Fractal

Η ναυτική Ελλάδα

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Έφη Βατανίδου: «Ζωή χωρίς μπούσουλα», Εκδόσεις Novel books

 

Η Έφη Βατανίδου μας παραθέτει ένα υπέροχο μυθιστόρημα, γεμάτο συγκινήσεις, περνώντας μέσα από τις ζωές και τις περιπέτειες των ναυτικών, αλλά και μέσα από τις δυσάρεστες και αποφράδες στιγμές της ιστορίας μας με τον εμφύλιο, που αδελφός σκότωνε αδελφό, και ανάγκαζε από μωρά παιδιά μέχρι μεγάλους να ξενιτεύονται αλλάζοντας πατρίδα, γιατί η δική τους πατρίδα τους διέγραφε, μουτζουρώνοντας την υπηκοότητά τους με κόκκινο μελάνι, κάνοντας το εθνικιστικό της καθήκον. Τέλος κάνει μια σύντομη αναφορά στη δικτατορία μέχρι την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και όλα αυτά τα περνά  μέσα από τα δεινά που τράβηξε μία συγκεκριμένη οικογένεια, η οικογένεια Μητσοπούλου.

Ο Θανάσης Μητσόπουλος παντρεύτηκε την Ευθυμία και έκαναν τρία παιδιά. Την Ρήνα, τη Λένη και τον Λευτέρη. Η οικογένεια ζούσε στο χωριό Πανόραμα στην περιοχή του Θέρμου, απέναντι από το Αγρίνιο. Οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι καλλιεργώντας τα χωράφια τους με μπόλικα καλούδια, στάρι, φασόλια, ρεβίθια, φακές, καλαμπόκι και καπνά, μέχρι που ήρθε ο πόλεμος και υποτάχτηκαν στην πείνα, στη φτώχια και στις κακουχίες.

Οι άνθρωποι προκειμένου να βοηθήσουν την πατρίδα τους να απελευθερωθεί από τον εχθρό που εισέβαλε σ’ αυτήν και τους στέρησε την ελευθερία τους και την ευμάρειά τους, οργανώνονταν σε οργανώσεις, ώστε με τα σαμποτάζ και τον κλεφτοπόλεμο, που θα έκαναν, θα βοηθούσαν να αποδεκατιστεί ο εχθρός. Όμως όσοι είχαν οργανωθεί στο ΕΑΜ, μετά τη λήξει του πολέμου, αντί να παρασημοφορηθούν σαν ήρωες, έγιναν εχθροί του εθνικιστικού κράτους κι έτσι δημιουργήθηκε ένας εμφύλιος πόλεμος, που αδελφός σκότωνε αδελφό και όχι μόνο.

Έτσι ο Θανάσης Μητσόπουλος, ο ήρωας πατέρας των παιδιών, που γράφτηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ με αποτέλεσμα να τον στερηθούν τα παιδιά του, τον κουβάλησαν μια μέρα διαμελισμένο, σ’ ένα τσουβάλι, για να τον θάψουν πολύ γρήγορα πριν τους το απαγορέψουν κι αυτό.

Εντωμεταξύ ο Θανάσης όσο ζούσε είχε μυήσει και την μεγάλη κόρη του τη Ρήνα, που ήταν δεκατεσσάρων ετών και είχε γραφτεί στην ΕΠΟΝ, οπότε έπρεπε να φύγει από το σπίτι να χαθεί μες στα βουνά πριν τη συλλάβουν και τη σκοτώσουν. Έτσι το άμοιρο κορίτσι με τη συντροφιά του θείου της Πελοπίδα, καβάλησε το άλογό τους τον Ντορή και μ’ ένα μαχαίρι στην τσέπη ξεκίνησε για μια περιπέτεια χωρίς τέλος. Με πολλές κακουχίες, πείνα, δίψα, ψείρες, βρωμιά και κουρελιασμένα ρούχα, περνώντας από απάτητα σχεδόν μέρη, συνάντησε κι άλλους που εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, δίπλα τους να σκάνε οβίδες, περνώντας δάση, βουνά, ποτάμια δύσβατα, με λίγες ώρες ύπνου και κυκλοφορώντας κυρίως βράδυ, έφτασαν στο Νεστόριο, όπου όσες γυναίκες ήταν εκεί έπρεπε να παραλάβουν παιδιά μικρά από δύο ετών, να γίνουν «μάνες» και να οδηγήσουν τα παιδιά έξω από τα σύνορα, για να μην τα αφήσουν να πεθάνουν. Δυστυχώς της έπεσε ο κλήρος να γίνει «μάνα» στα δεκαπέντε της, παίρνοντας υπό την προστασία της δέκα παιδιά, έξι κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Μία νέα περιπέτεια ξεκίνησε γι’ αυτήν και τα παιδιά. Το καραβάνι για τα σύνορα ήταν μακρύ και δυσκίνητο. Τους περίμεναν μεγάλοι ορεινοί όγκοι, που έπρεπε να τους διασχίσουν πεζοί.

Ανηφορίζοντας τον Γράμμο τα παιδιά έμειναν ξυπόλητα, γιατί τα μαλακά γουρουνοτσάρουχά τους διαλύθηκαν, τα πόδια τους πληγιάστηκαν κι έπρεπε κάποια να τα κρατά αγκαλιά. Μετά από δέκα μέρες πορεία πάνω στο βουνό φτάσανε κοντά στα σύνορα. Όλοι ήταν βρώμικοι, ξεθεωμένοι με ξεσκισμένο αμπέχονο και γεμάτοι ψείρες. Στα σύνορα αντάρτες Αλβανοί τους βοήθησαν. Υπήρχαν φορτηγά όπου θα τους οδηγούσαν κάπου να πάνε να φάνε, να πληθούν και να ξεκουραστούν. Ο επόμενος προορισμός το Ελμπασάν και μετά το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Σε μία εβδομάδα θα έφευγαν για την καινούρια τους πατρίδα που ήταν η Τσεχοσλοβακία.

Η Ρήνα κατάφερε να μείνει μαζί με τα παιδιά στην Τσεχία και συγκεκριμένα στο Κάρλοβυ Βάρυ,  όπου εκεί έγινε δασκάλα και όταν αποκαταστάθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα, κάποια παιδιά γύρισαν, γιατί τους αναζήτησαν οι γονείς τους και άλλα μεγαλώνοντας μεταφέρθηκαν σε άλλα σχολεία. Μόνο η Δημητρούλα έμεινε μαζί της, γιατί είχαν σκοτωθεί και οι δυο της γονείς και κανείς δεν την αναζήτησε. Όταν μεγάλωσε έγινε γιατρός και δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί μάνα της την Ρήνα.

Μετά από αρκετά χρόνια η Ρήνα γύρισε στην Ελλάδα, γιατί είχε γυρίσει και ο Φάνης, που ήταν κι αυτός προστατευόμενος του θείου της του Πελοπίδα. Αυτός ο νέος  επονίτης τότε  ήταν συνταξιδιώτης της, συναγωνιστής της, καθοδηγητής της  και ερωτευμένος μαζί της. Μορφώθηκε κι αυτός στην Ανατολική Γερμανία τελειώνοντας την Γυμναστική Ακαδημία, αλλά ακολούθησε τον ερευνητικό τομέα κι έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου και με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα βρήκε αντίστοιχη δουλειά. Όταν γύρισαν στην Ελλάδα και οι δυο παντρεύτηκαν. Επιτέλους ήρθε η στιγμή να ενωθούν και τα αδέλφια μετά από τόσα χρόνια αποχωρισμού.

Εντωμεταξύ και η Δημητρούλα γύρισε στην Ελλάδα, γιατί γνώρισε έναν Έλληνα πλοίαρχο τον Μπίλυ, που τον παντρεύτηκε κι έκανε μία κορούλα και την ονόμασε Ρηνούλα κι έτσι η Ρήνα έγινε και γιαγιά.

 

Έφη Βατανίδου

 

Όσο για τα άλλα αδέλφια της Ρήνας, η Λένη, όσο ζούσε η μάνα της έμενε στο χωριό μαζί της κι έκανε όλες τις δουλειές, όμως όταν πέθανε η μάνα της, πήγε στην Αθήνα κι έμεινε μαζί με τον αδελφό της τον Λευτέρη. Παντρεύτηκε έναν φίλο του Λευτέρη τον Γιάννο. Πέρασε πολύ καλά μαζί του, γιατί με τον καιρό αγαπήθηκαν, αλλά το σημαντικό ήταν ότι και οι δύο ήταν πολύ καλά άτομα χωρίς ιδιαιτερότητες. Δεν είχαν παιδιά, αλλά και οι δύο αγάπησαν τα κορίτσια του Λευτέρη και τα θεωρούσαν σαν δικά τους παιδιά. Δυστυχώς η μοίρα τους επιφύλαξε άσχημο παιχνίδι. Στο τελευταίο ταξίδι που έκανε ο Γιάννος λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί, πήρε μαζί του τη Λένη, επειδή εκείνη εξέφρασε την επιθυμία, αλλά δυστυχώς έξω από τη Βαλτική το πλοίο βυθίστηκε και πνίγηκαν και οι δύο. Μεγάλο πλήγμα για τα αδέλφια της και κυρίως για τον Λευτέρη, που την είχε και μάνα και αδελφή, γιατί αυτή ήταν πάντα κοντά του και τον στήριζε.

Ο Λευτέρης μετά το εξατάξιο γυμνάσιο που τελείωσε πήγε σε μία σχολή στην Αθήνα κι έγινε μηχανικός και από τότε η ζωή του ήταν συνυφασμένη με την Αγία Θάλασσα. Έκανε πολλά ταξίδια και μακρινά, σχεδόν γύρισε όλον τον κόσμο και έβγαλε πολλά λεφτά. Όμως με τη ζωή του τα είχε κάνει θάλασσα. Παντρεύτηκε μία γυναίκα, την Ξανθή, η οποία δεν έβλεπε με καλό μάτι τις συχνές απουσίες του από το σπίτι και συνεχώς γκρίνιαζε και τσακώνονταν συνέχεια. Από το γάμο τους προέκυψε ένα πανέξυπνο και πολύ καλό παιδί η Αννούλα, η οποία στεναχωριόταν πάρα πολύ όταν άκουγε τους καυγάδες των γονιών της και δεν ήθελε να στερείται τον πατέρα της, επειδή τον αγαπούσε πολύ. Ο Λευτέρης όμως όταν βρέθηκε στη Μασσαλία σε κάποιο από τα ταξίδια του, γνώρισε μία κοπέλα την Όλγα, που ήταν από πατέρα Έλληνα και μητέρα Γαλλίδα, μεγαλωμένη στην Αλγερία και έμενε στη Μασσαλία. Ήταν ελεύθερο πνεύμα και ερωτεύτηκε τον Λευτέρη, παρ’ όλο που είχε μάθει πως ήταν παντρεμένος και είχε ένα παιδί. Εντωμεταξύ την ερωτεύτηκε και ο Λευτέρης κι ένιωθε πολύ ευτυχισμένος, όταν ήταν μαζί της. Από τον έρωτά τους προέκυψε ένα πανέμορφο κοριτσάκι η Λόρα, που είχε κατάμαυρα μπουκλωτά μαλλιά και καταπράσινα μάτια. Όταν ζήτησε διαζύγιο από την Ξένη την γυναίκα του, πήγε στην Όλγα να της το πει και να την πείσει να έρθει στην Ελλάδα να ζήσουν μαζί. Η Όλγα το δέχτηκε και πήγαινε στο Παρίσι οδηγώντας το αυτοκίνητό της,  με την μικρή, για  να αποχαιρετήσει τους γονείς της. Καθώς οδηγούσε άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς, δίπλα της ήταν ένα φορτηγό, οπότε χάνοντας  τον έλεγχο, προκλήθηκε ατύχημα και δυστυχώς σκοτώθηκε. Ευτυχώς το κοριτσάκι σώθηκε. Σαν πιο άμεσος συγγενής θεωρήθηκε ο Λευτέρης, ο οποίος παρέλαβε το κοριτσάκι και ανέλαβε η Λένη με τον Γιάννο να το προσέχουν εφόσον ο Λευτέρης ταξίδευε. Η Λένη όμως έφερε σε επικοινωνία την Αννούλα την κόρη του Λευτέρη από την Ξανθή, και έγιναν οι καλύτερες φίλες, αλλά έβαλε στο παιχνίδι και την Ξανθή, η οποία αγάπησε πολύ το κοριτσάκι και το πρόσεχε σαν δικό της παιδί.  Βλέποντας αυτό ο Λευτέρης άρχισε να βλέπει με άλλο μάτι την Ξανθή και μετά το θάνατο της αδελφής του, της ζήτησε να τα ξαναβρούν και να προσπαθήσουν να ζήσουν σαν μια οικογένεια, όπως κι έγινε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top