Fractal

Ζυράννα Ζατέλη: «Αν δεν μαγευτούμε πρώτα, σύγκορμα και σώψυχα, δεν πρόκειται να μαγέψουμε. Και ο καλύτερος μάστορας διετέλεσε κάποτε τσιράκι»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

zateli

 

«Να ρουφήξουμε με τις γλώσσες μας την άβυσσο, τίποτα λιγότερο απ’ την άβυσσο»… Πώς γίνεται τόσο καλά να γνωρίζεις το έργο ενός ανθρώπου, να μην αλλάζει εκείνος επιμένοντας εμμονικά, μαγευτικά ο ίδιος, κι εσύ από βιβλίο σε βιβλίο, από σελίδα σε σελίδα, από συνάντηση σε συνάντηση τόσο να ξαφνιάζεσαι; Πώς γίνεται να έχεις διαβάσει ήδη το προηγούμενο βιβλίο, και επ’ αυτού να έχεις κάνει συνέντευξη και πάλι στις σελίδες του να καταφεύγεις, τελειώνοντας τις επτακόσιες του καινούργιου; Πώς γίνεται συγγραφέας σήμερα να φτιάχνει σύμπαν, γίνεται;

Εάν δεν βιάζεται… σκέφτομαι.

Εάν ακόμα γράφοντας επιμένει να μαγεύεται…

Εάν γράφει και «γράφεται» σαν την ηρωίδα της τη Λεύκα, και σημαδεύεται καθημερινά από τις ίδιες της τις ιστορίες…

 

zat

 

Θυμάμαι σαν σήμερα την συγκίνηση από την «Περσινή αρραβωνιαστικά», σ’ εκείνο το βιλιαράκι- αριστούργημα από τα χέρια του ποιητή και θαυματοποιού Χρονά, εκδόσεις «Σιγαρέτα». Θυμάμαι τον Μάρκο και το ξάφνιασμα, ξαφνιάζομαι ακόμα όπως τότε. «Στην ερημιά με χάρη» που ακολούθησε, βάδιζα βήμα- βήμα, μην πεταχτώ απ’ το σύμπαν της εξόριστη. Ε κι όταν έμαθα πια από τον «Καστανιώτη» πως θα βγουν οι λύκοι «Και με το φως των λύκων επανέρχονται», το διάβασα πριν από το πιεστήριο φύλλο και φτερό. Γι’ αυτό με δέχτηκε. Την παραξένεψε η επιμονή μου. Κι αυτό το φύλλο, φύλλο, φύλλο και φτερό…

«Πίσω από τη βεντάλια κρύβεται μια συγγραφέας» ήταν ο τίτλος της συνάντησης.

Και πίσω από τη βεντάλια, η Ζυράννα Ζατέλη.

«Ψηλή, με βαμμένα μοβ- κόκκινα μαλλιά, αφάνταστα λεπτή και χλομή όπως οι φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στον τοίχο, η συγγραφέας που επέβαλε ένα άλλο αισθητικό ήθος, πριν από χρόνια, με την «Περσινή αρραβωνιαστικά», μοιάζει ακόμα να μοιράζεται τη ζωή και το πεπρωμένο των ηρώων της», έγραφα.

«Κυριακή μεσημέρι σε μια εργατική πολυκατοικία στην Καισαριανή. Περνάς τη σιδερένια αυλόπορτα και ανεβαίνεις τη σκάλα, στο τελευταίο σπίτι με το κόκκινο γραμματοκιβώτιο, το ρολόι του χρόνου άλλαξε ξαφνικά. Το «τελευταίο» σπίτι είναι γεμάτο, όπου να ‘ναι θα ξεχειλίσει… παπαγάλοι, κουτιά, βεντάλιες, χάρτινα λουλούδια, γάτες από πορσελάνη (μια συλλογή), κάρτες παλιές, φωτογραφίες η Μέριλιν Μονρόε, ο Σολωμός και ο Τζέημς Ντιν, εναλλάσσονται με επιγραφές: «Μη μου άπτου», «Προσοχή κίνδυνος», «Η ζωή είναι στιλέτο μεγάλου μπλε» και «Καμηλιέρη, καμηλιέρη! Πέστο 10 φορές». Στην πόρτα: «Να μην ξεχάσω το παντελόνι με την άμμο».

Η Ζυράννα Ζατέλη μου χαμογελά και σαν να αναδύεται από τον τοίχο μου επιβάλλει το χρόνο της. Οι γοτθικές ιστορίες δεν είναι για κείνην παρελθόν. Ζεί και μοιράζεται την εποχή και το ημίφως των ηρώων της. Και ξέρει καλά πως είναι να γεύεται κανείς το μέλι πάνω στο τσεκούρι». Εάν δεν είχα τις ερωτήσεις γραμμένες, θα είχα ξεχάσει την αιτία της επίσκεψης.

 

– Εσείς, η Ζυράννα Ζατέλη, σε ποιον ήρωα του βιβλίου σας βρίσκεστε;

– Αδιάκριτη ερώτηση.

 

– Ας το πούμε λοιπόν διακριτικά, είχατε εκπλήξεις από κάποιους ήρωές σας, μαζί τους διανύσατε αιώνες…

– Μαζί τους διήνυσα όντως κάποια χρόνια, κάποιες «καθημερινές αιωνιότητες» ας το πούμε και οι εκπλήξεις και τα απρόοπτα δεν έλειψαν καθόλου. Υπήρχαν ήρωες, πρόσωπα τέλος πάντων, καταστάσεις, που εμφανίστηκαν απ’ εκεί που δεν τους περίμενα, που δεν είχα καν υπόψιν μου, που αφάνισαν άλλα- για τα οποία είχα κάνει πλάνα και σχέδια- προκειμένου να κλέψουν αυτά την παράσταση… ή έστω κάποιες σελίδες. Μετά από τέτοιες περιπέτειες, δεν μπορώ να πω ποιον αγάπησα περισσότερο, δεν βρίσκω νόημα να το πω. Με τον καθένα δέθηκα και ταυτίστηκα, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.

 

Αναζητώντας την από βιβλίο σε βιβλίο και από επτάχρονη σε επτάχρονη «καθημερινή αιωνιότητα» επιτέλους το κατάλαβα. Ταυτιζόμουν και δενόμουν μαζί τους, καμία Ζίνα όσο αξιολάτρευτη και αξιοθαύμαστη δεν με έκανε να ξεχάσω την Ιουλία που πήγε με τους λύκους και όπως η Λεύκα έρχεται να με δικαιώσει, επαναφέροντάς τους σχεδόν σύμπαντες στο προσκήνιο.

Ναι, είκοσι ένα χρόνια μετά; Και σχεδόν τίποτε δεν άλλαξε.

Η μάλλον άλλαξε. Γειτονιά η Ζυράννα φυσικά και σπίτι. Δίπλα από την ακρόπολη σε μια πολυκατοικία παλιά που ουδείς μαντεύει ότι στον μόνο κατοικημένο όροφο έχει εγκατασταθεί μια συγγραφική καθημερινή αιωνιότητα. Με όλες τις πορσελάνινες και μη γάτες, διότι η Σέρκα δεν αφήνει κανένα λανθασμένο περιθώριο, με όλους τους λύκους, τις λάμπες, το μαγικό ημίφως και εκείνη τη πράσινη φωτεινή βιβλιοθήκη που σε απορροφά. Καλειδοσκοπικά μπαίνεις και ξαφνικά ανήκεις κι εσύ, εμπεριέχεσαι!

Ζώντας πρωτοχρονιάτικη γιορτή λες κι είσαι και πάλι καλεσμένη της Λεύκας με ό,τι προηγήθηκε και όσους, με ό,τι και όσους ακολουθούν κι ας είναι ακόμα σε χρόνο άχρονο…

«Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου!… Μην τον φοβάσαι, μην τον τρέμεις- όσο δεν ρίχνει αστραπές… Κι εκείνος εκεί ο τζίτζικας, εκεί στην κορφή του στύλου, είναι ο Συμεών ο στυλίτης- όλοι οι άγιοι σήμερα εδώ μαζευτήκαμε, όπως βλέπεις. Άλλοι κολλημένοι στη γη, άλλοι σκαρφαλωμένοι στον αέρα. Για χάρι σου!»

«Για χάρι μας» μοιάζει, εν τέλει, να έγιναν όλα. Αλλά μονάχα ο μαγεμένος μπορεί να μας μαγέψει.

Επτά χρόνια μετά από το πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» και το βιβλίο «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος», η Ζυράννα Ζατέλη, η συγγραφέας του επανέρχεται, για να μας δώσει το αντίθετό το, αντίδοτό του!

«Το πάθος χιλιάδες φορές».

Φροντίζοντας μέσα από την δεκατριάχρονη Λεύκα, τη μικρή μεσίτρα, να ρίξει γέφυρα στο εδώ και στο επέκεινα, και να αναστήσει για μια νύχτα Πρωτοχρονιάς, δηλαδή για πάντα, εφόσον έγιναν ήρωες πια- όλους τους άσωτους και τους άσαρκους, όλους τους πεθαμένους.

Σε ένα δείπνο που παραθέτει η μυστηριώδης Λεύκα αλλά και Λύκα Ταυ και Ραμάνθις Ερέβους, σε ζώντες και κεκοιμημένους. Ένα βράδυ χιονισμένης Πρωτοχρονιάς κατά το οποίο καταλύονται τα σύνορα. Τα αινίγματα τίθενται επί τάπητος και ψάχνονται όλοι κρατώντας το κλειδάκι του έκαστος, το πρωί.

Διότι μετά απ’ εκείνο το ανεκλάλητο γεύμα, την άλλη μέρα έχουν να ιστορούν και να αναλύουν οι ζώντες:

Η Λεύκα «αλλιώτικη απ’ τις άλλες, τι να κάνουμε», που καίγεται από πάθος για το πάθος και γράφει ανάποδα για να διαβάσει τα ανείπωτα του κόσμου. Ο παππούς ο Τριαντάφυλλος και Ντάφκος που καθαρίζει τα παπούτσια του για να πάει πέρα στους τάφους, κρατώντας το τσεκούρι σαν ομπρέλα, και οι άλλοι της οικογένειας που βρέθηκαν αρχικά στην ξενητειά….

Κι ανάμεσά τους, όλο το Ζατέλειο Σύμπαν, επειδή το «θηρίο», η μικρή Λεύκα, κρατά τεφτέρια λεπτομερή.

 

zateli2

 

– Μπορεί στο προηγούμενο βιβλίο σας, κυρία Ζατέλη, “ο θάνατος (να) ήρθε τελευταίος”, αλλά σ’ αυτό εδώ ήρθε πρώτος και μάλιστα νικημένος απ’ τη γραφή! Η γραφή, έρως και πάθος, αντίδοτο στη φθορά;

– Και πως όχι! Είναι ένα αντίδοτο, ένα είδος εκλεκτής παραμυθίας απέναντι στον φόβο μας για τη φθορά, για την θνητότητά μας. Μα δεν θα μιλούσα ακριβώς για «νικημένο» θάνατο, όπως δεν θα μιλούσα και για «νικημένη» ή «νικήτρια» ζωή. Υπάρχουν μαζί αυτά τα δυο, συμβαίνουν, εξ’ υπαρχής και δικαιωματικά, κι αυτό είναι το τραγικόν της ιστορίας. Είμαστε αυτό που είμαστε μέσα από τη ζωή και μέσα από τον θάνατο, κι αν κάνει κάτι η γραφή είναι να αξιοποιεί αυτή την τραγικότητα, με άλλα λόγια το δράμα και την πανουργία της ύπαρξης.

 

– «Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου! Μην τον φοβάσαι, μην τον τρέμεις- όσο δεν ρίχνει αστραπές!….» Πως έχω αλήθεια την εντύπωση ότι και όλα σας τα βιβλία, αλλά ειδικά τούτο, κυρία Ζατέλη, το γράψατε κοιτώντας διαρκώς τον ουρανό;

– Ελπίζω να μην σας απογοητεύσω αν σας πω ότι κοιτούσα περισσότερο το αντιφέγγισμα του ουρανού μέσα στην άβυσσο… Άβυσσος γαρ η ψυχή…

 

– Γράφοντας ανάποδα η Λεύκα σας μοιάζει σαν να μη θέλει τόσο να διαβαστεί αλλά να διαβάσει. Για να μαγευτούμε, γράφουμε, κυρία Ζατέλη, ή για να μαγέψουμε; Για ν’ απαντήσουμε ή για μας δοθεί ενδεχομένως κάποια απάντηση;

– Αν δεν μαγευτούμε πρώτα, σύγκορμα και σώψυχα, δεν πρόκειται να μαγέψουμε. Και ο καλύτερος μάστορας διετέλεσε κάποτε τσιράκι. Το θέμα για μένα άλλωστε δεν είναι να απαντήσουμε οπωσδήποτε ή να προσδοκούμε την τέλεια απάντηση. «Αν μου τα δώσεις όλα, μ’ έχασες», έτσι πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πότε πότε. Η αναζήτηση είναι το παν και είναι ατελεύτητη. Δεν θέλω να πεθάνω έχοντας λύσει όλα τα μυστήρια του βίου. Απεναντίας θα επιθυμούσα να πάρω κάτι τις μαζί μου, ή τέλος πάντων να αφήσω πίσω μου αυτό που λένε μια αύρα μυστηρίου. Και μάλλον έτσι θα συμβεί.

 

– Παρ’ όλα αυτά αφιερώνετε το βιβλίο σας «στα παιδιά της άλλης όχθης που κατέχουν το αίνιγμα».

– Το κατέχουν, έτσι φαντάζομαι. Έτσι το θέλει η δική μου δραματουργία. Αλλά γύρισε κάποιος να μας το πει;…

Θέλω να της φωνάξω, γύρισε! Η Λεύκα όλους τους γύρισε, αλλά μόλις σκέφτομαι ότι πριν από είκοσι χρόνια ήδη μου έχει απαντήσει…

 

– «Άνοιξε ο άνθρωπος τα χέρια του για να πετάξει κι έπεσε. Αντί να πετάξει, έπεσε», αυτό είμαστε, Ζυράννα;

– Όντα τραγικά εκ προοιμίου. Γεννιόμαστε με την πικρή βεβαιότητα του θανάτου. Και γι’ αυτό άξια λόγου.

 

– Κι ο έρωτας;

– Έχει την ώρα του, ακόμα κι ο κεραυνοβόλος. Θέλω να πω, «πρέπει» να είμαστε έτοιμοι και γι’ αυτόν ενδόμυχα δηλαδή να έχουμε προετοιμαστεί για την εισβολή του. Ενδεχομένως και για τα ερείπια που θα αφήσει…

 

– Στο βιβλίο σας υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός, ακόμα και στα άτομα που έχουν τις πλέον περίεργες ή συγγενικές σχέσεις. Αλλά με έναν τρόπο κάπως ιδεαλιστικό, θα λέγαμε, δεν εξελίσσονται…

– Ίσως να έχω μια ρομαντική φλέβα, ποιος ξέρει. Ωστόσο δε συμφωνώ πραγματικά με το «δεν εξελίσσονται». Υπάρχει πιστεύω μια εσωτερική εξέλιξη σ’ αυτούς του έρωτες με μοιραίες συνέπειες, μια εξέλιξη που ξεπερνάει κάθε χρονική διάρκεια και κάθε σύμβαση. Τώρα το κατά πόσο συμβαίνουν αυτά στη ζωή, τι να σας πω. Η ζωή δεν αποτελείται μόνον από αυτά που συμβαίνουν, αλλά και από αυτά που θα μπορούσαν να συμβούν, από αυτά που σκεφτόμαστε, από αυτά που –δυνάμει- συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή… Ξέρετε τι έλεγε ο Γκαίτε; «Ο,τι γράφουμε συνέβη. Τίποτα δε συνέβη όπως το γράφουμε».

 

– Και η ώρα της αποκάλυψης έρχεται πάντα;

– Θα έλεγα πως ναι… Αρκεί να είμαστε έτοιμοι για τις όποιες συνέπειές της.

 

ΥΓ. Τελειώνοντας αισθάνομαι την ανάγκη να σας εξομολογηθώ ότι δοκίμασα να ζήσω μαζί σας μια πρωτοχρονιάτικη νύχτα της Λεύκας. Με τις συναντήσεις που είναι μια Συνάντηση ουσιαστικά, απ’ την αρχή, πάλι και πάλι. Μ’ αυτό το «μαγεμένη» να διαρκεί και όλα τα μυστικά του κόσμου τόσο κρυμμένα και τόσο σε κοινή θέα… Σε μια «καθημερινή αιωνιότητα» που εάν είσαι ανοιχτός, μπορεί να διαρκεί για πάντα… Γιατί όχι;

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top