της γραφής») υπήρξε για τον ποιητή ο κεντρικός άξονας, η αινιγματική της δικής του ποιητικής.

«Θα πρέπει ωστόσο να παραδεχθείς/ πως έχει πλέον η ώρα προχωρήσει/ πως πρέπει πια να κλείσεις το πρατήριο/ κι αν ίσως/ δεν συμπληρώθηκε εντελώς ο χρόνος/ αν μένει κάποιο υπόλοιπο ωραρίου/ όμως για ποιο σκοπό να περιμένεις/ αφού το εμπόρευμα έχει εξαντληθεί/ στο δρόμο η κίνηση έχει λιγοστέψει/ φίλος δεν θα ‘ρθει να σ’ επισκεφθεί/ – πού χάθηκαν; Πώς χάθηκαν οι φίλοι; -/ και τι να κάνεις πια στον άδειο χώρο/ μόνος κι ασάλευτος ένα tableau vivant/ μ’ αυτό το κρύο χαμόγελο που μάταια προσποιείται/ σβήσε το φως/ κλείσε τη θύρα/ ηρέμησε/ ξέχνα για μια στιγμή την ύπαρξή σου/
τα δούναι και λαβείν της κάθε μέρας/ τον κουρνιαχτό…το συρφετό της πόλης/ Και σκέψου λίγο το βαθύ ουρανό/ Τα εκατομμύρια πάνω εκεί των άστρων…» Έγραψε πρόσφατα ολοκληρώνοντας «Το Ωράριο» στα επιλεγμένα ποιήματά του στο «Ρόπτρο» που εξέδωσαν «Οι εκδόσεις των Φίλων» το 2014.

Ο Ορέστης Αλεξάκης που γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1931, σπούδασε νομικά και δικηγόρησε στην Αθήνα έως το 1991, τιμήθηκε με το βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου, έγραψε φιλολογικά μελετήματα, δοκίμια και βιβλιοκριτικά σημειώματα και εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές: «Ο ληξίαρχος» (Ευθύνη, 1989), «Νυχτοφιλί» (Ευθύνη, 1995), «Υπήρξε» (Απόστροφος, 1999), «Μου γνέφουν» (Καστανιώτη, 2000), «Θίασος στην εξέδρα» (Γαβριηλίδης, 2006), «Το άλμπουμ των αποκομμάτων» (Γαβριηλίδης, 2009), «Ποίηση 1060-2009» (Γαβριηλίδης, 2011), «Το ρόπτρο» (Εκδόσεις των Φίλων, 2014).

Αυτοσυστήθηκε «Με λένε Ορέστη μα στη λέξη/ μη σταθείς/ παρακαλώ προσπάθησε/ πίσω απ’ τη λέξη/ να δεις τη νύχτα του χιονιού/ – και του αγριμιού/ το μάταιο μες στην ερημιά/ ν’ ακούσεις κλάμα», Αναζήτησε «αδέσποτο σκυλί που μάταια ψάχνει/ στο θεϊκό δοχείο απορριμάτων» ως όφειλε να πράττει «ο ποιητής», Άφησε όλα τα υπάρχοντά του, δηλαδή, την ποίηση, Κι έφυγε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top