Fractal

Διήγημα: “Ζωή απ΄ την αρχή”

Της Τζένης Μανάκη // 

 

 

 

 

Η φυγή ήταν η επανάστασή μου κόντρα στη μέχρι πρότινος αγαπημένη μου ρουτίνα, που είχε αρχικά διαταραχθεί από τη δική του αλλαγή, ακολούθησε το ατύχημα. Έτσι, σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα  άλλαξε η ρότα της ζωής μου. Το θύμα ήμουν εγώ. Μ’ ένα κλικ και χάθηκα μέσα σε άχρονο κώμα, έναν ανεπίσημο ολιγοήμερο θάνατο. Επανήλθα!  Δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να κατασπαραχθεί από το δράμα. Το άφησα πίσω μου, μαζί με όλα όσα αγάπησα, αλλά και όσα  με πόνεσαν.

Είχα αφεθεί πλήρως να με παρασύρει το μονότονο βουητό των κινητήρων και η θέα έξω από το μικρό παράθυρο. Η μεταλλική κοιλιά του αεροπλάνου σερνόταν  πάνω στο απέραντο γαλάζιο πληγώνοντας τα απαλά άσπρα σύννεφα. Ήμουν για αρκετή ώρα σε κενό σκέψεων μέχρι που η κούραση σφάλισε τα βλέφαρά μου, χωρίς να κοιμάμαι.

Άθελά μου μεταφέρθηκα σ’ εκείνη την πρώτη μέρα νέας ζωής.

Ήταν σίγουρος ότι δεν τον άκουγα. Βυθισμένη σε κώμα για μέρες…

Οι πρώτες λέξεις που ήχησαν στ’ αυτιά μου ήταν δικές του.

«Συγνώμη Στέλλα!». Δεν ξέρω αν με αφύπνισε η λέξη «συγνώμη», ή η αναφορά του ονόματός μου, δεν το συνήθιζε, ή η σύνθεσή τους. Το «εγώ» του ποτέ δεν του επέτρεπε τέτοιες εκφράσεις. Θυμάμαι, αναρωτήθηκα, αν προηγήθηκε κάποια εξομολόγηση ή αν η εξομολόγηση θα ερχόταν στη συνέχεια. Ήμουν σε κατάσταση αναμονής, άθελά μου, δεν είχα το κουράγιο μιας προσπάθειας. Ακόμη και τώρα σκέφτομαι, αν η ακινησία των βλεφάρων μου ήταν αποτέλεσμα ανημποριάς ή αναβίωσε το μικρόβιο της ανθρώπινης περιέργειας ν’ ακούσω αυτά που πιθανώς θα ακολουθούσαν. Μέσα από τα κλειστά βλέφαρα διέκρινα ένα κοκκινωπό φως, με ιριδίζον κέντρο, σαν μία μικρογραφία ήλιου στην αρχή της δύσης του. Παρέμενα ακίνητη, κι όμως αισθανόμουν στην αύρα γύρω μου, τον ψυχρό αέρα αναμενόμενου θανάτου. Ευτυχώς άλλαξε κατεύθυνση, μου γύρισε την πλάτη. Θα ήταν πολύ άδικο να θέλει ο άθλιος να με πάρει μαζί του τότε που γύρισα στη ζωή, ενώ είχε όλη την ευχέρεια, όταν είχα χάσει κάθε αίσθησή της.

Το χέρι του άγγιξε το δικό μου, (του άντρα μου εννοώ, όχι του θανάτου), με μία μικρή κίνηση αποστροφής, από την ψυχρή θερμοκρασία, το ένιωσα. Το δικό μου ακίνητο, παγωμένο ακόμη, δεν έδωσε σήμα απόκρισης στο άγγιγμα. Δεν διέκρινα κανέναν ήχο στον χώρο πέρα από τον μονότονο του οξυγόνου με το οποίο ήμουν συνδεδεμένη ίσως και κάποιου άλλου μηχανήματος, που θώπευαν τ’ αυτιά μου σαν σημάδια ζωής. Σταδιακά ανακτούσα τις αισθήσεις μου, αφουγκραζόμουν, χωρίς να κινούμαι, για να εντοπίσω κάποια ανθρώπινη παρουσία. Με διέτρεχε ένα όμορφο συναίσθημα, ένιωθα καινούρια, στην αρχή μιας νέας ζωής που δεν μου είχαν πιστώσει.

Η αναπνοή του ερχόταν σταθερά στο αριστερό μου αυτί και ταυτιζόταν με τον παλμό της φλέβας του χεριού του, που ακουμπούσε πάνω στο δικό μου. Περίμενα καρτερικά τη συνέχεια. Για ν’ ακούσεις σωστά , πρέπει να ξέρεις ν’ ακούς τη σιωπή.  Δεν διαψεύσθηκα. Ένιωσα τον παλμό του να γίνεται ταχύτερος όταν εκστόμισε τις πρώτες λέξεις:

  «Σ’ ορκίζομαι δεν ήθελα να πεθάνεις, μπορεί να μη σε ήθελα πια, αλλά όχι να πεθάνεις… απλά να υποχωρούσες ήσυχα, όπως έκανες πάντα, χωρίς την ανόητη επαναστατική διάθεση που είχες πριν το ατύχημα.» Στο σημείο αυτό χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του ή εγώ βυθιζόμουν ξανά στον λήθαργο. «Ήταν ατύχημα… δεν ήθελα να πεθάνεις, δεν ήθελα να σε σκοτώσω». Το τελευταίο το είπε τόσο σιγά που τρόμαξα ότι σίγουρα χάνομαι πάλι. Το χέρι του έσφιξε κάπως το δικό μου που είχε δανειστεί λίγη θερμοκρασία από εκείνον και ίσως του φαινόταν λιγότερο νεκρό. Ένιωσα επάνω μου έντονο το βλέμμα του. Σκέφθηκα αυτόματα την ύπαρξη της έκτης αίσθησης. Ήμουν σίγουρη ότι κάτι τον συγκράτησε προς στιγμή. Η ακινησία μου επανέφερε τον παλμό του σε φυσιολογική κατάσταση. Δεν θυμόμουν τίποτα για κάποιο ατύχημα. Υπήρχε περίπτωση να θέλει να με σκοτώσει για κάποιο λόγο; Μήπως στο βάθος του μυαλού του υπήρχε η βούληση, και απλά συνέβη αυτό το άγνωστο σε μένα ατύχημα, που ο ίδιος φαίνεται να προκάλεσε, χωρίς να το συνειδητοποιήσει; Έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου έλεγα από μέσα μου, αλλά ούτε που ήξερα αν είχα τη δυνατότητα να ταραχθώ, να δώσω σήμα ότι είμαι ακόμη ζωντανή, ότι δεν είχα πεθάνει.

  «Δεν μπορώ να έχω το βάρος μιας τέτοιας υποψίας, ακόμη και τώρα που ξέρω ότι φεύγεις και δεν μ’ ακούς». 

   Κοκάλωσα, ώστε ήταν για εκείνον δεδομένος ο θάνατός μου!

«Θα ήταν όλα τόσο όμορφα αν παρέμενες εκείνο το ήσυχο κορίτσι που είχα γνωρίσει, αν δεν απαιτούσες να είμαστε όπως κάποτε, αν δικαιολογούσες τον έρωτά μου για την άλλη…»

   Ένιωσα ξαφνικά τη λάμψη ενός προβολέα να με τυφλώνει, είμαι σίγουρη ότι δεν μπόρεσα να κρατήσω ακίνητα τα βλέφαρά μου, ήρθε μπροστά μου σαν  κινηματογραφική ταινία  η κουβέντα μας  μέσα στο αυτοκίνητο,  κι ύστερα εκείνος ο απόκοσμος θόρυβος που έκοψε την ταινία στη μέση, και μ’ έφερε μπροστά στο τίποτα. Η ταραχή στο στήθος μου έκανε ένα μηχάνημα να σφυρίζει δαιμονισμένα. Άνοιξα τα μάτια και τον κοίταξα όσο πιο έντονα μπορούσα και τρόμαξα από το βλέμμα του. Τρόμαξε κι εκείνος από τη ζωή που επανέκαμψε. Τον βόλευε ο θάνατός μου.

Σηκώθηκε ανήσυχος να βρει την έξοδο ανάμεσα σε δύο γιατρούς που έσπευσαν από τον ήχο του μηχανήματος. «Επανήλθε, επανήλθε!» έλεγαν. Μία νοσοκόμα μου κράτησε το χέρι. Ήταν η πρώτη ανθρώπινη επαφή στη νέα ζωή!

Νομίζω ότι ψιθύρισα ένα ευχαριστώ. Αργότερα έφερα στο νου μου το αγαπημένο μου απόσπασμα από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν:

«‘Έρχεται μια στιγμή που’ σαι ολομόναχος, όταν φτάνεις στην άκρη όλων όσων μπορεί να σου συμβούν. Είναι η άκρη του κόσμου. Η ίδια λύπη, η δική σου, δεν σου αποκρίνεται πια τίποτα, και πρέπει να γυρίσεις πίσω, ανάμεσα στους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι. Δεν κάνεις τον δύσκολο κάτι τέτοιες στιγμές, αφού και για να κλάψεις ακόμα πρέπει να επιστρέψεις εκεί που όλα ξαναρχίζουν».

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Έτσι εξηγείται εκείνο το πορφυρό φως που έβλεπα με κλειστά τα βλέφαρα! «Το κλειδί της σοφίας είναι το κλειδί της ευδιαθεσίας», μου  το δίδαξε ο Κούντερα, με τη γιορτή της Ασημαντότητας.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top