Fractal

Για την ποιήση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός // *

 

“Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων” , Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, Θεσσαλονίκη, 2012

 

397119_504088356288545_615668721_nΦρονούμε ότι η ποίηση οφείλει να είναι θαμπή και δύσκαμπτη επειδή το συναίσθημα, όταν αποτυπώνεται στο χαρτί, είναι κι αυτό της ίδιας έντασης, γι’ αυτό και η πληθώρα της ποιητικής παραγωγής, δικαιολογημένα ακολουθεί αυτήν την ατραπό, με νικητές αυτούς που έχουν το ταλέντο να διεισδύουν βαθιά και αμετάκλητα στη γλώσσα, με αποτέλεσμα να γεννιέται αίφνης στην ψυχή του αναγνώστη η ίδια ένταση, σημάδι πως το ποίημα λειτουργεί και ανασαίνει και πληροί θαυμάσια τον σκοπό του. Για πολλούς όμως ποιητές αυτή η καταφυγή στη σκοτοδίνη του συναισθήματος, που το επικαλούνται για να καταθέσουν σωρεία ποιημάτων κάθε έτος, ειδικά αυτοί του Κλεινού Άστεως, είναι ελάχιστα πετυχημένη γιατί η κατάκτηση της γλώσσας και το ίδιο το θέμα δεν επιτρέπει άλματα. Η ποίηση αυτού του είδους συχνά καλύπτει αδυναμίες και σκοπεύει να θαμπώσει κριτικούς και κοινό οι οποίοι, επειδή δεν κατανοούν τη λειτουργία της, καταπιάνονται μαζί της με διθυραμβικά σχόλια καμιά φορά, μιλώντας, (παραμιλώντας μάλλον), για ποίηση πρωτογενή τάχα, πολλά υποσχόμενη, και ποίηση «τομή για τα Ελληνικά Γράμματα και υπεράνω κριτικής», όπως συνέβη πριν μερικά χρόνια με ένα ανερμάτιστο ποιητικό σχεδίασμα, που σε ένα τόμο! αρίστης έκδοσης ο νεαρός αλλά αρκετά φιλόδοξος αποκάλυπτε ποιητής όχι μόνο την ανεπάρκειά του, αλλά και την πόζα του, παρασύροντας ελάχιστους κριτικούς (ευτυχώς) να θαυμάσουν μια τέτοια κατάθεση…, η οποία έκτοτε λησμονήθηκε παντελώς…

Οι ποιητικές κατακτήσεις από αρχαιοτάτων ετών, όπως τα πολύσημα ποιήματα των Αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων, τα σημειώματα των στρατιωτών του 3ου αιώνα π. Χ. που φύλαγαν το Σινικό Τείχος, τα ψυχικά σπαράγματα της Κινέζικης και Ιαπωνικής Ποίησης, την παραγωγή της Αναγέννησης και ιδίως της Ευρώπης και της Αμερικής με την επανάσταση στη στιχουργική και στη θεματική του 19ου και 20ου αιώνα, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια αισθητική σχετικά με το τι είναι αυτό που λέμε «καλή ποίηση» ανεξαρτήτως εποχής, η οποία πρωτίστως απαιτεί βαθιά κατάκτηση από τον τεχνίτη του λόγου για να την αμφισβητήσει και να προχωρήσει παραπέρα την τέχνη του.

Υπάρχει όμως και ενός άλλου είδους ποίηση που μιλάει καθαρά και ξάστερα, αποτυπώνοντας συναισθήματα και συμπεριφορές με τρόπο ιδιότυπο και με μια γλώσσα κατακτημένη, που δεν προσποιείται μήτε ναρκισσεύεται. Αυτού του είδους η ποίηση θέλει γερά κότσια για να την κατακτήσεις, γιατί οποιοδήποτε ατόπημα γλωσσικό ή θεματικό διακρίνεται αμέσως. Είναι ποίηση που ρισκάρει να μιλήσει απλά, συγκεκριμένα και άμεσα, για πράγματα που αφορούν όλους μας, αλλά ελάχιστοι μπορούν να παρατηρήσουν, να συναισθανθούν και να σχολιάσουν ποιητικά. Αυτού του είδους η ποίηση είναι μια ποίηση που μένει στην ψυχή και στο νου του αναγνώστη, ο οποίος δεν μπερδεύεται έχοντας μια λέξη αβέβαιη στου μυαλού τ’ αυλάκια, όπως λέει και ο Ποιητής, μήτε αμφιβάλλει για την αξία της.

Αυτήν την ποίηση αντιπροσωπεύει η ποιήτρια της Θεσσαλονίκης, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, ήδη από το 1984 με την ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΡΑΜΜΗ μέχρι και πρόσφατα, με τη συλλογή της ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, Εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, Θεσσαλονίκη, 2012. Πιστή μαθήτρια των λογοτεχνικών επιταγών της Σχολής Διαγωνίου της συμπρωτεύουσας ακολουθεί πάντα τη νομοτέλεια της Σχολής, οδηγώντας την από συλλογή σε συλλογή σε μία δική της όμως αυτοτέλεια και δυναμική αισθητική. Η φωνή της ξεχωρίζει αμέσως και την κάνει αποκλειστική ποιήτρια της πόλης της, κάτι που το χαιρόμαστε ιδιαίτερα, αφού κανείς ομότεχνός της από την Θεσσαλονίκη μήτε και από την Αθήνα δεν γράφει ανάλογα ποιήματα, ούτε τολμά να γράψει, αφού το λογοτεχνικό στίγμα κυρίως της Αθήνας, με τον καταξιωμένο εδώ και πολύν καιρό τον ποιητικό λόγο της Κικής Δημουλά που, έχει επηρεάσει, (σαρώσει μάλλον), ένα μεγάλο πλήθος ποιητικής παραγωγής ναρκισσεύεται με μετέωρους εγκεφαλικούς εκφυλισμούς και αδιέξοδους στίχους. Για τους θιασώτες της ποίησης της Δημουλά δεν υπάρχουν αδυναμίες και ακροβατισμοί. Αποτελεί μοναδική και αμετάκλητη αξία και η οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ποιητικής της κατάθεσης προκαλεί τοπικό αναβρασμό στους κριτικούς και στο κοινό. Στην Αθήνα, που ως πόλη αποτελεί την αιτία της σύγχρονης κακοδαιμονίας μας, αποτελεί και την κακοδαιμονία της κριτικής μας, αφού τα λογοτεχνικά ντόπια αναστήματα πάντα καταξιώνονται και ουδέποτε αμφισβητούνται, λες και κριτικοί και λογοτέχνες έχουν δια βίου συμπράξει κάποιο σιωπηλό συμβόλαιο αλληλλοπαραδοχής, εδικά αν οι κριτικοί λογοτεχνίζουν πετυχημένα.

Ο τίτλος της συλλογής της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, εξαίρετος και αρκετά πετυχημένος, ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως: Η λέξη «τραγικό» αφορά τόσο τις ανθρώπινες καθημερινές σχέσεις όσο και τις ερωτικές σχέσεις, ενώ η φράση «το λημέρι των αισθήσεων» που στοχεύει κυρίως στην ερωτική ατμόσφαιρα μεταξύ δύο ανθρώπων, καλύπτεται άριστα και στοχεύει και στη λέξη «τραγικό», λέξη με σπουδαία σημασία αφού απευθύνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Η Μπακονίκα θεωρείται κυρίως ερωτική ποιήτρια γιατί γράφει και αναλύει στις συλλογές της κυρίως ερωτικές συμπεριφορές. Αυτό όμως που την τιμά ιδιαίτερα, δεν είναι πως ο στόχος της είναι μόνο αυτός, αλλά και ο κόσμος του φαύλου περίγυρου με τις ιδιοτροπίες και τα συμπλέγματά του, καθώς και η ερωτική στάση του ανθρώπου και ο σκοπός της Τέχνης. Ο Καβάφης είναι και θα είναι ο μεγάλος μας δάσκαλος. Αυτός που μας καθόρισε πώς οφείλει ένας ποιητής να αντικρίζει τον κόσμο: σφαιρικά, και μέσα από πολλαπλές εκφάνσεις της ζωής για να μπορεί ένα έργο να μείνει αιώνια, γι’ αυτό και ο ίδιος κατέθεσε πλήθος ποιημάτων με ιστορική, ερωτική και φιλοσοφική προοπτική. Η Μπακονίκα, βαθιά εμποτισμένη στα σύγχρονα ανθρώπινα προβλήματα, μιλάει για ερωτικές και ανθρώπινες συμπεριφορές, ίσως τα μόνα που αντέχουν σήμερα στην ποιητική δημιουργία, αφού ένα ιστορικό ή φιλοσοφικό ποίημα για ένα ποιητή των ημερών μας μπορεί να τον οδηγήσει εύκολα σε κακότεχνο ποιητικό βερμπαλιστικό μαρασμό, για να μην πω σε ολοκληρωτική αποτυχία. Η Μπακονίκα λοιπόν γράφει για αυτά που γνωρίζει, γι’ αυτά που βιώνει κι αυτό το πράττει σωστά.

 

αρχείο λήψης

 

* 1. Η συλλογή ανοίγει με το «ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ». Η περιγραφή του δωματίου του εραστή, σκοτεινού με φαιά χρώματα, έρχεται σε αντίθεση με τη χαρά της ηδονής και με το φως του μηνός Μαΐου, που λούζει την αφηγήτρια, όταν βγαίνει μετά στους δρόμους. Το κρησφύγετο, που θυμίζει καταφυγή δυο κολασμένων και παράνομων εραστών, ανταμείβει και τους δύο με τη χαρά του έρωτα, ενώ η αφηγήτρια συνταιριάζει τη χαρά του σκοτεινού δωματίου με το «διάχυτο φως του Μαΐου», που προστίθεται στην καλή της διάθεση. Η παρανομία που απαιτεί καταφυγή σε σκοτεινά δωμάτια την ανταμείβει με τη χαρά του έρωτα και σεκονταρίζει σ’ αυτήν και η ίδια η φύση, το άπλετο φως του ήλιου, που πέφτει έξω στην πόλη.

* 2. Στο «ΗΛΕΚΤΡΙΣΕ» η περιγραφή που κάνει στο τηλέφωνο ενός τοπίου ο εραστής, «που διέσχιζες με το αυτοκίνητο», δημιουργεί στην ερωμένη αναστάτωση και ανατρίχιασμα. Εδώ ο έρωτας βιώνεται μονομερώς με ντελίριο, που απλώνεται σε όλο το σώμα και αυτό οδηγεί την αφηγήτρια στη διαπίστωση: «Εκτυφλωτικός και πανίσχυρος ο έρωτάς μας». Η λέξη «έρωτας» δηλώνει μεν την αμοιβαιότητα, την αποδοχή της αγάπης δύο ανθρώπων, αλλά συνάμα και την αντίληψη τόσο του αναγνώστη όσο και της ποιήτριας πως πρόκειται για μια σχέση μονομερή, που γίνεται αμοιβαία ξαφνικά επειδή η ποιήτρια κατακλύζεται από ερωτική έκσταση.

* 3. Στην «ΠΡΟΒΑ» μιας θεατρικής παράστασης, η ποιήτρια, με αφορμή την υπόδειξη του σκηνοθέτη στους ηθοποιούς του να βγάλουν από την ψυχή τους κατά την παράσταση πλήθος συναισθημάτων και να εκτεθούν, συμπεραίνει πως αυτός είναι ο σκοπός της Τέχνης: Η ψυχή να μην φοβηθεί να εκτεθεί οποιοδήποτε και να είναι αυτό το τίμημα, «μέχρις εσχάτων», γιατί αυτό το τίμημα είναι η ανταπόδοση της Τέχνης για τον ίδιο τον τεχνίτη. Η δειλία δεν έχει θέση στην Τέχνη, παρά μόνο η αλήθεια γιατί αυτή παράγει και οφείλει να παράγει ήθος και όχι ηθική.

* 4. «Στο «ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΟΥ» η Μπακονίκα επιστρέφει στην ιερότητα του έρωτα και στον «ολοκληρωτικό ίμερο», που την κατέχει εξολοκλήρου και δεν μπορεί να αποχωριστεί το ερωτικό πρόσωπο, δηλώνοντας υποσχέσεις «μαγικών δεσμών, ισ
οβίων». Ο έρωτας είναι φως της ζωής και της ψυχής, το πιο σημαντικό συναίσθημα της ζωής, που αντιμάχεται την γκρίζα καθημερινότητα και τον θάνατο, γι’ αυτό και περιγράφεται τόσο παραστατικά και εκστατικά από την ποιήτρια, η οποία, και να ήθελε, στέκεται όμως αδύνατη να λύσει τα δεσμά αυτής της αγάπης.

* 5. Το «ΣΟΥΡΟΥΠΟ» αφορά το ναρκισσισμό μιας ώριμης γυναίκας με «συναισθηματικά αδιέξοδα» και «με ωραιοπάθεια», που σε υπαίθριο μπαρ, σε συνάντηση φίλων, ζητά από ένα φίλο της ποιήτριας να την φωτογραφίσει σε πολλές πόζες. Η άψογη περιγραφή της όλης σκηνής αποβλέπει στην κατανόηση της ποιήτριας για μια ώριμη γυναίκα, που βρίσκεται στο σούρουπο της ηλικίας και κάνει τα πάντα για μια ερωτική σχέση. Ο τίτλος είναι δραματικά συμβολικός και στοχεύει στη μοίρα της γυναίκας, που δεν είναι πια ερωτεύσιμη και που κάνει τα πάντα για να γίνει, αν και ξέρει καλά τη φθορά του χρόνου, που το σκληρό κοινωνικό κατεστημένο όρισε και ορίζει ως καταδίκη για μια γυναίκα που μεγάλωσε. Η φθορά αντιμετωπίζεται εξωτερικά «περιποιημένη,
μακιγιαρισμένη», όπως και η απεγνωσμένη της συμπεριφορά για φωτογράφιση από το φίλο της ποιήτριας που φλέρταρε, («Πλάνταζε να αρέσει, να αγαπηθεί, να ζήσει»), ενώ το δράμα της υποφώσκει και είναι πάντα επίκαιρο γιατί αφορά κάθε ώριμη γυναίκα.

* 6. Στους «ΚΤΥΠΟΥΣ» αντικρίζουμε μια υπέροχη σκηνή. Τους δύο εραστές ξαπλωμένους, με τη γυναίκα πλαγιασμένη στο στήθος του αγαπημένου να ακούει την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. «Η ίδια η υπόσταση, το σώμα, η ζωή μου» της ποιήτριας εξομοιώνονται με τους χτύπους της καρδιάς του αγαπημένου. Ο έρωτας είναι ο απόλυτα κυρίαρχος, η ίδια η δυναμική της ζωής για δύο ανθρώπους που αγαπιούνται. Η θεματική είναι ίδια με το «ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΟΥ», αλλά από την ιεροπρέπεια, η ποιήτρια μεταβαίνει στο κέντρο των συναισθημάτων, στην καρδιά.

* 7. Στο ποίημα «ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ», «η ομορφιά του τοπίου» και η περιγραφή του εκστασιάζει την ποιήτρια και με στίχους καταφέρνει να δώσει την εξαΰλωσή της μέσα σ’ αυτό. «Η θάλασσα γαλάζια», «τα νησιά» και «οι δασωμένοι λόφοι» αρκούν να προσφέρουν λιτά και παραστατικά αυτή την παγανιστική της ευλάβεια, ίδια με τη χαρά του έρωτα των ποιημάτων της συλλογής. Η ομορφιά του τοπίου μετατρέπει το ποίημα σε ερωτική πανδαισία.

* 8. Ο «ΣΥΓΧΡΩΤΙΣΜΟΣ» αφορά, θα λέγαμε, την κοσμοθεωρία της ποιήτριας για την πεζή καθημερινότητα. Ο «συγχρωτισμός», οι «δοσοληψίες», και τα «πρακτικά ζητήματα» δίνουν ευκαιρίες να «διακρίνεις τακτικές, ελιγμούς, σχέσεις εξουσίας» και «Από την πεζή καθημερινότητα» σε κάνουν να «καταλήγεις σε συμπεράσματα και πικρές αλήθειες». Η καθημερινότητα είναι φυτώριο για την ίδια την Τέχνη και όχι η καταφυγή σε αόριστα σχήματα και σε βερμπαλισμούς. Εξάλλου τα μεγάλα έργα, αν δεν βασίζονται στην πραγματικότητα, ως στίγμα της εποχής, δεν μπορούν να βρουν ανταπόκριση και διαιώνιση.

* 9. «Ο ΔΙΣΚΟΣ» αφορά τη δουλοπρέπεια ενός ιδιοκτήτη γκαλερί, ο οποίος υποκλίνεται μπροστά σε καθηγητή πανεπιστημίου, ακολουθώντας τον μάλιστα έχοντας ανά χείρας το δίσκο με τα εδέσματα, επειδή «ο καθηγητής μπορεί να του δώσει πρόσβαση /σε σημαντικές γνωριμίες». Το ξεσκέπασμα της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου, που εξαρτά τη δουλειά του από τις φτηνές δοσοληψίες των δημοσίων σχέσεων είναι καταιγιστικό. Ο άνθρωπος, υποτίθεται, της Τέχνης υποτάσσεται ως έρμαιο στο ισχυρότερο πανεπιστημιακό κατεστημένο («αρθρογράφος στην πιο έγκυρη εφημερίδα / και πρόεδρος σε διάφορες επιτροπές» για να αποκτήσει απολαβές, ενώ την ίδια στιγμή «ποδοπατάει όποτε θελήσει» και εξευτελίζει άσημους ζωγράφους, (αλλά ίσως σημαντικούς, όπως εικάζουμε, για την ποιήτρια), που τον έχουν ανάγκη. Εδώ το ποίημα στοχεύει θαυμάσια στη φτηνή συμπεριφορά ανάλογα με το πεδίο της εξουσίας: Από τη μια το κύρος του φημισμένου καθηγητή και από την άλλη η δειλή συμπεριφορά των άσημων ζωγράφων. Ουσιαστικά «Ο ΔΙΣΚΟΣ» καταγγέλλει αυτό που γνωρίζουμε όλοι λίγο πολύ: Πως οι άνθρωποι που καταγίνονται με την Τέχνη, η οποία αποβλέπει στο κέρδος πράττουν τα δέοντα ανάλογα με τα συμφέροντά τους και πως το ταλέντο ενός τεχνίτη καμιά φορά παραμερίζεται και χάνεται όταν ένας τέτοιος άνθρωπος θεωρηθεί κριτής ενός έργου ή προωθητής του. Το ποίημα αφορά τρία είδη ανθρώπων: Τον γκαλερίστα, τον καθηγητή και τον άσημο ζωγράφο, των οποίων οι συμπεριφορές με πρωτοστάτη τον γκαλερίστα, διαγράφονται παραστατικότητα. Η διαβάθμιση της εξουσίας είναι εδώ το ζητούμενο που η Μπακονίκα χειρίζεται άριστα.

*10. Το «ΜΑΣΚΑΡΕΜΑ» είναι συμπλήρωμα του «ΔΙΣΚΟΥ». Εδώ περιγράφει τη «φιλική» σχέση μεταξύ των ομοτέχνων. Η ποιήτρια αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν χωρίς αφορμή ο φίλος να εξαφανιστεί, καταλήγοντας: «μπορεί σε κάτι να με βλέπεις ανταγωνιστικά…/ ή μπορεί να με βαρέθηκες». Εδώ η τελευταία φράση με το διαζευκτικό «ή» μπαίνει από παραχώρηση. Η Μπακονίκα γνωρίζει καλά τι συμβαίνει. Το επίρρημα «ανταγωνιστικά» είναι η αφοπλιστική πραγματικότητα, γι’ αυτό και έχει την απαιτούμενη βαρύτητα στο ποίημα μαζί με τη χρόνια σκληραγώγησή της στο να προσπερνά «τις ψεύτικες φιλίες». Ο άνθρωπος του σιναφιού σημαίνει άνθρωπος της λογοτεχνίας. Κι εδώ υπάρχει η ανείπωτη διαπίστωση πως ο κύκλος των ομότεχνων (δηλ. λογοτεχνών) δεν αποτελεί χώρο ευδαιμονίας και μεγαλοψυχίας, αλλά στίβο μάχης, αφού η ίδια η γλώσσα δεν μπορεί να εξανθρωπίσει τους λογοτέχνες. Η φιλαυτία, ο φθόνος, η φαυλότητα, είναι σύμπτωμα τις περισσότερες φορές αυτών που δεν έχουν σμιλευτεί ως χαρακτήρες από την πολυετή άσκηση της γραφής, αλλά ως ανταπόδοση αυτής της φαυλότητας, λες και ανταμείβονται με πρωτογονισμό.

* 11. Με τη «ΘΕΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ» η ποιητική αναζήτηση αποσπάται από τον κύκλο των ανθρώπων της Τέχνης και περνά σ’ αυτόν των απλών ανθρώπων που ασκούν γοητεία και «θετική ενέργεια», και είναι, τρόπον τινά, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα ποιήματα. Μια πενηντάρα γυναίκα, ιδιοκτήτρια μικρού καταστήματος καλλυντικών και κοσμημάτων, στο κέντρο της πόλης, ιδανική πωλήτρια, με «αστείρευτη χάρη», «εφηβικό αυθορμητισμό», «θετική ενέργεια και ζωτικότητα» και με «γερό ένστικτο» ψυχολογίας, προσφέρει στην ποιήτρια μια εκστατική εικόνα της ίδιας της ζωής, δίνοντάς της συνολικά «μια όμορφη παράσταση / έναν εξαιρετικό συνδυασμό αντιδράσεων / κινήσεων και λόγου». Το τοπίο είναι ανθρώπινο και συμπληρώνει απόλυτα το φυσικό
τοπίο του ποιήματος «ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ». Η σκηνή της γυναίκας στο μαγαζί της και το τοπίο της Χαλκιδικής είναι σαν να αποζημιώνει την Μπακονίκα από το ζοφερό κύκλο των ομοτέχνων της, που καταγράφει στα ποιήματα της συλλογής της. Παρόλη την αναγνώριση της ποιήτριας πως η σκηνή αυτή είναι ζωοδόχος, φαντάζει σαν κρυφή ευχή πως μακάρι και η ζωή των ανθρώπων της Τέχνης να της πρόσφερε ανάλογες σκηνές, γι’ αυτό και ομολογεί στο τέλος: «και παραπάνω να καθυστερούσα δεν θα με πείραζε».

* 12. Στο «ΦΑΝΕΛΑΚΙ», το φρεσκοπλυμένο ρούχο του εραστή ταυτίζεται με την καθαρότητα και την ανθηρότητα της αγάπης, «χωρίς σκιές και ραγίσματα», που μπορεί να έχει μια συνηθισμένη αγάπη. Αυτήν την καθαρότητα κάνει τους δύο εραστές να απολαμβάνουν την λαμπρότητα, το φως της αγάπης, το μεγάλο και το μοναδικό αυτό δώρο.

* 13. Στο «ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΡΙ» η Μπακονίκα τολμά και κάνει απολογισμό της μέχρι τώρα ζωής της: «μια χαρακιά / που πονάει». Τα ρήματα-φράσεις «αναλώθηκα», «Πήρα μαθήματα από ολέθριους», «Έσφιξα τα δόντια», αποτελούν την πείρα τ
ης και αυτή καταθέτει με «αδρές γραμμές» για να σχηματιστεί το ποίημα. Οι στίχοι στοχεύουν στη λέξη «τέρας» που ταυτίζεται με την «πραγματικότητα». Ο χαρακτηρισμός του τέρατος στον τελευταίο στίχο ως «ατρόμητο» δηλώνει πως απαιτείται σκληρή αναμέτρηση κάθε φορά με τον περίγυρο, πως τίποτε δεν τελειώνει και πως χρειάζεται ετοιμότητα σε οτιδήποτε αναμενόμενο, που συνήθως είναι αντίξοο και ιδιαίτερα σκληρό.

* 14. Η αισθαντική σκηνή στο εσωτερικό ενός ταξιδιωτικού πούλμαν με μια ωραία ξεναγό που συνταξίδευε με τον αγαπημένο της, αφορά την «ΨΗΦΙΔΑ», το επόμενο ποίημα. Ο θαυμασμός του για εκείνη, την ώρα που στο μικρόφωνο ανακοίνωνε αυτή αλαζονικά το πρόγραμμα της μέρας στους ταξιδιώτες, μετατρέπεται σε καμάρι και λατρεία, «την εξέταζε σαν μια ψηφίδα» και «Η αλαζονεία της τη συγκεκριμένη στιγμή / σαν μια πρόκληση τον ξετρέλαινε». Η αγαπημένη γυναίκα στο χώρο εργασίας της αποκτά αλαζονική αυτοπεποίθηση που απαιτεί η δουλειά της, η οποία γιγαντώνεται μπροστά στα μάτια του εραστή της κι αυτό είναι που εστιάζει η ποιήτρια στο ποίημα. Η εικόνα της γυναίκας ίσως να καταντά τελικά εράσμια τόσο για αυτόν που ξετρελαίνεται που την βλέπει, όσο και για τους ταξιδιώτες, που, ίσως θαμπωμένοι κι αυτοί από «το λαμπερό παρουσιαστικό της» ευαρεστούνται που την έχουν ως ξεναγό τους. Η εικόνα της αγαπημένης στα μάτια του εραστή, ίσως να παρασύρει με την ίδια ένταση και τους ταξιδιώτες.

* 15. «ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΛΑΒΩ»: Στο ποίημα αυτό, μοναδικό για την οπτική του, μια τυχαία συνάντηση της ποιήτριας «Στο μεγάλο εμπορικό κέντρο έξω από την πόλη», με ένα φιλικό ζευγάρι, με το οποίο διατηρεί «Αψεγάδιαστη, εκλεκτή η φιλία μας» της προσφέρει «θαλπωρή» γι’ αυτό και κάνει «αγώνα δρόμου» για να τους προλάβει. Η Μπακονίκα ζητά τη θαλπωρή γι’ αυτό και «Όπως από τη δίψα με φόρα τρέχεις / στην καθαρή πηγή». Η ανιδιοτελής, αληθινή φιλία, κάτι το εντελώς σπάνιο, είναι τόσο πολύτιμο για την ψυχή, γιατί σε ανταμείβει πάντα με θαλπωρή, είναι βάλσαμο για τον υπερβολικά ευαίσθητο κόσμο ενός καλλιτέχνη, «καθαρή πηγή» ευδαιμονίας, ανάπαυσης, σιγουριάς κι εμπιστοσύνης. Καμιά σκιά ανταγωνισμού και υποκρισίας δεν υπάρχει για να κηλιδώσει αυτόν τον δεσμό, όπως συμβαίνει με τον κύκλο των λογοτεχνών.

* 16. «ΜΕΡΑΚΙΑ»: Σκηνή τέλους πολιτιστικής εκδήλωσης με «παλιά σμυρναίικα τραγούδια, / μελωδίες, μεράκια που λαγγεύουν / και ρεμπέτικα». Ο τραγουδιστής της ορχήστρας ομολογεί στην ποιήτρια και παλιά του φίλη: «πριν αρχίσουμε, διάβασα τα ποιήματά σου / για να παρασυρθώ, να διαποτιστώ / από τον ερωτισμό τους». Η Τέχνη της μουσικής αλληλοσυμπληρώνει την άλλη Τέχνη της ποίησης, την ομογάλακτη αδερφή της. Οι δύο τελευταίοι στίχοι αποκαλύπτουν κάτι μοναδικό : «μέσα στη μοναχική πορεία της ποίησής μου / απρόσμενη ενθάρρυνση μου έδωσε». Η Τέχνη είναι πάντα μια πορεία μοναχική, ο καλλιτέχνης βιώνει τη μοναξιά της δημιουργίας, είναι πάντα μόνος με τα σύνεργά του, και ειδικά όταν ο καλλιτέχνης νιώθει πως βάλλεται επικίνδυνα από ομότεχνους. Ο αγνός καλλιτέχνης έχει πάντα ανάγκη από τον καλό λόγο και τη ενθάρρυνση από αληθινούς φίλους. Ο γνήσιος καλλιτέχνης είναι πάντα ανασφαλής και αυτή η ανασφάλεια είναι πάντα η δύναμή του. Αλίμονο αν έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση, γιατί αυτή πολλές φορές είναι και αιτία του καταποντισμού του έργου του.

* 17. Στην «ΗΤΤΑ» η οικειότητα που νιώθει ξαφνικά μια γυναίκα σε φιλικό γεύμα γυναικών, την αναγκάζει να ανοίξει την καρδιά της και να μιλήσει για την οδυνηρή της μοναξιά, ονομάζοντάς την «αξιολύπητη ήττα» που την κάνει από το πρωί όταν «η απελπισία κάνει κουμάντο» να διαχειριστεί «τον πόνο της μοναξιάς» της. Ο μονήρης βίος βαραίνει περισσότερο τη γυναικεία φύση που την αποκαλεί «ήττα». Για τη γυναίκα αυτή το άνοιγμα στον κόσμο, δεν την ωφελεί ή δεν την ωφέλησε. Κι εδώ η ποιήτρια σκιαγραφεί από τα λεγόμενά της ίδιας, μια γυναίκα συνηθισμένη που δεν γνωρίζει από ενδιαφέροντα που ξεγελούν τη μοναξιά και την κάνουν καμιά φορά γόνιμη και υποφερτή. Η μοναξιά εδώ της γυναίκας και η απελπισία της ίσως να προέρχεται από χωρισμό ή από αναζήτηση ενός συντρόφου. Αυτή η σοφή αοριστία της Μπακονίκα για τη μοναξιά της γυναίκας, προσφέρει υποθέσεις και εικασίες, οι οποίες παραβλέπονται έντεχνα από την ποιήτρια γιατί η μοναξιά είναι λέξη της εποχής μας, που αφορά τα πάντα και προέρχεται από χιλιάδες αιτίες.

* 18. «ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ»: Εδώ, ωμά και παραστατικά η Μπακονίκα μιλάει για έναν εκπρόσωπο του επιχειρηματικού κόσμου, πτυχιούχο, «άπληστο, σφετεριστή, πατούσε επί πτωμάτων», ο οποίος, για να διασφαλίσει «τα μεγάλα οικονομικά του συμφέροντα», έρχεται σε σύγκρουση με κάποιον, αναλόγων στόχων και ελιγμών, ξεστομίζοντας εναντίον του χυδαία φράση, που είναι κλειδί του ποιήματος για την επαναληπτική φράση, «πατούσε επί πτωμάτων». Ο κόσμος των αρπακτικών σε όλο του το μεγαλείο, με εκστατική λιτότητα. Η γλώσσα του αρπακτικού επισφραγίζει την ανάλογη συμπεριφορά.

* 19. Το ποίημα «ΜΕ ΚΡΙΤΙΚΟ ΜΑΤΙ» ξεχωρίζει με τη γλωσσική του αρτιότητα και την αμεσότητά του. Εδώ το θέμα της ακολασίας του σαρκικού έρωτα αφορά τον εραστή, έστω και αν η ερωμένη αναγνωρίζει «και ήταν ένα είδος αποθέωσης / που γενναιόδωρα μου χάρισες». Η «αγάπη» και η «αφοσίωση» που ανέμενε η ερωμένη, ως κάτι φυσικό για τους δύο εραστές, δεν υφίστανται. Στο τέλος του ποιήματος η αφηγήτρια συγκλονίζεται με το παγερό βλέμμα του εραστή, που, ξαπλωμένος στο κρεβάτι παρατηρεί «με κριτικό μάτι» τις ατέλειες του σώματός της. Εδώ υπολανθάνει και η άποψη πως ο εραστής προτιμούσε να πλαγιάζει με καλύτερο σώμα για να προσφέρει αγάπη και αφοσίωση, ενώ η ερωμένη ίσως είναι κατά πολύ μεγαλύτερή του. Η γυναίκα στέκεται μόνο «στην αποθέωση που μου χάρισες», κι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να λάβει, ως τελεσίγραφο από τον λάγνο εραστή, κάτι για το οποίο ίσως πρέπει να το δεχτεί χωρίς μεμψιμοιρία. Ο νόμος όμως που υφίσταται σε αυτές τις σχέσεις είναι ο εξής: Ο στιβαρός και, ίσως νεαρός, εραστής δεν μπορεί μήτε ανέχεται τους συναισθηματισμούς και τις τρυφερότητες, γιατί αυτό που ξέρει είναι να προσφέρει σαρκική απόλαυση σε μεγαλύτερές του κυρίως γυναίκες, ενώ ο καλλιεργημένος εραστής είναι ίσως αυτός που προσφέρεται για στοργή και αγάπη περισσότερο, παρά για αποθέωση λαγνείας.

 

mpakonik

 

 

* 20. Το σύντομο ποίημα «ΤΑ ΚΤΥΠΗΜΑΤΑ», παρόλο που το θέμα της επαναλαμβάνεται σ’ αυτή τη συλλογή για ανθρώπινες συμπεριφορές και σχέσεις, οι «ήττες και προδοσίες» και «τα απανωτά κτυπήματα» οδηγούν την ποιήτρια «σε εγρήγορση», για να αφαιρέσει από τους στίχους της «μελοδραματισμούς, ασάφειες και μισές αλήθειες». Αν οι ίδιες οι καταστάσεις σε οδηγούν στη δημιουργία ποιήματος για να απαλειφθεί από την ψυχή η οποιαδήποτε πίκρα, το όλο εγχείρημα έχει και ένα όφελος. Η ανθρώπινη συμπεριφορά οδηγεί την Μπακονίκα να αντιμετωπίσει με πυγμή την καθαρότητα της γλώσσας από όλα εκείνα τα σχήματα που δεν στοχεύουν στην αλήθεια. Κι εδώ υφίσταται ο σκοπός της ίδιας της Τέχνης. Χωρίς να υπηρετεί την αλήθεια, δεν μπορεί να είναι Τέχνη, αλλά κύμβαλο αλαλάζον σαν την Αγάπη χωρίς ανταπόκριση.

* 21 «ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ» αφορά το παράπονο «μιας μετανάστριας από τη Γεωργία», που εργαζόταν σε μια σκληρή ηλικιωμένη, η οποία της προσέφερε μια μέρα να φάει τα μαραμένα κεράσια που περίσσεψαν από ένα πιάτο. Θέμα απόλυτα σύγχρονο και συχνότατο. Η καθημερινή ταπείνωση και η σχέση δύο γυναικών διαφορετικής ηλικίας: Η ηλικιωμένη στη δύση πια της ζωής της, δεν μαλακώνει η ψυχή της και αποδεικνύεται σκληρή και μίζερη απέναντι σε μια νέα γυναίκα που την προσέχει με το ανάλογο αντίτιμο. Η σχέση ανθρώπου ισχύος και δούλου αλλοδαπού, μια αντίληψη που καταγράφεται ζωηρά από την ποιήτρια, υπονοώντας συνάμα πως ο αδύναμος και ο ανίσχυρος είναι στην ουσία πάντα αυτός που ασκεί βάναυση συμπεριφορά, ο θρασύδειλος, αυτός που δεν κατανοεί τον άλλο, που τον εκμεταλλεύεται μήτε συμπονά, και όχι αυτός που την υφίσταται. Το παν για μια ανθρώπινη συμπεριφορά είναι να μπεις στη θέση του άλλου. Τότε μόνο γίνεσαι ανθρώπινος. Βέβαια, το ζέον θέμα εδώ είναι πως ο ισχυρός τάχα είναι μια ανήμπορη ηλικιωμένη, της οποίας η στάση υποκρύπτει εκτός από σκληρότητα και φθόνο προς τη νεαρότερη γυναίκα.

* 22. «ΤΟ ΔΑΣΟΣ» αφορά ένα περιστατικό της εφηβικής ηλικίας. Η ποιήτρια και ο αγαπημένος είναι συνομήλικοι, 18 ετών. Ο πόθος τούς οδηγεί μια μέρα στο πάρκο της Νέας Ελβετίας. Ο νεαρός εραστής, που ανήκε «στην κατηγορία των ωραίων και των σκληρών» αποδεικνύεται αδέξιος ερωτικά τόσο που η ποιήτρια αισθάνεται ντροπή που ενέδωσε. Η ντροπή την αναγκάζει να του αρνηθεί συνάντηση μαζί του. Ο τίτλος «ΤΟ ΔΑΣΟΣ» παραπέμπει, κατά την ταπεινή μας γνώμη, στο δάσος όλων εκείνων των συνισταμένων που συνθέτουν τη σκαιά συμπεριφορά του στιλάτου εραστή που χρησιμοποιεί την ερωμένη ως αντικείμενο, κάτι συνηθισμένο ανεξαρτήτως εποχής, στον αντρικό πληθυσμό, που θεωρεί τον σαρκικό έρωτα αποκλειστικά δική του υπόθεση. Από την άλλη, ο τίτλος αναφέρεται και στην άρνηση της ποιήτριας που με αυτή επιστρέφει στην ιδέα που έχει για τον έρωτα ως άμυνα της ιδεολογίας της, δίνοντας ένα μάθημα στον ναρκισσισμό του εραστή. Η νεαρή ηλικία του αγοριού όμως δεν του χαρίζει και μια ανάλογη ωριμότητα, κάτι που σφραγίζει απόλυτα την συνεσταλμένη ερωμένη.

* 23. Στο ποίημα «ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ» η Μπακονίκα γενικεύει σχετικά με τις κάθε είδους ματαιότητες, ακόμα «από ανθρώπους που δεν το περιμένεις». Ο καθένας έχει για σημαία την πραμάτεια του, «περιφέρουν την ευτέλειά τους». Στο τέλος του ποιήματος η ποιήτρια αποφαίνεται: «Ματαιοδοξίες που δεν συμμαζεύονται, / επιθετικές, κακόβουλες». Τα δύο επίθετα του τελευταίου στίχου συμπυκνώνουν άριστα τον στόχο κάθε ματαιδοξίας: Επίθεση εναντίον όλων για επικράτηση σε συνδυασμό με την κακοβουλία.

* 24 Η «ΑΔΗΜΟΝΙΑ» αφορά μια γυναίκα, που δηλώνει στον εραστή της πως φεύγει «για επαγγελματικό ταξίδι», «για να υποδαυλίζει το ήδη έντονο πάθος του» εραστή. Το τέχνασμά της αυτό αφορά την «ανάγκη της να τον έχει αφοσιωμένο». Εδώ η γυναίκα, αφού εξασφαλίζει πρώτα την αγάπη της προχωρεί σε αβέβαια δήλωση επιστροφής της, μια συμπεριφορά που αποδεικνύει το ναρκισσισμό της απέναντι σε μια δυνατή αγάπη εκ μέρους του εραστή. Εδώ η αγάπη δεν ισορροπεί αλλά κλίνει προς το μέρος της γυναίκας, που δεν γνωρίζει τελικά πως ο έρωτας απαιτεί ισότητα και κατανόηση, όχι τερτίπια.

* 25. «ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ»: Σκηνή συνηθισμένη σε ολιγοήμερη εκδρομή. Η ποιήτρια απορρίπτει ερωτική πρόταση από κάποιον συνταξιδιώτη, που την παρασέρνει με «κάποιο πρόσχημα» στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο. Η άρνηση ισοδυναμεί γ
ια τον απορριπτόμενο ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον της: «Από τη φθορά του χρόνου δεν γλιτώνεις / ό,τι κι αν κάνεις, / σε μια δεκαετία η μπογιά σου θα σβήσει,/ θα μπεις στο περιθώριο». Η κοινότοπη αντίδραση του συνταξιδιώτη, δικαιολογημένη για έναν κλασικό εραστή που θεωρεί πως το θέμα έρωτας είναι δική του υπόθεση, υπονοεί την κοινή αντίληψη πως η γυναικεία φθορά είναι το αιώνιο και αμετάκλητο ζήτημα στο θέμα του έρωτα. Ο άντρας δεν έχει, υποτίθεται, φθορά, παρά μόνο η γυναίκα, αντίληψη που εδώ έμμεσα καταδικάζεται.

* 26. Το «ΦΕΤΙΧ» είναι ίσως ένας συνδυασμός των ποιημάτων «ΤΟ ΔΑΣΟΣ» και «ΦΑΝΕΛΑΚΙ». Κι εδώ έχουμε τη ωμή και σκαιά συμπεριφορά του εραστή προς την ερωμένη ακόμα και μετά την συνεύρεσή τους. Αυτός της αποσπά βίαια το εσώρουχό της ως φετίχ με κινηματογραφική παραστατικότητα, όπως ο ίδιος δηλώνει. Η απαξιωτική συμπεριφορά του προς την ερωμένη επισφραγίζεται με αυτού του είδους την κατοχή. Αποσπά κάτι από αυτήν για να τη θυμάται, λες και του ανήκει, με την υποψία πως ίσως συλλέγει ανάλογα αποκτήματα από ερωμένες ως λεία για να καμαρώνει για τις ερωτικές του κατακτήσεις, που, χωρίς αμφιβολία δηλώνουν υποτέλεια και καταδίκη πως ουδέποτε είναι ικανός να αγαπήσει και να σεβαστεί τον άλλο, να αποδεχτεί τον έρωτα ως ισότητα και ιερότητα. «Άδειος από συναίσθημα ήσουν στον έρωτα», αρχίζει το ποίημα και αυτός ο στίχος αποτελεί τη μικρογραφία όλου του ποιήματος.

* 27. Στο «ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ» ο ποιητικός λόγος στοχεύει και πάλι απαράδεκτες συμπεριφορές. Εδώ η Μπακονίκα μιλάει για «επαγγελματική συνεργασία» σε κάποια επιχείρηση με κάποιον «ελεεινό», οποίος «ούτε ελέγχει ούτε κρύβει το φθόνο του». Μεγαλομανής και «σε σύγχυση με τον ίδιο τον εαυτό του». Η γνωστή ματαιοδοξία για υλικά πράγματα, που καθιστά το άτομο να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση όχι μόνο με τον εαυτό του, αλλά και με τους άλλους, τους οποίους ταλαιπωρεί και φθονεί, κι αυτό στιγματίζει εδώ η ποιήτρια.

* 28. «Η ΕΠΙΣΚΕΠΤΡΙΑ». Εδώ το ποίημα αφορά δύο συμπεριφορές, πολύ συχνές σε επαγγελματικό χώρο: Της υπαλλήλου και του διευθυντή. Αγάπης αγώνας άγονος, που η αγάπη είναι ένα απλό ερωτικό κάλεσμα από τον διευθυντή, που, λόγω ισχύος πάει να εκμεταλλευτεί τη θέση του. Η αυτοπεποίθηση της ωραίας υπαλλήλου και η γνωριμία της μαζί του την κάνει να μπαίνει άνετα στο γραφείο του, αλλά αυτός τότε ξαφνικά θυμάται τους τύπους: «Την έβγαλε έξω με άγριες φωνές / επειδή δεν κτύπησε την πόρτα». Το γραφείο ενός διευθυντή αποτελεί κέντρο εξουσίας και απαιτεί σεβασμό και συστολή, κι αυτό σκέπτεται αυτός προς στιγμήν. Η αλήθεια όμως βρίσκεται στο τέλος του ποιήματος: «Όταν στις δεξιώσεις τής έκανε τα γλυκά μάτια / ούτε μια ελάχιστη ελπίδα δεν του έδινε». Οι δύο τελευταίοι στίχοι ίσως να μην χρειάζονταν, αφού δικαιολογείται προηγουμένως η συμπεριφορά του πανίσχυρου διευθυντή. Στον έρωτα και στην εργασία η εξουσία είναι αυτή που καθορίζει και στιγματίζει ανάλογες συμπεριφορές.

* 29. Στο ποίημα «ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΑΛΚΗ» υπάρχει μια εξαιρετικά δοσμένη συνηθισμένη εικόνα της πόλης. Στη στάση του λεωφορείου μια γυναίκα βλέπει σε μηχανή «μια παλιά, νεανική της αγάπη» Η «περήφανη αλκή» του προσώπου του «παρά τα χρόνια που πέρασαν» την οδηγεί στην παραδοχή «αξιολάτρευτος εραστής». Το τέλος του ποιήματος είναι εξαιρετικό: «Έτρεχε κατευθείαν μπροστά / σαν να βιαζόταν να προλάβει κάποιο θρίαμβό του». Η «περήφανη αλκή» και ο σίγουρος «θρίαμβος» είναι έννοιες ταυτόσημες και πάντα κυρίαρχες.

* 30. «ΔΕΝ ΕΞΑΛΕΙΦΕΤΑΙ». Σ’ αυτό το ποίημα ο εραστής, όπως και στο προηγούμενο, (ίσως το ποίημα να αποτελεί συνέχειά της «ΠΕΡΗΦΑΝΗΣ ΑΛΚΗΣ» ή θα μπορούσαν κάλλιστα, κατά τη γνώμη μας, και τα δύο ποιήματα να αποτελούν ένα), αξίζει τον κόπο και αποτελεί για την ποιήτρια σπάνιο και πολύτιμο απόκτημα. Ο πόθος της γι’ αυτόν την κάνει να ομολογεί δύο φορές: «ξεμυάλισμα με πιάνει». Στη συνέχεια, παρατίθενται εν σειρά όλες οι ιδανικές αρετές του: «έντονη προσωπικότητα», «εξωστρέφεια», «δυναμισμό», και «καίρια ευαισθησία» για να καταλήξει: «Το παρελθόν δεν εξαλείφεται, / ούτε χειραγωγείται. Η μνήμη είναι όλεθρος και αιώνιο βάσανο όταν θυμάσαι αυτό το χάθηκε για πάντα. Η απώλεια εδώ ισοδυναμεί με θάνατο και ας μην ομολογείται. Το σώμα όμως είναι αυτό που θυμάται, η αίσθηση των στιγμών, το ανατρίχιασμα των αγαπημένων σωμάτων. Αυτό συμπυκνώνει ο στίχος «Ένα ξεμυάλισμα με πιάνει».

* 31. Στις «ΣΥΝΘΗΚΕΣ» σκιαγραφούνται προφορικά οι συνθήκες εργασίας μιας εργαζομένης υπό την εποπτεία μιας κακής διευθύντριας που «με ελάχιστη αφορμή με έχει κάνει κουρέλι». Δουλειά «με μικρό μισθό / και ετήσια σύμβαση» και «Έχω δουλέψει ενώ σερνόμουν από τον πυρετό, / σε γράφει σε μαύρα κατάστιχα αν απουσιάσεις». Το κλωτσοπάτημα δοκιμάζει τις αντοχές της υπαλλήλου, και είναι αυτό που αποκομίζει η γυναίκα από την πολύ σκληρή δουλειά. Η θεματική σχεδόν ίδια το ποίημα «ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ», μόνο που στο ποίημα αυτό η σκληρότητα προέρχεται από ηλικιωμένο άτομο σε αλλοδαπή, ενώ στις «ΣΥΝΘΗΚΕΣ» η σκληρότητα αφορά ντόπιο άτομο που συμπεριφέρεται ωμά και απάνθρωπα σε ντόπιο ομοεθνή του.

*32. «ΝΥΧΤΑ»: Η σκηνή εδώ εξαιρετική: Μια γυναίκα, καθισμένη σε μπαρ ή σε καφετέρια ενός στενού πεζόδρομου, «διακρίνει στο απέναντι μπαρ την αγάπη της», που «μετακινείται ανάμεσα στα υπαίθρια τραπέζια / για να μιλήσει με φίλους του». Αυτός δεν τη βλέπει, αλλά εκείνη, παρόλο που «Σαν το κεράκι φλέγεται από τον πόθο», δεν πλησιάζει λόγω του χωρισμού τους πριν ένα χρόνο. Η διακοπή της σχέσης τους είναι δική του υπαιτιότητα. Κι αυτό που απομένει για τη γυναίκα είναι να απολαύσει τη μοναξιά της. «Μένει καθηλωμένη στη μοναξιά της» : Με αυτό το στίχο κλείνει το ποίημα. Ο τίτλος «ΝΥΧΤΑ» αφορά την φιγούρα του παλιού εραστή που είναι απλησίαστη γι’ αυτήν, τον πόθο της, που «Σαν το κεράκι φλέγεται από τον πόθο» και την καθήλωση στη μοναξιά της, ως μοιραία λύση και συνηθισμένη τύχη για μια γυναίκα της σύγχρονης ζωής. Το ρήμα «παράτησε» αντηχεί εδώ ως κάτι το εντελώς αμετάκλητο και οριστικό.

* 33. Στην «ΝΤΟΥΛΑΠΑ» επιχειρείται θαυμάσια η καταγραφή της ιστορίας μιας λαϊκής οικογένειας, που γειτόνευε με το σπίτι της ποιήτριας. Η χαρακτηριστική καθημερινότητά τους αποτελεί ανεξίτηλη σφραγίδα της δεκαετίας του ’60. «Ο πατέρας ναυτεργάτης» που, όταν έμεινε χήρος, «έφερε γυναίκα» στο σπίτι. Τα δυο παιδιά, αγόρι και κορίτσι, «ήδη στο τέλος της εφηβείας» ζούσαν στην αποξένωση και στην κατήφεια. Ο θηριώδης αδερφός ξεσπάει συχνά στην αδελφή του, που την ξυλοφορτώνει, κλείνοντάς την σε μια ντουλάπα. Το κορίτσι όμως «Από την κακομεταχείριση λιποθυμούσε». Η ντουλάπα συμβολίζει τη ζωή της οικογένειας. Ζουν και επιβιώνουν σε έναν σκοτεινό και αποτρόπαιο κόσμο, έγκλειστο και εκτεθειμένο καθημερινά στη δυστυχία, ειδικά ο πιο αδύνατος, που είναι το κορίτσι. Το ποίημα αποτελεί συμπύκνωση ενός πολυσέλιδου διηγήματος ή νουβέλας.

*34. «ΣΤΗΝΟΥΝ ΚΑΡΤΕΡΙ» : Εδώ η ποιήτρια μιλά για τις δήθεν φιλίες, ψεύτικες, εντελώς υποκριτικές, που πρέπει να λήξουν. Ο δεύτερος στίχος «Για να έχεις τα πρωτεία βήμα δεν κάνεις πίσω» αφορά τη φιλοδοξία ενός εκπροσώπου της Τέχνης που πρέπει να μείνει μακριά από το θράσος και τη μοχθηρία, αν επιζητεί να ξεχωρίσει στο στίβο της μάχης, που δίνει καθημερινά με τους ομότεχνους. Οι ψεύτικες φιλίες παρομοιάζονται ως κακοτοπιές, αγκάθια και απειλή για την ποιήτρια. Εδώ όμως το ποίημα δεν αφορά το στόχο της Μπακονίκα, αλλά την τακτική ενός ποιητή που επιζητεί τα πρωτεία με την κατάθεση της Τέχνης του. Το ντεκόρ των ψεύτικων σχέσεων είναι το ζητούμενο και το πλέον καθιερωμένο ακόμα και αν η ποίηση καταθέτει λόγο αξιοσέβαστο και διαχρονικό. Τα πρωτεία για την Τέχνη το έχει η ίδια η ποιότητα η οποία καταποντίζεται από τις δήθεν φιλίες και την καθημερινή αναζήτηση, σχετική με το ποιος τελικά θα επικρατήσει από τους ομοτέχνους. Και η Μπακονίκα γνωρίζει πολύ καλά το ντεκόρ των κύκλων της Τέχνης και το σπουδαιότερο: πως συχνά οι μετριότητες επικρατούν στο χώρο σε βάρος της ποιότητας.

* 35. «ΠΕΡΑ ΩΣ ΠΕΡΑ»: Κι εδώ η ποιήτρια επανέρχεται στο γνωστό μοτίβο του περίγυρου, και δη του λογοτεχνικού. Παραδέχεται πως με τον καιρό εμπεδώνει κανείς τη συμπεριφορά των ανθρώπων αυτών: φθόνος, εγωισμός, αθλιότητα, κακεντρέχεια, είναι πάντα τα κύρια χαρακτηριστικά τους. «Η ζωή εμπόλεμη κατάσταση». Ο στίχος του τέλους επιβεβαιώνει πως η ζωή στο λογοτεχνικό σινάφι είναι μικρογραφία του μεγάλου στίβου της ζωής, όπου οι αξίες απουσιάζουν και οι άνθρωποι μετατρέπονται σε εμπόλεμους εχθρούς.

* 36. Στο ποίημα «ΓΙΑ ΕΥΝΟΗΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ» η Μπακονίκα ξεφεύγει από το λογοτεχνικό σινάφι και εισέρχεται στη μικρογραφία της οικογένειας και μάλιστα της ευυπόληπτης. Εκεί αναγνωρίζει πως «υπάρχουν οι καταπιεστές και οι καταπιεζόμενοι». Εδώ όμως οι συμπεριφορές είναι κρυφές, κι αυτό είναι το αποτρόπαιο, όπως δηλώνεται στους δύο τελευταίους στίχους: «Για ευνόητους λόγους, όσα φρικτά / συμβαίνουν στο σπίτι τους, κανείς δεν τα μαθαίνει». Στο σημείο αυτό υπολανθάνει η άποψη της ποιήτριας πως στη ζωή επικρατεί πάντα η επιφάνεια και όχι η πραγματικότητα, κάτι που συμβαίνει κατά κόρον και στην Τέχνη.

* 37. Η περιγραφή ενός ανθρώπου, στο ποίημα «ΣΕ ΜΙΑ ΑΚΡΗ» είναι εξαιρετική. Η σκηνή αφορά μια δεξίωση, χώρο ανάπαυλας και κεφιού. Παράμερα στέκεται κάποιος, που περιγράφεται από την ποιήτρια άψογα. «Με τα χρόνια γερασμένος, / η έπαρσή του εξαφανισμένη. / Χλωμός, είχε την έκφραση ανυπεράσπιστου παιδιού». Η παρακμή του σώματος ενός ισχυρού άλλοτε ανθρώπου τον κάνει να συρρικνωθεί και ψυχικά. Η δεξίωση δεν του προσδίδει έστω και κάποια χαρά, θέλει να προστατευθεί από την ίδια την παρακμή των χρόνων, γι’ αυτό και κάθεται σε μια παράμερη άκρη για να μείνει αθέατος και να περιφρουρηθεί από σχόλια και κρίσεις. Η θέα της παρακμής του σώματος του δεν προκαλεί κανένα οίκτο στην ποιήτρια. Οι στίχοι στο τέλος του ποιήματος είναι καταιγιστικοί: «Μου είχε μαυρίσει την ψυχή κάποτε,/ όπως το συνήθιζε». Εδώ η τακτική ενός ανθρώπου που κατακεραυνώνει τους πάντες ταυτίζεται απόλυτα με τα γηρατειά και τη σωματική του αδυναμία. Το ξέσπασμα της ποιήτριας είναι ανθρώπινο κι αυτό καταθέτει εδώ. Κανένας ηρωισμός και μεγαλοψυχία απέναντι στη σκαιά συμπεριφορά. Η παρακμή της φύσης έχει επιτελέσει από μόνη της την απάντηση, ως τιμωρία, για την τακτική ενός ανερμάτιστου ανθρώπου.

* 38. Στη «ΒΙΑ» επαναλαμβάνεται το γνωστό μοτίβο των ανθρωπίνων σχέσεων, και ίσως κι εδώ, το ποίημα αυτό να αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Η δύναμη και η πλεονεκτική θέση κάποιου του δίνει το δικαίωμα για εκμετάλλευση, για ταπείνωση και για εξευτελισμό. «Η ωμή βία / μού έδειξε το πρόσωπό της. / Ήσουν το απόλυτο κακό». Η βία, ως απόλυτο κακό, είναι το τέλος μιας σχέσης, ερωτικής ή απλής φιλικής συνεργασίας. Είναι το άκρο που κατανοείς τον άλλο και οφείλεις να απομακρυνθείς. Η διαπίστωση πως αυτός που ασκεί βία ισοδυναμεί με το ίδιο το κακό, δεν προσφέρει περιθώρια για επανασύνδεση, παρά απαιτεί την άμεση απομάκρυνση. Ο άνθρωπος αναγκάζεται να επιστρέψει και να στηριχτεί στον εαυτό του και στο όραμα που έχει για τη ζωή.

*39. Η ποιητική συλλογή κλείνει με το παραστατικό ποίημα «ΒΙΤΡΙΝΑ». Χωρισμένο σε δύο στροφές, στιγματίζει την κοινωνική συμπεριφορά ενός ανθρώπου, που σε μια ομήγυρη «άρχισες τα χαμόγελα, / τις χειραψίες με όλους, / μοίραζες φιλοφρονήσεις /- τόσο ευγενικός και εγκάρδιος». Εδώ κυριαρχούν οι ψεύτικες δημόσιες σχέσεις που απαιτούν μια τέτοια ακριβώς συμπεριφορά, που υιοθετείται από έναν άνθρωπο προκειμένου να επιβιώσει και να τα έχει καλά με όλους. Στη δεύτερη στροφή η ποιήτρια ονομάζει όλα αυτά «ψεύτικη βιτρίνα». Η προσωπική επαφή της Μπακονίκα με αυτό το άτομο, προσφέρει την απόλυτη αλήθεια που απολιθώνει: «Μόνο εγώ ήξερα τις κατάπτυστες αθλιότητές σου, / και τι στυγνό μούτρο ήσουν». Εδώ διαχωρίζει τη θέση της άμεσα από τους υπόλοιπους της ομήγυρης, που πιθανόν να μην γνωρίζουν το ποιον αυτού του ανθρώπου. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος αντηχεί ως ευχή: «Να έφευγες αμέσως, να εξαφανιζόσουν». Η ευχή αυτή που δεν εκφράστηκε στο ποίημα «ΣΕ ΜΙΑ ΑΚΡΗ» δηλώνεται εδώ βίαια, ως παρακαταθήκη όλης της συλλογής. Τα στυγνά πρόσωπα, είτε ως συνεργάτες ομότεχνοι, είτε ως εραστές, είτε ως εργοδότες, μας προσφέρουν υλικό για την ίδια την Τέχνη και ίσως αυτή είναι η μόνη τους χρησιμότητα. Υπάρχουν χάρη της ικανότατης ποιήτριας, της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, που εκδίδει ήδη από το 1984.

Τελειώνοντας αυτή την απλή γεωγραφική καταγραφή των ποιημάτων της συλλογής «ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ», οφείλουμε να προσθέσουμε και το εξής: Για αρκετούς θιασώτες της ποίησης ή και ομότεχνους ακόμη, οπαδούς της «σκοτεινής ποίησης», ίσως τα ποιήματα αυτά, με τις όποιες θεματικές επαναλήψεις και θυμοσοφίες σχετικές με τη ζωή, να θεωρηθούν ότι καταφεύγουν σε ευκολίες ή ότι παραμένουν εγκλωβισμένα σε έναν αρκετά στενό και περιφραγμένο χώρο της ποιητικής δημιουργίας. Ασφαλώς δεν είναι έτσι. Η ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα δεν υπηρετεί το σκοτεινό, αλλά το απολύτως ξεκάθαρο, και αυτό, αν δεν είσαι ο ίδιος ικανός στο να το ασκείς, εύκολα προδίδεσαι. Τα ποιήματα αυτά μας διδάσκουν, αν θέλετε, πως μια ποίηση σαν αυτή, μένει στον αναγνώστη και δεν χάνεται ο ίδιος σε σχήματα και υποθέσεις. Η ποίηση τότε μόνο λειτουργεί, γιατί δεν υποκρίνεται πως κατέχει το θέμα της. Και κάτι ακόμα: Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα, για μας, διαπρέπει κυρίως στα μεγάλα της ποιήματα, όταν περιγράφει σκηνές με συμπεριφορές – αυτό είναι το μεγάλο της ατού – και η συγκίνηση που πήραμε ήταν σαφώς περισσή. Αναμφίβολα, «ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΗΜΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ» είναι η καλύτερη ποιητική συλλογή που λάβαμε το 2012 και οι καλαίσθητες Εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ ανταποκρίθηκαν άψογα σε μια τόσο καλή και άριστη ποιητική κατάθεση.

 

 

* Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε στον Πειραιά το 1955. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εκτός από τη συλλογή διηγημάτων “Ένα πακέτο άρωμα”, Κέδρος, 1995, έχει εκδώσει το αφήγημα “Ματίας ντελ Ρίος, Ημερολόγια”, Οδυσσέας, 1995 (επαν. Κέδρος, 2006) και τα μυθιστορήματα “Χαιρετίσματα από το νότο”, Οδυσσέας, 1994 (επαν. Κέδρος, 2003), “Απέραντες συνοικίες”, Κέδρος, 2001, “Άλκης”, Μεταίχμιο, 2003 και “Φραγή εισερχομένων κλήσεων”, Μεταίχμιο, 2006. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top