Fractal

Τρία ποιήματα

 Tης Ζωής Δικταίου //  *

 

Κρήτη μου βιγλατόρισσα αφέντρα του πελάγου

 

ζ1

 

Πετάξανε οι σταυραετοί ως τις ψηλές μαδάρες

ανοίξανε οι καστρόπορτες οι κλειδαμπαρωμένες

για να διαβούνε λεύτεροι οι σαραντάπηχοι άντρες.

Γέμισε άστρα ο ουρανός, χιόνια ο Ψηλορείτης

πως καμαρώνει η λυγερή η θαλασσοζωσμένη

που είναι υφάντρα Του Έρωτα,

της λεβεντιάς κεντήστρα.

Ολόγιομο φεγγάρι μου μη λυπηθείς το ασήμι

κι ασημοστόλισέ τηνε, όλη απ’ άκρη ως άκρη

να λάμπει, να φεγγοβολά σαν το καθάριο δάκρυ.

Ήλιε μου κοσμογυρευτή σε ποια κορφή ν’ ανέβω

να ιδώ ακρογιάλια αλαργινά να τα γλυκοφιλούνε

τα κύματα και τα πουλιά τ’ αδικογερασμένα.

Φεγγάρι μου στη δύση σου σκύψε να τη φιλήσεις

στην άκρη σκύψε του γιαλού τη δίψα σου να σβήσεις

να φεγγαροστρωθεί ο αφρός κι οι άνεμοι καλεσμένοι

να ξεσηκώσουν πεθυμιές κι ονείρατα κι αγάπες

να μη χωρούν τον Έρωτα όλες του κάστρου οι στράτες.

Ήλιε μου λύχνε του ουρανού στο γλεντοκόπημα σου

ασ’ τηνε να χτενίζεται

και με τ’ αποχτενίδια

που είναι χρυσά, που είναι αργυρά, που είναι μαλαματένια

της λευτεριάς και της Ζωής να σμίγει δαχτυλίδια.

Αυγή στο σταυροδρόμι σου το αγγελομάχισμα μου

μες τα φαράγγια ν’ ακουστεί, στα διάσελα, στον κάμπο

να γίνει αέρας και καπνός να φτάσει στην αυλή μου

κι ας βρει την πόρτα ανοιχτή, στρωμένο το τραπέζι

να βρει το γέρο λυρατζή παλιό σκοπό να παίζει.

Μια χούφτα χώμα απάτητο απ’ τις ψηλές μαδάρες

ήθελα να ΄χω φυλακτό στο ξένο προσκεφάλι

τις νύχτες να ονειρεύομαι πως η βροχή με φέρνει

κι απ’ το Ακρωτήρι αντίπερα στο Βάι να μ’ ανασταίνει.

Μ’ ακούω κάλεσμα ακριβό

στο αχνοφέγγισμα της μαρμαροστρώνεται ο γιαλός

να ρθούν εχθροί και φίλοι

ένα να γίνουν οι καρδιές

να δώσουνε τα χέρια

χορό να σύρουνε τρανό στα φεγγαρένια αλώνια.

Ψυχή μου ρόδο άλικο είσαι και δε φοβούμαι

φωτιά πατείς δε καίγεσαι, το δάκρυ δε σε πνίγει

έμπα σε τούτο το χορό,

εγώ σε λευτερώνω

γυρίζω τη μυλόπετρα και σταματώ το χρόνο.

Σιμώστε ξένοι και δικοί σε τούτο το γιορτάσι

πιαστείτε όλοι στο χορό τώρα που παίζει η λύρα

και εσείς γερακοκούδουνα το σείστρο μη λυπάστε

σημάνετε για ν’ ακουστεί παντού η γιορτή της Κρήτης

χαράς είναι ξεφάντωμα και ειρήνης ευαγγέλιο.

Κόρες, ντυθείτε στα λευκά κόψτε μυρτιά και δάφνη

με παπαρούνες του Μαγιού στεφανωφορεθείτε

και εσείς αγόρια αμούστακα φορέστε τα καλά σας

τα ρούχα εκείνα της Λαμπρής, της Κυριακής, της σκόλης

ορθώστε την κορμοστασιά τη μέση μη λυγάτε

και τραγουδείστε απ’ την καρδιά Ειρήνη χαίρε Ειρήνη

στο Μάλεμε η λευτεριά δόξας μυρτιές αφήνει.

Κρήτη, εσύ είσαι το κλειδί που ανοίγει παραδείσους

εσύ είσαι ο τόπος ο ακριβός ο μυρωμένος κήπος

μάθε μου εσύ τα βήματα,

δείξε μου πως χορεύουν απ’ τη Ζωή ως το θάνατο

και στην Αθανασία.

Αγρίμια μη μερώσετε και στο γιαλό μη ‘ρθείτε

μείνετε στις βουνοκορφές στα ριζιμιά χαράκια

είναι δική σας τούτη η γη

κι ο κάμπος που ‘ναι αγνάντια

και τα φαράγγια και οι σπηλιές όλα δικά σας είναι.

Εμάς μας σμίγει ο ουρανός,

ο Έρωτας κι ο Χάρος

μας σμίγει η άσπιλη βροχή,

το παχνισμένο χιόνι

η Αγάπη κι ο λεμονανθός τη Μεγαλοβδομάδα,

το ανεμοκλάδι το ξερό, ο κεραυνός, η σκέψη.

Μη φουρτουνιάζεις θάλασσα μέρωσε το θυμό σου

και άφησε με να διαβώ στο σφραγισμένο τόπο

μη χάσω την τρανή γιορτή το σμίξιμο, το γλέντι

απόψε είναι ένας λαός ολόκληρη η οικουμένη.

Ακριβομιλημένη εσύ και θαλασσοκρατούσα

απ’ το αγγελοφτερούγισμα βγαλμένη η δύναμη σου

ποια λειτουργιά σε ποια εκκλησιά

να κάμω στ’ όνομα σου

με ποια λουλούδια ολόλευκα να σ’ ανθοστεφανώσω

κυρά στο αστραποφέγισμα

κι αρχόντισσα στον ήλιο.

Νησί αγιασμένο μ’ αίματα, λιανοτραγουδισμένο

σκύβω σε μια ταφόπλακα που γράφει Βενιζέλος

ακούω μια δυνατή ψυχή να τραγουδεί ακόμα,

ακούω τους χτύπους της καρδιάς στο νοτισμένο χώμα

κι ως παίζει η λύρα αλαργινά παλιού καιρού ταξίμια

κόρη ντυμένη στα λευκά βγαίνει από τα συντρίμμια

κρατεί μια δάδα και ελιά με της καρδιάς το χέρι

στο ιερό του Μίνωα κάτασπρο περιστέρι

τρεις κύκλους κάνει, κάθεται και η κόρη λέει ” ελπίδα,

δεν έχει σύνορα η καρδιά η πιο γλυκειά πατρίδα”.

Πετάει ο νους στο Χάντακα

πάνω απ’ την πολιτεία

στο Μαρτινέγκο ο στοχασμός, η μύηση, η θητεία…

Ψηλός σταυρός απέριττος κι ένα μονάχα κρίνο

στου τάφου πλάι τη σιωπή να συντροφεύει εκείνον

παίρνεις το φως μεταλαβιά Μεγάλε Καζαντζάκη

στη φθινοπωρινή βροχή στο δειλινό αεράκι

κι ανοίγεις δρόμο στην καρδιά κι άλλη καρδιά ανταμώνει

και λέω καλή ‘ναι η μοναξιά, καλή ‘ναι κι ας πληγώνει.

Σε ποιαν εικόνα θεϊκή το είδα ή στ’ όνειρο μου

ψηλά στα ουρανοθέμελα πίναν κρασί οι αγγέλοι

και σε άγιο δισκοπότηρο, διαμαντοσμιλεμένο

φέραν να πιεί η αρχόντισσα η κοντυλογραμμένη.

Μέσα στ’ αστραποβόλημα τ’ αγαλματένιο χέρι

συνάζει όλα τα χρώματα για να σε ζωγραφίσει

να σμίξει σ’ ένα ξόμπλιασμα Ανατολή και Δύση.

Κυρά μου περβολάρισσα σε κοραλλένιο κήπο

για εσένα αφήνω της καρδιάς τον υστερνό μου χτύπο.

Εφτά ουρανοί, εφτά θάλασσες, εφτά στεριές κι αντέχω

χώμα στο χώμα σου ας γενώ γεννήτρα του Ελ Γκρέκο.

Χίλιες μου φέρνουν μυρωδιές τα κύματα κι ο αέρας

με πήραν οι Χαϊνηδες σεργιάνι στα φαράγγια

με τ’ αλλαξοφεγγάριασμα γεννιέται το τραγούδι

και στ’ αποδιαφωτίσματα ανοίγει η ψυχή λουλούδι.

Κρήτη μου βιγλατόρισσα αφέντρα του πελάγου

οι αντρειωμένοι τ’ Αρκαδιού με το Δασκαλογιάννη

στο μεσοστύλι τ’ ουρανού έχουν στρωμένη τάβλα.

Γλεντά ο Χορτάτζης, δίπλα του στην πέννα ο Κορνάρος

και η Μαρία απ’ την Κριτσά κι ο Καζανομανόλης

μια μάζωξη για την τιμή και την αντρειοσύνη

και παραδίπλα ο Σγουρός με το Βασιλογιώργη

κι ο Κόρακας κι ο Ροδινός, ο Κιόρος κι ο Ξυλούρης

και το κερκέλι στου παππού την πόρτα όπως πρώτα

χτυπά και πέφτει το κλειδί στη στερεμένη βρύση.

Πληθύνανε οι θύμησες, οι μνήμες με καλούνε

αντάρα και πηχτός καπνός εθόλωσε ο νους μου…

εδώ δεν είναι που αγαπώ εδώ είναι τόπος ξένος

αλλού με πάει η ζωή κι αλλού με θέλει η Αγάπη…

θεριεύει άγρια η φωνή σκίζει τα σωθικά μου…

πέντε κολυβογράμματα σου κάνουνε το χρέος

θεριό είναι ανήμερο

θεριό μα και πανώριο

το χώμα τούτο που πετά βλαστούς κι αγάπης φύτρα

με της Αυγής το πρώτο φως ντυμένο τα όνειρα μου

στο λιόγερμα η σκέψη μου

τη νύχτα ο ‘Ερωτας μου.

Κρήτη στο φως του Αυγερινού άρωμα εσύ και χρώμα

στο ευλογημένο χώμα σου

κι εγώ μια χούφτα χώμα…

 

 ζ2

Φωτογραφία : Χαρούλα Βερίγου

 

 

Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης

Ζωή Δικταίου

Της μνήμης λάφυρο.. από τη δεκαετία του ’90 στην Κέρκυρα

 

 

 

 

 

Στο ηλιόφρυδο τ’ Αυγούστου

 

ζ3

Φωτογραφία : Χαρούλα Βερίγου

 

Ανέμη του παλιού καιρού

η μνήμη και γυρίζει,

στ’ απόβραδα, στα μάτια σου

που έλιωναν φεγγάρια,

εκεί που ακόμη γιασεμί

στη σκέψη σου ανθίζει

κι ύστερα σκόνη και καπνός

στου κόσμου τα παζάρια.

 

Αλήθεια, πόσα πίστεψα

της νιότης παραμύθια,

για μια ψυχή κρεμάστηκα

στο ηλιόφρυδο τ’ Αυγούστου

και τώρα δες πως καίγομαι

απ’ την παλιά συνήθεια,

να μην με πνίγουν οι βροχές

μα οι μυρωδιές του μούστου.

 

Πως πέρασα απ’ τα χέρια σου

νερό, διάφανες στάλες

πως τη ζωή μου ξόδεψα,

φιλιά στη ζητιανιά,

κεχριμπαρένιες ποιες στιγμές,

μου ’ταζες θα ’ρθουν κι άλλες

μα έγινε αγρύπνια τ’ όνειρο

βάρκα χωρίς πανιά.

 

Αλήθεια, πόσα πίστεψα

του πόθου τα λουλούδια

καίει κρυφό παράπονο

στ’ Αυγούστου τις φωτιές

ένας καημός στο Ρέθυμνο

της Κυριακής τραγούδια

κι ένα σου γέλιο στα Χανιά,

στην Πάργα ξενιτιές..

 

Κρατώ μια πίκρα αμίλητη

στου ήλιου το πανηγύρι,

μελάνια η μοίρα σκόρπισε

ξημέρωσε, μα ο νους

κι αν ρόδισε η Ανατολή

για ένα σου χατίρι,

μέθυσε η νύχτα, την αυγή

σε άλλους ουρανούς..

 

Γύρισε, μα να μη σταθείς

στης λήθης το καρνάγιο

ο ίσκιος απ’ το φεγγάρι σου

σ’ άλλο στενό σωπαίνει

μενεξεδένια ντύθηκε

μια θλίψη στο μουράγιο

και απ’ τον όρκο τον παλιό

καινούργια αγάπη υφαίνει.

 

Σκόρπια, τριμμένα ψέματα

και ξεγραμμένα λόγια,

όλα, στην κόψη του γκρεμού

στου φεγγαριού το φρύδι,

τον Αύγουστο ξαναγυρνούν

απ’ της καρδιάς τα υπόγεια

ξενιτεμένα όνειρα

στο χέρι δαχτυλίδι.

 

 

 

Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης

Ζωή Δικταίου

 

Κέρκυρα 02 Αυγούστου 2016

 

 

 

 

 

Στου Αυγούστου, τ’ άγια βράδια

 

Σκιά του ανέμου,

δίπλα μου σε νιώθω, σ’ αναπνέω

με προσπερνάς δε νοιάζεσαι

σ’ αφήνω πίσω, κλαις

στη μοναξιά μου,

άσπρο χαρτί τα χρόνια όλα καίω

ξορκίζω τ’ άστρο του Έρωτα

μ’ ευχές και προσευχές.

Στην έρημο, φεγγοβολούν τα μάτια Σου φεγγάρια

έρχομαι, φεύγεις πάντα αυγή,

ποτέ δεν προλαβαίνω

έχασα άλλη μια φορά

το όνειρο στα ζάρια

και σ’ άγιο δισκοπότηρο

πια δε μεταλαβαίνω.

 

Λύπη μου φέρνει

ο σταθμός στου δειλινού το χρώμα

σοκάκι κι άσπρο γιασεμί

της λήθης τρέχει η βρύση

Αύριο… ντυμένη ουρανό

τόσο μακριά απ’ το χώμα

δάκρυ και Φως στα μάτια Σου

το μέλι να τρυγήσει.

 

Στην Πλάκα η μνήμη

με γυρνά, στου Αυγούστου τ’ άγια βράδια,

η ξεχασμένη μου ζωή

όρκοι, φιλιά και χάδια

σαν χάντρες του κομπολογιού

στο πάτωμα σπασμένες

μάγισσες νύχτες που γυρνούν

τη μέρα προδομένες.

 

 

Αύριο… εν’ ονόματι της Αγάπης

Ζωή Δικταίου

από εκείνο τον παλιό καιρό λάφυρο …

και διορθώνω… και διορθώνω…

για μια Ζωή αδιόρθωτη

 

 

 

* H Ζωή Δικταίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στον παραμυθένιο τόπο της Δίκτης, της Σελένας. Το Τζερμιάδο είναι το χωριό της. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Το σύμπαν, είχε άλλα σχέδια ανοίγοντας  την πόρτα στην Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει πάντα με σεβασμό την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα και δικαιώνεται ταπεινά στη σιωπή, χωρίς θόρυβο, στο καθαρό βλέμμα και στο δάκρυ. Εργάζεται από το 1984 στις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Τουρισμού. Συμμετείχε στη νεότητα της, σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και είναι αλήθεια, έλαβε αρκετές διακρίσεις. Το πρώτο βιβλίο της από τις εκδόσεις Έψιλον, αφορά στην παιδική λογοτεχνία και έχει τίτλο « Ιστορίες για φεγγάρια ». Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με το Γιάννη Νικολάου και το Νίκο Ανδρουλάκη. Το δεύτερο βιβλίο της από τις εκδόσεις Φίλντισι, είναι μυθιστόρημα και τιτλοφορείται «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο». Πιστεύει στην αγάπη.  Τη γοητεύουν όλα τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης όπως και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top