Fractal

Τρία ποιήματα

της Ζωής Δικταίου // *

 

 

 

Άκου Ευρώπη

 

Καλότυχη δεν θα ’λεγα στις μέρες μας,

πως είσαι Ευρώπη

και δεν θα νιώθεις τη χαρά που άλλοτε

στις παρυφές της Δίκτης, έδρεψες σε άλσος ιερό,

με στάχια ώριμα του θερισμού

και δάφνες στο κεφάλι

με τους καρπούς του Έρωτα

και τα μήλα του πόθου στα χέρια.

Τις έγνοιες και τους κόμπους απ’ τη σκέψη σου

δεν έχεις βρει τρόπο να λύσεις,

ακόμη αγαπημένη.

Μάταια ψάχνεις να κρυφτείς

μέσα στην άβυσσο που έχτισες

μάταια, γιατί οι ναοί σου γέμισαν θυσίες

και θρήνοι αντηχούν στις ρεματιές σου,

μάταια, γιατί η αναπάντεχη ώρα έφτασε

γιατί, κρατώ στο χέρι εγώ τον κεραυνό,

μην το ξεχνάς,

ο νους σου θα γυρίζει πάντα εδώ τις νύχτες

κι εδώ θα σβήνεις την ξανθή σου φλόγα.

Να ξέρεις,

άλλους ύμνους δεν θ’ ακούσεις την αυγή

να υψώνονται για εσένα στους αιθέρες

και λόγια απ’ τα ουράνια βάθη

δεν θα ειπωθούν ξανά

όσο η αρετή σου πλέει μες στο βούρκο

και εσύ σε σάπια πέλαγα

αφήνεις να βουλιάζει η στέρεη δόξα σου.

Όχι, πριν η λαχτάρα σου

για το καινούριο αγκάλιασμα φανερωθεί

όχι, πριν δέσεις τη λευκή κορδέλα

στο λαιμό του ταύρου

και πλύνεις με το δάκρυ σου

το αίμα και το κρίμα

από χιλιάδες που άφησες πληγές

ν’ ανοίξει ο εγωισμός,

όχι, πριν του Ζέφυρου οι πνοές

διαλαλήσουν στα πέρατα του κόσμου

πως θέλεις να είσαι, δική μου,

για να μείνεις η Ευρώπη του μύθου,

δική μου, στο δικό μου ακαταμέτρητο σύμπαν.

Όχι και στο θυμό μου, γενναιόδωρος μαζί σου,

δεν θέλω να γυρνάς με πείσμα αλύγιστο,

χωρίς να έχεις την ταυτότητα που σου έδωσα

όχι θνητή, εσένα που σου φύσηξα θεία πνοή και φως

μεθώντας με το ρόδινο βελούδο των χειλιών σου,

νεκρή και σκοτεινή ψυχή

δεν θα σε θέλουν οι αιώνες που έρχονται

και θα ρωτήσει η Ιστορία, τους αιώνες.

Πως γίνεται να λησμονάς το ρίσκο σου

να με ακολουθήσεις στο ταξίδι,

θυμήσου θυγατέρα των κέδρων της Ανατολής,

Ευρώπη, που σε ανάθρεψε η Φοινίκη

με άσπρο χυλό και μέλι,

όταν στην Κρήτη φτάνοντας σε αγκάλιασα

στο χώμα κοίταζες κατακόκκινη και ντροπαλή

η Κρήτη, ευλόγησε την ένωση μας…

Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις

απ’ τη χαραμάδα της μνήμης,

το Μάη, όταν ανθούν οι παπαρούνες στον κάμπο

έχουν το χνούδι των χειλιών σου,

απ’ τα φιλιά και τους χυμούς που πότισαν τη γη

και τώρα, πως δε λογαριάζεις

τίποτα απ’ τα ακριβά που έζησες

και πως ατίμητα στεφάνια θέλεις

να φορείς με ψεύτικα στολίδια

και είναι η βούληση σου εκδικήτρα κι άδικη.

Γιατί τα πλήθια κύματα του Αιγαίου δεν ακούς

παρά ποθείς τις συμφορές και τους θανάτους των λαών

κι αμέτρητους τρόπους μηχανεύεσαι

για να γεννάς κακομοιριές και πάθη.

Αφήνεις δίχως έλεος, άσπλαχνα,

να παίρνουν αποφάσεις, άρχοντες λέει,

μα δεν είναι οι άρχοντες σου θεοτίμητοι,

και συ θαρρείς πως κάθεσαι ειρηνικά στο θρόνο,

μα δεν ακούς… ο πόλεμος σέρνεται γύρω σου.

Ευρώπη, δεν είναι οι Κορύβαντες Κουρήτες

που χτυπούν τα κύμβαλα

δεν είναι ο χορός της μύησης σου,

και τα τραγούδια, δεν είναι των Μουσών.

Ήχοι βαρβάρων, που έχουν πόθο αψύ τον πλούτο

και παραχορτασμένοι που την ύβρη υπηρετούν

αυτοί, το θάνατο σου μηχανεύονται με αυθάδεια

και μοίρα ολέθρου σου ετοιμάζουν για ξημέρωμα.

Ευρώπη, ποιος να σε ξυπνήσει από το λήθαργο,

στον ύπνο σου, άλλοι,

σχεδιάζουν σπαραγμούς και οδύνες

υψώθηκαν πάνω απ’ το μέτρο οι μνηστήρες

και θαρρούν πως τράνεψαν, τόσο,

για να μπορούν και τους θεούς να μέμφονται

πικροί αντίπαλοι μ’ αδικομαζωμένα κέρδη

αδείλιαστα τη μοιρασιά έχουν βάλει στο βωμό

καταραμένοι και ξεδιάντροποι θα σβήσουν στον αιώνα.

Έτσι όπως είσαι, δεν σου αξίζουν ρόδα ανθισμένα

μισώ τους τρόπους σου, μα όχι εσένα,

αστραφτερό το βλέμμα πια δεν έχεις

και η μέρα ήρθε που τη δόξα τερματίζει

ήρθε, με τον ψίθυρο που δεν ήθελες να ακούσεις

κι ήταν δικός μου ο ψίθυρος,

αυτόν που ο Νότος, μέσα από χιλιάδες φυλλωσιές

πάσκισε να σου φέρει, με το φεγγάρι στο κανίσκι

και τα άστρα στα δίχτυα,

να σου θυμίσει τ’ αφρισμένα κύματα που πέρασες

σαν άστραφτε το φιλντισένιο σώμα σου

κάτω από τον ήλιο της Δήλου

και απ’ το κρασί που ήπιες και μέθυσες

είχε κρατήσει το άρωμα,

για να σε πείσει να λυγίσεις

μα εσύ, είσαι ήδη

στα στενά της Χάρυβδης παραδομένη.

Αύριο… Ευρώπη,

όταν τη σκουριασμένη διαμαρτύρηση

από την πόρτα που έκλεισες θ’ ακούς,

μόνη θα ’ρθεις, ικέτιδα με δίχως όνομα,

στο δρόμο το στενό

της ανελέητης ανάγκης σα βρεθείς

την αλυσίδα σου, στα πόδια μου να ρίξεις.

Τα πληγωμένα μου αγάλματα θρηνούν

μα όχι τόσο για τα σπασμένα μέλη τους,

όσο γι’ αυτή την ξενιτιά που όρισες πατρίδα.

Βαριά τα βλέφαρα σου κλείνεις

θαρρείς και δεν αισθάνεσαι πως δεν ανήκουν

σε κανένα από τα βάθρα σου, οι Καρυάτιδες

και η Αφροδίτη και η Νίκη κι ο Αρπιστής

και η πληγωμένη μου, η γενναία Αμαζόνα

και τ’ άλλα σμιλεμένα μάρμαρα,

δικά μου, ταγμένα

στα μεγάλα μου ιερά να στέφονται

με καταπόρφυρες ροές από το άρμα του ήλιου

αγγέλλοντας το δίκαιο όρκο της τιμής και της ζωής

όταν η αγάπη των κοινών θνητών

πυργώνει πιο ψηλά από τα νέφη και τον Όλυμπο

τον αθάνατο Έρωτα και το υφάδι της Ελευθερίας

χαλκεύοντας τους νόμους της φυλής

στ’ αμόνι της αλήθειας.

Θα μου γυρέψεις αμοιβή της αρετής,

μα δεν θα λάβεις, ποιας αρετής,

βλέπεις, λησμόνησες τη θεία Ευγνωμοσύνη

κι εγώ, μετρώ τ’ αποκεφαλισμένα όνειρα.

Σαν τι θα γίνεις, αν εκείνα που σου χάρισα

στης λήθης το ποτάμι αφήσω να κυλήσουν,

πως λόγο θα αρθρώσεις για τον Έρωτα

και στην ψυχή, ποια θεραπεία, με ποια λέξη,

σε ποιο αμφιθέατρο η Δημοκρατία να υμνηθεί

και πως ο ενθουσιασμός να σε οδηγήσει σε συμπόσια,

η μελωδία, η αρμονία, ο χορός, που θα βρουν θέατρα,

και πως θα αποκαλείς τις πιο μεγάλες σου ορχήστρες.

Ακαδημία και φιλοσοφία και φαινόμενα και σκέψη

δώρα, προικιά πολιτισμού

πιότερο κι απ΄ του κόσμου το χρυσάφι

ακριβό το πνεύμα.

Σκέψου, όταν μελαγχολήσεις από φόβο,

που θα βρεις φωνή να το ιστορήσεις.

Μα πάλι, δεν μπορώ να σ’ αρνηθώ

γι’ αυτό πλατεία σου ετοίμασα

ανάβοντας ξανά αρχαίους πυρσούς,

στη Δίκτη, εκεί πρώτη φορά, στο λίκνο μου

σε κλίνη από μάρμαρο λευκό περίτεχνο,

τρύγησα του ανθοστόλιστου κορμιού σου

τη χαρά και τη συγκίνηση

και εσύ την πιο τρανή τη δόξα,

τότε κέρδισες, Ευρώπη.

Λύρα εφτάχορδη σου πρόσφερα, ν’ ακούς,

να μη μπορείς να κρατηθείς μακριά

κι από τη φλογισμένη αστραπή του πόθου σου,

ποτέ να μην λυθείς και να ξεφύγεις.

Ο χρυσαετός θα λύσει τον αρχαίο χρησμό σε Ανατολή

αγέννητο παιδί θα στο μηνύσει

και με λαχτάρα

για το γυρισμό σου θα μιλήσεις

στη Δύση, με έργα βαθυστόχαστα,

έδωσε η μάντις η τυφλή απάντηση στο χρόνο,

σαν καταλάβεις πως σε χθόνιο αγώνα σε τραβούν

και σπέρματα κακού φυτρώνουν,

όλο πιο πολλά στη γη σου,

την ώρα που αψηφάς τον κίνδυνο που ελλοχεύει,

γυρνάς δήθεν αμέριμνη,

με το χυδαίο χιτώνα της αλαζονείας

αυτόν που σε έχει αλλοτριώσει

και παιανίζεις την αυτοκαταστροφή, τρελή,

στη συνδιαλλαγή με τους εμπόρους του θανάτου.

Ιέρειες του πόνου άλλες

δεν θα βρεις να σε υπηρετήσουν

στον κύκλο του Έρωτα αγιάζει η συμφιλίωση

κι είναι το νήμα ασήμι και χρυσό μιας άλλης έλευσης.

Θα μείνω εδώ, η ελπίδα αντέχει

στη χώρα που γεννήθηκε το φως

να περιμένω, το προσωπείο να πετάξεις

κι αυτά τα χάρτινα κλειδιά του δεσμοφύλακα

τα βρόμικα, να ρίξεις στην πυρά

κι όχι ψυχές, λάθη που είχες κάνει κι άλλοτε…

Θα μείνω εδώ, η ελπίδα αντέχει

στη χώρα που γεννήθηκε το φως

να περιμένω, αψίδα Ειρήνης θα σου πλέξω

με μυρτιές και κληματόβεργες

απ’ τα ηφαίστεια νησιά

από την τυραννία και το χλευασμό να σε γλιτώσω.

Θα μείνω εδώ, η ελπίδα αντέχει

στη χώρα που γεννήθηκε το φως

να περιμένω, στ’ αλώνια τα πανσέληνα

εδώ που ξύπνησε

η καρδιά κι ο νους της οικουμένης

έλα, ν’ αφουγκραστείς απ’ την αρχή

το μέλλον σου, Ευρώπη.

 

Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης

Ζωή Δικταίου

 

Κέρκυρα, καλοκαίρι του 2015

 

 

 

 

 

 

Λέξεις, αυτές που έκρυψα

 

pic1lexeis

 

Λέξεις, αυτές που έκρυψα,

κοίταξε, από τον κήπο της μνήμης

διάλεξα τις λέξεις

εκεί μόνο δεν έχουν λιγοστέψει ακόμη

εκεί τις κρύβω,

μόνο εκεί υπάρχει χώρος τώρα πια.

Διάλεξα τις πιο σπάνιες,

λέξεις όπως ο Έρωτας και η Αγάπη

λέξεις, τι ωραία παιχνίδια έχω κάνει

με λέξεις,

με τις λέξεις ερωτεύτηκα,

πολύ πριν ο έρωτας γίνει κολάσιμη πράξη

με τις λέξεις αγάπησα,

πολύ πριν η αγάπη

χαρακτηριστεί απαγορευμένη,

με τις λέξεις ονειρεύτηκα

πολύ πριν ποινικοποιηθούν τα όνειρα

με τις λέξεις πέταξα στην υδρόγειο

με τα φτερά μου

τότε, που επιτρεπόταν τα ταξίδια.

Λέξεις, αυτές που έκρυψα

στο λαβύρινθο του νου

και τις ζέσταινα στη σπίθα της καρδιάς σου,

αυτή που κρατούσα στη φαντασία μου

για να υπάρχω, για να αναπνέω,

για να αντέχω, ερήμην τους.

Απόψε στη βροχή έφυγα κυνηγημένη

ήρθα να σε ξυπνήσω,

όπως τότε στον παλιό καιρό,

να σου μιλήσω για την προσωπική μου ήττα

την ήττα της ελεύθερης σκέψης μου,

ντρέπομαι, μα είναι αλήθεια

σχεδόν παραδέχτηκα

πως η ελεύθερη σκέψη στις μέρες μας

μπορεί και να είναι θανάσιμο αμάρτημα.

Ντρέπομαι, κι ας μην

το φανερώνουν οι πράξεις μου

κι ας το κρύβω επιμελώς ακόμη

κι από την ίδια τη συνείδηση μου

ντρέπομαι, μα συμβαίνει

και σ’ εσένα φαντάζομαι.

Ποιος αλήθεια μ’ έμαθε,

μέρα με τη μέρα

να φοβάμαι όλο και πιο πολύ

πόσο πηχτό σκοτάδι εκεί έξω,

μου είπαν να φοβάμαι τον άλλο

οποιονδήποτε δεν έμοιαζε μ’ εμένα,

οποιονδήποτε δεν έχει ίδιο χρώμα,

ίδια πιστεύω, ίδιες ιδέες, ίδια θρησκεία,

μια αόριστη θλιβερή απειλή

για να λοξοκοιτάζω καχύποπτα το μέλλον.

Μου ζήτησαν να υπακούω τυφλά

για την ασφάλεια μου,

μου ζητούν να υπηρετώ με ευλάβεια

θητεία στην παραφροσύνη

σε αόρατες μεταλλικές φωνές

μέσα από τηλεοράσεις,

μου χάρισαν μια μάσκα καλοσύνης

για να εντυπωσιάζω τους άλλους,

για να εξουσιάζω τους άλλους

αυτούς που η ζωή τους

δεν είναι τίποτα άλλο

από μια απλή και μικρή εκκρεμότητα

αυτή που προσβάλλει

 

την κοινωνική μου ευπρέπεια

και εναντιώνεται στο δήθεν

της παγκοσμιοποιημένης εποχής μου.

Με την ψευδαίσθηση της λύτρωσης

στη φυγή σου, χάνεσαι,

σπασμένο γέλιο, παγωμένη ανάσα

ώρα που προσπαθείς απεγνωσμένα

να περάσεις τα σύνορα

ώρα που φυσά ο αέρας

και γδέρνει ψυχές στα κύματα

ώρα που ανοχύρωτη η ελπίδα

σβήνει στα μάτια

κι η τέφρα της ανάμνησης του ονείρου

γίνεται λάσπη στα φύκια του βυθού.

Πόσα, στα χαλίκια άψυχα σώματα

αυτά που πέρασαν ξυπόλητα

συρματοπλέγματα, δρόμους, γέφυρες

που πλήρωσαν ακριβά τα ναύλα

για τα τοπία της ελευθερίας που δεν είδαν

για να καθρεφτίζεται η απελπισία

σε γυάλινα βλέμματα

για να δικαιώνεται στην απελπισία

ο θάνατος, ευσεβής πόθος.

Στα νερά του Αιγαίου, αιωρούνται

μαζί με τα χρωματιστά κουρελιασμένα ρούχα

και τα χεράκια των παιδιών,

της αθωότητας που σκόρπισε στον άνεμο

αφρός στα βράχια δίχως φεγγαρόφωτο

θαρρείς και μια φουσκάλα η ζωή

κι ύστερα, εμένα,

πώς να με χωρά ο ίδιος τόπος…

Τι να τα κάνω τα σταυρωμένα χέρια

και τα πρόσωπα τα μουσκεμένα δάκρυα

ποιόν θεό να παρακαλέσω για λύπηση

με ποια ακατέργαστη κραυγή να τον ξυπνήσω

για τους τόσο μοναδικά άτυχους

πρωταγωνιστές της διπλανής τραγωδίας,

αφού η μελαγχολία μου μοιάζει εκ του ασφαλούς

ανακουφιστική θλίψη

αφού δεν είμαι εγώ η μάννα που σπαραχτικά θρηνεί,

αφού η ψυχή ξεθώριασε ανάμεσα

σε καθησυχαστικά χαμόγελα και σάπιες υποσχέσεις.

Η άβυσσος επιδεικνύει το πέρασμα της

σε κέρινα σώματα,

απέκτησε και η δυστυχία πρόσωπο κοσμικό

θα το δεις, στις ειδήσεις

θα το διαβάσεις στις εφημερίδες.

Ξεφυλλίζω με λέξεις, σελίδες της μνήμης μου

αθόρυβα πνίγομαι μαζί σου

βουβά στη σιωπή που σε τύλιξε

μα θα κρατήσω τις λέξεις, ίσως Αύριο…

τις χρησιμοποιήσω εναντίον αυτών

που προσπαθούν να μου επιβάλλουν να πιστέψω

όχι εκείνα που αισθάνομαι, ούτε καν εκείνα που βλέπω,

αλλά αυτά που μου λένε

χωρίς να λογαριάζουν πως η θέληση μου

είναι πιο δυνατή και πιο πάνω

από τα κούφια τους λόγια.

Τελικά πόση γη έχει ανάγκη η ψυχή…

και πόσο φως η όραση για να δει την αλήθεια…

 

Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης

 

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα 10 Οκτώβρη 2015

 

 

 

 

 

 

Σαν μυθολόγιο ζωής, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Ελένη

 pic2antig

 

Σε φέρνει ο άνεμος, μέσα από θρόισμα φύλλων

με λέξεις, αυτές που σήκωσαν σκουριές αιώνων

και μολυβένια παράπονα, αντιθέσεις παράλληλες,

εκπληρωμένα καθήκοντα, τώρα, μια άλλη όραση

για τις συμπληγάδες που άφησα πίσω

έχουν πεθάνει όλες οι πλάνες

οι παλιές ψυχές ξαναζούν,

«γιασεμιά τα σύνορα του κόσμου» , ψιθυρίζεις,

κρυμμένα μηνύματα, φωνή ελκυστική, αξιόπιστη

πριν μου παραδώσεις τη σκυτάλη της μνήμης.

Η Ανατολή στη θάλασσα, πέρα από το φρύδι του λόφου

ικετεύει ουρανούς και εγκαταλειμμένους αιώνες.

Φοράς, τα φλογισμένα ρόδα της αυγής μετάξια στο λαιμό

Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Ελένη, η σκέψη φίλντισι,

επιστρέφει στην αναγκαιότητα του τυχαίου,

το καραβάνι τραβάει την ανηφόρα προς το ευγενέστερο φως

αφήνοντας πίσω ανθισμένες φασκομηλιές και πεύκα.

Τελειοποιημένη η φύση, όταν εξαγνίζει τη λογική.

Τελειοποιημένη εκείνη η φύση στην επικράτεια του καιρού

που μπορεί να χαρίσει μια αστραπή σ’ ένα τυφλό οδοιπόρο.

Με φθινοπωρινές σιωπές, υποστέλλω λέξεις νοσταλγίας

το μελάνι σκόρπισε πάνω στις λευκές σελίδες

σημάδια και πετροχελίδονα.

Χαμογελάς, έχουν γίνει συνείδηση οι απουσίες,

όχι, δεν είναι μια ανώνυμη αίσθηση

είναι που μ’ έμαθες ν’ αγαπώ τα ασήμαντα

τη θέληση σου υπηρετώ, χάδι από αλμύρα

αναμνήσεις παλαιοπωλείου, τάμα στο καινούριο φεγγάρι

ρυθμικοί οι ήχοι στο ρολόι του τοίχου

το εκκρεμές δε βαρέθηκε να διηγείται ακόμη το χρόνο.

Πόσο εύγλωττα όλα απόψε στον καθρέφτη του νου

ψιχαλίζει, θαρρείς και η βροχή παραμονεύει

τη ματαιωμένη διαδρομή μιας μελωδίας,

ή μιας νότας, εκείνης που γεννήθηκε από έναν λυγμό

πάνω στα πλήκτρα, δάχτυλα διάφανα γεμάτα αινίγματα

όχι, δεν έχει γίνει η καρδιά προάστιο της λήθης

αλήθεια, μετά από πόσες αγωνίες επιβάλλεται η Αγάπη…

Αντιγόνη, ανοικτό το αλφαβητάρι στο ίδιο σύννεφο

η πρώτη ουσία στο αλάτι, γέννηση, δάκρυ, θάλασσα,

σαν μυθολόγιο ζωής, με λάβα στην ψυχή, ενώπιον σου

να μου ορίσεις ξανά την ευτυχία της περιπλάνησης στη γνώση.

Στο σεληνόφως, η όραση χορταίνει πεταλούδες και γράμματα

επιστήθια μελαγχολία σε ρομαντικούς επιλόγους,

Αγάπη, εφάμιλλη της δύναμης,

η κόψη σου, όψη στην κόντρα του θανάτου

ιδανικό να σε θαυμάζω και να σε αισθάνομαι

μ’ έμαθες να χωρούν όλα στην καρδιά μου

αυτά που μιλούν και αυτά που σωπαίνουν, Αντιγόνη.

Εκεί, στα ίδια σημεία, η Ηλέκτρα σπέρνει άστρα και όνειρα

με μυρωδιά Δαμασκηνού ρόδου στα μαλλιά

ιέρεια πετρωμένη σε κυματιστές ίριδες,

μωβ βαθύ, στο Λιβυκό ο Έρωτας συναναστρέφεται το ρίσκο

η φλόγα, χίλια σκοτάδια ξόδεψε, μα ακόμη φέγγει

ωραία πάντα η περιπέτεια της ελπίδας

και της υπόσχεσης, θα μένει,

έχω ξεπλύνει τα μάτια απ’ το ψέμα

κοιτάζοντας ιερές φωτιές και πύραυνα καλοκαιριού

κρυφές σκέψεις, κρυφές ευχές, τοπία προσευχής

πανάρχαιος υποσυνείδητος ο τρόπος.

Αύριο, Ηλέκτρα, θα μιλήσει η άλαλη πένα, Αύριο…

η αντίστροφη μέτρηση με τις χαρακιές πάνω στα λευκά μάρμαρα

υποβλητικές χαρακιές της καρδιάς σε μαύρους καθρέφτες.

Κρατάς την πόρτα των θαυμάτων ανοικτή

εξορκίζεις το κακό, γητεύεις χίμαιρες στο δοξάρι της λύρας

λάφυρο το χαμόγελο σου στο ασπροκέντημα,

και στο λευκό μαργαριτάρι του λαιμού

στην ανάσα σου, μήλο και κανέλα η ρίζα μου

«η επιστροφή είναι πράξη απόγνωσης», εσύ μου το δίδαξες

αφοσιωμένη στο Αύριο… φαναράκια αναμμένα στο φάρο

βαμβάκι η λύπη, τα αβάσταχτα αγαπώ σε σιντεφένιες μέρες

εκείνος διάλεξε, την Αλεξάνδρεια στο Φθινόπωρο

Αύριο, νυχτώνει Φθινόπωρο…

Ψυχή ελεύθερη, ασυμβίβαστη, εσύ που παραδέχεσαι μοίρα, τον άνεμο

γυαλίζει η σκέψη, στα σκονισμένα φτερά του αγγέλου, Ελένη

Ελένη, σαν τις στάλες της βροχής,

εκείνες που ξεχάστηκαν απόβραδο στο φανοστάτη

έβρεξε και σήμερα, ξέσπασμα του Απρίλη

με τις δυνατότητες όλες κλεισμένες στη φαντασία

υπόκλιση χωρίς χειροκρότημα, σου πάει η νύχτα,

βλέπεις δε φοβάσαι την επανάσταση των ίσκιων κι όμως,

θλιβερή συνήθεια η πραγματικότητα, παραδέχεσαι.

Ορκίστηκες στην Άνοιξη παίζοντας την ωδή στη χαρά

και άνθισε στο καταχείμωνο η ξερή αμυγδαλιά

με μια γαλάζια κορδέλα ουρανό

πάνω από το μουρμούρισμα του παιδιού διαβάζουν οι θεοί.

Έγειρε, νυσταγμένο στο καντούνι

με την απώλεια της εικόνας του το φεγγάρι,

ανεβαίνουν οι Πλειάδες μπροστά απ’ το φεγγίτη της σοφίτας

εδώ είμαι, από τότε, ξέρεις μου πάει η Κέρκυρα

εδώ επιβιώνει ο μύθος, μέσα από σύμβολα που εξελίσσονται

στο λαβύρινθο κινούμαι κυκλικά, μονοπάτια του άγνωστου

με μια διαφορά, κρατώ πυρσό αναμμένο…

Το πιάνο στη θέση του κι εσύ αλήθεια, γιατί τόσο μακριά,

ποιες μελωδίες αξιώνουν τη συγκίνηση μεσάνυχτα,

στο καρδιοχτύπι συνωστίζονται ανίκητες οι επιθυμίες

αλητεύουν οι λέξεις σε χάρτες και θάλασσες

τα λευκά πνεύματα ντύθηκαν ομίχλες και ταξίδεψαν μακριά.

Γιατί διάλεξες αυτό το δωμάτιο, τόσο στενό, τόσο άδειο,

γιατί μου φαίνεται πως χαμηλώνουν οι γωνίες,

μα πως μπορείς να κοιμάσαι εδώ, να ξεχνιέσαι εδώ,

πως γίνεται να λες ότι ζεις εδώ, όχι Ελένη.

Ξέρεις, η φαντασία μου σε θέλει,

να ονειρεύεσαι μέσα στον ψίθυρο μιας προσευχής

ή σε μια νότα, ή ακόμα καλύτερα σε πολλές νότες.

Γελάς, αυτό το βλέμμα στα βαθιά σου μάτια, όταν οι ρυτίδες

καλωσορίζουν το φως με δικαιολογημένη περηφάνια

καιρός που αποκτούν φωνές τα αδικαίωτα

ώρα που λιτανεύουν οι σιωπές φτερουγίσματα

στο πεντάγραμμο τα αόρατα, έχουν αξιώσεις ν’ ανέβουν

τελικά, με ποια σύνεργα ζωής πορεύεσαι

για να εξαργυρώσεις το δικαίωμα στην αθανασία,

στην τρομαγμένη Δύση, χρυσή πλημμυρίδα υψώνεσαι,

ξέρεις πως ο Έρωτας ούτε συντρίβει, μα ούτε και σώζει

επιμένεις να πληρώνεις ναύλα ευδαιμονίας

η τέχνη αναπαράγει και διαιωνίζει

με την απαίτηση της ακοής σε προσανατολισμούς νέους,

για όποιον χάνεται, για εκείνον που δε γνωρίζει

πως και η φωνή, από το Φως… φύεται,

πόσο αιφνίδια ραγίζουν τα ακροκέραμα ηττημένα απ’ το χρόνο.

Το παρελθόν ανοίγει παράθυρο στο ηλιοβασίλεμα

αναπολείς άλλες νύχτες γεμάτες μουσική,

κάπου ένα πιάνο, ερωτισμός της ψυχής

ζεις στην αιχμαλωσία της αξιοπρέπειας

μάρτυρας ευγένειας ο τελευταίος επισκέπτης της μοναξιάς

ναυαγισμένη θύμηση σε ίχνη κιμωλίας στον πίνακα

σαν φιλοδώρημα της Τέχνης ξεκλειδώνει το πάθος

μια άλλη παράσταση γλιστρά απ’ το συρτάρι στο πάτωμα

Αύριο… Ελένη, στη σημειογραφία του τυχαίου

καινούριο όνομα και σημάδι το κλειδί του σολ,

ιστορίες για καταποντισμένες φλυαρίες,

λεηλατημένες περιπλανήσεις σε δάση φαντασίας

μετάλαβα το δισταγμό στο λόγο που δεν είναι άυλος

για να γλιτώσω από την εξορία της βεβαιότητας.

Πλαστογραφίες και εκμυστηρεύσεις δίχως νόημα

ο σύγχρονος κόσμος γκρεμίζεται με την πολυχρωμία του εντός μου,

αγαπώ τη γαλήνη και τη μοναξιά της πέτρας στο μαυσωλείο του ήλιου

στο περιστύλιο η αμφιβολία μισή, χρώματα της ώχρας,

αχαρτογράφητα σκοτάδια καταπίνουν υποθηκευμένες τύψεις

πολύτιμη η έξοδος κινδύνου στα ερημονήσια του Νότου

μήτε αχίλλειος πτέρνα, μήτε ανάγκη προστασίας πια,

βροχή, πολύτιμη η συνάντηση στη θάλασσα

εκείνος θα είναι πάντα εκεί, στην Αλεξάνδρεια

μια φιλόξενη θύμηση, στη συντέλεια της θλίψης

απόδραση στο πέρα από την αιωνιότητα

στον καιρό της Αγάπης όρκος παμπάλαιος

αναγκάστηκα… να μεγαλώσω, ευτυχώς δίχως ενοχές.

 

 

 

Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης

Ζωή Δικταίου

 

Κέρκυρα, Άνοιξη 2016

 

 

 

* H Ζωή Δικταίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στον παραμυθένιο τόπο της Δίκτης, της Σελένας. Το Τζερμιάδο είναι το χωριό της. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Το σύμπαν, είχε άλλα σχέδια ανοίγοντας  την πόρτα στην Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει πάντα με σεβασμό την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα και δικαιώνεται ταπεινά στη σιωπή, χωρίς θόρυβο, στο καθαρό βλέμμα και στο δάκρυ. Εργάζεται από το 1984 στις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Τουρισμού. Συμμετείχε στη νεότητα της, σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και είναι αλήθεια, έλαβε αρκετές διακρίσεις. Το πρώτο βιβλίο της από τις εκδόσεις Έψιλον, αφορά στην παιδική λογοτεχνία και έχει τίτλο « Ιστορίες για φεγγάρια ». Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με το Γιάννη Νικολάου και το Νίκο Ανδρουλάκη. Το δεύτερο βιβλίο της από τις εκδόσεις Φίλντισι, είναι μυθιστόρημα και τιτλοφορείται «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο». Πιστεύει στην αγάπη.  Τη γοητεύουν όλα τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης όπως και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top