Fractal

«Ζητήματα ταυτότητας κι ετερότητας στο Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη»

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

 

 

 «Νούμερο 31328», Ηλίας Βενέζης,  εκδ. Το βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Στην ελληνική πεζογραφία ο ατομικισμός αναχαιτίστηκε σε τρία μέτωπα: στο εθνικό, στο ιστορικό και στο ιδεολογικό. Το ιστορικό αφορά την εμφάνιση αφηγήσεων με χαρακτήρα μαρτυρίας και την καταγραφή των εμπειριών του πολέμου ή της προσφυγιάς. Τον 20ο αιώνα σημειώνεται μια εξαιρετικά πλούσια παραγωγή αυτοβιογραφικών αφηγήσεων, λόγω των πολυάριθμων πολεμικών βιωμάτων. Έτσι, λοιπόν, από τη δεκαετία του 1930 κι έπειτα, παρατηρείται αυξανόμενη έμφαση σε αφηγήσεις-μαρτυρίες και στην αναπαράσταση της κοινής ιστορικής εμπειρίας, καθώς οι συγγραφείς αισθάνθηκαν την ανάγκη να μοιραστούν τα βιώματά τους κι έτσι η εστίαση στο κοινό βίωμα και στη συλλογική μνήμη υπερακόντισε τις ατομικές διαφορές. Η Γενιά του 1930 έζησε μείζονος σημασίας ιστορικά γεγονότα, εμπειρικά δεδομένα, τα οποία πλάθουν κατά την προσληπτικότητα και τη συγγραφική τους ευαισθησία ως μυθοπλάστες. Ο Αλ. Αργυρίου επισημαίνει πως η ύλη του μυθιστοριογράφου είναι η πραγματικότητα, «αυτή» που «αυτός» αντιλαμβάνεται «ως τοιαύτη». Στο υπό εξέταση μυθιστόρημα, στο Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, η Ιστορία περνά όχι ως εξακριβωμένο ιστορικό γεγονός, αλλά ως άμεση εμπειρία, ως βιωμένο περιστατικό του συγγραφέα. Ο Γ. Δάλλας πιστεύει πως στο Νούμερο, ο Βενέζης εξετάζει την Ιστορία από μια ανθρωποκεντρική σκοπιά, καθώς πρόκειται για μια προσωπική κατάθεση ιδιωτικών εμπειριών, που ηχούν ως μαρτυρίες. Η Φρ. Αμπατζοπούλου μιλά για λογοτεχνία του αυτόπτη μάρτυρα και για σχολή του βλέμματος. Η αμεσότητα της αφήγησης απλών ανθρώπων αντιστοιχεί με την αλήθεια, στο βαθμό που εκφράζει το πραγματικό συμφέρον των ανθρώπων. Η εκφορά του λόγου στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις πολέμου γίνεται από τη σκοπιά του αυτόπτη μάρτυρα, του θύματος, ενός αφηγητή που ταυτίζεται σ’ ένα αφηγούμενο εγώ, ο οποίος αυθιστορείται, ενώ εξιστορεί και ο οποίος αφηγείται την προσωπική του εμπειρία προσπαθώντας να τηρήσει ένα συμβόλαιο φιλαλήθειας. Ο γράφων ως άλλος ρεπόρτερ οφείλει να καταγγέλλει τα εγκλήματα του πολέμου, την παραβίαση των πρωτογενών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα στρατόπεδα των αντιφρονούντων, τα οποία σφράγισαν τη μετέπειτα ζωή του, καθώς τον εμπλούτισαν διανοητικά και συναισθηματικά. Σύμφωνα με τη Αμπατζοπούλου, ο γράφων αφηγείται και για να αναγνωρίσει τον εαυτό του και το προσωπικό στίγμα του στην ιστορία, δηλαδή για να ανιχνεύσει την ταυτότητά του.

Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 υπήρξε μία πλούσια πηγή έμπνευσης, που τροφοδότησε τη λογοτεχνία μας με πολλά αξιόλογα ποιητικά και πεζά κείμενα. «Το 1923 από τους 3.000 αιχμαλώτους των Κυδωνιών επέστρεψαν μόνο 23: ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Βενέζης», γράφει ο Β. Αθανασόπουλος στο «Χρονολόγιο Ηλία Βενέζη».

 

«Εμένα με πήρανε οι Τούρκοι σκλάβο και με βάλανε στα εργατικά τάγματα. Εκεί έμεινα δεκατέσσερις μήνες, δουλεύοντας σε δρόμους, σε φορτηγά βαγόνια, σε τσιφλίκια, στο χτίσιμο σπιτιών και σ’ ένα σωρό άλλες δουλειές, στις οποίες πολλές φορές κινδύνευσα τη ζωή μου και υπέφερα ό,τι πιο σπάνιο μπορούσε να τύχει σ’ ένα παιδί.»

 

Ο Ηλίας Βενέζης  (1904-1973) έζησε το ξερίζωμα του μικρασιατικού ελληνισμού, παρακολούθησε τους άγριους διωγμούς του ελληνικού στοιχείου εκ μέρους των Τούρκων, τη βάρβαρη κατοχή της Ελλάδας και την ακατανόητη θηριωδία από ξένους δυνάστες ως  πρωταγωνιστής και τραγικό πρόσωπο του δράματος, βίωσε την αιχμαλωσία στα κολασμένα τάγματα-λεγεώνες δυστυχισμένων στα βάθη της Ανατολής, ένιωσε στο πετσί του την πείνα, την δίψα, το φόβο της επιβίωσης, τις κακουχίες. Αυτές ακριβώς οι εμπειρίες πέρασαν μέσα από τον ιστοριομυθικό ιστό του έργου του, όχι μόνον ως εκ βαθέων ομολογήσεις, αλλά και ως τεκμηριωμένα περιστατικά αδιαφιλονίκητης κι ευαπόδεικτης ιστορικής πραγματικότητας, αφού ο ίδιος, όπως δήλωνε, έγινε χρονογράφος της συγκλονιστικής συγκαιρινής του εποχής. Το συγγραφικό και δημοσιογραφικό του έργο είναι γόνιμο, πολυσήμαντο και πολυεπίπεδο. Αρκετά από τα έργα του Βενέζη μεταφράστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και συνάντησαν μεγάλη απήχηση. Αν ο Παπαδιαμάντης είναι ο άγιος των γραμμάτων, σύμφωνα με τον Γ. Βαλέτα, ο Βενέζης περισσότερο από κάθε άλλον διεκδικεί τον τίτλο του τραγικού ήρωα.

Ο Βενέζης ανήκει στην ονομαζόμενη Γενιά του Τριάντα και πιο συγκεκριμένα στην «Αιολική Σχολή». Οι λογοτέχνες που παρουσιάστηκαν αυτή την περίοδο ανανέωσαν δημιουργικά τη λογοτεχνική σκηνή της χώρας, εκτοπίζοντας την τέχνη των προκατόχων τους. Έστρεψαν τη ματιά τους προς ευρύτερους ορίζοντες, ανίχνευσαν πιο σύνθετες ψυχολογικές καταστάσεις, αντιμετώπισαν σοβαρότερα προβλήματα, ξεπέρασαν τα στενά ελληνικά όρια και πορεύτηκαν παράλληλα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πεζογραφία. Κάτω από τον όρο ομπρέλα, λογοτεχνική γενιά του ’30, στεγάζονται συγγραφείς που εμφανίστηκαν την πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου ή που εκφράζουν ποικίλες εμπειρίες και λογοτεχνικές τάσεις. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, κοινούς τόπους αποτελούν: η διερεύνηση του αστικού χώρου και η προβολή των αξιών και αδυναμιών της αστικής κοινωνίας, ο προσανατολισμός σ’ ένα περιβάλλον κοσμοπολίτικο, η καταγγελία και η διαμαρτυρία κατά του μιλιταρισμού και των απάνθρωπων συνεπειών του πολέμου, η  απομάκρυνση από την πραγματικότητα και η ενδοσκόπηση της εσωτερικής ζωής με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, ο εσωτερικός μονόλογος, η ροή της συνείδησης, οι συνειρμοί εικόνων, η απομάκρυνση από το παρόν και την κοινωνική πραγματικότητα που εκφράζεται είτε με τη στροφή στο παρελθόν των αναμνήσεων και των βιωμάτων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας είτε στο ιστορικό παρελθόν για την άντληση θεμάτων, η στροφή προς τη φύση και την παράδοση για αναζήτηση της αυθεντικής ζωής,  οι χαμηλοί τόνοι του μικροαστικού χώρου.

 

 

Το Νούμερο 31328

Το Νούμερο 31328 έχει ήδη προαναγγελθεί στο δεύτερο διήγημα της συλλογής Μανώλης Λέκκας, με τίτλο «31322, 1283, 21388», όπου υπάρχουν αναμνήσεις από την αιχμαλωσία. Το 1924, ο Βενέζης δημοσιεύει σε μια πρώτη μορφή, μέρος του χρονικού της αιχμαλωσίας του, στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, Το Νούμερο 31328, στην εφημερίδα Καμπάνα, που εξέδιδε στη Μυτιλήνη ο Στρ. Μυριβήλης. Το 1931 εκδόθηκε, σε μορφή βιβλίου, Το Νούμερο 31328 ή διαφορετικά «το χρονικό της αιχμαλωσίας», «το βιβλίο της σκλαβιάς», «η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πολέμου» και «η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου», παρουσιασμένο με όλον το ρεαλισμό της άμεσης ανάμνησης, καθιερώνοντας πια τον Βενέζη ως πεζογράφο. Όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης: «Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα».

Ο Βενέζης ήταν μόλις δεκαοχτώ ετών, όταν συνέβησαν τα γεγονότα που αφηγείται. Η αφήγηση αρχίζει με την επιλογή νέων, εκ μέρος των Τούρκων, που προορίζονται για τα αμελέ ταμπουρού στην Ανατολή, τη στιγμή που το αλλόφρον πλήθος αναζητά κάποιο μέσο, προκειμένου να περάσει από τις ακτές της Ιωνίας στη μητροπολιτική Ελλάδα. Οι επιλεχθέντες οδηγούνται σε πρόχειρα καταλύματα, όπου επισημαίνονται εκείνοι που θα εκτελεστούν. Το μίσος και τα πάθη των νικητών δεν ικανοποιούνται μόνο με τα δεινοπαθήματα των αιχμαλώτων, αλλά πρέπει να κορεστούν από την εξόντωσή τους. Η διαδικασία αυτή υποχρεώνει τους αιχμαλώτους να ζουν με το φόβο και την αγωνία του αναμενόμενου θανάτου. Η κατάσταση αυτή διαρκεί μέρες ολόκληρες, ώσπου όσοι επέζησαν, συνταγμένοι σε ομάδες, παραλαμβάνονται από ένοπλους φρουρούς, για να μεταφερθούν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Κάπως έτσι ξεκινά η μαρτυρική τους πορεία, στη διάρκεια της οποίας η κούραση, η πείνα, η δίψα και οι εξευτελισμοί αφαιρούν κάθε ανθρώπινο συναίσθημα από το πλήθος αυτό και το μεταβάλλουν σε απλά ζώα, που το μόνο που τους απομένει ζωντανό είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Οι προσωπικότητες των αιχμαλώτων αντικαθίστανται από ένα κρεμασμένο, στο στήθος τους, νούμερο, ως ένδειξη ταυτότητας και σημάδι αναγνώρισης. Κάποια στιγμή οι επιζώντες φθάνουν στο Κίρκαγατς, όπου οι συνθήκες γίνονται κατάτι πιο ανθρώπινες, με αποτέλεσμα οι αιχμάλωτοι να θυμηθούν σε κάποιο μέτρο τον παλιό τους εαυτό. Εκεί, προσλαμβάνονται σε αγροκτήματα κι αναλόγως με τα αφεντικά τους βρίσκουν συχνά τη ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας, την καλοσύνη, την ανθρωπιά, ακόμα και τον έρωτα. Παρά την τραγική τους θέση και τις σκληρές συνθήκες εργασίας, τα συναισθήματα και οι ναρκωμένες ψυχικές τους αντιδράσεις λειτουργούν φυσιολογικά. Αυτό που προσδοκούσαν εκείνοι που κατάφεραν να κρατηθούν στα πόδια τους ήταν η προστασία του Ερυθρού Σταυρού. Όσοι είχαν νούμερο θα καταμετρούνταν, αν και, σύμφωνα με τη συμφωνία για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, θα μεταφέρονταν με πλοία στην Ελλάδα.

Ένας κριτικός σημείωνε κάποτε για το ύφος του μυθιστορήματος: «Έχει κάτι από τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή.  Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής. Όταν καίγεται έτσι που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή, και όλα τα άλλα σωπαίνουν».

Σύμφωνα με τον Π. Χάρη, Το Νούμερο 31328 αφιερώνεται στον πόνο που έζησε η πατρίδα μας στα χρόνια της σκλαβιάς, γι’ αυτό και οι πραγματικά συνταρακτικές σελίδες του πλημμυρίζονται από κραυγαλέους τόνους και μια απειλητική ατμόσφαιρα θανάτου. Με ύφος λιτό και περιεκτικό, καταγράφονται με αξιοπιστία, νηφάλιο πνεύμα και φροντίδα για αντικειμενικότητα οι εμπειρίες του συγγραφέα στα τάγματα εργασίας, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Στο βαθύτατα ανθρώπινο αυτό έργο, για ακόμη μια φορά, ο Βενέζης παρακολουθεί την πορεία κυνηγημένων Ελλήνων. Κατά τον Π. Χάρη, η αγάπη του Βενέζη για τον άνθρωπο, η ευαισθησία του στους ψυχικούς κραδασμούς, στάθηκαν κι εδώ η δύναμη που θαυματούργησε, δίνοντας την απογυμνωτική επίδραση που ασκεί στις ψυχές των ανθρώπων η αιχμαλωσία. Υποστηρίζει ότι ο Βενέζης στο Νούμερο ήθελε να δώσει έναν βαθιά πονεμένο άνθρωπο, ένα ψυχικό ερείπιο και κατέληξε να παρουσιάσει ένα τέρας αντοχής. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα βρει εύκολα πόσο υπολογισμένες από πριν έχει ο συγγραφέας τις δοκιμασίες που περνούν οι ήρωές του.

Το κύριο, ουσιαστικό και αποφασιστικό θέμα του βιβλίου, κατά τον Απ. Σαχίνη, είναι ο άνθρωπος, που αιώνια δοκιμάζεται και παιδεύεται μέσα στη ζωή, χωρίς ανάπαυση τέλος και σκοπό. Όπως υπογραμμίζει, το κλίμα του φόβου και της αγωνίας για τη ζωή και την επιβίωση χαρακτηρίζει το βιβλίο, ενώ παράλληλα με την εξωτερική περιπέτεια, συμβαδίζει κι η εσωτερική, δηλαδή η υποβολή, η νύξη κι η υπόμνηση ψυχικών καταστάσεων, απροσδιόριστων και ασυνειδήτων, που ανοίγονται πίσω από τα πραγματικά περιστατικά και δημιουργούν προεκτάσεις προς το πυκνό μυστήριο της ζωής. Με το διάλογο, το επιφώνημα, τις επινοήσεις και τις αποσιωπήσεις, ο Βενέζης γοητεύει και συγκινεί τον αναγνώστη, ενώ, με τα ασυνήθιστα και καταπληκτικά εξωτερικά περιστατικά, τον συναρπάζει, του κινεί το ενδιαφέρον και τον αναγκάζει να μην αφήσει το βιβλίο αν δεν φτάσει στην τελευταία σελίδα. Ο Α. Σαχίνης διαπίστωνε ότι: «Μέσα στο Νούμερο 31328 υπάρχει μια θαυμαστή αντιστοιχία της πραγματικότητας που περιγράφεται και της αισθητικής εκμετάλλευσής της […].  Γιατί το ύφος του βιβλίου, μικροπερίοδο, στενογραφικό, πυκνό και αστόλιστο, είναι το ύφος της αγωνίας. Ο Ηλίας Βενέζης μεταφέρει πάνω στο χαρτί το ρυθμό των συγκλονιστικών περιστατικών της σκλαβιάς του – αυτά τα ίδια περιστατικά, γυμνά και τραγικά, μ’ έναν ασθματικό κι ελλειπτικό τρόπο που δεν είναι άλλος από τον τρόπο του άγχους». Παράλληλα, επισήμανε τη ζωντάνια της γλώσσας, την πεζογραφική κι αναπαραστατική ρώμη, τον τραγικό σαρκασμό ή τη δηκτική ειρωνεία, που διοχετεύεται κυρίως μέσα σε  τολμηρότατες παρομοιώσεις.

Iσορροπώντας την αυθεντικότητα της προσωπικής μαρτυρίας, με μια απέριττη αφηγηματική γραφή, σύμφωνα με τον Μ. Γ. Μερακλή, το βιβλίο γίνεται το «αργοβάδιστο μαρτυρολόγιο, η χαρτογράφηση της ματωμένης πορείας χιλιάδων ανυπεράσπιστων ομήρων και αιχμαλώτων, το χρονικό ενός σπάνιου συλλογικού πόνου, όπου η ανθρώπινη ουσία δέχεται όλες τις διεργασίες της αλλοίωσής της σε κάτι υποζωώδες και φυτικό, με την προοδευτική σωματική εξουθένωση κι όλες τις άμεσες επιπτώσεις της στις ψυχικές, ηθικές και πνευματικές δυνάμεις της προσωπικότητας. Περιγράφονται οι καταστάσεις της θανάσιμης κούρασης, της πείνας και της δίψας, της σωματικής βρωμιάς, οι αλόγιστες και τρομακτικά ανεύθυνες εκτελέσεις χιλιάδων υπάρξεων, το κουρέλιασμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».

Η μαρτυρία αυτή, κατά τον Αργυρίου, ακολουθεί και συμπληρώνει το πνεύμα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Οι αγριότητες αιτιολογούνται ως αποτελέσματα της φθοράς που επέφερε στον ανθρώπινο ψυχισμό ο πόλεμος. Στο χρονικό αυτό, η οικονομία του λόγου ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο. Τα περιστατικά δίνονται γυμνά κι ασχολίαστα, οι φράσεις είναι κοφτές και περιγραφικές. Έτσι, αναδεικνύεται η αλήθεια και η τραγική τους διάσταση.

Σύμφωνα με τον M. Vitti, ο Βενέζης είναι αυτόπτης μάρτυρας μιας περιπέτειας που αν κι αφορά άμεσα στο άτομό του και την ατομική του ταυτότητα, αφορά και σε μια ευρύτερη, βασανισμένη ανθρωπότητα, στη συλλογική ταυτότητα. Η εναγώνια λαχτάρα που αισθάνεται ο συγγραφέας να καταθέσει την καθαρτική και καυτή εμπειρία του, θα μπορούσε να τον είχε οδηγήσει σε μια γραφή άνετη, απαλλαγμένη από κάθε φόρτο εκφράσεων, συνδέοντας την επείγουσα ανάγκη μιας λιτής αφήγησης με το απλό μεγαλείο της τραγικής εμπειρίας του.

Η Μ. Δ. Μιρασγέζη χαρακτηρίζει το έργο ρεαλιστικό, που κάποτε ξεφεύγει από τη γραμμή του, ωστόσο, είναι ένα βιβλίο καλογραμμένο, που προδίδει την ξεχωριστή εκφραστική δύναμή του συνθέτη. Ο Βενέζης γράφει γεμάτος αγωνία. Ο Βενέζης έδωσε σελίδες καλογραμμένες και γεμάτες από δυνατές εικόνες. Είναι λαμπρός αφηγητής και ξέρει όσο λίγοι ν’ ανανεώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Παρουσιάζει ανθρώπους που μιλούν φυσικά, που σκέπτονται καθένας με το δικό του τρόπο, που δε μένουν σκιές, αλλά πρόσωπα ικανά να κινήσουν τη συμπάθειά μας, να βάλουν σε ενέργεια τη σκέψη μας, να δημιουργήσουν ψυχικές καταστάσεις. Το Νούμερο δεν είναι ένα απλό χρονικό της αιχμαλωσίας, αλλά μυθιστόρημα που άντλησε το θέμα του από εκείνη την περίοδο.

Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος δήλωνε απερίφραστα ότι Το Νούμερο 31328 δεν συγκίνησε μονάχα για την τραγικότητά του και για το δράμα της αυτοσυντήρησης ανάμεσα στην αντικειμενική ανάγκη και στην ατομική αντίδραση, αλλά και για την καλοσύνη του, με το ανεξίκακο αδέρφωμα των ανθρώπων στη δυστυχία, με το καρτερικό μοίρασμα της κακοπάθειας, που εξαγιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Το Νούμερο είναι ένα σπαραχτικό, απεριόριστα πονεμένο και καλοπροαίρετο βιβλίο, ένα κομμάτι ζωής ανόθευτο, που κάποτε, ωστόσο,  πρέπει να το ξαναγράψει ο Βενέζης και να στρογγυλέψει τη φράση, για να του δώσει την ακέρια λογοτεχνική αρετή, χωρίς, βέβαια, να νοθέψει, τα ολόζεστα αυτόβιογραφικά του συστατικά.

Ο Δ. Δασκαλόπουλος, πάλι, τονίζει πως πρόκειται για την εξιστόρηση μιας φρίκης, ανάλογη με την οποία θα συναντήσει αργότερα ο νεοτερικός άνθρωπος, μόνο στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Ο Α. Καραντώνης υπογράμμισε πως: «[Το Νούμερο 31328] ήταν ένα αφήγημα παρθενικά φυτρωμένο από τα σπλάχνα μιας βασανισμένης ανθρωπότητας, πληθωρικό κι ακατάστατο, σαν την πραγματικότητα που το γέννησε, γιομάτο από την παρουσία των ανθρώπων, πλουτισμένο από φοβερά επεισόδια δοστογιεφσκικών μαρτυρίων, βαρύ από έλεος κι από φόβο.» Έβρισκε το βιβλίο πολύ νεανικό, γραμμένο σε μία ηλικία που ο συγγραφέας δεν αισθανόταν την ανάγκη να γυρέψει τίποτα από την τέχνη του, γιατί ήταν πολύ φυσικό να νομίζει πως τα έχει όλα.

Ο Γ. Χατζίνης επεσήμανε ότι η αφήγηση στο Νούμερο προβάλλει ένα σκηνικό αποκαλυπτικό. Ο συγγραφέας βρισκόταν στο απόγειο της ευαισθησίας και στην κορυφή της αποπνευμάτωσής του. Έβλεπε το θέμα μ’ έναν διαφορετικό τρόπο από το συγγραφέα της Ζωής εν τάφῳ. Όσο κι αν ο Μυριβήλης ήταν δραματικά γραφικός, μ’ ένα χιούμορ που έφτανε κάποτε στην ύψιστη τραγικότητα, με τον Βενέζη, για πρώτη φορά, το θέμα άγγιζε το όριο μιας νέας πρωτοτυπίας, από το γεγονός ότι ο οίκτος που εκφραζόταν στο Νούμερο δεν ήταν μόνο για τους βασανιζόμενους, αλλά και για τους ίδιους τους βασανιστές.

Ο Ν. Διονυσόπουλος σχολιάζοντας το λεκτικό του έργου γράφει πως Το Νούμερο παγιώνεται σε αστική δημοτική, διανθισμένη με εκφραστικούς τύπους της καθαρεύουσας, ομαλά ενσωματωμένους, δίχως να λείπουν κι ορισμένες συντακτικές ανακολουθίες. Ο Βενέζης δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει και να καλλιεργήσει ένα ύφος απλό που θα βοηθούσε τον συγγραφέα να παραμερίσει και να βάλει σε άμεση επαφή τον αναγνώστη με το υλικό. Ο M. Vitti επισημαίνει ότι: «Μπρος στην οδυνηρή εμπειρία, δεν μπόρεσε να ελαττώσει την παρουσία του αφηγητή […], ως κατασκευαστή του εκφραστικού οργάνου. Και πραγματικά η ‘‘φιλολογική’’ παρουσία του Βενέζη είναι πάντα εκεί, με διάφορους τρόπους». Ο Κ. Στεργιόπουλος υποστηρίζει πως από το έργο αναδύονται κάποιες λυρικές νύξεις, πίσω από ένα χιούμορ πικρό, που αγγίζει τα όρια του σαρκασμού.

 

 

 

 

Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, η τυπολογία και το Νούμερο 31328

 

Συχνά, ο όρος «ήρωας» ή εκείνος του «προσώπου» ή του «δρώντος προσώπου» ή του αρχαίου «δραματικού προσώπου» παρουσιάζονται ως συνώνυμοι του λογοτεχνικού «χαρακτήρα». Σύμφωνα με τον Γ. Βελουδή, ο όρος χαρακτήρας χρησιμοποιείται για τη σήμανση του πλασματικού, δραματικού, θεατρικού αντιστοίχου του προσώπου της εξωθεατρικής πραγματικότητας, που διαδραματίζει είτε πρωταγωνιστικό είτε δευτεραγωνιστικό ρόλο στα κείμενα του corpus της λογοτεχνικής παραγωγής μιας χώρας. Ο Abraams ορίζει τους χαρακτήρες ως τα πρόσωπα που εμφανίζονται σ’ ένα αφηγηματικό ή θεατρικό έργο και που θεωρούνται προικισμένα με συγκεκριμένες ηθικές, διανοητικές, συναισθηματικές ιδιότητες, οι οποίες συνάγονται από τα όσα λένε τα πρόσωπα αυτά, από το χαρακτηριστικό τους τρόπο να τα λένε κι από τη δράση τους. Η ιδιοσυγκρασία, οι επιθυμίες, το ήθος των χαρακτήρων που κατευθύνουν τα λόγια και τις πράξεις τους βασίζονται στα κίνητρά τους. Ο Ματακιάς υπογραμμίζει πως τα πρόσωπα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η πλοκή, η συμπάθεια του δημιουργού και του αποδέκτη πρέπει να είναι αληθινά, ζωντανά κι όχι εγκεφαλικές κατασκευές, τα χαρακτηριστικά τους να διαγράφονται με ενάργεια και πληρότητα και να επιβάλλονται από τη θέση και το ρόλο τους μέσα στο έργο. Οι πρώτες απόπειρες προσέγγισης του θέματος ανάγονται στον Αριστοτέλη, ο οποίος διέκρινε τους χαρακτήρες σε σπουδαίους και φαύλους.

Τα υλικά απ’ τα οποία σχηματίζονται αυτοί εξαρτάται από την εξοικείωση του συγγραφέα με τη σχετική λογοτεχνική παράδοση, από τον πλούτο της φαντασίας, την έκταση των εμπειριών του από υπαρκτούς ανθρώπους κι από το βάθος την γνώσης του σχετικά με την ανθρώπινη ψυχολογία. Η αληθοφάνειά τους εξαρτάται από την πειστικότητά τους. Σύμφωνα με την παρόρμηση της εξατομίκευσης, κάθε χαρακτήρας έχει την τάση ν’ αναδεικνύει τα ατομικά χαρακτηριστικά του και με τον τρόπο αυτό να ξεχωρίζει από το κοινωνικό περιβάλλον, εν αντιθέσει, με την παρόρμηση της τυποποίησης, γι’ αυτό και είναι πρωτότυποι, απρόβλεπτοι και πολύπλοκοι.

Όταν κάποιος μελετά ένα λογοτεχνικό έργο, οφείλει να εξετάσει εις βάθος τη σχέση των μυθοπλαστικών αφηγηματικών χαρακτήρων με την πραγματικότητα και ειδικότερα με τα φυσικά, αληθινά, ζωντανά πρόσωπα, με πραγματική κι αυτόνομη ύπαρξη, που αποτελούν αντικαθρέφτισμα κι αντανάκλαση υπαρκτών προσώπων. Οι πλασματικοί αυτοί χαρακτήρες συχνά παρουσιάζουν κοινά αυτοβιογραφικά στοιχεία είτε με τον ίδιο το δημιουργό του έργου είτε με πρόσωπα οικεία και συγγενικά σ’ αυτόν. Οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν στο ότι οι ήρωες των λογοτεχνικών κειμένων δεν δύνανται να υπάρξουν έξω από τον κόσμο των λέξεων και σε καμία περίπτωση δεν είναι ζωντανές και πραγματικές υπάρξεις. Ως εκ τούτου, θεωρούν πως οι χαρακτήρες αυτοί αναπαριστούν, με βάση συγκεκριμένα μυθοπλαστικά τεχνάσματα, αληθινά πρόσωπα κι ανάλογα με τις συγγραφικές προθέσεις παρουσιάζουν λιγότερους ή περισσότερους κοινούς τόπους μ’ αυτά.

Ο Βενέζης συνδέθηκε με μια δραματική στιγμή του ελληνισμού, τη συμφορά της Μικράς Ασίας, που σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και την είσοδο σε μια νέα εποχή, όχι ως απλός παρατηρητής των γεγονότων, αλλά με τις άμεσες τραυματικές του εμπειρίες και την ατομική του περιπέτεια, ως αιχμάλωτος και σκλάβος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, δίνοντας το έπος της μικρασιατικής τραγωδίας. Η πεζογραφία του παραμένει κατά βάση βιωματική κι η ιδιοτυπία του έγκειται στο ότι μέσα απ’ τον υποκειμενισμό του και την ατομική του ταυτότητα και το αυτοβιογραφικό στοιχείο παρουσιάζει τη συλλογική, γενικές και ομαδικές δηλαδή καταστάσεις, τις οποίες έζησε απ’ τα παιδικά του χρόνια και σφράγισαν τη ζωή του, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα την προσωπική του στάση. Εδώ έγκειται και η ουσία του λυρισμού, ο οποίος περιλαμβάνει έντονα το στοιχείο της συναισθηματικής φόρτισης και τον ψυχισμό του δημιουργού, σε σχέση βέβαια με τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κι όταν ακόμα η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, κι όταν θέλει να δίνει την επίφαση της αντικειμενικότητας, η παρουσία του συγγραφέα εξακολουθεί να προβάλλει ευδιάκριτα πίσω απ’ τις ιστορίες του, καθώς αναδύεται απ’ την αμετακίνητη συνήθως οπτική του γωνία κι από την τεχνική, τα εκφραστικά μέσα και το ύφος, απ’ όπου δημιουργείται το ιδιαίτερο κλίμα κι ο τόνος του. Ό,τι προσδιορίζει τον Βενέζη είναι ο βιωματικός χαρακτήρας, ο υποκειμενισμός κι ο επώδυνος τόνος του συναισθηματισμού και της τρυφερότητας που ενίοτε φτάνει ως τη γλυκερότητα. Ο Βενέζης ζει κάθε στιγμή του έργου του. Μνήμες που θεριεύουν μέσα του, με την πάροδο του χρόνου αντί ν’ αδυνατίζουν, του χαρίζουν μια φυσικότητα στο γράψιμο, που μας υποβάλλει. Είναι ένα «κατηγορώ» το Νούμερο 31328, αλλά ήρεμο, γαλήνιο, χωρίς κηρύγματα. Βγαίνει από τα όσα περιγράφει, ως συμπέρασμα των τραγικών στιγμών που έζησε ο συγγραφέας με τους άλλους αιχμαλώτους. Ο Γ. Χατζίνης υποστηρίζει ότι: «Ο Βενέζης στο Νούμερο είχε ενσωματώσει το δράμα της αιχμαλωσίας, με το προσωπικό του δράμα». Το Νούμερο έρχεται ως αποτέλεσμα όχι της επινοητικής ή της δημιουργικής φαντασίας, αλλά της προσωπικής πείρας του Βενέζη. Ο διηγηματογράφος δεν χάνεται σε εύκολες φαντασίες. Ο Βενέζης δίνει το χρονικό της σκλαβιάς σε χρώματα απαλά, αφηγείται περιστατικά κι αναμνήσεις από την Ανατολή, από τη ζωή της σκλαβιάς των αιχμαλώτων Ελλήνων.

Οι μελετητές έχουν αποπειραθεί να δημιουργήσουν τυπολογίες χαρακτήρων. Ο Todorov ταξινομεί τις τυπολογίες σ’ εκείνες που βασίζονται σε μορφολογικές σχέσεις και σ’ εκείνες που έχουν διαμορφωθεί με βάση την υπόθεση ότι υπάρχουν υποδείγματα χαρακτήρων, τα οποία είναι λίγα σε αριθμό και τα συναντούμε σε όλες τις λογοτεχνίες. Η επιστήμη της φιλολογίας έχει προτείνει ποικίλες ταξινομήσεις των προσώπων κάθε έργου. Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες από αυτές και στη συνέχεια θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω αν μπορούν να εφαρμοστούν στο συγκεκριμένο έργο που μελετάμε.

Οι χαρακτήρες διακρίνονται σύμφωνα με τη λειτουργία τους μέσα στην ιστορία και σύμφωνα με τον τρόπο διαγραφής τους. Μπορεί κανείς να ταξινομήσει τα πρόσωπα του εκάστοτε έργου σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα, ανάλογα με τη σπουδαιότητα του ρόλου τους στην εξέλιξη της πλοκής.

Στους πρωτεύοντες χαρακτήρες ανήκει ο πρωταγωνιστής, ο ανταγωνιστής κι ο καταλύτης. Οι πρωταγωνιστές, σύμφωνα με τον Τζιόβα, ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα πρόσωπα και συμμετέχουν ενεργά στο περιβάλλον τους, καθώς διαπραγματεύονται παράλληλα την υποκειμενικότητά τους. Ο πρωταγωνιστής είναι ο σημαντικότερος πρωτεύον ήρωας, γιατί αναδεικνύεται σε θαυμαστή μορφή, καθώς με τη δράση του ενσαρκώνει κάποια από τα ιδανικά ή τις μεγάλες αξίες μιας κοινωνίας ή μιας εποχής. Στο Νούμερο 31328, ο Ηλίας είναι το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης, γιατί ο Βενέζης παρέχει γι’ αυτόν πληθώρα πληροφοριών, γιατί είναι παρών σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές κάνοντας αισθητή την παρουσία του, γιατί είναι πρόσωπο ανεξάρτητο κι αυθύπαρκτο μέσα στην ιστορία και γιατί διατηρεί κάποια επαφή με τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου. Ο πρωταγωνιστής του έργου Ηλίας αυτοσυστήνεται: Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ. Δεν ήμουν εμπόρευμα για την Ελλάδα, μήτε μια οκά, μήτε λίγο σάπιο πράμα –τίποτα. Ο Ηλίας καλείται ν’ αναπροσαρμόσει την ταυτότητά του στις νέες συνθήκες. Η οικογένειά του τον κρύβει στο υπόγειο του σπιτιού. Ο ίδιος μαρτυρεί πως: Από μια μικρή τρύπα μπορώ να βλέπω στο δρόμο τους στρατιώτες που γυρίζουν περίπολο για να επανδρώσουν τα τάγματα εργασίας στην Ανατολή. Με τον παραμικρό θόρυβο πετάγεται τρομαγμένος, φοβάται και καταλαβαίνει πως χάνει το θάρρος του. Όπως ισχυρίζεται, οι γονείς του τον είχαν μη μου άπτου. Όταν πια μεταφέρεται στο υπόγειο-αποθήκη, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τον τουρκικό στρατό, υποστηρίζει πως: όσο πέφτει η νύχτα τα νεύρα μου αρχίζουν να μην πειθαρχούν πια. Ο Ηλίας, όπως και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι στερείται πρωτογενών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως το νερό: Διψώ. Έχει ένα κιούπι με σάπιο νερό που βρωμά και βγάζει κουνούπια. Σκύβω και πίνω. Είναι τόσο μικρός και ήδη γεμάτος από πείρα ζωής. Δεν αντέχει. Νιώθει σαν να μην υπήρξε ποτέ του παιδί και λέει: Είμαι ένα τσακισμένο αδύναμο παιδί, δεκαοχτώ χρόνια γεμάτα φρέσκο αίμα και όνειρα που κουράστηκαν. Κάθε βράδυ οι αξιωματικοί, με μια λάμπα στο χέρι, διαλέγουν κάποια άτομα από τους αιχμαλώτους για το απόσπασμα. Ο Ηλίας αφηγείται τι συνέβη όταν έφτασαν μπροστά του: Αισθάνομαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Ο αξιωματικός παραπατά από το μεθύσι, σκοντάφτει κι έπειτα: Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά […]. Ο Ηλίας προσωρινά αισθάνεται ανακούφιση. Ενώ ο Καπετάνιος οδηγείται στο απόσπασμα, ο Ηλίας λέει: Χαμένος, παραλυμένος, ακούγω ένα διάστημα τα βήματά τους έξω που φεύγουν […]. Τα μάτια μου πολεμούν, πολεμούν ν’ αντισταθούν, δε βαστούν πια, μούσκεψαν. Ο Ηλίας αισθάνεται τύψεις και μοιρολογεί: Τι φταίω; Αύριο θα ’μαι εγώ, για μεθαύριο. Το δεκαοχτάχρονο αυτό παιδί επιθυμεί να παραμείνει προσκολλημένο στην ασφάλεια που του παρέχει το τροφοδοτικό μητρικό σώμα, γι’ αυτό και ικετέυει την μητέρα του να το σώσει: -Μητέρα, γλιτώστε με! Μητερούλα! Γρήγορα! […]. Μην έρθ’ η νύχτα… Οι αιχμάλωτοι τρέμουν ετούτη την ώρα. Η νύχτα αποκτά συνδηλώσεις εκτέλεσης. Ο πρωταγωνιστής παραδέχεται πως οι γονείς του έκαναν προσπάθειες να τον γλιτώσουν: Πολεμούν να τους καταφέρουν πως είμαι μικρός, δεν είμαι μες στο όριο, έχω και μια γαλλική προστασία. Η καρδιά μου χτυπά. Ο Ηλίας επισημαίνει πως ο πατέρας του πηγαίνει και τον ρωτά τι να κάνει. Εκείνος τους προτρέπει να φύγουν γρήγορα από το Αϊβαλί. Η οικογένεια, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, με πόνο ψυχής, παίρνει τη μεγάλη απόφαση να φύγει με το τελευταίο βαπόρι και παρακαλεί τον αξιωματικό να αποχαιρετήσει το παιδί. Η περιγραφή της σκηνής του ύστατου αποχαιρετισμού της οικογένειας είναι εκτενής κι η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, λόγω της συγκίνησης και του πόνου του αποχωρισμού:

 

Είναι όλοι, ο γέρο-πατέρας, η μητέρα μου, η Ανθίππη, η Σοφία, η Αγάπη, η Λένα, όλοι. Μ’ αγκαλιάζουν πρώτα και με φιλούν τα παιδιά […]. Με πιάνει από τους ώμους ο πατέρας μου. Δεν τον είχα δει να κλάψει ποτές. […] ύστερα σκύβει και με φιλά στο μέτωπο […]. ΄0μως, η μητέρα μου, που έρχεται τελευταία, δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μια μάζα, έχω χώσει το κεφάλι μου μες στο μαραμένο κόρφο της, να κρατήσω για τελευταία φορά αυτή τη ζέστη πάνω στο μάγουλό μου. Με σφίγγει, δε θέλει να μ’ αφήσει. Τα δάκρυά της μποδίζουν τα λόγια να βγουν καθαρά. Μόλις καταλαβαίνω πως λέει πως δε θα το βαστάξει και θα πεθάνει γρήγορα. Το ξαναλέει, σα να είναι κάτι που μου το υπόσχεται. Σηκώνει το πρόσωπό της, πιάνει το δικό μου με τα χέρια της και με κοιτάζει σα μια εικόνα που δεν πρόκειται να τη δει ποτές πια, σκύβει πάλι, μου μαζεύει το σακάκι, ασυναίσθητα, να με κουμπώσει μην κρυώνω, σαν που ήμουν παιδάκι. Ο πατέρας μου την τραβά. – Δε θα προφτάσουμε το βαπόρι… μουρμουρίζει συγκινημένος. Κι εγώ την σπρώχνω, μην τυχόν και δεν προφτάξουν. –Μανούλα, να φύγετε!… θα σε θυμάμαι…

 

Παρακάτω, εξουθενωμένος ο Ηλίας υποστηρίζει πως δεν έχει πια τη δύναμη που χρειάζεται να μισήσεις έναν άνθρωπο. Κι αργότερα, όντας αποκομμένος από τον ομφάλιο λώρο της οικογενειακής εστίας, αναπολεί με μελαγχολική διάθεση κάθε στιγμή της ζωής τους. Ο πρωταγωνιστής για μια στιγμή πιστεύει πως όλα είναι όπως τ’ άφησε, πως δεν έχει αλλάξει τίποτα. Στη φαντασία του επικοινωνεί με τους οικείους του ανθρώπους, νομίζοντας πως θα λυτρωθεί. Ωστόσο, η αμείλικτη πραγματικότητα τον επαναφέρει. Ο Ηλίας ανταποκρίνεται πλήρως στις ικεσίες του Αργύρη και τον βοηθά. Όταν φτάνουν στην αποθήκη, μετά τη μαρτυρική πορεία, λέει χαρακτηριστικά: Έπεσα μπρούμυτα στις πλάκες, σκέπασα με τα χέρια μου το πρόσωπο και, μες στα βογκητά μου, έπιασα να τη φωνάζω σιγανά: -Μητερούλα!… Όταν πια πεθαίνει ο Αργύρης, ο Ηλίας αισθάνεται θλίψη, πόνο και μοναξιά. Ζει σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας: κάθε μέρα έλεγα πως ήταν πια η τελευταία. Δεν ήταν δεν ήξερα: ζούσα; Όχι; Την τέταρτη μέρα, οι Τούρκοι αραδιάζουν τους αιχμαλώτους στον αυλόγυρο της εκκλησίας και διαλέγουν είκοσι τρεις απ’ αυτούς. Ανάμεσά τους και ο Ηλίας. Τους βάζουν πάλι στο κελάρι της εκκλησίας, όπου, έχοντας πλέον λίγο περισσότερο χώρο ο καθένας, ξεκουράζονται. Ο Ηλίας αισθάνεται ανακούφιση, λες κι απαλλάχτηκε από το βάρος και τη μάζα των υπολοίπων. Όταν ξημερώνει ένας αξιωματικός τους ενημερώνει πως πρόκειται να δουλέψουν στα βαγόνια του σταθμού. Ο Ηλίας υποτάσσεται, δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Εκεί, κλήθηκε να κουβαλήσει κάποια σακιά από τα βαγόνια στην αποθήκη: Τους παρακαλούσα να με λυπηθούν, τους έδειχνα την πληγή του ποδαριού μου, τους έλεγα πως ποτέ μου δε σήκωσα βάρος, ήμουν ένα αδύναμο παιδί, λέει ο πρωταγωνιστής σε μια αναχρονική, εκ των υστέρων, αφήγηση. Ο Ηλίας επικαλείται το χριστιανικό συναίσθημα των υπολοίπων ματαίως. Καταλάβαινα το βάρος του γλυκού ουρανού να μαζεύεται εκδικητικά πάνου στις μικρές πλάτες που γέρναν – φοβόμουν θα σπάσουν. Έκαμα το πρώτο βήμα. Άλλο ένα. Ύστερα εγώ κι ο ουρανός κατρακυλήσαμε. Θα χτύπησα κάπου. Στο πρόσωπο κατάλαβα μαζί με την οργή λάσπη να τρέχει θερμό αίμα. Με σήκωσαν. Δεν έλεγα τίποτα. Μονάχα τα δάκρυα τρέχαν. Ευτυχώς, υπήρχαν ακόμα άνθρωποι. Κάποιος, σεβόμενος το ανήμπορο της ηλικίας του, τον αφήνει στο πόστο του την ώρα της αλλαγής. Ο φρουρός αγανακτεί με την εξαίρεση αυτή. Παρακάτω, ο Ηλίας συνάπτει φιλικούς δεσμούς μ’ αυτόν τον άνθρωπο κι αργότερα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπό του του ανταποδίδει το καλό. Όταν φτάνει η τελευταία αποστολή, πλησιάζει τον γείτονα του Γιάννη και μαθαίνει πως η οικογένειά του δεν έφυγε. Αργότερα, οι είκοσι τρεις σύντροφοι χωρίζονται σε συντεχνίες. Ο Ηλίας, μαζί με τον Στυλιανό Βέργα και τον Γιάννη, δήλωσαν χτίστες και έπιασαν δουλειά στο γιαπί ενός ντόπιου. Ο Ηλίας, σ’ αντίθεση με τον ασφαλιστή Στυλιανό, γρήγορα έμαθε την δουλειά, με την βοήθεια του Γιάννη. Στην συνέχεια, χωρίζονται από τον Γιάννη και πιάνουν δουλειά σ’ έναν μικρό σπιτικό φούρνο για μια εβδομάδα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί επιπρόσθετη ανασφάλεια κι ανησυχία στον Ηλία. Στο Κεφάλαιο Ι΄, ο Ηλίας προσπαθεί να σκεπάσει τη γύμνια του. Λέει χαρακτηριστικά: Είχα βρει ένα μισό σακί πεταμένο. Έκαμα μια τρύπα στη μέση, πέρασα το κεφάλι μου, το ’δεσα στη μέση μου μ’ ένα σπάγγο. Ήταν καλά. Μάζευα και παλιόχαρτα, τα ’βαζα κατάσαρκα. Ο Ηλίας υπέφερε από τους πόνους στα πόδια, καθώς ήταν ξυπόλυτος, από την έλλειψη σκεπασμάτων, γι’ αυτό και πλάγιαζε κολλητά στους άλλους, όπως και οι υπόλοιποι, ανασαίνοντας δυνατά να μαζεύουνται πολλά ζεστά χνώτα. Την πρώτη φορά που ο Ηλίας ζητιάνεψε λίγο ψωμί, κάποιος Τούρκος τον χτύπησε σκληρά και τον έφτυσε. Όπως υποστηρίζει: Όσο ήμαστε σε πορεία δε μου καιγόταν καρφί για κάτι τέτοια. Τώρα μου κόστιζε. Σιγά σιγά είχαμε αρχίσει να παίρνουμε πάλι συνήθειες ανθρώπινες. Μα στο τέλος είπα πως δεν πειράζει – ας γράψουμε δυό πόντους λιγότερη αξιοπρέπεια. Ο Ηλίας ενδιαφέρεται για τους άρρωστους συναιχμαλώτους του και μεριμνά γι’ αυτούς. Ο ίδιος αναρωτιέται, αν η συμπεριφορά αυτή ήταν φιλόπτωχος αδελφότης και τα ρέστα. Έπειτα, πιάνει δουλειά σε μια αποθήκη γεμάτη από τεράστια κουτούκια. Μας λεν πως η δουλειά μας θα ’ναι να τα κόψουμε για την υπηρεσία του στρατού. Δεν έχει πια γιαπί. Θα κοιμούμαστε σ’ ένα μικρό ντάμι εκεί δίπλα, μες σε μιαν αυλή. Ο Ηλίας δεν ήξερε να κόβει ξύλα, αργούσε. Οι στρατιώτες έρχονταν κάθε τόσο, νευρίαζαν βλέποντας πως η δουλειά δεν προχωρούσε, τον έβριζαν και τον χτυπούσαν. Την επόμενη μέρα ο Ηλίας με τον φίλο του, τον Ζάκ, πήγαν να καθαρίσουν ένα σπίτι που προοριζόταν για λέσχη αξιωματικών: Στο υπόγειο του σπιτιού βρήκαμε πολλά βιβλία και χαρτιά. Ανάμεσά του ήταν κ’ ένα δυό φύλλα από κάποιο περιοδικό. Τα ’χωσα στον κόρφο μου. Σα μείναμε μονάχοι άνοιξα κρυφά και διάβασα. Ήταν κάτι νέο, ύστερα από τόσον καιρό. Σα να ’χαν ξεσυνηθίσει τα μάτια – γι’ αυτό και τρέμαν τα ματόκλαδα. Ο Ηλίας βρίσκει ένα νησιώτικο τραγούδι που άγγιζε τις ευαίσθητες χορδές του και γι’ αυτό  παροτρύνει συγκινημένος και με βουρκωμένη καρδιά το Ζάκ να το διαβάσει. Καταλαβαίνει πως τα τραγούδια βγαίνουν από την ίδια τη ζωή και δίχως να χάνει λεπτό του το διαβάζει. Μείναμε συλλογισμένοι κι αμίλητοι πολλήν ώρα. Η άρνηση του Ζάκ να διαβάσει το τραγούδι κινεί τις υποψίες του Ηλία. Όντας γενναιόψυχος ο Ηλίας, έβαζε τα δυνατά του να βγάζει κι ένα μέρος από τη δουλειά του Ζάκ, καθώς εκείνος δεν μπορούσε λόγω αφόρητου πόνου. Δεν πρόφταινα. Μας χτυπούσαν πολύ. Όταν ο Ζάκ «προσλαμβάνεται» ως μουσικός κι αλλάζει ρούχα, ο Ηλίας μάζεψε τα παλιοτσούβαλα που φορούσε και τα τύλιξε στα πόδια του. Τα δικά μου είχαν κουρελιαστεί. Έβαλα στις πατούνες κ’ έναν ψιλό πάτο από σανίδι. Έτσι ήταν πολύ καλά. Μου περίσσεψε μάλιστα και ρεζέρβα τσουβάλι, ν’ αλλάζω σαν θα γέμιζε από λάσπη και νερό αυτό που φορούσα. Ο Ζακ αντικαταστάθηκε από έναν άλλο άντρα αδύναμο και εξαθλιωμένο από την πείνα. Ο Ηλίας τον παρότρυνε να δουλέψει, μα σαν περνούσε η ώρα και η δουλειά δεν έβγαινε, λέει: μ’ έπιασε κ’ εμένα η απελπισία. Χτυπούσα παλαβά, νευρικά, γεμάτος τρόμο. Μόλις ο Ζάκ φέρνει στον Ηλία κάτι σπιτικά γλυκά από εκεί που δούλευε, εκείνος έτρωγε κι έγλειφε τα δάχτυλά του. Το επόμενο βράδυ, έχοντας περάσει μια σκληρή μέρα δουλειάς κι έχοντας φάει ξύλο χωρίς να φταίει, ο Ηλίας μιλά απότομα στον Ζάκ, που έρχεται να του εξιστορήσει το πρόβλημά του. Εσύ δεν έφαγες ξύλο! Εμένα με σκότωσαν! Παρακάτω, ο πρωταγωνιστής αισθάνεται τύψεις κι ενοχές που έχει κρύψει την αλήθεια περί της τύχης της οικογένειας του Γιάννη. Γνωρίζει πως τα παιδιά του δεν ζουν, μα δεν λέει τίποτα. Στο Κεφάλιαο ΙΑ΄ ο πρωταγωνιστής περιγράφει πως έφτασε η μέρα που έτρεμε:

 

Ο πυρετός μ’ έδειρε όλη τη νύχτα. Ως το μεσημέρι μ’ ανάγκασαν να δουλέψω με πυρετό, να παστρέψουμε τους δρόμους απ’ το χιόνι. Μα κατά το μεσημέρι τα γόνατα λύγισαν. Στρώθηκα χάμου. Οι δικοί μας με κουβάλησαν τότες στο θαλάμι μας, πάλι φύγαν. Απόμεινα μονάχος ίσαμε το βράδυ και βολόδερνα σαν πληγωμένο αγρίμι που το παράτησαν. Άμα γύρισαν οι σύντροφοι, τη νύχτα, είχαν μαζί τους δυό κεραμίδες. Τράβηξαν δυό πήχες απ’ το χαλασμένο σουβά, άναψαν φωτιά, τις ζέσταιναν. Μου τις βάλανε στις πλάτες. Μου έκαμε καλό. Άνοιξα τα μάτια μου και είπα στο Γιάννη ήσυχα πως θα πεθάνω. Μου χάδεψε τα μεγάλα γλιτζασμένα μαλλιά και με παρηγόρησε σα μητέρα.

 

Όταν ο Ηλίας είναι άρρωστος στο θαλάμι και μια γριούλα του έχει φέρει λίγο φαγητό, εκείνος δεν το τρώει. Περιμένει τους συντρόφους να επιστρέψουν και το μοιράζονται όλοι μαζί. Το κεφάλι βουίζει, το μυαλό βουίζει, η νύχτα θα είναι θολή […]. Ο πυρετός όλη τη νύχτα στάθηκε πολύς. Είμαι κουρασμένος, εξαντλημένος […]. Σέρνουμαι προς τη μικρή πόρτα, τυλίγουμαι στα τσουβάλια μου. Ο Ηλίας, ενώ βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, βλέπει από το παράθυρο να περνά ένας γιατρός. Μαζεύω από δω από κεί, με τα νύχια, τσουγκρανιές, κάτι αξιοδάκρυτα φραντσέζικα που μου μένουν – ελάτε, μωρέ, ελάτε! Τα μαζεύω, φορμάρω τη φράση κ’ ετοιμάζουμαι. Μόλις τον βλέπει τον φωνάζει: Ντόκτορ μπέη! Ayez pitie de moiΟ γιατρός ξαφνιάζεται με την εξωτερική όψη του Ηλία. Ψάχνει το σουλούπι μου – χωμένος μες στις βρώμες, τα μεγάλα μαλλιά, τυλιγμένος στα τσουβάλια, γιατί το σακάκι του Ζάκ το φορούσα κατάσαρκα μη μου το πάρουν. Τελικά, ο Ηλίας απασχολείται στο ιατρείο του ως μεταφραστής φραντσέζικων οδηγιών για φάρμακα από τα γαλλικά στα τουρκικά μέχρι αργά το βράδυ, όπου γυρίζει στο κουβούσι των αιχμαλώτων να κοιμηθεί. Μετά την διαταγή για επιστροφή στον Κίρκαγατς κι ενώ ο Ηλίας πορεύεται με τα ρούχα που του είχε δώσει ο γιατρός, ένας στρατιώτης του τα παίρνει. Καλά να πάθω. Τουλάχιστο το παντελόνι θα μπορούσα να το φορώ κατάσαρκα κι από πάνου το τσουβάλι, όπως φορώ το σακάκι που μου χάρισε ο Ζάκ. Οι σύντροφοι τον υποδέχθηκαν χαρούμενοι, τον φίλησαν, τον χαιρέτησαν. Ο Ηλίας αναζητά τον Ζάκ. Κάποιος τον ενημερώνει πως πέθανε. Το στόμα μένει ανοιχτό. Ήταν κάτι απρόσμενο που τον γέμισε θλίψη. Όταν στο Κεφάλαιο ΙΓ΄ ο Ηλίας πληροφορείται πως την επόμενη ημέρα μαζί με άλλους δυο συντρόφους θα έφευγαν προς άγνωστη κατεύθυνση, πανικοβάλλεται. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να τον καθησυχάσουν λέγοντάς του πως μπορεί να είναι για καλό. Όπως λέει ο ίδιος: Το πρωί με πικραμένη καρδιά φορτωθήκαμε τα τσουβάλια μας κι αποχαιρετήσαμε τους συντρόφους μας. Ήταν όλοι συγκινημένοι. Κατά βάθος είχαν το φόβο πως δεν ήταν να ξαναϊδωθούμε. Με φίλησε ο Στυλιανός-τα-πρέμια. Ύστερα αγκαλιαστήκαμε με το Γιάννη το γιαπιτζή. Στο τρένο ρωτά ανυπόμονα έναν στρατιώτη που πάνε κι εκείνος τον απειλεί πως θα τον πνίξει. Κάποια στιγμή το τρένο σταματά λόγω του ότι υπήρχαν χώματα στις ράγες και ο Ηλίας κατεβαίνει με τους υπόλοιπους να τις καθαρίσουν. Τελικά, έφτασε στο Αξάρ, όπου και απασχολήθηκε σε κάποιες μικρο-αγγαρείες. Το βράδυ οδηγούνται όλοι σε μια σκοτεινή αποθήκη απέναντι από ένα τζαμί. Η ενδυμασία των παρευρισκομένων έκανε τον Ηλία να αντιληφθεί την τουρκική στρατιωτική και μη ταυτότητά τους. Σ’ ένα γραφείο της Μαγνησάς, ο Ηλίας αποκτά νέα ταυτότητα. Νούμερο 31328, λέει ο γραφιάς, και μου δίνει ένα ντενεκεδένιο νούμερο. Το σφίγγω στις χούφτες μου. Χαρά! Ο Ηλίας αποχωρίζεται από τον Γιωργή και τον Ιωσήφ και εντάσσεται σε νέο λόχο. Στη Μαγνησά, έπειτα από τόσο καιρό, πλένεται για πρώτη φορά, στο λουτρό, μαζί με άλλα εκατό ολόγυμνα κορμιά. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος: Είχα να πλυθώ από τότες που με πιάσανε, μήνες. Ξούσα από πάνω μου τη βρώμα – δικό μου πράμα ήταν, λυπόμουν. Τα μεγάλα νύχια γέμισαν λέρα. Ύστερα άρχισε να τρέχει καταγής. Ο Ηλίας προσπαθεί να μαντέψει τον χαρακτήρα μες στις γυμνές πλάτες και στα κορμιά που γυαλίζουν, να καταλάβω με ποιους θα ’χω να κάνω. Ντυμένοι όλοι με τσουβάλια, οι άνθρωποι χάνουν την προσωπικότητά τους. Όμως ένα γυμνό κορμί έχει διαφορά από ένα άλλο γυμνό. Εν συνεχεία, ο Ηλίας πηγαίνει στον αιχμάλωτο-μπαρμπέρη: Ύστερα από τόσον καιρό να ’μαι κουρεμένος σύρριζα και ξουρισμένος. Έχω την αίσθηση πως αδυνάτισα – μονάχα αυτή τη δυνατή αίσθηση. Ο Ηλίας μπαίνει σε μια διαδικασία ανασυγκρότησης του χαμένου εαυτού κι ανεύρεσης της χαμένης ταυτότητας. Ο εαυτός αποκτά σημασία στον βαθμό που διαμορφώνεται επι τη βάσει των αξιών της ομάδας. Ενώ οι μέρες περνούσαν, οι στρατιώτες ξυπνούσαν με τα κοντάκια τους αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους και ο Ηλίας, και τους οδηγούσαν στο βουνό προκειμένου να κόψουν ξύλα. Οι αιχμάλωτοι σκληροί, τυραγνισμένοι κι αμίλητοι δίχως εργαλεία έπρεπε να συλλέγουν ένα δεμάτι προκειμένου να ζεστάνουν νερό για να πλυθούν και να παρεμποδίσουν την εξάπλωση του τύφου. Τα χέρια του Ηλία μάτωναν κι ο ίδιος παρακαλούσε όσους είχαν καταφέρει να μαζέψουν κάτι παραπάνω απ’ αυτόν να του χαρίσουν μερικά, προκειμένου να γλυτώσει το ξύλο. Κάποιος, μάλιστα, λέει στον Ηλία πως δεν πρέπει να παραπονιέται που ξυλοκοπείται, γιατί οι Τούρκοι είχαν δίκιο. Ο Ηλίας με τη σειρά του τον αποκαλεί θυμωμένος σκληρόκαρδο, χωρίς να γνωρίζει τι είχαν περάσει οι αιχμάλωτοι εκεί, μα όταν του εξηγεί, σωπαίνει. Στο στρατόπεδο της Μαγνησάς, ο Ηλίας ένα βράδυ πλησιάζει μια ομάδα αιχμαλώτων που συζητούν για τη λευτεριά. Ο Ηλίας ρωτά αν τα όσα ισχυρίζονται είναι αλήθεια και παρεξηγείται αδίκως, καθώς πίστεψαν πως δεν την επιθυμούσε. Ζαλισμένος αποτραβιέται να ηρεμήσει. Αδύναμος, σιωπηλά, χωρίς αντίσταση, αρχίζω να εκμηδενίζουμαι. Ο Ηλίας περιγράφει τη ζωή εκεί, τις ασχολίες, το συσσίτιο και για τη συμμετοχή του στις μαύρες αγγαρείες κατά τη μεταφορά των πολεμοφοδίων από τα τρένα στις αποθήκες.  Παρακάτω, διαβάζουμε πως ζηλεύει όχι μόνο κάποιον σύντροφο που φορά μια προβιά και προστατεύει το σώμα του από το τσουχτερό κρύο, αλλά κι όσους δουλεύουν σε γιαπιά. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως κουράστηκε να δουλεύει σα βόδι στη μαύρη αγγαρεία. Μια μέρα, που ένας γέρος χωριάτης γυρεύει έναν αμελέ για πουργό, πηγαίνει ο Ηλίας, για πέντε γρόσια. Όπως ο ίδιος υποστηρίζει: Πέρασα, δουλεύοντας θεονήστικος, μια μέρα πικρή. Παρακάτω ο αφηγητής-πρωταγωνιστής λέει χαρακτηριστικά: Είμαι τσακισμένος. Κάθε βράδυ, ο Ηλίας με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους κάνουν το ταξίδι της λευτεριάς και μαζεύοντας αποτσίγαρα αισθάνονται για λίγο ελεύθεροι. Όταν πιάνει δουλειά στα κλήματα ενός μπέη, συμπαραστέκεται στους πιο αδύναμους και καλύπτει μέρος της δουλειάς τους. Μόλις ανακοινώνονται τα νέα περί ανταλλαγής αιχμαλώτων, ο Ηλίας διακατέχεται από απροσδόκητη ευτυχία. Μετά την αναχώρηση από ένα ρουμάνι, ισχυρίζεται πως θα ήταν προτιμότερο να μη ζούσε: περπατούσαμε χωρίς κουράγιο, εξαντλημένοι, χωρίς ελπίδα, μακάρι να μη ζούσαμε. Ο Ηλίας αδύναμος, αλλά με εγκαρτέρηση, αναμένει τις καλύτερες μέρες. Όσο περνά ο καιρός οι αιχμάλωτοι δένονται όλο και περισσότερο. Στο Κεφάλαιο ΙΕ΄ ο Ηλίας περιγράφει την κατάστασή του, αλλά και των υπολοίπων ως εξής: Είμαστε αδύναμοι, είμαστε σαν τα στάχυα. Δεν ορίζουμε τίποτα απ’ τον εαυτό μας […]. Η κάθε μέρα που περνά γίνεται πιο σκληρή και πιο αλύπητη. Το στρατόπεδο χωρίζεται στα δύο. Ο Ηλίας ανήκει στο πόπολο, που έχυνε τον ίδρο κι ασχημονούσε στον αγέρα με τα βογκητά.  Όταν ο Μιχάλ-τσαούς του στήνει ένα καψώνι, προκειμένου να τον εκδικηθεί, για την άρνησή του να δουλέψει ως ημερίσιος υπηρέτης και νυχτερινός παρακοιμώμενός του, σκοντάφτει σε μια πέτρα και κατρακυλά μπρούμυτα. Οι αιχμάλωτοι τρέχουν, τον περιποιούνται και κλείνουν την πληγή του με τον καπνό ενός αποτσίγαρου. Ο Ηλίας φοβισμένος κλαίει. Μόλις συνέρχεται, πιάνει δουλειά στο σταθμό, κουβαλώντας κάρβουνο από τις ράγες στις αποθήκες. Ο ίδιος λέει: Είναι μια δουλειά να κρεπάρεις απ’ τα νεύρα. Η μαύρη σκόνη με τη ζέστη χώνεται, κολνά παντού: στη γλώσσα, στα μάτια, στο κορμί. Δεν είναι τίποτα. Μα το αίμα που είναι γαλάζιο θ’ άρχισε να μαυρίζει – αυτό είναι το σκληρό. Όταν ο Αράπης μεταβιβάζει την απόφαση των Τούρκων να γράψουν δυο λόγια στους δικούς τους, τα οποία, βεβαίως, θα περάσουν από λογοκρισία, ο πρωταγωνιστής γράφει: πετάξαμε από χαρά σα να ’ταν να φύγουμε εμείς οι ίδιοι κι όχι τα γράμματα. Ο Ηλίας δεν είχε γρόσα να αγοράσει κόλλες και φακέλους και παρακαλούσε τους υπολοίπους να του δανείσουν, μα κανείς δεν είχε, ήταν όλοι οι φουκαράδες. Παρατηρούσε όσους ήταν στην ευχάριστη θέση να έχουν τα απαραίτητα σύνεργα: γράφαν σιγά σιγά, μαστορικά, σα να τα ζωγραφίζαν τα λίγα λόγια που θα ταξιδεύαν. Ήταν αποτραβηγμένοι, βουρκωμένοι και σιωπηλοί. Ο Ηλίας έκανε τα παν, μέχρι που σκέφτηκε να πουλήσει το ένα λαστιχένιο πέδιλό του, με αντάλλαγμα ένα κομμάτι χαρτί κ’ ένα μπλίκο. Τελικά, βρίσκει κάποιον και το πουλάει. Τα πόδι του υποφέρει μα δεν τον νοιάζει, καθώς, όπως λέει, ο πόνος περνούσε με την ευτυχία που είχα. Το ίδιο βράδυ αποτραβιέται και αρχίζει να γράφει, ενώ στο τέλος υπογράφει με την καινούργια του ταυτότητα:

 

«Μητέρα

   Ζω και είμαι καλά. Δεν ξέρω που βρίσκεστε. Κουράγιο, μητέρα. Σε φιλώ. Φίλησε κ’ εσύ τα παιδιά μας.

          Ηλίας

Νούμερο 31328 – 14ο εργατικό τάγμα»

 

Τις επόμενες μέρες ο Ηλίας περιμένει με ανυπομονησία και καρδιά που χτυπά δυνατά μια απάντηση. Στο προ-τελευταίο κεφάλαιο, αφού έχει πληροφορηθεί για την συνθήκη ειρήνης, αναμένει. Για τον Μπέκετ η αναμονή αποτελεί δομικό στοιχείο ταυτότητας. Ύστερα ξαναγυρίζουμε πάλι με αργά βήματα στον εαυτό μας. Όταν οι Τούρκοι δεν στέλνουν σε αγγαρείες τους αιχμαλώτους, εκείνοι απομονώνονται στους εαυτούς τους: Ύστερα ένας ένας άρχισαν ν’ αποτραβιούνται – μια ανάγκη νέα, να μονωθείς για λίγο, να ταχτοποιήσεις… Το ίδιο κι ο Ηλίας. Πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας του εγώ. Σύμφωνα με την M. Herbert, το άτομο μειώνει τις εντάσεις που πηγάζουν από την ανάγκη με το να κλείνεται σ’ ένα καβούκι παθητικότητας και παράλυσης και να παραμένει συναισθηματικά αμέτοχο κι απόμακρο, καθώς  συνειδητοποιεί την κατάρριψη του ιδεαλιστικού του ορίζοντα προσδοκιών. Όταν οι αιχμάλωτοι απομονώνονται, το «εγώ» τους κάνει αντικείμενο της ερευνάς του τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς είναι υπαρξιακά διαμελισμένο, κατακερματισμένο και διχασμένο. Η αναζήτηση του απόλυτου είναι η αναζήτηση της χαμένης ολότητας. Αρχικά, το εγώ αντιλαμβάνεται πως είναι ελλιπές και γι’ αυτό επεκτείνεται στο άλλο εγώ, για να καλύψει το κενό και να συμπληρώσει την απώλεια. Η έννοια του αυτοπροσδιορισμού, της ανακάλυψης δηλαδή του εαυτού, εμπερικλείει την έννοια της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης. Το «εγώ» πρέπει να επεκταθεί στο άλλο εγώ για να αποκτήσει αυτογνωσία, να κάνει αντικείμενο έρευνας τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ηλίας αισθάνεται έντονα την αίσθηση του εγκλεισμού, λόγω των συρματοπλεγμάτων που τον περιτριγυρίζουν. Τα χέρια, ακουμπισμένα πάνου στα σύρματα, κλειδώνουν να ματώσουν, σφίγγουνται νευρικά, με οργή. Ένα σκυλί τον ακολουθεί. Το ονομάζει Ναβουχοδονόσορ, έτσι απλά γιατί ο ίδιος είναι το Νούμερο 31328. Ο Ηλίας φανερά καταβεβλημένος κι απελπισμένος διατυπώνει διάφορα υπαρξιακά ερωτήματα σε μια προσπάθεια αναζήτησης του χαμένου εαυτού του. Το στρατόπεδο ολοένα γίνεται πιο βαρύ, πιο αμίλητο και στυφό. Σαν τα μεγάλα κύματα […] δε σπουν. Βογκούν υπόκωφα […]. Ξαπλώνουμε. Στο σκοτάδι μένει ο καθένας μόνος […]. Το μυαλό δουλεύει, οι ανάσες γίνουνται βαριές […]. Το μυαλό δουλεύει, κουράστηκε, αρχίζει μια νοσηρή εκμηδένιση […]. Η μνήμη ξεπετιέται θαμπά κι ολοένα δυναμώνει […]. Αργότερα, ο Ηλίας πιάνει δουλειά ως πουργός σ’ ένα σχολείο. Όταν ένας δάσκαλος-επιστάτης τον ρωτά αν ήταν και πριν χτίστης, εκείνος απαντά πως ήταν προφεσέρ, αν κι εννοούσε μαθητής. Ο δάσκαλος του λέει να μην πικραίνεται γιατί θα ξαναγίνει, δεν τον πιέζει στη δουλειά, ίσα ίσα που τον ανταμείβει. Όταν φτάνει η είδηση πως σε μια βδομάδα θα γίνει η ανταλλαγή, ο Ηλίας, όπως και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι, τρώει καλύτερα, βγάζει τα τσουβάλια του, φορά στολές και πάνινες αρβύλες, με ξύλινο πάτο. Ο ήρωας εξιστορεί τις ταλαιπωρίες και την ηθική ταπείνωση του ίδιου και των αιχμάλωτων συντρόφων του. Ο ίδιος, εξάλλου, δεν κάνει καμιά απόπειρα διάκρισης από τους υπόλοιπους αιχμαλώτους· δεν υπερτιμά τον εαυτό του, δεν διεκδικεί δικαιώματα ανωτερότητας. Η συνείδηση του είναι μικρότερη από το δράμα, όπου τον έριξε η μοίρα. Ο Ηλίας φένεται ν’ αγωνίζεται, να υποφέρει και ν’ αγανακτεί, καθώς ξεριζώνεται ξαφνικά κι ανελέητα από την ιστορική πραγματικότητα. Βιώνει το εσωτερικό χάος, που αναζητούσε να μορφοποιηθεί, ενώ μια πραγματικότητα άξενη απαιτούσε την προσαρμογή του. Έτσι, ταλαντεύεται ανάμεσα στο δίλημμα της προσαρμογής στα νέα δεδομένα και στην εσωτερική δημιουργική πρόσληψης της πραγματικότητας.

Ο ανταγωνιστής είναι ο χαρακτήρας με τον οποίο εμπλέκεται ή στον οποίο αναφέρεται ο πρωταγωνιστής. Χωρίς αυτόν η δράση χάνει τον ένα από τους δύο αλληλοαναφερόμενους άξονες αναφοράς της. Όσο ισχυρότερος παρουσιάζεται αυτός, τόσο σημαντικότερος παρουσιάζεται ο πρωταγωνιστής,  που έρχεται αντιμέτωπος με αυτόν. Η αγριότητα των Τούρκων, η βάρβαρη κυνικότητά τους και η τυφλή τους μανία, παρουσιάζεται αναιτιολόγητη, ένα μίσος per se, με αποτέλεσμα κάθε αιχμάλωτος να μετατρέπεται  σε τρομοκρατημένο ζώο, που ενδιαφέρεται μόνο για την επιβίωσή του, έχοντας απολέσει κάθε τάση ανθρώπινης αλληλεγγύης. Οι Τούρκοι συμβάλλουν στον εξευτελισμό της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, στην ηθική εκμηδένισής της, στην απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς της και στη μετατροπή της σε ζωώδες ενστικτήριο όργανο. Στο σημείο αυτό απομονώνω κάποια ενδεικτικά διάσπαρτα αποσπάσματα της στάσης και της συμπεριφοράς που υιοθετούν οι Τούρκοι αξιωματικοί απέναντι στους αιχμαλώτους:

 

Ο αξιωματικός, ένας αψηλός, ξανθός, με πολλά μουστάκια, βαστούσε ένα καμτσίκι και χτυπούσε μες στα μούτρα. […] έπεσε μπρούμυτα καταγής, δάγκανε το χώμα και, όπως ο αξιωματικός τον τσαλαπατούσε δαιμονισμένα στα πλευρά, το κορμί του σπάραζε σα ν’ άδειαζε ερωτικά […]. -Σκυλιά! Γουρούνια! Άτιμο μιλλέτ! (έθνος) άφριζε ο αξιωματικός. Πρόσταξε τους στρατιώτες του, […] να σηκώσουν και να κολλήσουν ίσα στον τοίχο το γιαπιτζή που έγλειφε τη γης. Για να μπορεί να τον χτυπά στα μούτρα […]. Δυό τρεις στρατιώτες γυρίζουν σ’ όλες τις γωνιές, μην απόμεινε κανένας, και κλωτσούν […].  Είναι στουπί στο μεθύσι. Παραπατά […]. Κ’ εσύ παλιόσκυλο! Λέει […]. -Γκιαούρ! Βλαστημά και δίνει μια κλωτσιά στον Πέπα […]. Τα διώχνει να φύγουν με κλωτσιές […]. Ένας στρατιώτης έσκυψε, αφλάντιασε, καράταρε, κ’ ύστερα έφτυσε με δύναμη μες σ’ αυτό το ανοιγμένο στόμα που σπάραζε […]. Οι στρατιώτες τον βγάλαν απ’ τον πρόχειρο κρυψώνα του και τον σέρναν, κι αυτός βέλαζε σαν αρνί […]. Ο αξιωματικός παραγγέλνει στους άντρες: -Αν κάμει κανείς τους να ξεφύγει απ’ τη γραμμή, μια και στον τόπο! Εμπρός!

 

Οι Τούρκοι υποβάλλουν τους αλλοεθνείς τους σε αποτρόπαια βασανιστήρια, κάτι που αποκαθαιρεί την ταυτότητα των Ελλήνων αιχμάλωτων, εν συγκρίσει, με προγενέστερες εκδόσεις. Μέσα από τις ιστορίες, με τα προσωπικά δεινά των ηρώων, πηγάζει και διαγράφεται αδρά η τραγική μοίρα του ελληνισμού που ήταν πεπρωμένο του να πάθει και να μαρτυρήσει για μια ακόμα φορά στη δίνη του πολέμου και του χαλασμού, για ν’ αναδείξει μέσα από τον καπνό και τη φωτιά την καρτερία και την αποφασιστικότητά του. Μοναδικό κίνητρο της δράσης των ηρώων θεωρείται η έμφυτη «καλοσύνη» ή η «κακία» τους. Σύμφωνα με την Κρίστεβα, η ελληνική συλλογική ταυτότητα βασιζόταν στην άρνηση του άλλου, στη σαφή οριοθέτηση του εντός και του εκτός και στην τήρηση απόστασης ανάμεσα στο εμείς και στο εκείνοι. Οι Τούρκοι παρουσιάζονται από τον Βενέζη ως βάναυσοι, άγριοι, τυραννικοί, σκληροί κι αδίστακτοι, αφού εκδηλώνουν τα βάρβαρα απωθημένα τους σε βάρος ενός λαού, που μόνη και μόνιμη επιδίωξή του ήταν η λευτεριά κι η επιθυμία της ειρηνικής διαβίωσης, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και της ανάπτυξης του πολιτισμού του αφενός κι αφετέρου αφού έσπερναν τον πανικό στα εργατικά τάγματά τους. Η τουρκική ταυτότητα στην ουσία χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις απαρασάλευτες αξίες των αιχμαλώτων και να επικυρώσει, με τον τρόπο της, την ακλόνητη και αδιατάρακτη θέση της ελληνικής ταυτότητας στο σύστημα αξιών τους. Όταν ο Ηλίας, ο Γιωργής κι ο άλλος σύντροφος οδηγούνται σε μια σκοτεινή αποθήκη απέναντι από ένα τζαμί και οι Τούρκοι παρευρισκόμενοι αντιλαμβάνονται την εθνική τους ταυτότητα άρχισαν να φωνάζουν: –Μας ήρθαν γκιαούρηδες! Ο Ηλίας δίνει λεπτομερέστατα την εικόνα της ομάδας αυτής των πενήντα νομάτων: Ήταν άγριοι άνθρωποι, με μεγάλα γένια, ξουρισμένα κεφάλια. Ήταν κ’ ένας αράπης – όλοι λιποτάχτες κι ανυπόταχτοι, καθώς μάθαμε αργότερα […]. Τα μεγάλα μάτια του γυάλιζαν σαν αγρίμια που βρήκαν λεία. Δεν διστάζουν να εκφράσουν γρήγορα το ρατσισμό τους για την φυλετική ταυτότητα των αιχμαλώτων: Α, λοιπόν! Απ’ αυτά τα σκυλιά είσαστε κ’ εσείς. Ε; Στο Κεφάλαιο ΙΓ΄, οι Τούρκοι στρατιώτες δείχνουν στους αιχμαλώτους ένα πηγάδι, στο οποίο είχαν πνίξει κάποιους ομήρους και δίχως σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή τους απειλούν πως θα ρίξουν κι αυτούς μέσα και γελούν. Εκφράζοντας για ακόμα μια φορά το φυλετικό ρατσισμό τους οι Τούρκοι αποκαλούν τους αιχμαλώτους πίς μλλέτ, δηλαδή βρωμερό έθνος, όταν κάποιοι κόβουν κάτι κουκιά που έχουν φυτρώσει στον τάφο ενός ομοεθνή τους. Ωστόσο, ο Βενέζης κάπου μεριμνά να μην δώσει μονοκόμματα αρνητικά την ταυτότητα των Τούρκων, καθώς  τονίζει κάποιες πράξεις αλληλεγγύης εκ μέρους τους, αμβλύνοντας την αντιπαλότητα και μειώνοντάς την τρομακτική ένταση ανάμεσα σ’ ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον και στον διωκόμενο εαυτό. Οι πινελιές εξατομικευμένης ανθρωπιάς ρίχνουν σταγόνες βάλσαμο στις ψυχές των αιχμαλώτων. Οι Τούρκοι ρετουσάρονται ως μεμονωμένες κι ατομικές περιπτώσεις βοηθών. Στην υπό εξέταση έκδοση, οι Τούρκοι ανήκουν στην ταξική κατηγορία των εξουσιαστών, μα σε προγενέστερες εκδόσεις υπάρχουν περισσότερα ψήγματα ανθρωπιάς. Το μυθιστόρημα παραμένει ελληνοκεντρικό και η παρουσία του τουρκικού στοιχείου, του άλλου, συμβαίνει παρεμπιπτόντως, είτε επειδή έρχεται σε σύγκρουση με τους Έλληνες ήρωες, είτε επειδή δείχνει ανθρωπισμό. Ο Βενέζης αποφεύγει τους ρητούς χαρακτηρισμούς και δεν παρασύρεται σε γενικές κρίσεις. Τα αμελέ ταμπουρού, τα τουρκικά στρατόπεδα των οποίων ηγούνται, ταυτίζονται με απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, βασανιστήρια, καταναγκαστική εργασία, ανατριχιαστικές σκηνές φρίκης κι αγριότητας, δεινά και κακουχίες, μαστιγώσεις, φτυσίματα, λοιδορία, εκτέλεση. Ο Μ. Γ. Μερακλης, ωστόσο, διατυπώνει μια διαφορετική κρίση. Πιστεύει πως η  ανθρωπολογία και η χαρακτηρολογία του Βενέζη αποκτά μιαν αξιόλογη διεθνική ή υπερεθνική διάσταση. Δεν υπάρχουν Τούρκοι και Έλληνες, αλλά θύματα και καταπιεστές, καλοί και κακοί, που ανήκουν είτε στη μια είτε στην άλλη πλευρά. Όλοι είναι άνθρωποι του Θεού, αθώες ψυχές που κρατάνε, με ένα συγκλονιστικά απλό τρόπο, όρθιο μέσα στη θύελλα, το αίτημα της ανθρώπινης αγάπης. Θεωρώ, πως αυτά τα διατυπώνει παρασυρόμενος από την ύπαρξη κάποιων καλοπροαίρετων τουρκικών μορφών, ελάχιστων, όμως, έως μηδαμινών, αν αναλογιστεί κανείς το σύνολό τους. Η ταυτότητα των Ελλήνων χριστιανών αιχμαλώτων κατασκευάζεται αντιδιαμετρικά απ’ εκείνη των Τούρκων. Οι Τούρκοι δεν παύουν να αντιμετωπίζονται ως ξένοι που ανήκουν αλλού. Η αφήγηση είναι κεντρωμένη γύρω από τους άξονες «εμείς» vs «εκείνοι». Οι δύο πολιτισμοί αλληλοκοιτάζονται, αλληλοεξετάζονται, αλληλοσχολιάζονται και περιπαίζονται.

Η λειτουργία του καταλύτη είναι απαραίτητη στην προώθηση των ζυμώσεων ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και στον ανταγωνιστή. Θεωρώ πως στο συγκεκριμένο έργο δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας, με την έννοια του προσώπου, που να διαδραματίζει αυτόν τον ρόλο. Η αιχμαλωσία είναι αυτή που οδηγεί στην κλιμάκωση.

Στους δευτερεύοντες χαρακτήρες ανήκουν οι διακοσμητικοί, οι πληροφοριακοί, οι ακροατές, οι σχολιαστικοί και τα σημεία αναφοράς. Ο διακοσμητικός χαρακτήρας κλιμακώνεται από το διάνθισμα της ιστορίας ως τη συγκινησιακή αποφόρτιση μιας σκηνής. Ο πληροφοριακός αποτελεί αγωγό πληροφοριών, ενώ ο ακροατής είναι ο αποδέκτης του λόγου άλλων χαρακτήρων, αιτία ή πρόφαση για να του διηγηθούν την ιστορία τους. Ο σχολαστικός αποτελεί μέσο για να εκφράσει ο συγγραφέας τις απόψεις του σχετικά με τους άλλους και εν γένει τις καταστάσεις. Τέλος, τα σημεία αναφοράς είναι στατικοί και συνηθισμένοι χαρακτήρες, μέσω των οποίων εκτιμάται η ιδιαιτερότητα των πρωτευόντων χαρακτήρων. Στο Νούμερο, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες επιτελούν αντίστοιχους ρόλους στις επιμέρους σκηνές.

 

 

Ως προς τον τρόπο διαγραφής των χαρακτήρων, ο Forster διακρίνει τους επίπεδους ή δισδιάστατους τύπους (flat) και τους σφαιρικούς, στρογγυλούς ή πολυδιάστατους (round). Ο Forster επισημαίνει πως όλοι οι χαρακτήρες είναι εξίσου απαραίτητοι στα έργα. Ο επίπεδος ή δισδιάστατος χαρακτήρας χτίζεται γύρω από μία και μόνη ιδέα ή ιδιότητα, παριστάνεται χωρίς πολλές εξατομικευτικές λεπτομέρειες, διευκολύνει τον συγγραφέα, καθώς θα μπορούσε να περιγραφεί επαρκώς σε μια φράση κι αναγνωρίζεται εύκολα από τον αναγνώστη. Οι σφαιρικοί ή στρογγυλοί χαρακτήρες διαθέτουν πολυσύνθετη ιδιοσυγκρασία, ψυχοσύνθεση και κίνητρα, είναι πιο αναπτυγμένοι, αναπαρίστανται με ιδιαιτερότητα, αποτελούν συνονθύλευμα πολλών γνωρισμάτων, εκπλήσσουν τον αναγνώστη λόγω του απρόβλεπτου του χαρακτήρα του κι εκπλήσσουν λόγω της χυμώδους και πολύπλευρης προσωπικότητάς τους. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του Νούμερου δεν εντάσσονται σ’ αυτήν την κατηγορία, με την έννοια του ότι δεν μπορούν λόγω ηλικίας, όπως θα δούμε και παρακάτω, να διαγραφούν ολοκληρωμένα.

   Ως προς τον βαθμό εξέλιξης, οι χαρακτήρες διακρίνονται σε στατικούς ή αμετάβλητους τύπους και σε δυναμικούς ή εξελισσόμενους ή μεταβλητούς. Στατικοί κι αμετάβλητοι είναι όσοι χαρακτήρες δεν μεταβάλλονται στο παρουσιαστικό και στο ποιόν τους, στις αντιλήψεις, στη νοοτροπία, στη διάθεση, ενώ οι δυναμικοί ή εξελισσόμενοι ή μεταβλητοί χαρακτήρες ενδέχεται να υφίσταται μια ριζική αλλαγή ή εξέλιξη, η οποία τους ανανοηματοδοτεί τη θεώρηση της ζωής, είτε σταδιακά, είτε αιφνίδια. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του υπό εξέταση μυθιστορήματος μεταβάλλονται όχι μόνο εξωτερικά, αλλά κι εsωτερικά.

Ως προς τη γενική ή ειδική σημασία και τη στάση τους απέναντι στο περιβάλλον, διακρίνουμε τρία ακόμα ζευγάρια χαρακτήρων. Στο πρώτο ανήκουν οι οικουμενικοί κι οι ειδικοί χαρακτήρες. Οι πρώτοι υψώνονται σε μια πανανθρώπινη σημασία κι αντιπροσωπευτικότητα, ενώ οι δεύτεροι εστιάζονται σε συγκεκριμένοι και στενή σημασία. Στο δεύτερο ζευγάρι εντάσσονται οι ρεαλιστικοί και οι ιδανικοί. Όλοι οι χαρακτήρες του Νούμερου 31328 είναι δεμένοι κι εξαρτημένοι από την πραγματικότητα κι όχι πέραν και υπεράνω αυτής. Τέλος, το τρίτο ζευγάρι περιλαμβάνει τους κομφορμιστές, δηλαδή όσους απαλείφουν τα ατομικά χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από το κοινωνικό περιβάλλον κι εξομοιώνονται με το σύνολο, και στους επαναστάτες, οι οποίοι προσπαθούν να αλλάξουν ριζικά την κοινωνία σύμφωνα με τα ιδανικά τους και τις αξίες τους. Στο Νούμερο, οι περισσότεροι σκλάβοι είναι κομφορμιστές, αφού μαζοποιούνται και κινούνται απαρατήρητοι.

Ο Μπ. Δερμιτζάκης, αναφέρει τη διάκριση λειτουργικών και μη προσώπων, με βάση το αν τα πρόσωπα μιας ιστορίας συμμετέχουν ή όχι σε λειτουργικά γεγονότα, τα οποία συνιστούν αποτελέσματα προηγούμενων γεγονότων ή ακόμα αιτίες επόμενων ή όχι. Τα μη λειτουργικά πρόσωπα συμβάλλουν στον πλούτο της αφήγησης και συχνά λειτουργούν ως δείκτες του χώρου των λειτουργικών ηρώων, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, κ.ά. Τα λειτουργικά πρόσωπα ορίζονται στη βάση των χαρακτηριστικών τους και των τυπικών τους σχέσεων. Στο Νούμερο υπάρχουν χαρακτήρες και των δύο τάξεων.

Ο Α. J. Greimas στο «μοντέλο δράσης» του, καταδεικνύει πως πίσω από την επιφανειακή ποικιλία των χαρακτήρων, υποβόσκει ένας πεπερασμένος αριθμός συγκεκριμένων ρόλων. Εν συνεχεία, προβαίνει στη διάκριση των σταθερών και περιορισμένων σε αριθμό «δρώντων» προσώπων και των αναρίθμητων «δραστών». Οι «δρώντες» λανθάνουν πίσω από κάθε κείμενο, ενώ οι «δράστες» επενδύουν στο επίπεδο του λόγου με συγκεκριμένες ιδιότητες τους «δρώντες» ενσαρκώνοντας τους ρόλους. Σύμφωνα με τον Greimas, στη βεντάλια των δρώντων συμπεριλαμβάνονται: το Υποκείμενο, το Αντικείμενο (θέλω), ο Πομπός ή Εντολέας, ο Δέκτης ή Αποδέκτης (γνωρίζω), ο Βοηθός ή Συνεργός ή Συμπαραστάτης και ο Αντίμαχος ή Πολέμιος ή Αντίπαλος (μπορώ). Ωστόσο, όπως ο ίδιος επισημαίνει, το γενικό αυτό μοντέλο δύναται να λάβει λαβυρινθώδεις διαστάσεις. Οι ρόλοι μπορούν να κατανέμονται και να ανακατανέμονται ανάμεσα στους χαρακτήρες ποικιλοτρόπως. Στο Νούμερο 31328 είναι προφανές πως τον ρόλο του βοηθού ή συνεργού ή συμπαραστάτη διαδραματίζουν αφενός οι αιχμάλωτοι, όπου ο ένας βοηθά με όποιο μέσο μπορεί τον άλλον, προκειμένου να επιβιώσουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και αφετέρου ο αναγνώστης-αποδέκτης της αφήγησης, ο οποίος συμπάσχει στο μαρτύριό τους και πιστεύει στη βάσανό τους, ενώ ο ρόλος των αντίμαχων, αντιπάλων, πολέμιων ή ανταγωνιστών, όπως είδαμε και παραπάνω, ανήκει στο τουρκικό έθνος. Στην ίδια λογική κινείται και ο Δερμιτζάκης, ο οποίος προτείνει ένα πιο απλό μοντέλο ανάλυσης των σχέσεων των χαρακτήρων. Υποστηρίζει λοιπόν πως κανείς μπορεί να τοποθετήσει τις σχέσεις αυτές πάνω σ’ έναν άξονα φιλίας κι εχθρότητας. Η φιλότης και το εμπεδόκλειο νείκος θέτουν σε κίνηση το σύμπαν του λογοτεχνικού μύθου.

Όπως επισημαίνει ο Δερμιτζάκης, η χαρακτηρολογία των προσώπων μπορεί να γίνει βάσει αρκετών παραμέτρων. Ως προς την άποψη της ικανότητας μπορούμε να ανιχνεύσουμε αν τα πρόσωπα έχουν αποφασιστικότητα, δύναμη, γνώση, επιδεξιότητα. Ως προς την persona μπορούμε να διακρίνουμε αν είναι αυτό που φαίνονται, αν κρύβουν ό,τι είναι ή δείχνουν διαφορετικοί από ό,τι είναι. Επιπροσθέτως, οι ήρωες μπορούν να χαρακτηριστούν στη βάση ψυχολογικών στοιχείων. Ο H. Eysenck προτείνει ένα οικονομικό μοντέλο ψυχολογικού χαρακτηρισμού: ένας κύκλος με δυο άξονες, έναν κατακόρυφο κι έναν οριζόντιο, όπου ο ένας αναπαριστά την εσω ή εξωστρέφεια  κι ο άλλος την συναισθηματικότητα ή ψυχρότητα. Οι ήρωες του Νούμερου τείνουν να ταξινομηθούν στην κατηγορία του  εσωστρεφή, συναισθηματικού, συμβιβασμένου κι όχι σ’ εκείνη του εξωστρεφή, ασυμβίβαστου άνθρωπου της τόλμης και της φυγής, χωρίς ωστόσο, να υπάρχουν στεγανά. «Σε όλα τα έργα του Βενέζη» γράφει ο Μ. Περάνθης «οι άνθρωποί του αποπνέουν καλοσύνη και αγαθότητα, σκύβοντας καρτερικά στην ειμαρμένη τους, χαμογελώντας στον όποιον πόνο τους». Στον ιδεολογικό άξονα ένα άτομο μπορεί να καταλάβει οποιαδήποτε θέση (δεξιός, αριστερός, ή ενδιάμεσες απόψεις). Στο Νούμερο δεν εκφράζονται πολιτικές απόψεις, παρά μόνο, όπως θα δούμε και παρακάτω, στην εκτέλεση του Νικόλα του ρολογά, ο οποίος εκτελείται στην Πέργαμο, λόγω του ότι στην περίοδο του πολέμου, ήταν ένας απ’ αυτούς που έφτασαν με το 40ο ελληνικό σύνταγμα εκεί κι άρχισαν τα αντίποινα.  Οι χαρακτηρολογικές αυτές κατηγορίες μπορεί να διακρίνονται ακόμη ως προς τον βαθμό μιας ιδιότητας, μιας περιγραφής, της δράσης του και ως προς την πιθανότητα να διαθέτει ή όχι κάποια ιδιότητα.

 

Μεθοδολογία δημιουργίας και παρουσίασης χαρακτήρων.

Συναρμολογώντας το πάζλ των χαρακτήρων του Νούμερου 31328

 

Υπάρχουν δύο μέθοδοι δημιουργίας χαρακτήρων, η μέθοδος της άμεσης έκθεσης και η δραματική μέθοδος. Κατά την πρώτη, ο χαρακτήρας περιγράφεται ή συζητείται από τον αφηγητή ή από κάποιον άλλο χαρακτήρα και ο αποδέκτης της αφήγησης σχηματίζει έμμεσα μια εικόνα γι’ αυτόν (περίληψη δράσης). Στην δεύτερη περίπτωση, ο συγγραφέας δείχνει τους χαρακτήρες, ο αποδέκτης βλέπει τον χαρακτήρα, τον ακούει και διαμορφώνει μόνος του άποψη, χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτου (σκηνικός τρόπος παρουσίασης της δράσης). Στο Νούμερο, κάποιοι χαρακτήρες δίνονται με την μια και κάποιοι με την άλλη μέθοδο, όπως θα διαπιστωθεί και παρακάτω.

Σε μια αφήγηση οι χαρακτήρες δύνανται να παρουσιαστούν με δυο τρόπους: άμεσα ή έμμεσα. Στην πρώτη περίπτωση, το αφηγηματικό πρόσωπο προσδιορίζεται απευθείας, συνήθως με κάποιο επίθετο που δηλώνει ιδιότητα, είτε από τον αφηγητή, είτε από κάποιον άλλο χαρακτήρα, είτε από τον ίδιο του τον εαυτό, γι’ αυτό και οι χαρακτηρισμοί που ρέουν απ’ αυτές τις πηγές πρέπει να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους. Με άλλα λόγια, οι χαρακτήρες παρουσιάζονται απ’ αυτά που λένε οι ίδιοι για τους εαυτούς τους ή απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι άλλοι ή ο συγγραφέας γι’ αυτούς, απ’ τις αντιδράσεις των άλλων απέναντί τους, απ’ τις αντιδράσεις των ίδιων απέναντι σε συγκεκριμένες καταστάσεις ή στο περιβάλλον γενικά. Ένας χαρακτήρας μπορεί να παρουσιαστεί υπαινιχτικά μέσα απ’ τη δράση, απ’ το φυσικό παρουσιαστικό τους και την εξωτερική τους εμφάνιση, απ’ τις κινήσεις και τις χειρονομίες, απ’ τις ενδυματολογικές επιλογές, που αποτελούν τη σκηνοθεσία του σώματος και μια μορφή δήλωσης της ταυτότητας, απ’ την προφορά, τον τρόπο ομιλίας, διαλογής, οργάνωσης του λόγου, επιχειρηματολογίας, απ’ την κοινωνική θέση, την καλλιέργεια, την παιδεία, τις συνήθειες και την ψυχολογική διάθεση. Διαφορετικά, κάθε πλασματικός ήρωας χαρακτηρίζεται έμμεσα από τις σκέψεις και τις πράξεις του, από τα έργα και τα λόγια του, ή ακόμα κι από τους δεσμούς, τις σχέσεις, τη στάση, την συμπεριφορά που υιοθετεί κι αναπτύσσει στη διάρκεια της λογοτεχνικής αφήγησης και άμεσα από τους άλλους χαρακτήρες και φυσικά από την ίδια την αφηγηματική φωνή, απ’ το φίλτρο της οποίας περνούν όλα τα παραπάνω. Κάθε μυθοπλαστικός χαρακτήρας εξατομικεύει και ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει ορισμένα τυπικά γνωρίσματα. Αυτό σημαίνει πως διαθέτει κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία τον κάνουν να ξεχωρίζει και, παράλληλα, εκπροσωπεί κάτι πολύ ευρύτερο από τον εαυτό του. Κάτι αντίστοιχο διατυπώνει και ο  M. Pfister, ο οποίος διακρίνει χαρακτηρισμούς προσώπων (figurale) και χαρακτηρισμών συγγραφέων (auktoriale), χαρακτηρισμούς ρητούς (explizit) και υπονοούμενους (implizit). Στους ρητούς χαρακτηρισμούς των προσώπων διακρίνουμε ταυτότητα και ετερότητα υποκειμένου-αντικειμένου, δηλαδή αν μιλά κανείς για τον εαυτό του (μονολογικό και διαλογικό σχόλιο) ή κάποιος άλλος γι’ αυτόν (αν το πρόσωπο που σχολιάζει κανείς είναι παρόν ή λείπει, αν τα σχόλια γίνονται πριν ή μετά την εμφάνιση του προσώπου περι ου ο λόγος). Κάθε πρόσωπο δύναται να χαρακτηριστεί είτε άμεσα είτε έμμεσα. Ο υπονοούμενος χαρακτηρισμός των προσώπων είναι μόνο εν μέρει λεκτικός, αφού ένα πρόσωπο δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τον τρόπο που μιλάει, αλλά και από την εμφάνιση, το χώρο που φτιάχνει για τον εαυτό του, τα ρούχα του, τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, τη συμπεριφορά, τις πράξεις του, τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, τις προθέσεις, το αξιακό του σύστημα, κ.ά. Στους υπονοούμενους χαρακτηρισμούς του συγγραφέα περιλαμβάνονται τα ερμηνευτικά ονόματα.

Συνήθως, ο συγγραφέας σκιτσογραφεί το μυθοπλαστικό του πρόσωπο τροφοδοτώντας τον αναγνώστη του με σωρία πληροφοριών που αφορούν την ταυτότητα εκείνου. Αναμφίβολα, το ουσιαστικότερο στοιχείο είναι εκείνο του ονόματος του ήρωα, το οποίο μάλιστα, πολλές φορές, παρέχει τα  ερμηνευτικά κλειδιά, με τα οποία θα ξεκλειδώσουμε το κείμενό μας. Τα ονόματα των ηρώων του Βενέζη είναι συμβολικά και πολλές φορές γίνονται δηλωτικά των χαρακτήρων και των συμπεριφορών τους.

Κάθε αφηγηματικός χαρακτήρας επιτελεί κάποιες λειτουργίες: εκείνη της δράσης και της συμμετοχής στην πλοκή, εκείνη της ερμηνείας των γεγονότων της αφήγησης κι ενίοτε εκείνη της αναπαράστασης και της επιτέλεσης της αφηγηματικής πράξης κι εκείνη του ελέγχου και του σχολιασμού των πάντων. Σύμφωνα με τον G. Genette, ο λόγος των μυθοπλαστικών χαρακτήρων ανάλογα με τις επιδιώξεις του αφηγητή μπορεί να ποικίλει. Στον μιμούμενο ή ευθύ λόγο, ο αφηγητής προσποιείται πως παραχωρεί τη θέση του στους ήρωές του και αναπαραγάγει το διάλογο ή την ομιλία τους γενικότερα χωρίς περικοπές ή αλλοιώσεις. Στον διηγηματοποιημένο ή αφηγημένο, ο λόγος των προσώπων εκφέρεται από τον ίδιο τον αφηγητή κι ο αποδέκτης της αφήγησης δεν είναι σε θέση δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα «πραγματικά» λόγια που υποτίθεται ότι πρόφερε ο αφηγηματικός χαρακτήρας. Η διαμεσολάβηση του αφηγητή μεταφέρει, συμπυκνώνει, αραιώνει, τονίζει, κτλ. μόνο τα σημεία που εκείνος επιθυμεί. Πρόκειται για την πλέον αποστασιοποιημένη μορφή απόδοσης του λόγου των προσώπων. Στον μετατιθέμενο ή πλάγιο λόγο, η ομιλία των προσώπων ενσωματώνεται γραμματικά στο λόγο του αφηγητή, είτε σε πλάγιο είτε σε ελεύθερο πλάγιο λόγο. Ωστόσο, η παρουσία του αφηγητή είναι αισθητή, κυρίως, στη συντακτική διάρθρωση του λόγου.

Το Νούμερο είναι ένα βιβλίο χαρακτήρων. Μέσα από την αναγκαστική συμβίωση ενός πληθυσμού ετερόκλητης και ποικιλότροπης κοινωνικής, μορφωτικής και πνευματικής σύνθεσης, που εκ των πραγμάτων έπρεπε να βρίσκεται σε διαρκή επαφή και επικοινωνία, αναδεικνύεται ο χαρακτήρας, η νοοτροπία, η ψυχοσύνθεση κι ο τρόπος συμπεριφοράς του καθενός, που όφειλαν να γίνονται αποδεκτά κι ανεκτά από τους υπόλοιπους, γιατί αλλιώς θα οδηγούσαν σε απρόβλεπτες και δυσχειραγώγητες δυσαρμονικές καταστάσεις. Ο αναγνώστης περιβάλλει με όλη του τη συμπάθεια τους ανθρώπους του Νούμερου και τον αγώνα τους, που συγκινεί κάθε ευαίσθητη χορδή της ψυχής του.

Το Νούμερο ξεκινά με τη διαδικασία επιλογής νέων αντρών που πρόκειται να επανδρώσουν τα τάγματα εργασίας στην Ανατολή: Μα οι άντρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να το κάνει, γι’ αυτό σκαρφίζονταν τρόπους να ξεφύγουν. Μάλιστα, μερικοί ντύνονταν γυναίκες στις σκηνές αποβιβασμού στα πλοία, προκειμένου να γλιτώσουν την αναγκαστική τους μετάβαση στα εργατικά τάγματα-κολαστήρια της Ανατολής. Όπως επισημαίνει η Μ. Μικέ, κανένας αποτροπιασμός δεν εκφράζεται γι’ αυτήν την παρενδυσία. Ο αφηγητής και ο παρενδεδυμένος χαρακτήρας είναι ομοεθνείς και ομόθρησκοι, και κάτω από τόσο άθλιες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνθήκες, το πρωτεύον ζήτημα είναι η ίδια η ζωή. Αργότερα, όμως, που αποκαλύπτεται η παρενδυσία τους από τους διώκτες τους, τους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους, ακολουθεί ο καγχασμός και το πλήγμα, γι’ αυτούς που αποκαλύπτονται είναι πολλαπλό. Το ανεπούλωτο τραύμα εντοπίζεται τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο φύλου. Με άλλα λόγια, η παρενδυσία προσλαμβάνεται από τους διώκτες ως διαδικασία που μειώνει δραστικά και στην ουσία ακυρώνει την κληρονομημένη από τα πανάρχαια χρόνια γενναιότητα ενός Έλληνα άνδρα. Οι προσβολές που εκτοξεύονται από τους διώκτες πλήττουν ένα ανάλογα σμιλεμένο εθνικό φρόνημα, και, συνεπώς, ο μεταμφιεσμένος ούτε λίγο ούτε πολύ αισθάνεται ότι κηλιδώνει ανεξίτηλα το πανάρχαιο εθνικό κλέος. Επιπροσθέτως, η παρενδυσία επιδεινώνει την κατάσταση και υποβιβάζει ακόμη περισσότερο αυτόν που αποτόλμησε μια παρόμοια πράξη. Στο επεισόδιο αυτό, ο πόνος των γυναικών για τη διάλυση της οικογένειάς τους παρουσιάζεται ως ανεπούλωτη πληγή. Οι γυναίκες ξεπροβόδιζαν συζύγους κι αρσενικά παιδιά με πόνο ψυχής: Πίσω τους τρέχουν έξαλλες γυναίκες. Φώναζαν όλες μαζί, μπαίναν μέσα στη γραμμή. Οι στρατιώτες τις σπρώχναν, αυτές τίποτα […], τούτη η τελευταία μπήγει τις φωνές, κάτι σπαραχτικά, άγαρμπα, κλάματα: -Αχ, Χριστέ μου, δε θα το ξαναδώ!… -Παιδάκι μου, κάμε υπομονή, […] μην τους αντιμιλάς, μη σε χτυπούν… […]. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φωνάζουν, ν’ αφήνουν γεια, να δίνουν τα μωρά που κρατούσαν να τα φιλήσουν οι άντρες. Αγωνιώντας για το αν οι δικοί τους είναι ζωντανοί ή νεκροί κάναν την πιο μεγάλη φασαρία […]. Έρχουνταν στα χέρια, σκίζαν τα μούτρα τους με τα νύχια και κλαίγαν. Νομίζω πως τα ανωτέρω αποσπάσματα δίνουν χαρακτηριστικά την ευαίσθητη γυναικεία ταυτότητα. Θα συνεχίσω με τη συναρμολόγηση των πορτρέτων των χαρακτήρων του Νούμερου, με τη σειρά που αυτοί εμφανίζονται.

Ο Κώστας Λέλεκας είναι ένας βιολιστής που βάδιζε στη δεξιά αράδα της αποστολής κουβαλώντας έναν άσπρο μπόγο στην πλάτη του, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το μαύρο του σακάκι. Ήταν ένα ον μη μου άπτου, μονόφθαλμο και χλωμό […]. Είχε αριβάρει ξαφνικά, πριν από ένα χρόνο, στον τόπο μας. Έπαιζε σ’ έναν καφενέ. Η πελατεία νύσταζε. Ήταν μια μουσική –δάκρυ προτιμάτε ή μειδίαμα;- χωρίς αίμα, ολοάδειανες φλέβες […]. Ήταν φθισικός. Παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ήταν ήσυχος, αλλά έτρεμε τους Τούρκους αξιωματικούς. Έπειτα από εντολή τους παίζει ένα σκοπό ανεξήγητο και περίεργο κι εκείνοι του πετούν ένα κουβά νερό: Ο Λέλεκας έκαμε να βασταχτεί μα δεν μπόρεσε. Βιολιά, νερά, μούτρα κουτρουβάλησαν χάμου […]. Στο μούτρο του Λέλεκα έτρεχε λίγο αίμα κι ανακατευόταν με τα νερά. Το μάτι του έτρεμε συγκίνηση σα να ’κανε ερωτική εξομολόγηση. Έπειτα από το επεισόδιο αυτό καμία άλλη πληροφορία δεν μας παρέχεται για το πρόσωπο αυτό.

Ο Βενέζης επιμένει ιδιαίτερα στη σκιαγράφηση του πορτρέτου της μητέρας, η οποία δεν αποχωρίζεται στιγμή τον Ηλία στο υπόγειο: Η μητέρα μου δε θέλει να φύγει απ’ την αποθήκη. Μένουμε μαζί ώρες […]. Δεν ανάβουμε φως για να μην προδοθούμε. Εμένα με παίρνει ο ύπνος, μα η μητέρα μου κάθεται […]. Ρωτά ανήσυχη το παιδί της αν είναι καλά […]. Η μητέρα μου φαίνεται πως έκλαψε πολύ λέει ο Ηλίας και μετά τη δυσάρεστη είδηση πως δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας δε φεύγει πια μήτε στιγμή από κοντά μου. Πιο κάτω μας πληροφορεί πως την ακούει που αρχίζει να μουρμουρίζει μονάχη της, σα να συνομιλεί με το Θεό. Η πονεμένη μητέρα δεν αποχωρίζεται το παιδί της ούτε στη φυλακή: Η μητέρα μου έχει γονατίσει […], και δε φωνάζει πια, κλαίει. Στην αρχή ο σκοπός δεν την άφηνε να ’ρθει κοντά. Έκαμε τον κόσμο άνω κάτω, σαν παλαβή. Η μητέρα πασχίζει να μιλήσει στο παιδί της:

 

Με κοίταζε με τα ξαφνιασμένα μάτια της μες στους άγνωστους ανθρώπους […]. Το χέρι της έτρεμε στο κενό, ερχόταν σ’ εμένα, πάλι αποτραβιόταν […]. Το στόμα της ανοίγει και κλείνει νευρικά. Τα μάτια δεν τα σφουγγίζει πια, το ’χει ξεχάσει […]. Χύνουμαι προς το παράθυρο μόλις ακούγω τη γλυκιά φωνή της να με ζητά. Με τα μάτια πρησμένα απ’ την αϋπνία κι απ’ τον τρόμο, με καρδιά τσακισμένη, ένα σώμα χωρίς νεύρα, χωρίς δύναμη, που πάλεψε, πάλεψε, τεντώνω τα χέρια μου ικετεύοντας να με σώσουν […]. Είναι τόση η σαστισμάδα της, δε σκέφτεται καν ν’ αφήσει να τρέξουν τα δάκρυά της. Σηκώνεται, τρέμοντας, να φύγει. –Παιδάκι μου!… Τρέχουμε!… τραυλίζει.

 

Απεγνωσμένη η μάνα παρακαλεί γονατιστή τους στρατιώτες σε μια προσπάθεια να σώσει το παιδί της.

Ο πατέρας του Ηλία καταφθάνει με τη γυναίκα του στην αποθήκη προκειμένου να του μεταφέρουν τα κακά μαντάτα: Πολεμά να πάρει θάρρος, να δώσει το γνώριμο κρύο τόνο στη φωνή του […]: -Αύριο, πριν ξημερώσει, θα φύγεις. Όταν ο πρωταγωνιστής μεταφέρεται στη σκοτεινή φυλακή, όπου λαμβάνουν χώρα ποικίλες βιαιοπραγίες, λέει: ο πατέρας μου στεκόταν και κοίταζε χαμένος. Ωστόσο, προσπαθεί απεγνωσμένα μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια να βρουν τρόπο να γλιτώσουν το παιδί τους. Όταν καταλαβαίνουν πως οι προσπάθειές τους δεν καρποφορούν ο πατέρας του πηγαίνει και τον ρωτά τι να κάνει. Να φύγει ή όχι από το Αιβαλί; Είναι πολύ συντριμμένος. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις ανώνυμων προσώπων που παρελαύνουν στο Νούμερο.

Και τα αδέρφια συμπαραστέκονται στον Ηλία, παρά την ηλικία τους. Ένα ένα κατεβαίνουν στην αποθήκη και τ’ άλλα παιδιά μας, τ’ αδέρφια μου. Τέσσερα κορίτσια. Ο Θάνος είναι το μικρότερο παιδί, δέκα χρονώ. Καταλαβαίνει κι αυτό πως κάτι σπουδαίο γίνεται μ’ εμένα. Η μεγαλύτερη αδερφή, η Ανθίππη, είναι γεμάτη καλοσύνη και σύμφωνα με τον αφηγητή-πρωταγωνιστή: την αγαπούμε όλοι ύστερα από τη μητέρα μας. Η Ανθίππη προτείνει στη μητέρα της να ετοιμάσουν ρούχα για τον Ηλία κι κανένα κινίνο κατά της ελονοσίας. Ο Θάνος βάζει στο μπόγο του Ηλία μια τσικολάτα πριν πάει στη φυλακή. Μεταφέρει κουβέρτες, μαξιλάρια κι ένα βραστό κοτόπουλο στη φυλακή. Ο Ηλίας λέει: Το παιδί καταλαβαίνει τη σοβαρή θέση μου, θέλει να μου δώση κουράγιο. –Αδερφάκι μου, μη φοβάσαι, μου λέει. Τρέχουμε για σένα […]. Κι αν δεν σε γλιτώσουμε, θα ’ρθουμε μαζί σου […].Από το Θάνο μαθαίνω πως κλαίνε όλοι στο σπίτι. Ο Θάνος ενημερώνει τον αδερφό του πως η μητέρα τους δε θέλει να φύγει κι να τον αφήσει μόνο. Ο γέρο-πατέρας τους την παρακαλεί και της λέει πως έχουνε κορίτσια. Π ρ έ π ε ι, ισχυρίζεται.

   Ένας άλλος ήρωας του έργου είναι ο Ηρόδοτος: Ο Ηρόδοτος ήταν ένας παίδαρος, απ’ τα μικράτα του αγαθός τω πνεύματι. Στον ευρωπαϊκό πόλεμο, για μα μην τον πάρουν οι Τούρκοι στα εργατικά τάγματα, οι δικοί του του είχαν κάμει έναν κρυψώνα στο ταβάνι του σπιτιού. Ωστόσο, δεν συλλαμβάνει την τραγική του κατάσταση λόγω νοητικής υστέρησης: […] ο Ηρόδοτος, ένας σκοτεινός βόλος, κοιτάζει με τα μεγάλα ηλίθια μάτια του, γεμάτα απορία, και τρέμει κυριευμένος από πρωτόγονο φόβο. Ο Ηρόδοτος πρωτοεμφανίζεται μέσα από τα λόγια της Ανθίππης. Εκείνη, λέει στη μητέρα της πως οι Μαντάδες τον έντυσαν έγκυο γυναίκα με φουσκωμένα στήθια, γεμισμένα με κουρελόπανα, αλλά, εν τέλει, η πραγματική του ταυτότητα αποκαλύφθηκε. Η Μ. Μικέ υποστηρίζει πως ο κίνδυνος που ελλοχεύει από τους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους παραμονεύει αμείλικτος και εξωθεί τα υποκείμενα σε περιόδους μειζόνων ιστορικών γεγονότων να υποκριθούν κάτι διαφορετικό από αυτό που ουσιαστικά είναι. Μάλιστα, από την επιτυχία ή όχι της μεταμφίεσης εξαρτάται η ίδια τους η ζωή. Το γκροτέσκο πλαστό του σώμα τον προδίδει, καθώς ο ίδιος δεν δύναται ν’ ανταποκριθεί στη νέα του ταυτότητα κι έτσι η διαπάλη ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι βρίσκεται στο ζενίθ. Η νέα φορεσιά σηματοδοτεί νέες συνήθειες κι απαιτεί νέες συμπεριφορές. Ωστόσο, επειδή η μεταμφίεση συντελείται αναγκαστικά για λόγους επιβίωσης δεν αλλοιώνει ή δεν διαβρώνει τον χαρακτήρα του και το σθεναρό σύστημα αξιών του. Ο Ηρόδοτος βρίσκεται φυλακισμένος στο ίδιο υπόγειο με τον Ηλία κι εκεί οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι τον περιγελούν για τη μεταμφίεση του. Ο Ηρόδοτος […] σαν καταλαβαίνει να σφίγγουνται πολύ από πάνω του, κάνει ένα κίνημα φόβου να λυτρωθεί, τραυλίζει ασυναίσθητα: Εν… Τη δεύτερη νύχτα ήταν ανάμεσα στους συντρόφους που επιλέχτηκαν για το ξάφρισμα: Ο Ηρόδοτος στεκόταν εκεί στον τόπο του, αναποφάσιστος. Αργότερα, ο ανατολίτης στρατιώτης πληροφορεί τους φυλακισμένους αιχμαλώτους πως ο Ηρόδοτος προσπαθούσε να ξεφύγει από την εκτέλεση του αποσπάσματος και πως εν τέλει θανατώθηκε.

Ο Ιάκωβος Μούρας είναι ένας περασμένος άνθρωπος, ίσαμε πενήντα χρονώ. Ήταν ξενοδόχος και πατριώτης λόγιος. Όταν ήρθαν οι Έλληνες στην Ανατολή έβγαλε ένα λόγο […]. «Ζήτω η ελευθερία!». Ο αφηγητής καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: Σίγουρα θα τον πρόδωσαν γι’ αυτό. Εκείνος κάθεται ζαμουριασμένος, ένα κουβαράκι, και συλλογίζεται. Την στιγμή που λαμβάνει χώρα το «ξάφρισμα», προσπαθεί να πάρει κουράγιο με την προσευχή: Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού, του Πατρός και του Υιού… Ο ευσεβής και θρήσκος Ιάκωβος ζητά σωτηρία και βοήθεια καταφεύγοντας στο θείο. Εκλιπαρεί για τη σωτηρία του επικαλούμενος ματαίως την ιταλική του υπηκοότητα: Όχι εγώ! Όχι εγώ! παρακαλεί με απελπισία ο φουκαράς. Εγώ Ιτάλια ταμπαασί.

Ο Πέπας είναι ένας αψηλός άντρας, τον πιάσαν κατά τα σουρουπώματα. Έβγαζε μια μικρή εφημερίδα τον καιρό που οι Έλληνες ήταν στη Μικρασία […]. Ο Πέπας ήταν ένας άνθρωπος λεπτοκαμωμένος, σιγανός, ήμερος, υποχόνδριος, εργένης και συφιλιδικός […]. Είναι φοβερά μύωψ και λέει πως δε βλέπει επειδή δεν έχει γυαλιά. Του τα ’σπασε, με τα δυό χαστούκια που του ’δωσε, ο αξιωματικός μόλις τον πιάσαν […]. Τρέμει. «Κύριε, Κύριε…» μουρμουρίζει. Η καρδιά του χτυπά, τικ τακ. Ο Πέπας μουρμουρίζει κάτι σαν προσευχή, στριφογυρίζει, δεν μπορεί να ησυχάσει, υποφέρει από το παγερό κρύο. Ενώ τους έχουν γδύσει και τους έχουν αφήσει μισόγυμνους, ξεκινούν την πορεία τους. Μόνο ο Πέπας αρνήθηκε να τους ακολουθήσει: Οι στρατιώτες γύρισαν μονάχοι.

   Ο Μανόλης είναι ένα μελαψό μούτρο γεμάτο ζωηρές γραμμές, δυό μάτια που γυαλίζουν. Οι μασέλες τραβούν ένα τετράγωνο σχέδιο με το κεφάλι. Ο Ηλίας τον ρωτά αν είναι ξωχάρης κι εκείνος αποκρίνεται: Καπετάνιος απ’ τα Μοσχονήσια […]. Μας λέει πως έχει μια γυναίκα και δυό μωρά. Τα μπαρκάρισε προχτές. Μας περιγράφει το καθένα απ’ τα παιδιά τι λογής είναι, ξανθό, μελαχρινό, το πιο μικρό έχει κ’ ένα σημάδι καταμεσής στο κούτελο, μια ασήμαντη σκισμάδα […]. Άνοιξε το στόμα του και λέει, λέει. Όταν ο καπετάνιος πεινάει, ο Ηλίας του παραχωρεί το δέμα που του έφερε ο μικρός του αδερφός. Μόλις μιλά για το  «ξάφρισμα»…, μουρμουρίζει με φωνή που πολεμά να μην τρέμει. Γρήγορα, οι Τούρκοι στρατιώτες επέλεξαν τον Μανόλη και τότε εκείνος: κουμπώνεται απότομα, σα να πήρε την απόφαση. Προσπαθεί να μην πανικοβληθεί και να κρατηθεί ψύχραιμος. Βρίσκει την δύναμη να χαιρετήσει τους συντρόφους κι έπειτα χάνεται αποφασισμένος: Ε… Γειά σας… Βάζει τα χέρια στις τσέπες και χιμά στην πόρτα. Παρηγοριά και κουράγιο του το φελουκάκι που του έφτιαξε ο γιος του και που δεν μπόρεσε να πάρει μαζί του την τελευταία στιγμή.

Οι στρατιώτες κάποια μέρα σπρώχνουν στη φυλακή έναν νέο αιχμάλωτο: Είναι μια νέα έκδοση Ηρόδοτος. Ένα παλικαράκι που είχε ντυθεί γυναίκα για να το σκάσει και το πιάσαν στο μουράγιο. Φορεί ακόμα ένα φουστάνι που κρέμεται κουρέλια απ’ το τράβηγμα. Οι στρατιώτες τον χλευάζουν και τον υποβάλλουν σε πληθώρα δοκιμασιών και: Το παλικάρι κάνει μια τρομερή προσπάθεια –δαγκάνει με τα δόντια τη γλώσσα του, κατάχλωμο, να κρατηθεί. Και ξαφνικά, ανίκανο, ανοίγει το στόμα του και μπήγει ένα δυνατό σπαραχτικό χάχανο.

Προς το τέλος του Β΄ Κεφαλαίου, την τελευταία στιγμή, οι στρατιώτες φέρουν ένα παιδί φίλο μου, τον Αργύρη, λέει ο αφηγητής και συνεχίζει: Ο Αργύρης περπατούσε πλάι μου. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε μαζί. Μου ήρθε σα χαρά που βρέθηκε ο Αργύρης την τελευταία ώρα. Ήμαστε συμμαθητές […]. Τον ζηλεύαμε στο σχολείο γιατί ήταν ο ωραιότερος έφηβος. Δυό μεγάλα μάτια, ένα κορμί χυμένο απ’ το Θεό στις πιο καλές ώρες του. Αυτό το ωραίο κεφάλι ήξερε την καλύτερη κοσμογραφία στο Γυμνάσιο […]. Ερχόταν ταχτικά στο σπίτι μας και διαβάζαμε μαζί […]. –Θα μας τουφεκίσουν, Ηλία;… Έτρεμε πολύ […]. Είχε την ίδια αγωνία που είχαμε όλοι μας στο υπόγειο: «Με τι τρόπο;». Βλέποντας τα τσεκούρια να κρέμονται από τις ζώνες των στρατιωτών λέει ο Ηλίας για τον Αργύρη: Έσφιξε τα χέρια του στα χέρια μου. Δεν τολμούσαμε να βγάλουμε κιχ. Προχωρούσαμε με ολοένα πιο αβέβαιο βάδισμα. […] Ηλία!… μουρμουρίζει ο Αργύρης. Ηλία θα μας σκοτώσουν!… […]. Ηλία!… Ηλία!… Βλέπεις, δε μας σκότωσαν! Βλέπεις… Αγκαλιαζόμαστε γι’ αυτή την αναπάντεχη χαρά. –Θα ζήσουμε… θα ζήσουμε!… έλεγε δακρυσμένος. Ο Αργύρης εμφανίζεται να εφαρμόζει πλήρως το λόγο του Χριστού: ο έχων δυο χιτώνας να δανείζει τον ένα. Κάποιος στρατιώτης ανταλλάσει τις παλιαρβύλες του με τα παπούτσια του Αργύρη και τότε εκείνος δίνει τη μια στον Ηλία. Γεμάτος φόβο και αγωνία για το μέλλον τους ρωτά συνεχώς: -Ηλία, θα βαστάξουμε […]; Ο Ηλίας απαντά: -Θα βαστάξουμε, Αργύρη. – Ελπίζεις; αποκρίνεται εκείνος. –Ελπίζω, απαντά ο Ηλίας. Ο αφηγητής συνεχίζει λέγοντας: Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για τα πόδια του […]. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Του λέω πως υποφέρω κ’ εγώ, σώπα. Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο: -Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;… Μια νύχτα, οι Τούρκοι στρατιώτες αναζητούν ερωτικό σύντροφο προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους. Ωστόσο, αυτό δεν κατονομάζεται (ολιγολογία Βενέζη). Ο αναγνώστης καλείται να οργανώσει τα δεδομένα της αφήγησης και να καλύψει το κατά τον Iser νοηματικό κενό (αναγνωστική δραστηριοποίηση). Με τη λέξη «αυτό», ο Αργύρης εννοεί τον ενδεχόμενο κίνδυνο να βιαστεί από τους Τούρκους στρατιώτες. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ’ εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε […]. Σαν φτάξανε σ’ εμάς, στα δυό αγόρια, στάθηκαν. –Θέλεις; Λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη […]; -Όχι για την ώρα […]. Είναι τόσο κοντά μου, ακούγω την καρδιά του που χτυπά γρήγορα […]. Σφίγγεται πάνω μου. –Ηλία… μουρμουρίζει συγκινημένος. Α, «αυτό» όχι! Κ’ εμένα μ’ έχει περιχύσει ο ίδρος απ’ το φόβο […]. Μια ξαφνική αξιοπρέπεια τινάζεται σα λόγχη μες από κει, απ’ το ταπεινωμένο ζο. Μια περηφάνια, μες στις μύξες, στη γύμνια, στα δάκρυα-ναι, ήταν ολότελα κωμικό […]. Αργύρη, εγώ θα προτιμήσω να πεθάνω. Μετά το επεισόδιο του βιασμού της γυναίκας: Τα νεύρα είναι τσακισμένα. Κ’ η καρδιά, είναι πλημμυρισμένη […]. Ηλία, τι θα γίνει αν… […].Ο Ηλίας απαντά στον Αργύρη πως θα πάρουν θειάφι κι εκείνος: στριφογυρίζει χτυπημένος απ’ την σκληρή υπόμνηση, κάνει μια τελευταία απόπειρα ν’ αντισταθεί μ’ όλη τη θερμή παιδιάτικη ύπαρξή του […]. –Τι φταίξαμε; Ηλίας κι Αργύρης συμφώνησαν και πλησίασαν ο ένας τον άλλον να ζεσταθούν. Όταν πλέον γίνονται αντιληπτά τα πρώτα σημάδια σωματικής εξαθλίωσης, ο Αργύρης βρίσκει ένα κομμάτι παλιοτσούβαλο, το οποίο και μοιράζεται με τον Ηλία, προκειμένου να δέσουν τα πληγωμένα πόδια τους. Την ώρα που κάνουν μια στάση σ’ ένα βαλτονέρι, ο Αργύρης μηχανεύεται τρόπους να εξαπατήσουν τους Τούρκους στρατιώτες, μπας και μπορέσουν και ξεφύγουν. Αργύρης και Ηλίας αλείφουν το πρόσωπά τους με λάσπες, με την ελπίδα πως δεν θα τους προσέξουν εξαιτίας της βρώμας τους. Με πικραμένα μάτια ακούει τον Ηλία να του αφηγείται περιστατικά από την ανέμελη οικογενειακή του ζωή και έπειτα αποτραβιέται κι αυτός στις αναμνήσεις του. Η μνήμη συμμετέχει στη διαδικασία ανασυγκρότησης του εαυτού. Είναι αυτή που διασώζει κι ανακατασκευάζει την ταυτότητα. Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, η μνήμη είναι ένα αχανές ανάκτορο γεμάτο κρυψώνες. Σκάβοντας κανείς μέσα σ’ αυτές θα ανασύρει τις αναμνήσεις σε θραύσματα και θα τις συγκολλήσει σε σύνολο, με αποτέλεσμα τη συγκρότηση της ταυτότητάς του. Κάποια στιγμή, παρακάτω, ο Αργύρης δεν αντέχει πια αυτή τη μαρτυρική πορεία και λυγά. Μένει πίσω και τότε κυριαρχεί ο φόβος μήπως οι Τούρκοι τον σκοτώσουν. Ζητά απελπισμένα τη βοήθεια του Ηλία, ο οποίος μαζεύει όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει, τον βοηθά, του δίνει κουράγιο και τον υποστηρίζει. Αν έχανε τον Αργύρη δεν του έμενε τίποτα άλλο. Τελικά, ο Αργύρης τα καταφέρνει μα μόλις φτάνουν στην Πέργαμο συντριμμένος απ’ την αγωνία και τα βάσανα, κουτρουβάλησε στη γης λιποθυμισμένος. Ο Ηλίας λέει χαρακτηριστικά στο Κεφάλαιο Η΄: Ο Αργύρης μαζεύει κάτι τελευταίες δυνάμεις για να σηκωθεί. Το μούτρο λαστιχέρνει σ’ αυτή την υπερένταση, οι λάσπες που είναι γεμάτο σκίζουνται, κάνουν αυλάκια. Στα θολά μάτια του δε γυαλίζει πια τίποτα. Καίει στον πυρετό. Ο Ηλίας τον βοηθά να προχωρήσει μέχρι να κάνουν την επόμενη στάση. Τη νύχτα ο Αργύρης βλέπει στο όνειρό του πως θα σωθούν και εξιστορεί το όνειρό του στον φίλο του: Περπατούσαμε οι δυό μας πάνου σε μια φωτιά ατέλειωτη. Ύστερα, σα ν’ άνοιξε η γης και πέσαμε. Πέφταμε, πέφταμε – λέγαμε, τι βάθος να ’χει άραγε η γης; Κι άξαφνα χωθήκαμε, πλημμυρίσαμε, γέμισαν τα ρούχα μας, γέμισαν τα χέρια μας ουρανό, παιδί μου! Ουρανό! … Ήταν σα χρυσή λάσπη. Τον πιάναμε, τον χαιδεύαμε, τον αισθανόμαστε, μήτε κουβέντα, ήταν γνήσιος! «Παιδί μου, ουρανός είναι!» λες εσύ. «Ε, τι θαρρείς;» «Μωρέ, ο κ. Μέγας στα Φυσικά δε μας έλεγε πως…». Η ψυχολογία αναγνωρίζει ως έναν απ’ τους μηχανισμούς άμυνας του εγώ του εφήβου τη φυγή απ’ την πραγματικότητα, η οποία ενεργοποιεί τον αυτόνομο μηχανισμό της ονειροπόλησης. Ο Αργύρης αρνείται να διαχρονίσει δυσάρεστες καταστάσεις και προβαίνει σε φυγή. Η επιβίωση δεν είναι μόνο ζήτημα ελέγχου και λογικής, αλλά και δημιουργικής φαντασίας. Ο Αργύρης είχε ανάγκη από όνειρα σωτηρίας στην ανάγκη του να συγκροτήσει μια νέα εικόνα του εαυτού υπό νέες συνθήκες. Οι λύσεις της φαντασίας συγκαλύπτουν την οδυνηρή πραγματικότητα και προσφέρουν αντιστάθμισμα από την αβάσταχτη πραγματικότητα. Η ονειροπόληση προσφέρει φανταστική εκπλήρωση των επιθυμιών. Τα πρόσωπα του Βενέζη οραματίζονται και ονειρεύονται σε μια κατάσταση υπνοειδή, από οργανική ανάγκη. Η ονειρική απόδραση είναι γι’ αυτούς μία δικλείδα εξαερισμού της ψυχής τους, όταν η πραγματικότητα γίνεται καταθλιπτική. Πενήντα ντόπιοι Τούρκοι σταματούν την πορεία των αιχμάλωτων, στέκονται μπροστά από τον Αργύρη και ζητούν από τους λοχίες να τους τον δώσουν ισχυριζόμενοι πως στα χρόνια της ελληνικής κατοχής ο Αργύρης ήταν αστυνομικός και είχε διαπράξει κάτι πολύ σοβαρό. Ο Ηλίας παρατηρεί τον Αργύρη και λέει το εξής: Το παιδί δίπλα μου άρχισε να τρέμει. Τον κοίταξα: ένα κίτρινο χρώμα πασπάλισε το μούτρο του όπου δεν ήταν λάσπη. Οι Τούρκοι έδειχναν το χρυσό δόντι που είχε στο στόμα του ο Αργύρης. Εκείνος άρχισε να τραυλίζει και να δικαιολογείται. Δεν είχε καμία σχέση με εκείνον τον αστυνομικό. Ο Ηλίας συνεχίζει: ο κίνδυνος σπιρούνιαζε τον αγέρα, το παιδί μου έσφιγγε τη χούφτα. Τ’ αδύνατα δάχτυλά του τρέμαν. Τα κρατούσα – έτσι χεράκι χεράκι. Ο Αργύρης νιώθει έντονα πως η ζωή του απειλείται κι ο Ηλίας προσπαθεί όσο μπορεί να του δώσει θάρρος και κουράγιο σφίγγοντάς του το χέρι. Ένας άντρας αψηλός και βαρύς πλησιάζει τον Αργύρη και του κατεβάζει μια, μ’ ένα σφυρί που κρατούσε, στο κεφάλι. Η κραυγή του παιδιού σκίζει τον αγέρα σα λεπίδι. Τα ψιλά δάχτυλά που με σφίγγαν χαλάρωσαν. Ο Βενέζης δίνει όλη τη κτηνωδία και βαρβαρότητα των Τούρκων. Ο αφηγητής-πρωταγωνιστής δεν φαίνεται να αντιδρά.

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και κάποιες φαμίλιες. Η μια, που αποτελείτο από δύο κορίτσια, ένα γέρο πατέρα, ένα μικρό παιδί κ’ έναν αδερφό, όλοι Έλληνες υπήκοοι, εκτελέστηκε οικογενειακά. Στη δεύτερη υπήρχαν τρία μέλη: οι γονείς και το παιδί τους. Οι Τούρκοι πηγαίνουν στο Ιερό του ναού που λειτουργεί ως αποθήκη αιχμαλώτων και παίρνουν τη γυναίκα με σκοπό να τη βιάσουν:

 

Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα […]. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν […].-Γλιτώστε με! Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μες στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει […]. –Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! […]. Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες: Λυπηθείτε μας! […]. Μια κλωτσιά στα πλευρά […]. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, ξύπνησε, ξεφώνισε μαζί της: Μητερούλα;!… […]. Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν […]. –Εδώ μέσα!… Μπρος στα μάτια μας!… μουρμουρίζει ένας με φρίκη. Τα σκυλιά! […]. Δυό τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί […] και κάνανε ένα προπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του […]. Πώς θα το βαστάξω;… μουρμούριζε μες στα δάκρυά του […]. –Σύντροφε δεν είναι ντροπή […]. Οι στρατιώτες φύγανε […]. Τη σκεπάσαμε […] και τη σηκώσαμε στα χέρια μας με προφύλαξη, σαν πολύτιμο και εύθραυστο πράμα. Το χλωμό πρόσωπο ακινητούσε, τραβηγμένα απ’ την πείνα κι απ’ τα δάκρυα. Τα μάτια κλειστά. Ένα ήμερο παράπονο παιδιού σάλευε στα πανιασμένα χείλια. Έτσι τη φέραμε κοντά στον άντρα της και στο παιδάκι της. Χύθηκαν κ’ οι δυό πάνω της, την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν, φώναζαν. Εκείνη τίποτα […]. Βλέπω τον άντρα της χαμένον, έξω απ’ τον εαυτό του […]. Απλώνει το χέρι του σε μια κουβάρα κίτρινη σκόνη […] και κάνει να την καταπιεί […]. Η απελπισία του είχε τραβήξει όλη τη συμπόνια των συντρόφων μου […]. Στο μεταξύ κ’ η γυναίκα έπιασε να συνεφέρνει […]. Γεμάτη ντροπή, άρχισε πάλι να κλαίει ήμερα, ανθρώπινα, σχεδόν πολιτισμένα.

 

Ο άντρας αυτός, ήταν ρολογάς κι ονομαζόταν Νικόλας. Μη μπορώντας να αντέξει τις ταλαιπωρίες ήθελε να ψακωθεί με θειάφι. Κι αυτός παρουσιάζεται εξαθλιωμένος από τη δίψα, αφού χιμά και γλείφει τα βρεγμένα δάχτυλα της γυναίκας του με λύσσα, όταν οι Τούρκοι την αφήνουν κατ’ εξαίρεση να πιει νερό. Ο αφηγητής χαρακτηρίζει τον ρολογά ζαμουριασμένο και γεμάτο τρόμο, όταν αντιλαμβάνεται πως η πορεία οδεύει προς την Πέργαμο, εκεί όπου κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής σφαγιάστηκαν σαράντα φαντάροι από τους Τούρκους. Ο ρολογάς ήταν ένας απ’ αυτούς που έφτασαν με το 40ο ελληνικό σύνταγμα εκεί κι άρχισαν τα αντίποινα. Ο ίδιος επικαλείται το Θεό για την σωτηρία του. Παρακάτω, παρακαλεί τους Τούρκους να μην πάρουν κι άλλες γυναίκες, για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες, μα ένας στρατιώτης τον κλωτσά και του λέει να σκάσει. Ο ρολογάς προκαλεί το θυμό του Ηλία, όταν στην προσπάθειά του να ενθαρρύνει τον Αργύρη πετάγεται και διαψεύδει τα όσα υποστηρίζει. Όταν η ομάδα των αιχμαλώτων φτάνει στην Πέργαμο, ο ρολογάς αναγνωρίζεται από τους ντόπιους Τούρκους. Επικαλείται ματαίως έναν παλιό του γνώριμο, Τούρκο, τον οποίο ικετεύει να τον σώσει. Ωστόσο, πολύ αργά τη νύχτα ήρθαν και τον πήραν. Εκείνος παρακαλούσε να τον αφήσουν να αποχαιρετήσει το παιδάκι του, αλλά οι Τούρκοι δεν του έκαναν το χατίρι.

Ο παλιός αυτός γνώριμος ήταν ένας αρχηγός: Ήταν απ’ τα παλικάρια που δεν έσκυψαν στην κατοχή κάτου απ’ τον Έλληνα, πήραν τα βουνά και σπαταλούσαν την περηφάνια σαν άχρηστη. Ο άνθρωπος αυτός, μόλις μπαίνει στην καπναποθήκη, χαιρετά δια χειραψίας τον Νικόλα, τον ρωτά για την οικογένειά του, του δίνει μια μεγάλη πρέζα καπνό, μια φυλλάδα τσιγαρόχαρτο κι έναν κουβά με σταφύλια και ψωμί για την οικογένειά του. Ο αφηγητής λέει χαρακτηριστικά: ήταν βαρύς, αυστηρός και αμίλητος – σαν άνθρωπος. Κάθεται πλάι στο Νικόλα, φουμάρουν και θυμούνται ιστορίες από τα παλιά, τότε που ζούσαν αδερφικά και ειρηνικά. Και οι δυο θυμήθηκαν τη γυναίκα του την Νατζιέ, η οποία έκανε παρέα με τη γυναίκα του ρολογά, καθώς αγαπιούνταν σαν αδερφές. Ο Τούρκος φέρεται στον Έλληνα με συγκρατημένη, λυπημένη φιλικότητα, και ταυτόχρονα φροντίζει για την οικογένειά του. Κάποια στιγμή ρωτάει τον μελλοθάνατο: Δε ζούσαμε καλά, Νικόλα; Τότε ακριβώς ο Νικόλας πέφτει στα πόδια του και τον ικετεύει να τους σώσει. Ο Τούρκος αξιωματικός τον βοηθάει να σηκωθεί κι εκφράζει την άρνησή του με τα εξής λόγια: Δεν πράξατε καλά, Νικόλα […]. Ο Θεός κρίνει, μπιραντέρ. Αυτός, βλέπεις, δεν ξεχνά. Στην ασχολίαστη περιγραφή αυτής της σκηνής από τον συγγραφέα διαφαίνεται, ίσως, κάποιο αίσθημα ενοχής. Από το έργο απουσιάζει κάθε απόπειρα πολιτικής ερμηνείας των γεγονότων εκ μέρους του πολιτικά συντηρητικού Ηλία Βενέζη. Δεν κατανέμονται ευθύνες και δεν διερευνώνται τα αίτια του πολέμου. Η καταγγελία αυτή διεθνοποιείται παίρνοντας παγκόσμιο χαρακτήρα.

   Η ομάδα των αιχμαλώτων μεγαλώνει, καθώς προστίθενται νεα μέλη. Η εμφάνιση της νέας συντρόφισσας περιγράφεται ως εξής: Ένα κορίτσι, μια χωριανή απ’ τα τριγυρινά μέρη, ίσαμε είκοσι χρονώ. Η χριστιανή αυτή δεν πρόφτασε να μπαρκάρει στην Ελλάδα. Ενημερώνει τους υπόλοιπους αιχμαλώτους για τη σφαγή των υπόλοιπων χριστιανών, ύστερα από επίμονες ερωτήσεις τους.

 

 

 

 Ο Βενέζης σκιαγραφεί με λιγότερα ή περισσότερα λόγια κάθε αιχμάλωτο. Όταν κάποιος σκλάβος κλέβει το παλιοτσούβαλο του Αργύρη, μια αγαθή φάτσα τον υπερασπίζεται οργισμένη. Μάλιστα, ο καλός αυτός άνθρωπος, χαρίζει στους δύο φίλους ένα μεγαλύτερο κομμάτι, το οποίο είχε στο πόδι του και το οποίο όταν έβγαλε φάνηκε η πατούνα του κόκκινη, γεμάτη φουσκαλίδες. Η κίνηση αυτή βοήθειας και συμπαράστασης έκανε τον Ηλία να συγκινηθεί και να πει πως όσες μέρες ζωής του υπολείπονται ακόμα δεν πρόκειται να τον ξεχάσει. Παρακάτω, οι Τούρκοι στρατιώτες τον απειλούν πως θα τον αφήσουν στον τόπο, αν δεν σηκωθεί. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι αισθάνονταν συμπόνια γι’ αυτόν και προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο: Στο κορμί αυτό που λύγισε δεν κοιτάζαμε παρά τον εαυτό μας, έναν κίνδυνο που κρεμόταν απάνου μας να ’ρθει, σε λίγο. Εκείνος δεν αντέχει πια, μένει πίσω και οι Τούρκοι τον εκτελούν. Ο φόβος της επιβίωσης παίρνει ξανά τα σκήπτρα. Οι αιχμάλωτοι άρχισαν να τρέχουν σαν παλαβοί: Η φρέσκια δύναμη, η αγωνία, λαστιχάριζε τα μελαψά κορμιά που αντιδρούσαν στην εγκατάλειψη. Τρέχαν σα να τα κυνηγούσε ο αγέρας, μια λόχη – ήταν φόβος να σβήσει αν σταθούν. Ο μισός εαυτός μπορεί να ξαναγίνει ολόκληρος χάρη και μέσα από την ομάδα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε τη θεωρία του Bakhtin, ο οποίος επεσήμανε πως κανείς όφειλε να βρει τον εαυτό του μέσα σε κάποιον άλλο, βρίσκοντας κάποιον άλλο μέσα του, σε αμοιβαίο αντικατοπτρισμό κι αμοιβαία αποδοχή. Η προσπάθεια συγκρότησης ταυτότητας του εγώ περνά μέσα από τον άλλον, καθώς αυτός συνιστά διαμορφωτικό παράγοντα του εγώ, με την έννοια ότι κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τον εαυτό του χωρίς τη διαδραστική παρουσία του άλλου. Ο άλλος είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο ο κόσμος διαθλάται το εγώ κι αντίστροφα. Η σύγκλιση του εγώ με τον άλλο καθιστά τα όριά τους ρευστά και τη γόνιμη διασταύρωσή τους εφικτή. Το νόημα εντοπίζεται στο διάκενο ανάμεσα στο εγώ και στον άλλο, καθώς η κάθε πλευρά καθορίζει την άλλη κι εδράζεται μέσα σ’ αυτήν. Η διαλογικότητα αντιλαμβάνεται το εγώ ως γίγνεσθαι στο μεταίχμιο του εγώ και του άλλου, της ταυτότητας και της ετερότητας. Κάθε ταυτότητα ενσωματώνει μια ετερότητα, όπως κάθε εγώ τ’ άλλο εγώ. Ο Bakhtin καταρρίπτει την αντίληψη του ατομικού εγώ, θεωρώντας το ουσιαστικά κοινωνικό και πολυφωνικό. Η ατομικότητα και ταυτότητα δεν είναι προκαθορισμένες ουσίες, αλλά τελούν υπό συνεχή διαμόρφωση. Σύμφωνα με τον Bakhtin, κανένα εγώ, όσο μεγάλο και να είναι, δεν δύναται να ολοκληρωθεί μόνο του, χωρίς τον άλλον, χωρίς τον συνεχή διάλογο με τους άλλους. Εκείνο που ορίζει κάθε άνθρωπο δεν είναι το «εγώ», αλλά η διαλογική του σχέση με τους άλλους, που του επιτρέπει να επιζήσει πολύ πιο πέρα από τα στενάχωρα όρια του εαυτού του. Ο Bakhtin υποστήριζε πως καθένας βλέπει τον εαυτό του μόνο μέσα από τα μάτια του άλλου. Κάτι αντίστοιχο υποστηρίζει και ο Γάλλος ψυχαναλυτής Lacan, ο οποίος επεσήμανε πως κάθε άνθρωπος εμπεριέχει μέσα του έναν ξένο. Το εγώ είναι σχεσιακό και διυποκειμενικό και αποτελεί έναν τρόπο οργάνωσης του εαυτού. Ο Lacan υπογράμμιζε πως το εγώ δεν μπορεί να επικεντρωθεί στον εαυτό του, γιατί διαμορφώνεται μέσα από την ταύτιση μ’ έναν άλλον, που γεννά την ψευδαίσθηση της ολότητας.

Ενώ οι αιχμάλωτοι βρίσκονται στην Πέργαμο, η πόρτα της αποθήκης άνοιξε και χύθηκε μέσα αλαλάζοντας το νέο πράμα […]. Ήταν μια πηχτή μάζα από κοιλιές που πρόβαλαν στην αρχή, άλλες γυμνές στα φόρα, άλλες κρυμμένες πίσω απ’ τα λινά μακριά σώβρακα που ξεφτούσαν στα λασπωμένα ποδάρια. Ύστερα ήρθαν τα κεφάλια, μάτια, κοτσίδες, γένια, όλα μαλλιά κουβάρια σα να γύριζαν από καβγά. Η ομάδα αυτή των τριάντα ατόμων ήταν οι γέροντες παπάδες του Αιβαλιού. Σε λιγοστούς μονάχα κυμάτιζαν κάτι απομεινάρια από ράσα. Ένα δυο διατηρούσαν ακόμα στραβά, τσαλακωμένα απ’ τα χτυπήματα, τα καλυμμαύχια. Οι άλλοι ήταν ολόγυμνοι, με τις φανέλες και τα σώβρακα. Ρίχτηκαν χάμου και φωνάζαν όλοι μαζί απ’ τους πόνους. Τη στιγμή εκείνη οι Τούρκοι μετά από πολύ καιρό δίνουν στους αιχμαλώτους ένα βαρέλι σαρδέλες παστές κι ένα κάρτο ψωμί. Ύστερα, σπρωγμένοι από την πείνα, χύθηκαν στα παστά. Αρπούσαν τις σαρδέλες και τις κατεβάζαν μονοκόμματες με τα λέπια, πίναν κουβαδιές νερό, πάλι, πάλι. Δυο μόνο απ’ αυτούς, μια νέα, ήμερη, αχαμνή μορφή, κ’ ένας γέροντας πάνου από εβδομήντα χρονώ, στέναζαν. Οι ιερείς ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή με τους αιχμαλώτους, με διαφορά μιας μέρας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αφηγητής, ήταν να τους κλαις. Το απόσπασμα έρχεται και όλοι μαζί ξεκινούν την πορεία. Ο γέρο-παπάς έπεσε κάτω. Δύο αιχμάλωτοι τον βοηθούν, μα εκείνος δεν αντέχει. Τότε, ο λοχίας έξω φρενών, τον σκουντά στη μέση με το τουφέκι του κι εκείνος πέφτει κατά γης. Οι στρατιώτες, είδαν κι απόειδαν, τον τράβηξαν στην άκρη του δρόμου, τον αμόλαραν μπρούμυτα κι άρχισαν να του κατεβάζουν απανωτές κοντακιές. Μήτε καν στέναζε. Μονάχα η γλώσσα του έγλειφε τη γης – να δοκιμάσει, στυφή είναι, πικρή είναι; Πιο κάτω, ένας από τους παπάδες αποτελεί την αιτία του ξεσπάσματος του πρωταγωνιστή, μετά το θάνατο του Αργύρη. Στο στενό κελάρι μιας εκκλησίας, όπου οι αιχμάλωτοι στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο, όλοι βλαστημούν τους παπάδες, οι οποίοι εξαιτίας του όγκου τους και των γκροτέσκων μεγάλων κοιλιών τους κατελάμβαναν αρκετό χώρο. Η ομάδα αυτή των πεινασμένων και καταταλαιπωρημένων γερόντων παπάδων αυτοεξευτελίζεται. Ο  Βενέζης καταφέρεται ενάντια του εκκλησιαστικού κλήρου ανοιχτά.

Ο αποσπασματάρχης, ένας κρεμανταλάς με ξουρισμένο κεφάλι και δύο αβρές σα φτυάρια χερούκλες, ενώ αρχικά δεν υποκύπτει στις προκλήσεις των κοριτσιών, στην συνέχεια, αρπάζει το πιο νέο κορίτσι και αποτραβήχτηκε βιαστικά, άγριος απ’ την επιθυμία. Διαλέγει ένα μικρό παιδί και «εκφράζεται» και όταν καταλαβαίνει πως εκείνο ήταν μια πηγή που δεν είχε να του προσφέρει τίποτα πια, βάζει τέρμα στη ζωή του σπρώχνοντάς το στο κενό. Έπειτα, διατάζει την ομάδα να καθίσει: Ήταν κι αυτός κουρασμένος, τσακισμένος – δεν ξέρω τι ήταν. Δε μιλούσε. Ο λοχίας παρακάτω τρώει λίγο ψωμί: Κατέβασε δύο μπουκιές. Μασούσε αργά. Ύστερα μετάνιωσε. Δεν είχε όρεξη […]. Κόβει το ψωμί σε δύο κομμάτια και το πετά με νευρικές κινήσεις στις δύο γυναίκες. Εν συνεχεία, προστάζει τους αιχμαλώτους να σηκωθούν και αμέσως ξεκινούν την πορεία τους, ενώ αυτός παραμένει αμίλητος.

Ενώ οι αιχμάλωτοι περπατούν στον κάμπο, ο αφηγητής εξιστορεί: ξαφνικά, μες στην ερημιά, μας μπλοκάρισε ένα τσούρμο καβαλάρηδες. Ήταν τσέτες, εφέδες, αρματωμένοι ίσαμε τα μπούνια. Οι καβαλάρηδες αυτοί, αφού τσακώθηκαν με τους στρατιώτες, τράβηξαν τα πιστόλια και τα στυλώσανε καταπάνου μας και καταπάνου στους στρατιώτες. Έγινε πανδαιμόνιο. Οι καβαλάρηδες έκλεψαν το ένα από τα δύο κορίτσια και εξαφανίστηκαν με απίστευτη βιασύνη.

Μόλις οι αιχμάλωτοι φτάνουν στο Κίρκαγατς συναντούν κάποια αλλοσούσουμα όντα. Σπάζαν χαλίκι. Ήταν γυμνοί, κουρελιασμένοι, χλωμοί, αξούριστοι. Οι αιχμάλωτοι αρχίζουν ν’ αναρωτιούνται ποιοι είναι και καταλήγουν στο συμπέρασμα πως είναι χριστιανοί, πώς  μπορούσε να ’ταν αλλοεθνείς, αναρωτιούνται. Και αυτοί βρίσκονται στην ίδια περίπου κατάσταση με τους αιχμαλώτους. Μετά τις αλλεπάλληλες ερωτοαπαντήσεις, τους προτρέπουν να μη φοβούνται, καθώς σ’ έναν μήνα θα φύγουν με την ειρήνη.

Όταν ο Ηλίας βρίσκεται στην ομάδα των είκοσι τριών αιχμαλώτων, όπου επιδίδονται σε ποικίλες εργασίες κι έχοντας πλέον χάσει τον Αργύρη, έρχεται κοντά μ’ έναν άλλο αιχμάλωτο. Κι εκείνος παρουσιάζεται αδύναμος, όπως και ο πρωταγωνιστής. Αδύνατος, ψαρά γένια, αψηλός σα λεύκα – βυζαντινή εικών δια χειρός Φωτίου Κόντογλου. Η βυζαντινή αυτή εικόνα πλησιάζει, κάθεται κοντά στον Ηλία και πιάνουν την κουβέντα. Τον έλεγαν Στυλιανό Bέργα. Ήταν πράκτορας σε ασφαλιστικές εταιρείες – «πρέμια» και τα λοιπά. Ο ασφαλιστής Στυλιανός δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του χτίστη και εξοργίζει τον Τούρκο ιδιοκτήτη, στου οποίου το γιαπί δουλεύει και πέφτει θύμα βάναυσου ξυλοδαρμού: Να κι από δω, να κι από κει. Έτρωγε το ξύλο χωρίς παράπονο, έλεγε μονάχα πως λάθος έγινε, «γιαγνίς ολντού» […]. Κι ο Στυλιανός, που είχε πόνους στα νεφρά απ’ τα καλά χρόνια, έπιανε τα χέρια του Γιάννη και τον παρακαλούσε να μην τον αφήσει. Ο Στυλιανός βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η ταραχή τον κυριαρχούσε: Είχε κι αυτός μωρά που φύγαν, και μια γυναίκα. Πεινούσε και κρύωνε. Μα δε νοιαζόταν για τίποτα. Τα βράδια σα μαζευόμαστε δε ρωτούσε τίποτα, δεν απαντούσε σε τίποτα. Τον έβλεπε στον ύπνο του και πεταγόταν απάνου: Ο φούρνος! Ο Στυλιανός έδινε αναφορά στο Γιάννη και έπαιρνε οδηγίες για το πώς θα πορευόταν την επόμενη ημέρα στο νέο γιαπί. Όταν ο χωριάτης καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά, ο Στυλιανός απαντά με υποκριτικό χαμόγελο: Καλά δα, να μην ξέρουμε την τέχνη μας! Έννοια σου, αφέντη, και θα δεις! Έπιανε το τούβλο, το στριφογύριζε στην παλάμη του, το πετούσε λίγο ψηλά, εφέδικα, πριν το δουλέψει με το μυστρί […]. Μια ξαφνική βροχή κάνει τον Στυλιανό να ανησυχεί για τον ετοιμόρροπο φούρνο, που έχτιζε με τη βοήθεια του Ηλία: Κι ο Στυλιανός δε σφάληξε μάτι. Σταυροκοπιόταν, μα δε νοιαζόταν μήτε για τη μοίρα του μήτε για τη μοίρα μας. –Κει κάτου τι να ’γινε, Θε μου! […]. Τελικά, ο φούρνος έπεσε και ο Στυλιανός καθόταν ζαμουριασμένος, τις έτρωγε απ’ το νεαρό κύριο, κι ολοένα το ξανάλεγε πως ήξερε, αλλά ο σεϊτάν θα μπήκε στη μέση. Μετά από αυτό το επεισόδιο δήλωσε στον τσαούς πως τα καταφέρνει καλύτερα σα μαραγκός. Όταν ο χότζας, που παντρευόταν, λέει στον Στυλιανό και στο Γλάρο να μπαλέψουν, ο πρώτος λέει στον δεύτερο γεμάτος τρόμο: Μωρέ παλαβώθηκες; […] Αν λύσουν στο μπάλεμα τα τσουβάλια μας; Θα μας λυσσάξουν! Ο Γλάρος ξεκινά, ο Στυλιανός τον προτρέπει να προσέχει τα τσουβάλια του και προσποιείται πως πέφτει ανάσκελα από τα χτυπήματά.

Το ίδιο βράδυ ο Ηλίας έγινε φίλος και με τον Γιάννη το γιαπιτζή, σε μια προσπάθεια γνωριμίας με τον άλλο και επαναφοράς των ανθρώπινων συνηθειών. Ο Γιάννης ήταν σαραντάρης, ήμερα ψιλά μάτια, αδύνατο πρόσωπο. Ήταν το πρόσωπο εκείνο που βοήθησε τον Ηλία στο κουβάλημα των τσουβαλιών ανταλλάσσοντας μαζί του κάθε τόσο το πόστο του. Ο Ηλίας εις ένδειξη ευγνωμοσύνης τον ευχαριστεί γι’ αυτή του την πράξη. Καλά, καλά, κουνά κουρασμένα το κεφάλι. Πότε πότε τα σαγόνια του σαλεύουν σα να μασούν. Όχι, δεν πεινά. Ωστόσο, ξέρω πως δεν έφαγε απόψε, όπως κ’ εγώ. Δεν βρήκαμε τίποτε στο δρόμο. Ο νους του είναι αλλού. Ηλίας και Γιάννης αγωνιούν για το τι τους επιφυλάσσει το αύριο. Ο Γιάννης ενημερώνει τον Ηλία πως άκουσε ότι θα τους χωρίσουν τις επόμενες μέρες και τον συμβουλεύει να τον ακολουθήσει αν ζητήσουν τεχνίτες. Όταν φτάνει η τελευταία αποστολή απ’ την πατρίδα, ο Γιάννης βρίσκει έναν γείτονά του και τον ρωτά επίμονα και με δάκρυα στα μάτια για τους δικούς του κι εκείνος του απαντά ψέματα πως μπάρκαραν. Ο Γιάννης ο φουκαράς προσπαθεί να ηρεμήσει τον Τούρκο ιδιοκτήτη του γιαπιού δικαιολογώντας ταυτόχρονα την ανικανότητα του Στυλιανού. Χτίζαμε, γκρεμίζαμε, και ξαναρχίζαμε […]. Έλα, μωρέ Στυλιανέ, έλα μωρέ! Δε βαστιόταν ώρες ώρες ο Γιάννης, που ήταν αναγκασμένος να κάνει τη δουλειά κ’ εκεινού. Μα το βράδυ, σα σχολάσαμε, πήρε εμπιστευτικά τον Τούρκο και του είπε για τον Στυλιανό πως: «Τον βλέπεις αυτόν; Ήταν ο καλύτερος τεχνίτης στην πατρίδα. Όμως να μην τον συνερίζεσαι, γιατί έφαγε πολύ ξύλο στο δρόμο και δεν είναι στα καλά του». Ο Τούρκος χωριάτης μοιράζεται μια πρέζα καπνό με τον Γιάννη. Ο Γιάννης, υπόσχεται στον Στυλιανό πως δεν πρόκειται να τον αφήσει. Όταν οι αιχμάλωτοι βρίσκονται στο Μπακίρκιοϊ, τη νύχτα στο μικρό μαγαζάκι, προσπαθεί να τους εμψυχώσει: Μη, μωρέ παιδιά! Μην τα χάνετε! Να δείτε, όλα θα στρώσουν… Είχε μια τρομερή εμπιστοσύνη αυτό το κακόμοιρο κορμί.  Η μάταιη ελπίδα πως τα παιδιά του είναι ζωντανά, έπειτα από τα όσα του είχε πει ο γείτονάς του, τον είχε αναζωογονήσει. Μα μια νύχτα και του Γιάννη η πίστη έγειρε σα φύλλο […]. Ξαφνικά ο Γιάννης σφίγγει τα δάχτυλά του στο μπράτσο μου. Ο Ηλίας τον ρωτά τι συμβαίνει και τότε εκείνος του απαντά πως άκουσε πως οι νομάτοι λογαριάζουν να τους σφάξουν. Οι αιχμάλωτοι βάζουν τις φωνές. Οι στρατιώτες πηγαίνουν βρίζοντας. Αιτούνται πεσμένοι στα πόδια τους ένα σκοπό να τους φυλάει, καθώς νιώθουν πως η ζωή τους απειλείται. Στο Μπακίρ, ο Γιάννης αισθάνεται ανασφάλεια, γιατί πολλοί ντόπιοι βρίσκονταν ως αιχμάλωτοι στην Ελλάδα. Όταν στο Κεφάλαιο ΙΓ΄ ο Ηλίας μαζί με άλλους δυο συντρόφους φεύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση, ο Γιάννης του λέει αν σωθεί νωρίτερα απ’ αυτόν να βρει τους δικούς του και: να τους πεις πως είμαι δω και περιμένω. Μην τους πεις τι υποφέρνουμε και πικραθούν. Ο Ηλίας σκέφτηκε να του αποκαλύψει την αλήθεια, μα φοβήθηκε και περιορίστηκε στο να του σφίξει τα σκληρά ροζιασμένα χέρια του. Όταν φτάνει η είδηση πως σε μια βδομάδα θα γίνει η ανταλλαγή, επιστρέφουν οι σύντροφοι από το Κίρκαγατς. Ο Γιάννης χτυπά στον ώμο τον Ηλία, του δίνει δυο χαστούκια και του λέει: -Μωρέ Ηλία! Εσύ έγινες άντρας! Πιάνει τις χούφτες μου με το σκληρό πετσί, τα ψημένα χέρια. Δεν μπορεί να το χορτάσει […]. Οχ, τον άντραρό μου! Με πειράζει και χαμογελά αγαθά. Το βράδυ πλαγιάζουν δίπλα δίπλα. Ούτε και οι ίδιοι δεν το πιστεύουν πώς επιβίωσαν και κάνουν μια αναδρομική αφήγηση στις κοινές τους στιγμές. Στο πλοίο του γυρισμού για την πατρίδα, ο Γιάννης ανεβαίνει με τον Ηλία στο κατάστρωμα. Ο αφηγητής διηγείται τα εξής: Ο Γιάννης λέει, λέει. Δε βαστιέται απ’ τη χαρά του. Μετρά πόσες ώρες ακόμα μένουν […]. -Θα με περιμένουν, λέει. Που! Τσουπ! Θα πεταχτώ σα φάντης. Οχ, το πιο μικρούλικο θα ’χει τώρα μεγαλώσει, θα λέει σωστές κουβέντες… Ο Ηλίας του σφίγγει το μπράτσο, του λέει να κάνει κουράγιο και του αποκαλύπτει την αλήθεια. Τα λίγα λόγια πέφτουν ένα ένα. Τακ. Τακ. Τον βρίσκουν ανασηκωμένο. Το μούτρο του μες στο μούτρο μου. Βλέπω τα καθαρά μάτια του που ξεμακραίνουν σιγά σιγά. Πέφτει χτυπημένος.

Ο δεξιός ψάλτης της Κάτω Παναγιάς, ο Ερμόλαος, είναι ακόμα ένα πρόσωπο του έργου. Καθόταν σ’ ένα δέντρο και παρίστανε το πουλί. Ήταν ένα «σχέδιο» με μακριά σώβρακα, με μια φανέλα γλιτζασμένη, σκισμένη εδώ κ’ εκεί, με γυμνά ποδάρια, γεμάτος γένια. Όλοι τον κοιτούσαν και τον περιγελούσαν κάνοντας χάζι. Η πράξη του αυτή δικαιολογείται, καθώς ολόκληρη την ζωή του έστηνε ξόβεργα για τα καρδερίνια και τα φλώρια. Ύστερα τα πουλούσε μες σε φρεσκοβαμμένα κλουβιά με μπιχλιμπίδια και χάντρες – μεράκι. Και τις αποκριές ήταν το καλύτερο νούμερο […]. Αυτός ήταν ο «βασιλέας των πτηνών» – ένα κίτρινο τεράστιο καναρίνι βουτημένο σε φτερά από κοτόπουλα βαμμένα κίτρινα. Ο Ερμόλαος ανήκε στην τελευταία αποστολή απ’ την πατρίδα, στην οποία είχαν μείνει μόλις εννέα άτομα. Τη νύχτα φτάνουν οι μεθυσμένοι υπαξιωματικοί γυρεύοντας τον καραγκιόζ να κάνουν χάζι. Τον ξύπνησαν και στην συνέχεια τον χτυπούσαν ακατάπαυστα, καθώς αυτός δεν καταλάβαινε τι του ζητούσαν να κάνει για να τους ευχαριστήσει: Έγειρε, έγειρε, κατρακύλησε χάμου ζαλισμένος απ’ τα χτυπήματα, σα βόδι, κι ολοένα τσίριζε αδύνατα, λυρικά, σαν ικεσία […]. Το ’λεγε πολλή ώρα ακόμα σαν φύγανε οι Τούρκοι, ζαρωμένος στη γωνιά του και τρέμοντας σαν φύλλο.

 

Ο χωριάτης του οποίου φτιάχνουν τον φούρνο, παρουσιάζεται ως ένας αγαθός ανατολίτης που σκάλιζε τα γένια του και παρακολουθούσε το κατασκεύασμα που ανέβαινε κατακόρυφα, με γωνίες, και που ήταν να παραστήσει φούρνο. Η απορία του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Δεν έλεγε τίποτα, μα μια στιγμή πια δεν το βάσταξε: -Ουλάν ουστά, μπας και κάνεις λάθος; Φούρνος θα γίνει τούτο; Ο φούρνος γκρεμίστηκε λόγω της αδεξιότητας του Στυλιανού. Όταν έφτασε μαζί με τον Ηλία την επόμενη ημέρα, ο γιος του χωριάτη τους περίμενε αγριεμένος: δεν είχαμε καλά καλά μπει στην αυλή, ρίχτηκε κι άρχισε το μάστορα στο ξύλο – που σε πονά, που δε σε πονά. Όλη η κουκούλα κειτόταν στον πάτο, λάσπες και τούβλα να τα χαίρεσαι. Απ’ την πόρτα φάνηκε κι ο γερο-χωριάτης. – Ουλάν, γιατί δεν το ’λεγες πως δεν ήξερες; Ο Στυλιανός με τον Ηλία μάζεψαν τα τούβλα και τότε: Ο γέρο-χωριάτης ήταν αμίλητος και χολωμένος. Πήγε, μας έφερε μισό ψωμί σταρένιο και μας έδιωξε. –Άιντε, κι απ’ το Θεό να το βρείτε! Μετά από πολύ καιρό, ίχνη ανθρωπιάς, καλοσύνης κι ανταμοιβής για παροχή υπηρεσιών.

Ο Χρήστος Αραμπατζής είναι ο αιχμάλωτος που κλέβει το παλιοτσούβαλο του Αργύρη. Ο δραματοποιημένος αφηγητής τον παρουσιάζει ως γέρο: με κάτι τεράστιες ποδάρες, μελαψός, σκληρές πατούνες. Είναι εκείνος που, κοιτάζοντας μόνο τον εαυτό του, δεν λυπάται τον Ηλία, ο οποίος δεν μπορεί να κουβαλήσει τα τσουβάλια από τα βαγόνια στην αποθήκη. Μωρέ, θαρρείς δε μας γέννησε εμάς μάνα; Όποιος ζήσει! Ο Χρήστος ανήκει στην ομάδα των είκοσι τριών αιχμαλώτων. Όταν βρίσκει ένα μεγάλο διπλό τσουβάλι και το δείχνει στους υπόλοιπους, εκείνοι ισχυρίζονται πως θα ήταν φρόνιμο να το δώσουν στους αρρώστους, προκειμένου να σκεπαστούν. Τότε, ο Χρήστος άναψε και κόρωσε. –Αστειεύεστε, μωρέ; Φώναξε. Και ποιος σας λέει πως δε θ’ αρρωστήσω κ’ εγώ; Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι εξοργίζονται με την συμπεριφορά του, αγανακτούν και του λένε: -Θα το δώσεις! Θα το δώσεις! Φώναζαν λυσσασμένα. Χριστιανός είσαι συ, μωρέ, για Τούρκος; Τελικά, αν και σκύλιασε, το ’δωσε. Όταν ο Ηλίας αφηγείται στους υπόλοιπους αιχμαλώτους το επεισόδιο με τον Βασίλη, που πήρε το σακάκι του μουγγού, τι σας νοιάζει εσάς! Φωνάζει ο Χρήστος […] το παλιοτόμαρο. Μόλις μετά το κρέμασμα των συντρόφων ο ντοχτόρ επιστρέφει στους αιχμαλώτους το σακάκι και το σώβρακο, που είχε αφαιρέσει ατιμώνοντας τα άτυχα σώματα, ο Χρήστος τα παίρνει για τον εαυτό του. Κάνει να τα τυλίξει. Σιγά. Τα δάχτυλα αργούν, αργούν. Στόπ. Στάθηκαν. Το γερό κορμί γέρνει προς τα μπρός. Ένας σπασμός περνά το αλύγιστο πρόσωπο. Γέρνει. Κι άξαφνα αρχίζει να κλαίει. Ο Χρήστος Αραμπατζής υιοθετεί αξίες που δεν είναι αποδεκτές από το κοινωνικό περιβάλλον, διαμορφώνοντας μια αποκλίνουσα ταυτότητα. Η αγωνία κι ο πόνος τον αφήνει ασυγκίνητο για το διπλανό του, αφού κι αυτός ζει το δικό του δράμα, που τον έχει κάνει σκληρό και τον έχει οχυρώσει στον εαυτό του, αδιαφορώντας για τον περίγυρο. Ο Χρήστος αναπτύσσει μια αίσθηση ανεξάρτητου εαυτού, κατά τους H. Markns και Sh. Kitayama, καθώς γίνεται αντιληπτό πως υιοθετεί μια εγωκεντρική στάση, πως δεν προωθεί τους στόχους της ομάδας και πως δεν τον απασχολεί ο άλλος. Ο Χρήστος παρακολουθεί ασυγκίνητος το δονκιχώτιο δράμα κι οχυρωμένος στενόκαρδα μέσα στο «εγώ» του καλλιεργεί τη δική του πραγματικότητα. Γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του (homo homini lupus).

Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι ήταν άνθρωποι της θάλασσας, μικρές δύσκολες θάλασσες – τέτοιες κάνουν τους ανθρώπους ντόμπρους. Φουκαράδες, τρατάρηδες, ψαράδες […]. Παρθένο αψύ αίμα, και μια καρδιά ζεστή-που να την αγγίξεις! Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένα σπίρτο, ο Γλάρος. Είχε ταξιδέψει σε μεγάλα λιμάνια, στα καράβια. Ήταν να ζηλεύεις τις κομπίνες που έκανε. Άλλαζε ένα φύλλο τσιγαρόχαρτο, που είχε ζητιανέψει, με τρία κάρτα καπνό από αποτσίγαρο. Μια οργιά σπάγγο μ’ ένα κομμάτι παλιοτσούβαλο. Μια φέτα ψωμί με τρεις πεπονόφλουδες – για δροσιστικό. Κάθε βράδυ έλεγε τι είχε για τράμπα και παζάρευε. Ένα βράδυ γύρισε ζαμουριασμένος απ’ τα βαγόνια. Τον είχαν δείρει σκληρά. Κάποιο άλλο βράδυ, στο κελί των αιχμαλώτων μπήκε ο χότζας ενός χωριού και ρώτησε αν υπάρχει κάποιος σούγιολτζης. Ο Γλάρος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να γλυτώσει από τη δυσβάσταχτη δουλειά στα τρένα. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να ορκιστεί στο Θεό πως ήταν πολύ καλός ραβδοσκόπος. Μαζί του, πήρε για υπομάστορα τον Στυλιανό.  Όταν ο Ηλίας, μετά τη αρρώστια και την παραμονή του στο ιατρείο του Κιαμήλ, επιστρέφει στο Κίρκαγατς, αντικρίζει τον Στυλιανό και τον Γλάρο και τους χαζεύει με θαυμασμό κι απορία. Καλοθρεμμένοι, με τσαρούχια στα ποδάρια, ντυμένοι με ντόπια τρίχινα ρούχα […]. Μανούλα μου πώς πέρασαν! Τις τρεις πρώτες μέρες τους είχαν και κάθουνταν. Τους ταγίζαν μοναχά για να συνεφέρουν. Ο χότζας έτυχε να παντρεύεται αυτές τις μέρες κι ο «μουχτάρ» του χωριού. Εκεί οι γυναίκες του χωριού τους πετούσαν σταφίδες κι ο Γλάρος ξεμοναχιάζει ένα μωρό τουρκί και το ρωτά κατά που πέφτει το νερό. Όταν ο χότζας τους λέει να μπαλέψουν, ο Γλάρος του απαντά: -Είναι φόβος να μείνουμε τσίτσιδοι, χότζα αφέντη! Ας λείπει! –Διαόλοι, δεν είναι ανάγκη να γίνει και στ’ αλήθεια! Αγαναχτεί χολωμένος ο Τούρκος. Κάντε μονάχα πως πιανόσαστε στα χέρια. Ιστέ! Θέλαν δε θέλαν σηκωθήκαν. Ο Γλάρος έκανε προκαταρκτικά κάτι τσαλίμια: χτυπούσε τα χέρια του στα μπούτια, καταπώς κάνουν οι μπεχλιβάνηδες. Όταν τελειώνει η παράσταση, ο Γλάρος βγάζει δίσκο στο κοινό και μάζεψε ένα σωρό «μπαξίς». Ο χότζας τους λέει πως από την επομένη θ’ αρχίσουν τη δουλειά. –Εμ’ δε θα μας χασομερήσει και πολύ η δουλειά, προσθέτει ο Γλάρος. Έτσι που είναι το νερό κοντά. Ο χότζας απορεί και τον ρωτά πού το ξέρει. Τότες στέκει κι ο Γλάρος. Σκύβει, παίρνει ένα λιθάρι. Το κοιτάζει σοβαρά. Τσούπ, το πετά ψηλά. Το παρακολουθεί με εμβρίθεια ώσπου να πέσει. Ύστερα πέφτει χάμου κι ο ίδιος κι αφουγκράζεται τη γης […]. –Απ’ όσα μου λέει η τέχνη μου, κάπου κει πρέπει να βρίσκεται το νερό, χότζα εφέντη, λέει ο Γλάρος. Κ’ έδειξε το μικρό λόφο. Ο χότζας τον παρακολουθεί αποσβολωμένος και έκπληκτος. Έπειτα, τους φέρνει σταφίδες βρασμένες με ζάχαρη. Στην παραμονή τους εκεί έτρωγαν αγριογούρουνα τα οποία σκότωναν οι Τούρκοι κι αυτοί τα κουβαλούσαν, καθώς εκείνοι το θεωρούσαν αμαρτία.

 

 

Μαζί με τον Ηλία στην αποθήκη με τα κουτούκια δουλεύει κι ο Ζάκ. Είναι νέο παιδί, ίσαμε είκοσι τριώ χρονώ, πολύ χλωμό, μεγάλα μάτια. Τα μισοκλείνει στον πολύν ήλιο. Έχει μεγάλη μυωπία. Είναι απελπιστικά αδύνατος απ’ τη δυσεντερία που είχε. Πώς δεν πέθανε είναι θάμα. Η γλωσσική προφορά του αναδεικνύει την εθνική του ταυτότητα. Προφανώς ο Ζάκ προσποιείται τον Ρωμιό, χωρίς να είναι. Όσο νύχτωνε και δεν είχε κόψει τα ξύλα που είχαν ορίσει οι Τούρκοι στρατιώτες, αγχωνόταν, με αποτέλεσμα να κόψει το πόδι του με έναν μπαλτά. Ο Ηλίας έκοψε ένα κομμάτι από το τσουβάλι του κι έδεσε την πληγή του. Απελπισμένος τον ρωτά τι θα κάνουν κι εκείνος προσπαθεί να του δώσει να καταλάβουν πως υπάρχουν δυσκολότερες δουλειές. Τη νύχτα ο Ηλίας προσπαθεί να προσεγγίσει περισσότερο τον Ζάκ και τον ρωτά τι δουλεία έκανε. Εκείνος απαντά πως έπαιζε πιάνο και πως ήταν αρτίστας. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος: Μας πήρε μια παιδιάτικη χαρά, κείνον και μένα. Θα μιλούσαμε και θα ταιριάζαμε. Πιο πολύ χάρηκε αυτός. Δεν είχε βρει άνθρωπο κει πάνου που ήταν, στο Σόμα. Όλοι τον κοροϊδεύανε, γιατί τους είχε πει πως έπαιζε πιάνο πριν πιάσει το χαλίκι. -Θα ’μαστε φίλοι, Ηλία; -Θα ’μαστε Ζάκ. Τότες του είπα και για τον Αργύρη, που τον αφήσαμε στο δρόμο, για να ’ναι ο τρίτος μας φίλος. Τα δυο παιδιά πιάνουν την συζήτηση, αναπολούν ευχάριστες στιγμές από το παρελθόν και κοιμούνται τις πρώτες πρωινές ώρες. Το χτυπημένο ποδάρι του Ζάκ πονούσε πολύ. Αναγκαζόταν κάθε τόσο να σταματά να κόβει ξύλα. Κάποια στιγμή, ο Ηλίας ρωτά τον Ζάκ αν οι υπεύθυνοι Τούρκοι γνωρίζουν πως είναι μουσικός κι εκείνος απαντά πως όχι. Τον βίασα να το πει, καθώς εκείνες τις ημέρες στο Κίρκαγατς έφτασε κάποιο θέατρο. Έτσι, το αποφάσισε και την επόμενη μέρα εμφανίζεται ένας συνταγματάρχης και ζητά να εμφανιστεί μπροστά του ο Ζάκ. Κατά το μεσημέρι φέραν στο Ζάκ ένα καλοκαιρινό αμπέχωνο, λίγο φορεμένο, ένα πανταλόνι κ’ ένα ζευγάρι άρβυλα. Του είπαν πως θα τον πάνε στο λόχο να ξουριστεί, και να ’ναι έτοιμος για αύριο το πρωί […]. Ο Ζάκ άστραψε από χαρά. Το βράδυ γελούσε κ’ έτρεχε σαν παιδάκι. Έβγαλε κι άδειαζε τις τσέπες του. «Πάρε κι από τούτο, και τούτο, και τούτο!» Ο Ζάκ προσφέρει σπιτικά γλυκά στον Ηλία από το χέρι της κόρης του συνταγματάρχη, στην οποία δίδασκε πιάνο. Η εργασιακή αυτή απασχόληση διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της ταυτότητας, καθώς τον συνδέει με την προγενέστερη ζωή του. Τον τάιζαν καλά κι άρχισε να ’ρχεται στον εαυτό του. Ένα βράδυ γυρνά συλλογισμένος και τρομαγμένος. Εξομολογείται στον Ηλία πως η κόρη του συνταγματάρχη, άρχισε να τον βλέπει ερωτικά. Ο Ηλίας τον συμβουλεύει να αποστασιοποιηθεί. Το επόμενο βράδυ ξεσπά αδίκως στον Ζάκ και τότε εκείνος του λέει διστακτικά πως την επόμενη μέρα θα του φέρει κάτι. Η Ευρυδίκη τον είχε φιλήσει στο στόμα και του είπε να της ζητήσει ό,τι θέλει. Ο Ζάκ σκεπτόμενος τον Ηλία αιτήθηκε ένα αμπέχωνο. Ζαλισμένος αναρωτιέται: Πού θα ’βγει αυτή η δουλειά; Που θα βγει; Ο Ηλίας τον συμβουλεύει να συγκρατηθεί. Ο Ζάκ μένει άυπνος, αγκομαχεί και εύχεται να έμενε μαζί με τον Ηλία στα ξύλα. Το μαρτύριό του διαρκεί μια εβδομάδα. Ένα βράδυ ο Ηλίας βρήκε τον Ζάκ ζαρωμένο σα σκυλί στο κελί. Το πρόσωπό του δε φαινόταν, χωμένο μες στις χούφτες του. Ο Ηλίας τον ρώτησε τι έχει μα εκείνος έκρυβε το πρόσωπό του σαν να ντρεπόταν για κάτι. Ο Ηλίας κατάφερε με το ζόρι να κατεβάσει τα χέρια του και τότε είδε το χλωμό πρόσωπο παραμορφωμένο απ’ τις ραβδωτές γραμμές, γαλάζιες και κόκκινες. Το ένα μάτι, κλεισμένο, απ’ τα πρηξίματα, δεν έδειχνε τίποτα. Μα το άλλο ήταν μούσκεμα απ’ τα δάκρυα. Την επόμενη μέρα επιστρέφει στην κόρη τα ρούχα που του ζητήθηκαν. Ο Ηλίας προθυμοποιήθηκε να του δώσει το σακάκι που του είχε φέρει. Εκείνος αρνήθηκε και φόρεσε πάλι τα τσουβάλια του. Όταν ο Ηλίας, μετά τη αρρώστια και την παραμονή του στο ιατρείο του Κιαμήλ, επιστρέφει στο Κίρκαγατς και αναζητά τον Ζάκ, μαθαίνει από κάποιον πως είχε πεθάνει. Ήταν πούντα για πλευρίτης. Κάτι τέτοιο. Δε βάσταξε περισσότερο από μια βδομάδα. Μάλιστα μια νύχτα με θυμήθηκε. Μες στα παραμιλητά του με καλούσε: «Ηλία, Ηλία». Ύστερα έπιασε να φωνάζει ένα άλλο πρόσωπο πιο σιγανά, πιο ήμερα. Δεν ξέρει τι ήταν, υποθέταν πως θα ’ταν η μητέρα του. Της μιλούσε αρμένικα. Απ’ αυτό κατάλαβαν όλοι πως θα ’ταν Αρμένης. -Φαντάσου, λέει ο σύντροφος, τόσον καιρό και δεν το καταλάβαμε! Τι τα θέλεις! Παμπόνηρη ράτσα ε; Παραλυμένος, άφωνος, Τον παρακολουθώ. Ο Ηλίας απογοητεύεται. Χάνει κι αυτόν του τον φίλο. Ο Ζάκ κατάφερε να αποσιωπήσει την πραγματική του ταυτότητα και να προσποιηθεί μια άλλη.

Η Ευρυδίκη είναι η κόρη του συνταγματάρχη, στην οποία ο Ζάκ κάνει μάθημα πιάνου. Αυτό το θεοπάλαβο θηλυκό, κατά τον Ζάκ, άρχισε να τον βλέπει αλλιώτικα. Στην αρχή του φερνόταν ξένοιαστα – τον άγγιζε, τον πείραζε, δεν τον λογάριαζε για αρσενικό. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Ζάκ, η Ευρυδίκη έρχεται, λέει, με πιάνει, με σκαλίζει, ακουμπά στα γόνατά του, με φιλά, μου λέει «σερί», κ’ εγώ στέκω ντούρος σα σίδερο. «Μήπως δεν είσαι άντρας;» με ρώτησε ξαφνικά. Σε μια ερώτηση του Ηλία προς τον Ζάκ, που δείχνει πως τα νούμερα αρχίζουν να επανακτούν την χαμένη τους ταυτότητα και τα λησμονημένα τους αισθήματα, για την ομορφιά της, εκείνος απαντά: αν ήταν όμορφη! Τα μάτια της. Έτσι το φρέσκο δέρμα. Πως γυαλίζει ο μικρός κόρφος της σαν κάνει πως γέρνει μια στιγμή. Εν τέλει, η Ευρυδίκη χτυπά τον Ζάκ, επειδή δεν λύγισε στις προκλήσεις της: Τινάχτηκε απάνου, τα μάτια άστραψαν, άρπαξε ένα καμτσίκι του πατέρα της κι άρχισε να τον χτυπά ξέφρενη στο μούτρο, στο κεφάλι, παντού.  – Γκιαούρ! Τον χτυπούσε πάνω από ένα κάρτο. Κουραζόταν, σταματούσε, πάλι άρχιζε. Ύστερα τον έδιωξε, να μην ξαναγυρίσει. Το επόμενο πρωί έστειλε έναν στρατιώτη να γυρέψει τα ρούχα που του είχε δώσει. Σύμφωνα με την Αμπατζοπούλου, ο ιδεώδης τρόπος οικείωσης του άλλου είναι ο έρωτας. Ο άλλος, ως απαγορευμένο ερωτικό πρόσωπο, εκπροσωπεί την απαγορευμένη ομάδα. Η επιθυμία για τον άλλο οδηγεί σε άρση της απαγόρευσης. Εδώ, προφανώς, ο έρωτας να ήταν αμφίδρομος. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι από την πλευρά της Ευρυδίκης εξωτερικεύεται, ενώ απ’ εκείνη του Ζάκ αποσιωπάται, λόγω φόβου.

   Τον Ζάκ αντικαθιστά ένας άλλος άντρας στα ξύλα, γερό σκαρί, μα ήταν τόση η πείνα του που είχε λιγνέψει – σα θηλυκό πολυτελείας με ξουρισμένα φρύδια. Ο άντρας, όμως, αυτός δεν απέδιδε και το σώμα του ήταν εξασθενημένο από την πείνα. Αναστέναζε, ζουλούσε την κοιλιά του κι έλεγε στον Ηλία πως αν είχε να φάει θα του αποδείκνυε πως μπορούσε να ανταποκριθεί. Έκανε ό,τι μπορούσε ο φουκαράς. Χτυπούσε. Μα τα χέρια του κόβουνταν μαραμένα. Ο Ηλίας του λέει πως ο Ζάκ ήταν καλύτερος απ’ αυτόν κι εκείνος μουρμουρίζει πικραμένος: –Τι να κάμω, αδερφάκι μου, τι να κάμω; […]. Ας είχα… Ο Ηλίας συμφωνεί μαζί του να του δίνει το μισό ψωμί, ώστε να παίρνει δύναμη και να δουλεύει περισσότερο. Του εξηγεί πως έτσι θα τα φέρνει βόλτα με το στομάχι του. Θα βγάζω στην πάρτη μου πολλή δουλειά. Εσύ είσαι μικρός κι αμάθητος. Έτσι θ’ αλαφρώσεις. Την επόμενη μέρα, τα χέρια του κουνιούνταν πιο σβέλτα, μόνο και μόνο με την ιδέα πως έβαζε πρόσθετη τροφή στο στομάχι του. Η αρρώστια του έχει άμεσες επιπτώσεις στον Ηλία, ο οποίος ξυλοκοπείται, καθώς δεν βγάζει την δουλειά που πρέπει.

   Καθώς ο Ηλίας κι ο νέος του παρτενέρ στην δουλειά κόβουν ξύλα, στάθηκε στην πόρτα της αυλής ένα γεροντάκι, χωριανός, άσπρα γένια. Το γεροντάκι αυτό τοποθετεί στη χούφτα των δυο αιχμαλώτων βιαστικά και μυστικιστικά μια πρέζα καπνό και δύο τσιγαρόχαρτα. Ο σύντροφος του Ηλία τον αποκαλεί τσιγκούναρο, γιατί μια μέρα του ζήτησαν λίγο παραπάνω κι εκείνος αρνήθηκε.

Ο Σπίνος ανήκει στην πεντάδα των αιχμαλώτων που δούλευαν στο Μπακίρκιοϊ. Τον βγάλαμε έτσι γιατί όλο έλεγε, έλεγε ανοησίες – ήταν καλή καρδιά, μα δεν ήξερε τίποτα απ’ την ανάγκη της σιωπής. Στο Κεφάλαιο ΙΒ΄, του πέφτει ο κλήρος να ενημερώσει τρεις συντρόφους πως την επομένη θα τους κρεμούσαν, καθώς ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο. Τινάχτηκε σαν ψάρι που το καμακίζουν. Δε δεχόταν. Μα ήμαστε όλοι, κι αυτός ένας. Έγειρε. Φώναξε το Ζαφείρη κρυφά σε μια γωνιά. Που να σκεφτεί για το Βασίλη! Θα ήταν φόβος να τον σκίσει. Όταν πλέον ο Σπίνος αποκάλυψε στο Ζαφείρη το μυστικό, μετά την ένταση, βασιλεύει η σιωπή. Ο Σπίνος σβήνει το λυχνάρι και προσπαθεί να ελαφρύνει την ομολογουμένως ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Αρχίζει μιαν ιστορία, έτσι που κάνουν τις νύχτες μπρος σ’ έναν νεκρό, να μερώσουν τους ζωντανούς που τον κλαιν. Ξαφνικά σταματά κι αρχίζει να κλαίει.

Ενώ ο Ηλίας βρίσκεται άρρωστος στο θάλαμο, ένας μικρός μαύρος όγκος ήρθε και στάθηκε στην πόρτα. Ήταν μια γριούλα μισοσκεπασμένη με το φερετζέ. Κοιτάζει ανήσυχη και στη συνέχεια πετά ένα μεγάλο κομμάτι ζεστό ψωμί κι ένα κυδώνι στον πρωταγωνιστή. Θέλεις τίποτα…, ογλούμ ρωτά φοβισμένα η φωνή, τρέμοντας κάτω απ’ το μαύρο πέπλο. Ο Ηλίας στέκει χαμένος από το απρόσμενο αυτό περιστατικό και απορεί εύλογα. Απαντά πως όχι και την ευχαριστεί.

Ενώ, λοιπόν, βρίσκεται άρρωστος στο θάλαμο βλέπει έναν αξιωματικό. Στο γιακά του το διακριτικό τρίγωνο είναι βυσσινί: γιατρός. Ο Ηλίας τον φωνάζει στα φραντσέζικα. Ο άνθρωπος σταματά απότομα, χτυπημένος από τούτη την πολιτισμένη, σε γαλλικό ικεσία! Μάλιστα απορεί με την εμφάνιση του Ηλία κι αμέσως τον ρωτά τι είναι. Όπως λέει ο Ηλίας, τα γαλλικά του είναι ακόμα πιο αξιοθρήνητα. Του υπόσχεται πως θα επιστρέψει και φεύγει. Είναι νέο παιδί, είκοσι πέντε έξι χρονώ κι εκείνη τη μέρα είχε φτάσει στο Μπακίρ. Σε λίγο, επιστρέφε φέρνοντας μαζί του ένα σωληνάριο κινίνο, κάτι άλλες σκόνες. Του λέει πως αν την επόμενη μέρα είναι καλύτερα θα τον πάρει στο ιατρείο ως βοηθό του. Ο γιατρός τελικά γνωμάτευσε υπέρ της βελτιώσεως της υγείας του κι έστειλε κάποιον στρατιώτη να τον καθοδηγήσει στο ιατρείο-κατοικία του. Όταν φτάνει εκεί ο γιατρός, τον ρωτά τι δουλεία έκανε πριν και πώς τον έπιασαν. Έπειτα, σωπαίνει – σίγουρα δε βρίσκει τη γαλλική λέξη ν’ αρχίσει τη νέα κουβέντα. Ο γιατρός τον ρωτά αν γνωρίζει τουρκικά και στη συνέχεια του λέει πως πρέπει να αναρρώσει γιατί είναι πολύ αδύναμος. Έτσι, προτίθεται να προσποιηθεί πως θα τον έχει μαζί του ως μεταφραστή φραντσέζικων. Ο γιατρός μου έδωσε ένα παντελόνι κ’ ένα ζευγάρι αρβύλες. Κάθε βράδυ με γέμιζε ψωμιά: -Για τους συντρόφους σου. Ο Ηλίας λέει γι’ αυτόν πολύ χαρακτηριστικά: Ήταν πολύ νέο παιδί, μόλις είχε βγει απ’ το πανεπιστήμιο, με θερμά ανατολίτικα μάτια. Ανθυπίατρος. Μια μέρα που μεταφράζουν κάποιες οδηγίες για νέες μητέρες, ρωτάει τον Ηλιά, όπως χαρακτηριστικά τον έλεγε, αν είχε μητέρα και αν γλίτωσε. Ο Ηλίας απάντησε καταφατικά. Έμεινε σιωπηλός. Έκαμε κάτι να πει, μα σταμάτησε. Συνεχίσαμε τη μετάφραση. Ως το βράδυ ήταν κατσουφιασμένος. Εν ολίγοις, ο νέος γιατρός συμπονά τον πολυβασανισμένο Ηλία και του προσφέρει ημερίσια «ψεύτικη» εργασία, ωστόσο εξυπηρετική. Ο γιατρός περιποιείται, όπως δύναται, τον Ηλία. Τον αγκαλιάζει ζεστά και φιλικά σαν να τον γνώριζε από παλιά. Ο Ηλίας μαθαίνει από τον υπηρέτη του γιατρού Κιαμήλ-μπέη πως κατάγεται από την Προύσα. Εκεί βρίσκεται ο πατέρας του. Την μητέρα του την σκότωσαν Έλληνες. Όταν έρχεται διαταγή να επιστρέψουν οι αιχμάλωτοι στο Κίρκαγατς, ο γιατρός δίνει το χέρι του στον Ηλία και του λέει πως γρήγορα θα έρθει η λευτεριά. Ο γιατρός συμμερίζεται τη βάσανο του Ηλία, αλλά και των συντρόφων του, παρά το ότι ανήκε σε άλλη εθνική ομάδα και γίνεται κοινωνός, αυτόπτης μάρτυρας και συμπάσχων στη βάσανο των θυμάτων του διωγμού.

   Όταν ο γιατρός πήγε στο Κίρκαγατς, ο Ηλίας έμεινε με τον υπηρέτη του, τον Ισμαήλ. Τον βοήθησε να μαγειρέψει και όταν τελείωσαν με τις δουλειές κάθισαν κι έπιασαν την κουβέντα. Ο Ισμαήλ ήταν ένα αγαθό ζο απ’ το Ντιάρμπεκιρ. Μ’ έβλεπε να κουλαντρίζω με τον αφέντη του κάτι βιβλία «σού καντάρ», τα λεξικά, να του μιλώ φραντσέζικα, κι ο θαυμασμός του ήταν τόσο απεριόριστος που φούσκωνε στα μάτια του. Μια άλλη μέρα, ο Ισμαήλ παρακαλά τον Ηλία να του μάθει να γράφει το όνομά του στα γαλλικά κι ο Ηλίας του το γράφει στο στρατσόχαρτο. Το παίρνει, μ’ ευχαριστά με τα μάτια. Ύστερα αρχίζει υπομονετικά, με το σταγονόμετρο, την αντιγραφή […]. Γέμισε και τα ντουβάρια της αυλής: Ismael. Ο Ηλίας γελώντας τον ρωτά και τι έγινε που το έμαθε. Κουνά το κεφάλι του χαρούμενα κ’ ευτυχισμένα κι απαντά πως όταν θα επιστρέψει στην πατρίδα του και θα τον ρωτήσουν τι έμαθε θα αποκρίνεται πως έμαθε να σκοτώνει ανθρώπους και να γράφει το όνομά του στα γαλλικά. Τότε οι άλλοι θα ανοίγουν τα μάτια τους μπρος σ’ αυτά τα μυστήρια, που θα γράφουνται όχι απ’ τα δεξιά προς τα ζαρβά, μα ανάποδα. Θα ζαρώνουν και θα τον καλούν γεμάτοι τρόμο και δέος: «Αλλάχ!». Πριν φύγει ο Ηλίας, ο Ισμαήλ τον αποχαιρετά συγκινημένος.

Στο Κεφάλαιο ΙΒ΄ παρουσιάζεται ένα νέο πρόσωπο λεπτομερέστατα:

 

Φορούσε ένα γλιτζασμένο χακί σακάκι, όπου κρέμουνταν ένα σωρό σιρίτια χρωματιστά, κορδελίτσες πιασμένες με πρόκες. Είχε κ’ ένα φιόγκο. Το αδύνατο μούτρο ήταν γεμάτο από σιχαμερά κανελιά σημάδια, κάτι μικρά σπυριά, πιτσούλες – τόσο μπόλικες σα να μην είχαν που να παν αλλού. Δύο ψιλά ανήσυχα ματάκια. Και το μικρό κεφάλι ξουρισμένο μπίτ. Μονάχα στην κορφή είχε μείνει ένα κομμάτι μαλλιά, μια αχαμνή βρουλίδα που στεκόταν ντούρα απ’ τη λίγδα. Την πρώτη μέρα που τον είδαμε τον είχαν στη μέση οι στρατιώτες. Έκανε ένα σωρό μασκαραλίκια. Αυτοί σκούσαν στα γέλια. Σαν είδε εμάς έτρεξε προς το μέρος μας, έκαμε μια βαθιά υπόκλιση κι άρχισε να ρωτά δια το αίσιον της υγείας μας. Ύστερα με το δαχτυλάκι του χτύπησε τη μύτη του καθενούς μας σα να δοκίμαζε τον ήχο. Μέναμε ακίνητοι και τρίζαμε τα δόντια από οργή. –Σκουλήκι! Μουρμούρισε μονάχα ένας μας. Αυτός, σα να υποψιάστηκε τούτο τον ψίθυρο, γυρίζει ξαφνικά, μας κοιτάζει με τρομαγμένα μάτια και χάνεται στον πλαϊνό δρόμο τρέχοντας.

 

Οι στρατιώτες τον φώναζαν «ντοχτόρ» κι οι αιχμάλωτοι αναρωτιούνταν τι να ’ταν άραγε το σαμιαμίδι τούτο. Κάποιοι υπέθεταν πως ήταν Τούρκος και κάποιοι άλλοι Αρμένης. Το πρόσωπο αυτό έγινε η σκιά των αιχμάλωτων. Έμενε σ’ ένα μισοκαταστραμμένο καλύβι στον αρμενικό μαχαλά του Κίρκαγατς. Τα χαράματα μόλις οι αιχμάλωτοι έπιαναν δουλειά: έπεφτε μπροστά μας, κι άμα φτάναμε στους καφενέδες του χωριού άρχιζε τα μασκαριλίκια, να τον βλέπουν οι ντόπιοι. Ήταν μια προσπάθεια γεμάτη αγωνία και τρόμο – να τους βεβαιώσει πως αλήθεια μας περιπαίζει. Κάποτε ξεχνιόταν. Αγκρήλωνε τα μάτια, τα κρατούσε λίγο έτσι, ύστερα έπαιζε βαριά τα ματόκλαδα. Αυτό το άνοιξε κλείσε τον συνέφερνε, του θύμιζε πως ήταν παλαβός. Τότες σήκωνε ψηλά το κεφάλι, έβγαζε το σκούφο του και, βλέποντάς μας με πιτηδεμένη σοβαρότητα, έδινε διαταγές σ’ εμάς, τα στρατά του: Ουλάν, εφελέρ! Βήξτε!  Οι αιχμάλωτοι αισθάνονταν λύσσα για το σκουλήκι αυτό. Ένα βράδυ μπήκε βιαστικά στο κελί των αιχμαλώτων μαζί με το νέο της άφιξης νέων συντρόφων. Το κόκκινο μούτρο του γυάλιζε απ’ τη χαρά που έτρεχε μες απ’ τα μάτια του και του χάδευε τα λασπωμένα μάγουλα. Ο ντοχτόρ ρωτά τον σαραντάρη μαφαζά από τα χωριά του Σιβάς, στον σταθμό, αν έχει αρραβωνιαστικιά. Εκείνος του απαντά καταφατικά και ο ντοχτόρ του αποκρίνεται: Το λοιπόν, θα σου φτιάξω τώρα ένα κάντρο, εσένα τον ίδιο, ζουμπουλού-μουμουλού, να λυσσάξει το κοπελούδι μόλις του το στείλεις. Βάλλαχι! Θα βάλουμε κ’ ένα σπαθί στη μέση, να μοιάζεις σα ζαμπίτ… Ο μαφαζάς φτιάχνεται, κορδώνεται κι ο ντοχτόρ βγάζει ένα λαδωμένο παλιόχαρτο κι ένα μολύβι κι άρχισε να ζωγραφίζει. Η κωλυσιεργία του εκνευρίζει τον μαφαζά, αλλά όλα λήγουν αίσια. Μια βραδιά, ο ντοχτόρ λέει με μασημένα λόγια, κρυφά και φοβισμένα σ’ έναν αιχμάλωτο πως οι τρεις σύντροφοι που προστέθηκαν στην ομάδα των αιχμαλώτων θα κρεμαστούν, καθώς ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο. Όταν τα άτυχα σώματα κρέμονται στον πλάτανο, ο ντοχτόρ έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να δώσει ποικιλία στο θέαμα. Χόρευε κάτου απ’ τους κρεμασμένους. Τραγουδούσε έναν παλαβό σκοπό […]. Μια στιγμή το κεφάλι του χτύπησε στο ποδάρι ενός κρεμασμένου. Για να εκδικηθεί έπιασε τα ποδάρια τους, έναν έναν, και τα γύριζε. Ύστερα τ’ άφηνε: τα κορμιά στριφογυρίζαν σβέλτα απ’ τη μια κι απ’ την άλλη. Ο ντοχτόρ παρακολουθεί έως το τέλος τη σκηνή ενταφιασμού των τριών πτωμάτων. Έβγαλε το σακάκι του μουγγού και το σώβρακο του Βασίλη. Μετά από μέρες, φοβισμένος, αδύνατος, με άσπρα χείλια, πεινασμένος, μπαίνει στο υπόγειο των αιχμαλώτων, ξεκουμπώνει το σακάκι του με τα ντενεκεδένια παράσημα και τους πετά ένα μικρό πακέτο.

    Οι αιχμάλωτοι περιμένουν γεμάτοι από μια ανεξήγητη ανησυχία τους νέους συντρόφους. Μόλις έφτασαν τους περικύκλωσαν κι άναψαν μεγάλη φωτιά. Όλοι μας θέλαμε να δείξουμε πως ήμαστε καλύτεροι απ’ ό,τι φαινόμαστε με τα τσουβάλια – σα να τους ντρεπόμαστε. Παλιές συνήθειες ανθρώπινες. Οι νέοι σύντροφοι έρχονται από το στρατοδικείο της Σμύρνης, καθώς τους είχαν προσάψει την κατηγορία πως πυρπόλησαν τη Μαγνησά. Ένας Θεός ξέρει πώς γλίτωσαν. Οι αιχμάλωτοι ανακουφίζονται και χαίρονται με την έκβαση. Οι νέοι σύντροφοι τους πληροφορούν πως σε κανένα μήνα θα έχουν τελειώσει τα βάσανά τους, γεμάτοι αισιοδοξία. Οι αιχμάλωτοι τους περιεργάζονται σαν περίεργα φαινόμενα. Ήταν ντυμένοι σαν κ’ εμάς, με τσουβάλια, όπως λέει ο αφηγητής. Μα αυτοί είχαν δεμένα με σπάγκο κάτι τετράγωνα ντενεκεδένια σχέδια στον καρπό τους, μ’ έναν τούρκικο αριθμό στάμπα. Οι σύντροφοι τους ρωτούν αν έχουν κι αυτοί και τους ενημερώνουν πως πριν ένα μήνα ο καθένας τους έγινε ένα νούμερο στη Μαγνησά, για να μπορούν να τους ελέγχουν. Η πληροφορία αυτοί γεμίζει τρόμο τους αιχμαλώτους. Οι σύντροφοι προσπαθούν να τους καθησυχάσουν πως κι αυτοί κάπου θα είναι γραμμένοι παρόλο που δεν τους έδωσαν νούμερα. Τους ζηλεύαμε – μια ευτυχία που δεν την είχαμε. Ο ντοχτόρ είχε βαφτίσει τους δύο από αυτούς αρκούδες και τον τρίτο, ο οποίος και δε μιλούσε, μαϊμούν. Ήταν ένα αψηλό ξερακιανό παιδί ως είκοσι χρονώ. Είχε ξαπλώσει τα μακριά ποδάρια του κοντά στη φωτιά. Την έβλεπε με προσοχή, σα να γίνονταν εκεί τίποτα σπουδαία πράματα. Ο Σπίνος τον πλησιάζει και τον χαιδεύει στην πλάτη και η μαϊμού, το Νούμερο 1283, γύρισε και τον κοίταξε. Ύστερα έφερε τα μάτια γύρω σ’ όλους μας. Ήταν πολύ κόκκινα, ένα αραιό χρώμα – έσταζε λουρίδες λουρίδες το ασπράδι. Φαινόταν καθαρά πως αυτά τα κόκκινα μάτια μας φχαριστούσαν. Ένας από τους άλλους δυο συντρόφους ενημερώνει τους αιχμαλώτους πως είναι μουγγός. Και συνεχίζει: του ξεκόψαν και λίγο τα μυαλά. Δεν μπόρεσε να βαστάξει στο ξύλο και στην υγρασία κει κάτου. Ο Ηλίας κοιμάται μαζί του για όλα τα υπόλοιπα βράδια. Έβαζαν σ’ ένα τσουβάλι τα πόδια τους και πλάγιαζαν. Ύστερα κοντέψαμε τις αγκαλιές μας να ζεσταθούν κι αλλάξαμε τις ψείρες μας αδερφικά. Την επόμενη μέρα οι τρεις νέοι σύντροφοι και ο Ηλίας πιάνουν δουλειά στο σταθμό, όπου κουβαλούσαν κουλούρες συρματοπλέγματα προς μια αποθήκη ασταμάτητα. Το 1283, η Μαϊμούν, δούλευε ολότελα μηχανικά. Ο ένας από τους άλλους δύο συντρόφους, ο Ζαφείρης, το νούμερο 21388, τραγουδούσε σιγά ένα σκοπό. Ήταν ήμερος και γλυκός σαν την Ανατολή. Ο Ηλίας θαυμάζει το κουράγιο του. Ο πρώην λοκαντιέρης Ζαφείρης κοιτάζει με αγαθότητα τον Ηλία και τον συμβουλεύει: -Παιδί μου, όλα τα πράματα έχουν ένα τέλος, λέει ήσυχα. Μονάχα να μη σου λείψει η πίστη. Γιατί λοιπόν να μην τραγουδάς; Εγώ είμαι σίγουρος. Ο Ηλίας αγανακτεί με όσα του λέει. Δεν του αντιμίλησα. Ήταν κομμένος απ’ τη ράτσα εκείνη που ξέρουν να βολεύονται στη ζωή όπως έρθει. Ακόμα κ’ οι μασέλες του ήταν κομμένες στο μούτρο του έτσι διακριτικά, μην πιάνουν παραπανίσιο τόπο. Όταν μια γριά του σταθμού ζητά κάποιον να της πλύνει τα πατώματα, πηγαίνει η Μαϊμού μπας και του δώσουν τίποτα και καταφέρει να σκεπάσει το γυμνό κορμί του, που τουρτούριζε. Η γριά του δίνει ένα αδειανό σακί κι ένα μπαλωμένο χακί σακάκι, το οποίο παίρνει και φορά ο τρίτος σύντροφος, ο Βασίλης που πήγε να τον φωνάξει από την αγγαρεία, για να πάνε για δουλειά. Ο Βασίλης άνοιξε το σακί στη μέση και το πέρασε στο κεφάλι του μουγγού. Η κίνηση αυτή εξαγριώνει τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Γινήκαμε έξω φρενών. –Δώσ’ του το σακάκι! Του φωνάζαμε. –Εσύ είσαι παστωμένος στα τσουβάλια σαν αστακός! Του λέει κι ο Ζαφείρης ο σύντροφός του. Δεν τον λυπάσαι; – Ξεζάλισέ με, λοκάντα! Κάνει οργισμένα ο Βασίλης. Μου χρειάζεται, και το κρατώ! […] Ο Βασίλης δε δεχόταν με κανέναν τρόπο να δώσει το σακάκι. Πέσαμε πάνω του και του τ’ αρπάξαμε. Λύσσαξε και μας φοβέριζε: – Σκυλιά! Οι αιχμάλωτοι δεν τον ξεσυνερίζονται.

 

Η Μαϊμούν καθόταν κοντά στη φωτιά, αδιάφορος, και δε μπορούσε να ξηγήσει τι ήθελε τόσος σαματάς. Από κείνη τη μέρα το Βασίλη δεν τον χωνεύαμε. Ήταν ένα σιχαμένο τομάρι που νοιαζόταν σε κάθε περίσταση τι λογής να ρίξει στους αλλουνούς ένα βάρος που έπρεπε να το σηκώσει αυτός. Στη δουλειά όλο κοίταζε να ξεφύγει. Γκρίνιαζε. Τη νύχτα ήθελε τον καλύτερο τόπο κοντά στη φωτιά να τον πιάσει μοναχός του. Για λίγον καιρό ταιριάσαν με το δικό μας το Χρήστο – ταιριάζαν τα χνώτα τους. ύστερα μαλώσαν στη μοιρασιά –ποιος να κοιμάται πιο σιμά στη φωτιά, ποιος να δουλεύει λιγότερο. Μια νύχτα ήρθαν και στα χέρια. Κοντέψαν να σκοτωθούν με τα ξύλα. Ήταν ματωμένοι, ξεσκισμένοι. –Ένας απ’ τους δυό πρέπει να λείψει! φώναξε ο Χρήστος. –Ναι, σκύλο! Του απάντησε ο Βασίλης. Μα ποιος; Έτσι ο Βασίλης απομονώθηκε ολότελα. Δεν του μιλούσε κανείς. Μονάχα ο παλιός του σύντροφος ο Ζαφείρης τον λυπόταν. Τον πλησίαζε. –Βασίλη, γιατί είσαι έτσι; Τον συμβούλευε γλυκά. Εδώ, στο κουρμπέτ πρέπει να ’μαστε σαν αδέρφια. –Άφησέ με! Σήκωνε τους ώμους του ο άλλος. –Έτσι δε σκέφτεται ένας άντρας με καρδιά. Πρέπει να ’ναι κανείς καλός. Να δεις τότες πως έρχουνται όλα βολικά, γιατί το βλέπει κι ο Θεός… δεν του απαντούσε. Τότες κι αυτός αποτραβιόταν. Ο Βασίλης πάλι έμενε ολομόναχος στις σκέψεις του. Εμείς λέγαμε συναμεταξύ μας τα όνειρα, τις ελπίδες μας. Παρηγοριόμαστε. Μα αυτός έμενε μονάχος. Δεν τον ρωτούσε κανείς. Στύλωνε κάπου τα μάτια του και τα κρατούσε ακίνητα. Σα να ’βλεπε οράματα. Ρώτησα τη μια μέρα το Ζαφείρη. Μου είπε γι’ αυτόν πως κάπου είναι κάτι μυξάρικα μωρά που τον περιμένουν.

 

Όταν ο ντοχτόρ λέει εμπιστευτικά σε κάποιον αιχμάλωτο πως οι τρεις σύντροφοι πρόκειται να κρεμαστούν και ο κλήρος πέφτει στον Σπίνο να τους μεταβιβάσει τα κακά μαντάτα, εκείνος επιλέγει να προσεγγίσει τον Ζαφείρη, καθώς ήταν αγαθός – τούτοι αντέχουν παντού. Ο Ζαφείρης κραυγάζει. Το κορμί του λυγίζει και κουτρουβαλά στα πόδια του Σπίνου. Τρέχουμε όλοι. –Τι είναι, βρε; Φωνάζει ο Βασίλης. Παλαβωθήκατε; Χτυπούσαμε με χαστούκια το μούτρο του Ζαφείρη να συνεφέρει. Φασαρία, φωνές. Ο Βασίλης, μην καταλαβαίνοντας, είχε γίνει έξω φρενών. -Θα μιλήσεις, βρε; Τρίζει τα δόντια στο Σπίνο και κάνει ένα βήμα κατά μέρος του απειλητικά. Τι να κάμει κι ο φουκαράς ο Σπίνος; Έτρεμε. Τον είχαμε εγκαταλείψει. Φωνάζει σπαραχτικά, απελπισμένα, με λυγμούς: -Αδερφούλη! Αδερφούλη! Μην τρομάζεις!… Θα σας κρεμάσουν!… Ο Βασίλης μούγκρισε, μούγκρισε, μούγκρισε, μάτωσε τις γροθιές – σύχασε. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Ο Βασίλης κι ο Ζαφείρης ξαγρυπνούσαν χωρίς να σαλεύουν. Το ίδιο και ο μουγγός, παρόλο που δεν καταλαβαίνει. Ο Ζαφείρης έτρεμε κι έστεκε αμίλητος. Κάποιος του προτείνει τρυφερά να του τρίψει τα πόδια για να ζεσταθεί μα εκείνος όντας κουρασμένος αρνείται. Σε μια στιγμή μέσα του χάθηκε η πίστη. Κατρακύλησε. Ήταν καταστροφή. Τι σημασία λοιπόν έχει να είσαι καλός ή κακός; Δεν το πίστευε πως ο Θεός θα έφτανε έτσι στο τέλος. Ο Βασίλης κοιτάζει τη Μαϊμούν που προσπαθούσε να δέσει τα ματωμένα δάχτυλα του ποδιού της. Τινάζεται προς το μέρος του να του δώσει να καταλάβει τι συμβαίνει. Οι αιχμάλωτοι τον ικετεύουν να μην το κάνει και τον βάζουν να καθίσει με το ζόρι. Βλαστήμησε για τον πόλεμο, τους Έλληνες, είχε ανάψει πάλι, έτριξε τα δόντια […]. Κατά τις αυγές είχε συχάσει ολότελα. Σαν το Ζαφείρη. Τα μάτια υγράθηκαν. Άρχισε να νοματίζει τα παιδιά του ένα ένα, πολύ σιγά, και να τα μοιρολογά που θα ’μεναν έρημα. Σαν έρχονται οι στρατιώτες να τους πάρουν, ο Ηλίας ξυπνά τον μουγγό, τον ρωτά με τα μάτια γιατί κι εκείνος τον χαϊδεύει στην πλάτη. Ο αφηγητής – πρωταγωνιστής φωτογραφίζει το στιγμιότυπο του βάναυσου θανάτου των τριών συντρόφων: Τα τρία πτώματα κουνιούνταν κρεμασμένα το καθένα από ένα κλαδί του πλάτανου, στη μέση του Κίρκαγατς. Έβρεχε. Το νερό τους έκανε μούσκεμα. Έσταζε απ’ τα γυμνά ποδάρια τους. Το στόμα της Μαϊμούν ήταν μισανοιγμένο. Η γλώσσα του πετιόταν όξω, μελαψή, σαν ένα κομμάτι σπλήνα. Πότε πότε καμιά στάλα βροχή έπεφτε πάνου της. Ύστερα έσταζε κάτου. Τότες το σκοτεινό αυτό στόμα ήταν σαν ένα μάτι που δακρύζει. Οι χωριανοί μαζεύουνταν παρέες παρέες, βλέπαν με περιέργεια τους κρεμασμένους, φτούσαν, φεύγανε ικανοποιημένοι, να ζεσταθούν. Στο τέλος, ο Ηλίας κι ο Σπίνος σκάβουν ένα μεγάλο λάκκο και για τους τρεις, προκειμένου να τους θάψουν.

Ο Γιωργής είναι ένας από τους δυο συντρόφους που φτάνει μαζί με τον Ηλία στο Αξάρ. Όταν το βράδυ οδηγούνται σε μια σκοτεινή αποθήκη απέναντι από ένα τζαμί, ο Γιωργής ντυμένος με τσουβάλια πλησιάζει κάποιους για να μάθει τι ήταν το μέρος εκείνο. Μόλις οι Τούρκοι παρευρισκόμενοι αντιλαμβάνονται την εθνική του ταυτότητα άρχισαν να φωνάζουν: –Μας ήρθαν γκιαούρηδες! Ήταν τόσο εχτρικός αυτός ο τόνος, που ο φουκαράς ο Γιωργής αποτραβήχτηκε αλλοσούσουμος. Ο αφηγητής τονίζει την διάσταση ανάμεσα στον εαυτό και στον άλλο, στον ξένο. Ένας τον πλησιάζει, του δίνει μια κλωτσιά στην κοιλιά, τον αποκαλεί σκυλί και τον διατάζει να σηκωθεί και να μπει σ’ ένα σακί με άχυρα. Οι Τούρκοι τον αντιμετωπίζουν ως παιχνίδι, τον πετούν ψηλά, ο Γιωργής τιναζόταν, κατέβαινε, και πάλι ξανανέβαινε […]. Σε μια στιγμή, συνεννοημένοι, μόλις ο Γιωργής τινάχτηκε ψηλά, τράβηξαν το στρώμα. Ο βαρύς όγκος έκαμε μπλάπ πάνω στις πλάκες. Στο κούτελο άρχισε να τρέχει αίμα. Ζαλισμένος, ματωμένος, τους παρακαλούσε: Αφήστε με! Ο Γιωργής στέναζε από τον πόνο. Οι αιχμάλωτοι τον φρόντιζαν με τα μέσα που διέθεταν: Του σταματήσαμε το αίμα βαστώντας πολλή ώρα τα δάχτυλά μας στο κούτελό του. Ύστερα κολλήσαμε στο πηγμένο αίμα άχερο για επίδεσμο. Πριν γίνει Σάντσος ήταν άνθρωπος του Θεού και της μανιφατούρας. Τραγουδούσε λυρικά στους δρόμους τα κασμίρια του, και στον οίκον του Κυρίου, δεξιός ψάλτης, «τα μυρίπνοα άνθη του παραδείσου». Όλη τη νύχτα ο Ηλίας άλλαζε βάρδια με τον άλλο αιχμάλωτο για να τον προσέχουν, αλλά και για να προστατέψουν τους εαυτούς τους από τα τουρκιά. Την επόμενη μέρα, αφού επέστρεψαν από το περιβόλι ενός πασά όπου εργάζονταν, ο Γιωργής πήγε να μαζέψει αποτσίγαρα. Ο μαφαζάς τον ξεγύρεψε, τρόμαξε, έμπηξε τις φωνές, τέλος τον βρήκε εκεί κοντά. Τον χτύπησε, βλαστήμησε, και σαν πήγαμε στην αποθήκη το ανάφερε στον αξιωματικό πως «ο γεσίρ ήθελε να το σκάσει». Ο ζαμπίτ διέταξε να φέρουν βέργες για να τον μαστιγώσουν. Πέταξαν τα τσουβάλια απ’ τις πλάτες του Γιωργή, τις αφήσαν γυμνές. Ένας στρατιώτης, αυστηρά, άνοιξε τα σκέλια του. Αποκάτω τους πέρασαν το κεφάλι του συντρόφου μας, κι ο στρατιώτης του έπιασε το σαγόνι. Το άλλο το κορμί έμεινε λεύτερο πίσω του. Τουρτούριζε απ’ το κρύο. Μα πολύ γρήγορα, με τα πρώτα χτυπήματα, του πέρασε, γιατί το αίμα άρχισε να ταράζεται στις φλέβες του. Φώναζε: Αχ! […]. Ο ζαμπίτ, λυσσασμένος, δεν τον παρατούσε. Ίσαμε δέκα λεπτά χτυπούσε. Ύστερα το μισόγυμνο κορμί μπαντονάρισε, βάρυνε. Τα τουρκιά υπάκουσαν στο κάλεσμα για προσευχή και οι δύο Έλληνες αιχμάλωτοι κουβάλησαν μέσα το σώμα του Γιωργή. Ένα τουρκιό στην καταγωγή άρρωστο γεροντάκι με μεγάλο λιοκαμένο γυαλιστερό μούτρο καθαρής μογγγολικής ράτσας αποτρέπει τους ομοεθνείς του να επιδοθούν για δεύτερη φορά στο βασανισμό του σώματος του Γιωργή και συμβουλεύει τον Ηλία και τον τρίτο σύντροφο, τον Ιωσήφ, να τον τρίψουν με λίγο λάδι. Δε σήκωνε άγγιγμα, αναστέναζε. Ο Γιωργής και το γεροντάκι βογκούσαν. Όπως λέει ο αφηγητής-πρωταγωνιστής, απορούσες πως μπορούσε να μοιάζουν τα βογκητά – ένας Τούρκος κ’ ένας Χριστιανός. Πρόκειται για ένα στιγμιότυπο οικείωσης του άλλου. Ο πόνος δεν γνωρίζει διακρίσεις και έθνη.

Για κάθε λόχο στο στρατόπεδο της Μαγνησάς διορίστηκε ένας τσαούς από τους αιχμαλώτους που γνώριζαν τουρκικά. Αυτοί οι τσαούς δεν κάναν καμιά δουλειά. Μονάχα επιστατούσαν. Στα οφφίτσια τούτα, όπως γίνεται πάντα, μπήκαν οι πιο καπάτσοι. Ρωμιοί κι Αρμένηδες […]. Για να φανούν ευχάριστοι στο τάγμα, μας ξεζουμίζαν στη δουλειά. Δε φοβόνταν μήτε Θεό μήτε διάολο. Το βράδυ δίνανε αναφορά: αυτό έγινε. Το τάγμα τους έλεγε μπράβο. Μάλιστα, όταν οι Τούρκοι αποκαλούν τους αιχμαλώτους βρωμερό έθνος, επειδή κόβουν κάτι κουκιά που έχουν φυτρώσει στον τάφο ενός ομοεθνή τους, ο Μιχάλ-τσαούς συμπληρώνει υποκριτικά: Τα παλιοτόμαρα! Τι να φοβηθούν; Μπας κ’ έχουν Θεό; Ο Μιχάλ-τσαούς λέει στον Ηλία πως θα τον πάρει μαζί του ως υπηρέτη, για να μην πηγαίνει για δουλειά. Ο Ηλίας αρνείται πεισματικά με όση αξιοπρέπεια του έχει απομείνει κι εκείνος τον ρωτά εξαγριωμένος γιατί. Α σιχτίρ! Ήταν ένα γουρούνι εκ Καισαρείας ίσαμε κει πάνου – θα ’πρεπε να του πλένω τα τσανάκια του. Σε κάθε τσαούς είχαν κολλήσει τέτοια σκουλήκια. Το παρακαλούσαν. Τις νύχτες πλάγιαζαν μαζί. Τους γλείφαν. Ο Μιχάλ-τσαούς του το κράτησε και για να τον εκδικηθεί τον έβαζε σε όλες τις σκληρές δουλειές. Πάντα θα ’βρισκε τρόπο να μη στέκω μήτε μισή ώρα το μεσημέρι να φάγω το ψωμί μου, ισχυρίζεται ο αφηγητής. Κάποια στιγμή που ο Ηλίας κατά τη διακοπή της εργασίας στο βουνό τεντώνει τα χέρια του και χασμουριέται, ο Μιχάλ-τσαούς που τρώει εκεί δίπλα, προσέχει την ασέβεια να κάθεται ανάσκελα μπροστά του. Τον αποκαλεί κερατά και τον διατάζει να μεταφέρει μια πέτρα. Έπειτα, τον στέλνει να κόψει ένα ανθισμένο σπερδούκλι, το οποίο βρισκόταν στην απότομη και πετρώδη κορυφή μιας πλαγιάς, που είχε ύψος τριάντα μέτρα, προκειμένου να πάρει το αίμα του πίσω. Μόλις ο Ηλίας του το πηγαίνει, εκείνος εξαπολύει έναν ψυχολογικό πόλεμο εναντίον του και τον ρωτά κοιτάζοντάς τον βλοσυρά γιατί το έκοψε. Τον προστάζει να το επιστρέψει στον τόπο του. Ο Ηλίας θέλει να τον δαγκώσει. Ο Τούρκος γελά με το καψώνι αυτό και σφυρίζει αδιάφορα, όταν ο Ηλίας πέφτει από την κορυφή. Το ίδιο βράδυ διοργανώνει γλέντι, μεθά και παίρνει χασίς. Πιο κάτω διαβάζουμε πως το πρόσωπο αυτό εξαγοράζεται από έναν αιχμάλωτο πουλώντας του προστασία. Ο Ηλίας φοβάται πως ο Μιχάλ-τσαούς θα τον στείλει πιο βαθιά στην Ανατολή, για αντιποινά, μα τίποτα.  Όταν ο Μιχάλ-τσαούς περνά από κάπου και βλέπει ξαπλωμένο έναν αιχμάλωτο, σηκώνει το καμτσίκι που βαστά και το κατεβάζει με δύναμη στο σκοτεινό πρόσωπο […]. Ο Μιχάλ του ρίχνει μια ματιά περιφρονητική. Ο σκλάβος χιμά πάνω του και τον δαγκώνει με λύσσα παντού, αλλά έπειτα πληρώνει με μαστίγωμα και διωγμό την αλλόκοτη, αλλά απόλυτα δικαιολογημένη στάση του.

Στο στρατόπεδο της Μαγνησάς κι ενώ επικρατεί η φήμη ότι σ’ ένα μήνα θα έρθει η λευτεριά, ένας σύντροφος αφηγείται το όνειρο-όραμα, που είχε δει στον ύπνο του. Ο άνθρωπος αυτός, που όπως μαθαίνουμε παρακάτω λέγεται κυρ-Παναγής, διηγείται πως είδε έναν φτερωτό άγγελο Κυρίου να λέει πως σ’ ένα μήνα θα τελειώσουν όλα. Όταν ένα βράδυ ο Ηλίας έχοντας περάσει μια πικρή νύχτα δουλεύοντας θεονήστικος επιστρέφει στη γωνιά του συλλογισμένος, ο Τελεμές τον πλησιάζει και τον ρωτά αν έφαγε. Ο Ηλίας του απαντά αρνητικά κι εκείνος του δίνει ένα κομμάτι ψωμί και τον συμβουλεύει να μην πάρει ξανά τέτοια πρωτοβουλία να πάει να δουλέψει σε χωριάτες. Οι άλλοι τον φωνάζουν κυρ-Παναγή. Φχαριστιόταν πολύ μ’ αυτό το «κύρ». Το είχε για περηφάνια. Είχε αράξει σε μια κουφάλα απ’ αυτές που είναι στο φρενοκομείο. Μέσα κει φύλαγε τα σάλια-μπάλια του, το ψωμί, κανένα παλιόπανο. Συνήθισε. Ξάπλωνε κ’ έριχνε τ’ αγαθά μάτια του πάνου στα γραψίματα -φάρκα οι τοίχοι- που είχαν αφήσει οι παλαβοί, όσοι κάποτε περάσαν από δω: αρμενικά, τούρκικα, ρωμαίικα, τραγούδια, παλαβάδες. Είχε συμφιλιωθεί με όλα αυτά για τη νύχτα. Για τη μέρα ειδικεύτηκε σε βόδι. Η ζωή του ήταν σαν κουλούρες κουλούρες, κύκλοι. Η δυσκολία ήταν, κάθε φορά, ίσαμε που να στρώσει μια κατάσταση. Συμβιβαζόταν αμέσως. Έκλεισε ο κύκλος; Είναι καλά. Ένα βράδυ ο Ηλίας τον παροτρύνει να πάει μαζί τους στο ταξίδι της λευτεριάς, μα εκείνος αρνείται πεισματικά λέγοντας πως δεν έχασε ακόμα τα λογικά του, για να προβαίνει σε παλαβάδες […]. Ήταν η κλεισμένη κουλούρα: βοδαραμπάς, η κουφάλα με τα γράμματα, τα όνειρα – που και που κανένας άγγελος. Αν απ’ αυτά περίσσευε καιρός, ο σύντροφός μας τον αφιέρωνε σε μια θετική δουλειά: Τη μέρα μάζευε απ’ το δρόμο παλιοκούρελα, πατσαβούρες, ό,τι να ναι: Τα ’ραβε όλα το βράδυ πάνου στο τσουβάλι που του χρησίμευε για στρώμα. Είναι ένας χοντρός πολύχρωμος θησαυρός από κουρελαρία, που όλοι μας τον ματιάζαμε. Ο Ηλίας του έλεγε χαρακτηριστικά: Να δεις, κυρ-Παναγή, τι λογής είναι να περπατάς μες στο δρόμο λεύτερος και να σφυρίζεις! Εν τέλει, ο κυρ-Παναγής πείθεται καθώς τον συνεπήρε κι αυτόν ο καημός της λευτεριάς. Το αποφάσισε. Ήρθε μαζί μας. Κοιτούσε με τρομαγμένα μάτια κι έλεγε στους υπόλοιπους συγκινημένος και τρομαγμένος να επιστρέψουν κι εκείνοι, επειδή δεν ήθελαν να τον στεναχωρήσουν, καθώς έτρεμε, του έκαναν το χατίρι. Αργά τη νύχτα ηρέμησε. Ε, και τι ήταν μαθές; Έλεγε, σα να μην ήθελε να προδώσει αυτό που ήταν. Ωστόσο, ο κυρ-Παναγής επανέλαβε το ταξίδι. Ένα βράδυ που οι Τούρκοι διαπιστώνουν πως κάποιοι το χουν σκάσει, όπως λέει ο αφηγητής: φάγαμε ένα διαολόξυλο που μας άλλαξαν τον αδόξαστο. Ο Παναγής […] πασπάτευε τα μεριά του να συνεφέρουν. Η μελαχρινή μούρη του έγερνε πλάι, κ’ επειδή ήταν βράδυ έδινε σκιά στα παχιά χείλια του. Όταν ένας παραγιός τον ρωτά στο νέο του επάγγελμα τι δουλειά έκανε πριν, ο Τελεμές απαντά πως είχε μπακάλικο, κι όταν εκείνος τον κατηγορεί για κλεφτιές, με αγανάκτηση, το διαψεύδει. Στα κλήματα, ο Τελεμές τελείωνε τελευταίος την αράδα. Λαχάνιαζε. Η σκόνη το χώμα πεταγόταν στα μούτρα του. Έβγαζε τη γλώσσα να γλείψει λίγη δροσιά […]. Το πάχος του κορμιού του έλιωνε, ανέβαινε μες στα μάτια του, μες στο λαρύγγι. Δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Δεν έβλεπε. Τα χέρια του είχαν αποκάμει ν’ ανεβοκατεβάζουν την τσάπα. Ο Παναγής βογκώντας προσπαθούσε να καλμάρει τον Τούρκο, που οργιζόταν και βλαστημούσε με την κωλυσιεργία του κι απελπισμένα, με πνιχτή φωνή και δακρυσμένα μάτια τον ικέτευε, χωρίς βέβαια αντίκρισμα, να κάνουν μια παύση. Στο κορμί του φουκαρά του Τελεμέ είχαν γίνει μελανάδες. Τη νύχτα βογκούσε πολύ, ίδια κι ατέλειωτα […]. Ο Παναγής παραπονιέται στον καγιά του μπέη που έχει το κτήμα δείχνοντάς του τα σημάδια του. Ο Ηλίας τον συμβουλεύει να τραγουδά, καθώς στα σαρκιά ο ερίφης είναι πολύ μερακλής και θα λιγώνεται. Ο Τελεμές τόλμησε. Στα μάτια του κάτι παλεύει, παλεύει να στεριώσει. Τέλος παίρνει την έκφραση […]. Πότε πότε γύριζε λοξά στο μέρος του μυξάρη να γραδάρει την εντύπωση που του κάνει. Η ματιά τότες καρφωνόταν γεμάτη ανησυχία, σβέλτη, σάματις να ήταν από δύο διαφορετικά πρόσωπα η ήμερη φωνή κ’ η ματιά […]. Ο Τελεμές δυνάμωνε, ολοένα. Μόλις τελειώνει το σκοπό, το Τουρκί τον χτυπά κυνηγώντας τον, ώσπου εκείνος γλίστρησε κι έπεσε μπρούμυτα σε μια κληματαριά. Όταν φτάνουν ο Χαζίφ μ’ έναν ακόμα  μαφαζά του ταμπουριού του στον αμπελώνα να τους ανακοινώσουν την ανταλλαγή αιχμαλώτων και την επιστροφή στην πατρίδα, οι αιχμάλωτοι πετούν από χαρά, καθώς η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Οι παχιές χειλάρες του Παναγή σαλάγιξαν μια δυό φορές να μασήσουν τη συγκίνηση […]. Μια τσάπα έμεινε στα χέρια του Τελεμέ. Έγραψε μια αλαφριά κίνηση, εγκαταλειμμένη. Έγειρε χάμου. Τα μάτια του Παράσχου καρφώθηκαν μες στον αγέρα χαζά, σα να τους έλειψε η δύναμη να κοιτάζουν. Μείναν όπως βρέθηκαν, έτσι. Κ’ έπειτα, μονομιάς, σχεδόν μαζί, τα ποδάρια του Τελεμέ χτύπησαν το χώμα θριαμβευτικά. Ο Τελεμές ενθουσιασμένος, όπως και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι, φωνάζει, αγκαλιάζει και φιλά τον Ηλία. Αποχαιρετά το τσουβάλι του, τις ψείρες, τις βιτσιές, πετά με λύσσα κι εκδικητική μανία τα πράγματα που είχε συγκεντρώσει ως άλλος ρακοσυλλέκτης. Παίρνει λίγα ξερά κλαδιά από τον αχερώνα, τα τοποθετεί στην πόρτα μαζί με τον τσουβαλένιο θησαυρό του και τον πυρπολεί. Ο Τελεμές δεν ήξερε πια τι έκανε. Χτυπούσε τα μεριά του, πηδούσε […]. Ο Τελεμές, χωρίς νοικοκυριό, χωρίς κανέναν από τους συντρόφους τα υπάρχοντά του, που τα είχε περιμαζέψει με υπομονή, φχαριστημένος, συγκινημένος, σώπασε, κλείστηκε στον εαυτό του. Έμεινε μόνος. Έγειρε χάμω κι ακούμπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα. Ο Παράσχος του γνέφει χαμογελαστά να πάει στο τσουβαλένιο στρώμα του, μα εκείνον τον πιάνει η περηφάνια, είναι τόσο ευτυχισμένος, αρνείται τρεμουλιαστά. Την επόμενη, όταν τους ενημερώνουν πως όλοι οι αμελέδες θα συγκεντρωθούν σ’ ένα σημείο, ο Τελεμές αναρωτιέται αν θα τους ντύσουν πριν τους παραλάβει η επιτροπή στη Μαγνησά. Πού πάμε, μωρέ; Ρωτά με τρομαγμένη φωνή ο Τελεμές, αρχίζοντας να υποπτεύεται μια διάψευση σαν καταστροφή. Γεμάτος ανυπομονησία προσπαθεί να δει το ρουμάνι που του λέει ένας σκλάβος. Όταν φτάνουν εκεί, κάνουν ανα δεκάδες τα σκυλιά για να πεταχτούν τ’ αγριογούρουνα και να πέσουν στα δίχτυα των κυνηγών. Ο Τελεμές ήταν σωστό πτώμα. Τα παχιά του παίζαν, κ’ έτσι που έριχνε μια μπρος μια πίσω το βάρος του κορμιού του έλεγες πως θα πέσει […]. Ο κυρ-Παναγής άρχισε να περπατά βαριά […].Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι προσπαθούν να του δώσουν κουράγιο. Έμενε πίσω και, μόλις έβλεπε τον κίνδυνο να ξεμοναχιαστεί, σφιγγόταν να μας φτάξει. Ο Χαφίζ ζητά από τους πολιτισμένους κυνηγούς του ρουμανιού μια αλεπού για να στείλει το τομάρι της στη γυναίκα του με το πρόσχημα πως είναι για τους αιχμαλώτους και τη δίνει να την κουβαλήσει ο Παναγής. Αυτός την παίρνει. Τα βήματα χαμένα, παραλυμένα. Γέρνει εδώ, εκεί. Όταν ύστερα από παράκληση του Παράσχου οι μαφαζάδες τους αφήνουν να πιουν νερό σ’ ένα ρέμα, ο Παναγής  πλησιάζει στο ρέμα. Γονατίζει. Γέρνει το κεφάλι να πιει. Τα χείλια ακουμπούν στο λίγο νερό. Στα χέρια το κυνήγι ακουμπά κι αυτό. Ο Χαζίφ άξαφνα γυρίζει προς το μέρος του Παναγή. Κάνει να φωνάξει, να μη βρέχεται η ουρά. Δεν προφταίνει. Προσέχει το μπρουμυτισμένο κορμί του συντρόφου μας. Ένας σπασμός, δύο το περνούν. Οι πλάτες ανασηκώνουνταν, πέφταν πάλι. Όταν ο Χαζίφ τον χτυπά ήρεμα στην πλάτη και τον ρωτά με μάτια γεμάτα απορία τι έχει, εκείνος με βουρκωμένα μάτια ξεσπά σε λυγμούς αναρωτιέται γιατί τους συμπεριφέρονται έτσι. Μόλις φτάνουν στο τσιφλίκι, πέφτει καταγής. Ο Χαζίφ του αφήνει το τομάρι για τη νύχτα. Λίγες μέρες μετά, ο Παναγής αποχωρίζεται τον Ηλία και τον Παράσχο και πάει να δουλέψει μαζί με άλλους σκλάβους σ’ ένα τσιφλίκι.

   O Ηλίας, ο Τελεμές και δύο ακόμα αιχμάλωτοι πιάνουν δουλειά στο τσιφλίκι ενός μπέη κάτω απ’ τη γραμμή του Κασαμπά. Ο καγιάς του μπέη, ένας Κρητικός αψηλός – βρακιά, ψηλά ποδάρια, ένα μάτι σημαδεμένο με σκάγια, μια φωνή τσιριχτή, ξερή, τους δείχνει τα κλήματα. Πριν καλά καλά ξημερώσει οι αιχμάλωτοι έπιαναν εκεί δουλειά, ενώ ένας εικοσάχρονος μυξάρης παραγιός τους επόπτευε και τους χτυπούσε δυνατά κι αλύπητα, μ’ ένα σχοινί ή ένα λουρί στα οπίσθια και στις πλάτες, προκειμένου να τους κάνει να πάρουν μια μικρή γεύση απ’ το δικό του μιλλέτ. Ο μπαγάσας ο Τούρκος ενθουσιαζόταν και χαιρόταν με την αδυναμία του Τελεμέ, ο οποίος δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά με τη νέα του δουλειά, και αποκαλώντας τους σκυλιά τους πρόσταζε να συνεχίσουν. Οι αιχμάλωτοι, σε γλώσσα ρωμαίικη, παραπονιούνται στον Κρητικό, με θάρρος. Τι να σας κάμω κ’ εγώ; αναρωτιέται σαν κλαψοπαναγιά. Φοβάμαι να σας συντρέξω. Θα το πει του μπέη, που τον ακούει πολύ. Χάνω τότες κ’ εγώ τη δουλειά μου […]. Ο Κρητικός σηκώνει τις πλάτες και τη ματιά του σκαγιού αψηλά: – Τι να κάνουμε! Ο Τελεμές εφαρμόζοντας το σχέδιο του Ηλία ξεκινά το τραγούδι. Ο μυξάρης, προειδοποιημένος, είχε ακουμπήσει την απαλάμη του στο κεφάλι. Έκανε πως ακούγει. Μόλις τελειώνει το Τουρκί πετιέται απάνου, αρπά μια βίτσα από αλυγαριά και σου τον αρχινά. Όταν ο Ηλίας έντρομος βλέπει ένα χωράφι γεμάτο σκελετούς, τους είδες; Έλεγε ο μυξάρης. Παλιόσκυλα! Τους ξεμπερδέψαμε τότες που κάψαν τη Μαγνησά. Γουρούνια! […] Να, έτσι θα πάτε κ’ εσείς! Συμπέρανε το Τουρκί με χαρά, κ’ έτριβε τα χέρια του. Όταν οι μαφαζάδες ανακοινώνουν την ανταλλαγή αιχμαλώτων, ο μικρός μυξάρης μόλις μπορούσε να καταλάβει. Χαμογελούσε. Ύστερα, παίρνοντας μέρος, άρχισε να γελά κι αυτός μαζί μας δυνατά: -Ίσαλλα! Οι αιχμάλωτοι ευχαριστούν κι αποχαιρετούν τον καγιά. Ο Κρητικός, τι διάολο, έχει ένα ύφος τόσο παμπόνηρο! Γελά κάτω απ’ τα μουστάκια του. Κείνη η τζιριτζάντζουλα μες στο μάτι του θαρρείς πως γνέφει να πάρουμε είδηση τι τρέχει. Τέλος τους αποχαιρετά κι εύχεται να τον θυμούνται, όταν επιστρέψουν στην πατρίδα.

Μαζί με τον Ηλία και τον Τελεμέ δουλεύει κι ο Παράσχος, ο οποίος τα καταφέρνει περίφημα. Μέσα σε τρία κάρτα τελειώνει τη δουλειά του και ξαποσταίνει περιμένοντας να τελειώσουν την κάθε αράδα και οι υπόλοιποι. Μόλις αντιλαμβάνεται πως ο Τελεμές βαριανασαίνει σηκώνεται και σκάβει απ’ την ανάποδη πλευρά στην αράδα του, προκειμένου να τον βοηθήσει. Όταν ανακοινώνονται τα νέα περί ανταλλαγής αιχμαλώτων, ο Παράσχος τραγουδούσε ένα συρτό εύθυμο, πεταχτό, γεμάτος κέφι. Μόλις ο Τελεμές καίει τον αχερώνα και τον προσωπικό του θησαυρό, ο Παράσχος του φωνάζει τρομαγμένος πως ακόμα έχουν δρόμο μπροστά τους μέχρι να μπαρκάρουν, μήπως και τον αποτρέψει.

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους στέκονται καμιά πενηνταριά Αμβρόσιοι και  Πηγάσιοι, τους οποίους οι Τούρκοι κουβάλησαν από το τάγμα της Άγκυρας. Είναι Ρωμιοί απ’ τα μέρη του Σιβάς. Αυτοί δουλεύουν στα εργατικά τάγματα τέσσερα χρόνια πριν τους υπόλοιπους και ξεχωρίζουν λόγω του ότι είναι ενδεδυμένοι. Στα καλά χρόνια γυρίζαν όλη την Ανατολή – «μπαμπάκι τινάζουμε, παπλώματα ράβουμε». Τώρα, αν δεν σπουν πέτρα, τυλίγουν ρόκα απ’ τα χαράματα ίσαμε που να πλαγιάσουν. Ο αφηγητής σχολιάζει τη γλώσσα τους. Η ομάδα αυτή πλαγιάζει πάντα μαζί και είναι μονιασμένη. Πρόκειται για χαρακτηριστικό της ταυτότητας μιας καθαρά μειονοτικής ομάδας, όπου άτομα περιθωριοποιημένα συναναστρέφονται μόνο με ομοϊδεάτες τους.

Εκτός απ’ αυτούς υπάρχει ακόμα μια απομονωμένη ομάδα δεκαπέντε ατόμων, οι «Αλλάχ-αιρί», οι «χωριστοί Θεοί». Όταν οι Τούρκοι σκότωναν τους Χριστιανούς, αυτοί φώναζαν στους στρατιώτες: «Μη μας χτυπάτε! Εμάς ο Θεός μας είναι χώρια απ’ το δικό τους! Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής, που να ξέραν τα Τουρκιά το τι διαβαθμίσεις είχαν οι αλλοεθνείς θεοί. Με το πρόσχημα αυτό σώθηκαν, γι’ αυτό και οι καθαρόαιμα Χριστιανοί τρέφουν μίσος προς το πρόσωπό τους και τους περιθωριοποίησαν λόγω του ότι αλλαξοπίστησαν και μάλιστα όχι από χριστιανικό φανατισμό. Όταν φτάνει η ημέρα της προσευχής των Χριστιανών, οι Τούρκοι τους διώχνουν από το κουβούσι με τα σκληρά κι ασυγκίνητά τους πρόσωπα κι αυτοί ικετεύουν να τους συγχωρέσουν. Ωστόσο, τα παρακάλια τους δεν εισακούονται κι αποχωρούν με χαμηλωμένα κεφάλια. Η ταυτότητα της μειονοτικής αυτής ομάδας δίνεται πολύ χαρακτηριστικά. Ο αποκλεισμός τους λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλίδα για τη συνοχή και διασφάλιση της εθνικής ταυτότητας και ομοιογένειας. Κάθε μη μέλος της φυλής είναι επικίνδυνος κι απορρίπτεται ως δυνητικός εχθρός των μελών της.

Ο καινούργιος λοχαγός είναι ένας Αράπης αψηλός, γερό δέσιμο. Φορά σκούρα γυαλιά. Ο Αράπης διατάσσει τους αιχμαλώτους να πάνε στο βουνό για ξύλα. Οι μέρες περνούν κι ένα βράδυ μπαίνει στο κουβούσι με κόκκινα μάτια και χτυπώντας το καμτσίκι στις μπότες του τους ρωτά αν ξεψειριάστηκαν κι αν έκαναν την προσευχή τους μήπως και τους λυπηθεί ο Θεός. Έπειτα, ορίζει την Παρασκευή ως ημέρα προσευχής. Ο Αράπης στον Μεγάλο Πόλεμο ήταν αιχμάλωτος των Εγγλέζων στην Αίγυπτο. Παραμένει κι εποπτεύει τη δέηση των αιχμαλώτων στο Χριστιανό Θεό κι έπειτα αποχωρεί ευχαριστημένος. Μια μέρα φτάνει στα κουβούσια των αιχμαλώτων χαρούμενος και τους φωνάζει πως έχει καλά μαντάτα: μπορείτε να γράψετε στους δικούς σας. Τούρκικα ή γαλλικά. Λίγα λόγια. Θα περάσουν από λογοκρισία.

Κάποιοι σκλάβοι έπαιρναν μίζα από τους Τούρκους χωριάτες μυστικά, με αποτέλεσμα το στρατόπεδο να χωρισθεί σε δύο μέρη. Οι σκλάβοι που διάταζαν και βουτούσαν μίζες στέκονταν απομονωμένοι από την υπόλοιπη μάζα, όπως και οι «Αλλάχ-αιρί». Η καλοπέραση της αριστοκρατίας αυτής, σύμφωνα με τον αφηγητή, ζυμωνόταν με τον λερό ίδρο τους. Ο διαχωρισμός του εγώ από τους άλλους είναι εμφανής. Η κάστα αυτή ψωνίζει από τα μαγαζιά των τσαούδηδων καπνό, παστά, τυρί και ψωμί και μαγειρεύει χώρια. Οι αιχμάλωτοι, που τρέφονται με τα μετρημένα κουκιά του συσσιτίου, τους ζηλεύουν.

Ο Αρμένης είναι ένας άλλος αιχμάλωτος, ο οποίος κρύβοντας την εθνική του ταυτότητα, υποδύεται τον Ρωμιό. Στο γλέντι του Μιχάλ-τσαούς έπαιζε ούτι για να διασκεδάσει τους συνδαιτημόνες.

Ο Μίλτος είναι ο αιχμάλωτος με την σκληρή τυραγνισμένη φάτσα, που, όταν πέφτει ο Ηλίας από την κορυφή της πλαγιάς, προσέχει πως κλαίει. Τότε βγάζει ένα αποτσίγαρο και καλύπτει την πληγή του με καπνό. Το βράδυ πλησιάζει τον Ηλία και του δίνει φαγητό. Οι αιχμάλωτοι συμπονούν ο ένας τον άλλον. Έχουν περάσει τόσα μαζί που πλέον αισθάνονται αδέρφια. Παρακάτω, εν όψει της άφιξης της επιτροπής επιθεωρήσεων, εξήντα σκλάβοι κατευθύνονται στη χαράδρα Κιρτίκ-ντε-ρέ, προκειμένου να κρύψουν τα κουφάρια και τ’ ακρωτηριασμένα μέλη σκοτωμένων χριστιανών από τη Σμύρνη. Ένας αιχμάλωτος αναρωτιέται τι θα γίνουν τόσα κόκαλα, κι ο κατά τον Βενέζη ταξιδεμένος Μίλτος απαντά κοπριά. Όσο περνούν οι μέρες, ο Ηλίας δένεται με τον Μίλτο όλο και περισσότερο. Όπως ο ίδιος λέει:

 

[…] η φύτρα του είναι απ’ τη Σάμο. Ορφανός κ’ έρημος, ξενιτεύτηκε παιδάκι. Μια τραχιά ζωή, τυραγνισμένη, σαράντα χρόνια. Τι δεν είχε κάμει στη ζωή του! Τα μαλλιά του άσπρισαν. Στο λιγνό κατακίτρινο μούτρο τα κόκαλα ξεχωρίζουν, σα να ’χουν πεταχτεί απ’ τη σκληρή πίεση όξω. Υποφέρνει στο στομάχι, υποφέρνει στα πόδια, όλος του ο μηχανισμός στα νεύρα είναι χάρβαλο. Δαγκάνει τα χείλια ν’ αντιδράσει στους πόνους. Το μούτρο ταράζεται σ’ αυτή την προσπάθεια. Αγαπά κι αυτός τη νύχτα […]. Οι σκλάβοι τον αγαπούν πολύ, γιατί ξέρει τις καλύτερες και τις πιο αληθινές ιστορίες […]. Αρχίζει να λέει σιγά, με τη βαθιά φωνή του […]. Έναν καιρό δούλεψε και στα πηγάφδια του Τράνσβαλ […]. Μια φορά ο σύντροφός μας δούλευε σ’ ένα μεγάλο φορτηγό, λοστρόμος.

 

Οι αιχμάλωτοι μαζεύονται τριγύρω του και ακούν με προσοχή τα όσα τους διηγείται. Σε κάποιο σημείο του Κεφαλαίου ΙΘ΄, ο Ηλίας φοβάται για τον Μίλτο. Είναι χειρότερα απ’ τον καθένα μας. Δεν τρώει, δεν έχει ύπνο. Τα κόκαλα στο πρόσωπο πετιούνται ολοένα πιο έξω. Ο Ηλίας τον παρακινεί να τους πει μια ακόμα ιστορία μα εκείνος τινάζεται απότομα, σα να βγαίνει ξαφνικά απ’ τις σκέψεις του κι αρνείται επίμονα, βαριανασαίνει, πετά με μια νευρική κίνηση το νούμερό του κάτω και προτείνει στον Ηλία να περπατήσουν στο κλουβί τους. Όταν στην άλλη πλευρά του στρατοπέδου εγκαθίστανται Τούρκοι πρόσφυγες από την Ελλάδα κι αναπτύσσουν δεσμούς με τους Έλληνες πρόσφυγες στην Ανατολή, μονάχα ο Μίλτος δεν συμμετείχε σ’ αυτό το πάρε δώσε. Επειδή ο Μίλτος ήταν θεριακλής, ο Ηλίας σκέφτηκε να ζητήσει ένα τσιγάρο γι’ αυτόν από έναν Τούρκο, μα σαν το αντιλήφθηκε τον εμπόδισε. Μίλτος και Ηλίας αποτραβιόνταν σε μια άκρη και στύλωναν το βλέμμα στην απέναντι πλευρά του συρματοπλέγματος. Ο Ηλίας του πρότεινε να παίξουν μ’ ένα μικρό τουρκόπουλο, μα εκείνος αρνιόταν επίμονα. Έπειτα έλεγε του Ηλία να τους δώσει το φαγητό του. Η αποσύνθεση μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ολοένα κυρίευε έδαφος σ’ αυτή την τυραγνισμένη καρδιά. Έκοψε και τις βραδινές ιστορίες. Τον παρακαλούσαμε να ’ρθει μαζί μας που ξαγρυπνούσαμε κάτω απ’ τη νύχτα. Δεν ήθελε. Τραβιόταν στο γιατάκι του και πλάγιαζε νωρίς. Δεν κοιμόταν. Κοίταζε μονάχα το ταβάνι με ανοιχτά μάτια. Εξομολογείται στον Ηλία πως θα προτιμούσε να πήγαινε έξω για δουλειά και ο Ηλίας τον συμβουλεύει να μην τολμήσει κάτι τέτοιο, μα εκείνος πηγαίνει στα κτήματα ενός μπέη. Ο Ηλίας ανησυχεί για την τύχη του. Μόλις επιστρέφει μετά από οχτώ μέρες στο κουβούσι κι ενημερώνεται πως ο Μίλτος έχει επιστρέψει, τον βρίσκει ξαπλωμένο ανάσκελα. Ένα αψύ κίτρινο χρώμα τρέχει πάνω στο τσιτωμένο πετσί, στο μούτρο. Τα μάτια του σαλεύουν αργά. Ο Ηλίας αγοράζει τσάι και ζάχαρη με τα λεφτά που του έδωσε ο δάσκαλος και παραμένει μέρα νύχτα στο προσκεφάλι του. Φαίνεται να έχει φοβερούς πόνους στο στομάχι. Δαγκάνει τα χείλια. Ο Ηλίας μαθαίνει πως στην αποστολή για την Ελλάδα υπήρχε και το όνομα του Μίλτου, μα την θέση του πήρε κάποιος που πλήρωσε μίζα. Όταν του το ανακοινώνει εκείνος δεν πειράζεται, δεν αγαναχτεί. Δεν υπάρχει πια απόθεμα. Ζητά από τον Ηλία να του βρει κανένα αποτσίγαρο. Ένα μελαχρινό κοριτσάκι, ένας «άγγελος» ξυπόλυτος, έξυπνα μάτια, μια σειρά δόντια σα χιόνι, η Μελέκ, απλώνει φοβισμένα το χέρι της στο Μίλτο και του δίνει μ’ ένα φιτίλι κανό συο χέρι, λέγοντάς του να το πάρει. Το σκληρό κοκαλιασμένο χέρι σαλεύει δειλά σ’ αυτή την απρόοπτη τρυφερότητα. Παίρνει το φιτίλι. Τα δάχτυλα χαϊδεύουν αλαφρά το μικρό χέρι. Μια, δυό. Τα μάτια στυλώνουνται πάνω στο παιδικό πρόσωπο. Αργότερα, εκμυστηρεύεται στον Ηλία πως κρυώνει και αυτός τον σκεπάζει με ότι τσουβάλια έχει. Του λέει πως μάλλον θα ταξιδέψει, αλλά ο Ηλίας προσπαθεί να του δώσει κουράγιο, λέγοντάς του πως πρέπει να πάνε αντίκρυ. Την επόμενη μέρα ηρέμησε, μα το βράδυ άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Τα κόκαλα πεταγμένα στο μούτρο – σα να έχει κοπεί με μπαλταδιές, ζερβά, δεξιά. Ο Ηλίας αποκοιμάται, μα όταν ένας σύντροφος τον ξυπνά αγγίζει το κρύο μαραμένο του χέρι. Το επόμενο πρωί τον έθαψαν έξω από τα σύρματα σ’ ένα λάκκο. Η Μελέκ, φτάνει το βράδυ και τον αναζητά, μα ο Ηλίας της λέει πως έφυγε. Την ώρα της αποχώρησης από το στρατόπεδο, ο Ηλίας γυρίζει για τελευταία φορά και προσπαθεί να μαντέψει πού έθαψαν τον Μίλτο.

Οι μαφαζάδες που προσέχουν τους αιχμάλωτους παρουσιάζονται ως άνθρωποι μιας πιο προχωρημένης ηλικίας, με γενειάδες, που στον καιρό του πολέμου το ’χαν σκάσει στα βουνά. Οι άνθρωποι αυτοί κατάγονται από τα βάθη της Ανατολής κ’ επειδή σε τέτοια ηλικία δεν ήταν πια βολετό να μάθουν να σκοτώσουν ανθρώπους πολιτισμένα, τους βάλαν βοηθητικούς να φυλάνε εμάς. Τα βράδια πλησιάζουν τις παρέες των σκλάβων, κάθονται μαζί τους και νοσταλγούν την δική του πατρίδα. Μας λεν τον καημό τους, μας ρωτούν τι να κάμουν. Δεν έχουμε πολύ κέφι γι’ αυτές τις παρέες. Τους ακούμε σχεδόν ψυχρά – αναμεσά τους κι ανάμεσά μας υπάρχει ο σκληρός τοίχος […]. Τους μισούμε – πρέπει. Μια μέρα μαθαίνουν πως κάποιοι συνάδελφοί τους απολύθηκαν και γεμάτοι απορία κι απελπισία ρωτούν τους σκλάβους πώς να πορευθούν και στη συνέχεια τους ευχαριστούν για την συνδρομή τους. Εξαμελής επιτροπή πηγαίνει στο διοικητή για να ζητήσει φύλλο πορείας, με αποτέλεσμα να τους ξεγυμνώσουν στο ύπαιθρο, να τους δέσουν και να τους ξυλοκοπήσουν. Οι δεμένοι φώναζαν σπαραχτικά, κάναν ασυναίσθητα μια προσπάθεια να συρθούν πότε απ’ το να μέρος, πότε απ’ τ’ άλλο […]. Στα δασά στήθια των δεμένων έτρεχε το αίμα. Ο Γιαννιώτης τους τιμώρησε με δέκα μέρες εργασίας δίπλα στους σκλάβους. Σαν τους λύσαν, οι πιο πολλοί πέσαν καταγής βογκώντας. Όσο περνούσε ο καιρός, οι μαφαζάδες ήρθαν πολύ κοντά με τους αιχμαλώτους, έλεγαν ο ένας στον άλλον τα βάσανά τους κι αποκαλούσαν οι μεν τους δε συντρόφους. Πλέον δεν τους χτυπούν, δεν τους βλαστημούν, τους αφήνουν να ξεκουράζονται, ξαποσταίνουν πλάι πλάι, γευματίζουν, κουβεντιάζουν φιλικά κι εύχονται να λυπηθεί ο Θεός και τους ίδιους και τους άλλους, σαν να μην ξεχωρίζουν πλέον την δική τους από τη μοίρα των σκλάβων. Κι αυτοί είναι φουκαράδες, φοβούνται τους ανώτερούς τους, υποφέρουν, στερούνται, αναπολούν, αποτραβιούνται, νοσταλγούν, μοιρολογούν.

Διοικητής του στρατοπέδου είναι ένας Γιαννιώτης ταγματάρχης. Σκυλί αλύπητο. Αυτός ξεχωρίζει με τους τσαούσηδες τους καλούς αιχμαλώτους-τεχνίτες και τους εκμεταλλεύεται στο έπακρο, καθώς εξαγοράζει την εργασία τους έναντι υψηλής αντιμισθίας. Μόλις η εξαμελής επιτροπή των μαφαζάδων ζητούν χαρτί που να πιστοποιεί την απόλυσή τους, ο Γιαννιώτης τα ’χασε. Ήταν ένα πράμα ακατανόητο για τον τούρκικο στρατό. Τόσα χρόνια μπίνμπασης δε θυμόταν κάτι παρόμοια φοβερό. -Ποιος σας ορμήνεψε, κερατάδες! Φώναξε έξω φρενών. Οι μαφαζάδες, φοβισμένοι σα ζαρκάδια, πρόδωσαν τους σκλάβους. Ο Γιαννιώτης τους φυλάκισε σ’ ένα κελί επειδή ήταν απασχολημένος. Το γεγονός γέμισε πίκρα κι απογοήτευση όχι μόνο τους υπόλοιπους μαφαζάδες, αλλά και τους αιχμάλωτους. Την επόμενη μέρα εμφανίζεται μπροστά στους ολόγυμνους και δεμένους μαφαζάδες, με δεμένα τα χέρια του στις πλάτες, προχωρεί νευρικά μπρος στην αράδα τους δεμένους. Τους κοιτάζει μες στα μάτια, έναν ένα. Τσιμουδιά. Ύστερα γυρίζει πάλι πίσω. Ξαναπερνά από μπροστά τους, έναν ένα. Κ’ ύστερα άξαφνα, απότομα, ξέσπασε η θύελλα: -Παλιόσκυλα! Χτυπούσε με το καμτσίκι από στριμμένο τέλι στο κεφάλι, στα μάτια, στα γυμνά κορμιά. Λάφαζε, ίδρωνε, έπαιρνε δύναμη τρέχοντας ζερβά δεξά σα να τη ζητούσε, κι ολοένα, χτυπούσε λυσσασμένα, αβάσταχτα, τυφλά. Το βράδυ πριν την ανταλλαγή, οι μαφαζάδες χαίρονται με τη χαρά των σκλάβων κι απορούν πότε θα έρθει η δική τους λευτεριά. Όσοι μαφαζάδες έχουν κάμει πιο στενές φιλίες με σκλάβους, και δεν είναι λίγοι, συλλογίζουνται πικραμένα πως δεν είναι πια να ξανανταμωθούν. Ποτές πια. Το αισθάνουνται απόψε σαν τελευταίο αποχαιρετισμό. Παίρνουν ένα δειλό ύφος, διστάζουν να το πουν πως αν καμιά φορά χτυπούσαν… – Τι να κάνουμε κ’ εμείς, αρκαντάς; Ποιος το ’θελε;

 

 

Η ταυτότητα του χώρου. Γεωγραφία και σκηνικό

 

Κομβικής σημασίας γνώρισμα για κάποιον ήρωα αποτελεί ο χώρος στον οποίο κινείται. Το γενικό σκηνικό ενός έργου είναι το ευρύτερο χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται η ιστορία και το επιμέρους η χωροχρονική θέση που λαμβάνει χώρα στα επιμέρους επεισόδια. Τα στοιχεία από τα οποία συγκροτείται το μυθιστορηματικό σκηνικό είναι το φυσικό πλαίσιο, η υπαρκτή, δηλαδή, γεωγραφική θέση (Ανατολή), ο φυσικός (εποχή), ιστορικός (Μικρασιατική Καταστροφή), ψυχολογικός (αιχμαλωσία) χρόνος, τα κοινωνικά συμφραζόμενα, το κοινωνικό, διανοητικό, συγκινησιακό, ηθικό, θρησκευτικό περιβάλλον των χαρακτήρων, τα οποία δίνονται, μέσα από την έκθεση, την περιγραφή και την αφήγηση. Το μυθιστορηματικό σκηνικό διακρίνεται ως προς το βαθμό ακρίβειας σε αφαιρετικό, όταν προσδίδεται αμυδρά και σε λεπτομερειακό, όταν προσδιορίζεται σαφώς και λεπτομερώς σαν φωτογραφική αποτύπωση του χώρου. Ως προς το περιεχόμενο, διακρίνεται σε ουδέτερο, στο οποίο λαμβάνει χώρα η δράση και σε πνευματικό, εννοώντας τις αξίες που ενσωματώνονται σ’ ένα φυσικό σκηνικό ή που συνεπάγονται απ’ αυτό. Ως προς τη συμμετοχή στη δράση, διακρίνουμε το στατικό αδρανές σκηνικό με συμβολή φόντου και το δυναμικό, το οποίο δύναται να διεισδύσει ουσιαστικά στη δράση, ν’ αφομοιωθεί και να την επηρεάσει. Τέλος, ως προς τη νοηματική λειτουργία, διακρίνουμε το χρησιμοθηρικό ή λειτουργικό (στη σκηνή δεν υπάρχει ούτε ένα κάθισμα), το σκηνικό δίχτυ ή πλέγμα (μέσα από τον ψυχισμό και τη διαγραφή των χαρακτήρων παρατηρούμε τον εξωτερικό κόσμο), το χρονικό (πορτρέτο ιστορικής περιόδου), το χωρικό (ανάδειξη τοπικού χρώματος κι εθνικής ιδιαιτερότητας), το μεταφορικό (λεπτομέρειες που δίνουν την εντύπωση πως λειτουργούν ως προβολή ή εξαντικειμένιση ψυχολογικών καταστάσεων των χαρακτήρων), το συνεκδοχικό (μικρόκοσμος), το ατμοσφαιρικό (ο αέρας που υποβάλλεται, περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ψίθυρος), το τονικό (στάση μυθιστοριογράφων απέναντι στο θέμα), το συμβολικό (υπερπραγματικό σκηνικό που δημιουργεί αίσθηση αναμονής), το νοητικό (χώρες του νου όπου η καρδιά και η σκέψη βρίσκονται στη μνήμη, στη φαντασία, με επιθυμία, φόβο κι ελπίδα), το καλειδοσκοπικό (συνειρμός ιδεών, συνειδησιακή ροή, όπου στο φυσικό πλαίσιο ξετυλίγονται συναισθήματα και σκέψεις χαρακτήρων).

Στις επιμέρους σκηνές του Νούμερου, το σκηνικό ποικίλει κι αλλάζει υπηρετώντας τις συγγραφικές προθέσεις. Ο Βενέζης μεριμνά τόσο για γεωγραφικούς όσο και για χρονικούς προσδιορισμούς. Εκτός από τα πρόσωπα, σημαντικό ρόλο στο Νούμερο παίζει και το φυσικό περιβάλλον, η γη, τα βουνά, η θάλασσα, τα ζώα. Η προαιώνια συνύπαρξη του ανθρώπου και των λοιπών έμβιων όντων συγκροτεί τους συνεχείς κι αλληλένδετους κρίκους μιας αδιατάρακτης οικολογικής αλυσίδας, την οποία κάποτε ο Βενέζης δεν διστάζει να περιγράψει, δίνοντας ανθρώπινη φωνή κι ανθρώπινες ιδιότητες στα άψυχα. Ο Βενέζης μας έδωσε το χρονικό της αιχμαλωσίας έξω από την πολιτεία, στο ύπαιθρο. Η φύση, στην πρώτη περίοδο της  πεζογραφίας του, παρουσιάζεται σχεδόν πάντα ανελέητη κι αδιάφορη, όταν δεν είναι επιθετική. Η φύση και ο άνθρωπος δίνονται ως αντίμαχοι, ακραίοι πόλοι, που δεν θα συνδιαλλαγούν ποτέ. Η Ανατολή είναι το γεωγραφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο χτίζεται το έργο του Βενέζη. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι μόνο μέσα στο δικό της όραμα εγγράφονται τα πλάσματα της  φαντασίας του. Κι όταν ακόμη το θέμα είναι παρμένο από άλλη περιοχή, πίσω από τα ιστορούμενα βρίσκεται το μαρτυρικό Αϊβαλί, οι δρόμοι της Ανατολής, οι θηριωδίες του μανιασμένου κατακτητή. Ο Βενέζης ξέρει και τους ανθρώπους και τους τόπους. Γνωρίζει τη φύση που ανιστορεί κι έχει τη δύναμη να διακρίνει τη σημαντική λεπτομέρεια και να της δώσει αναγλυφικότητα. Έτσι, μας τοποθετεί γεωγραφικά στον εκάστοτε χώρο που εκτυλίσσονται τα γεγονότα.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως οι χώροι στους οποίους κινούνται οι ήρωές του έχουν συμβολικές διαστάσεις. Η αίσθηση του εγκλεισμού, του δεσμωτηρίου, της ειρκτής, δίνεται με την κράτηση των αιχμαλώτων σε κλειστούς και σκοτεινούς χώρους (αποθήκη, υπόγειο, φυλακή, στάβλος, καπναποθήκη, στρατόπεδο, αχερώνας, κουβούσι, παράγκα, κ.ά.), αλλά και σ’ ανοιχτούς με την ύπαρξη συρματοπλεγμάτων. Περιγράφοντας ο Ηλίας το υπόγειο-φυλακή λέει χαρακτηριστικά: το υπόγειο είναι πολύ χαμηλό, μόλις μπορείς να στέκεσαι ολόρθος. Δυό μικρά παράθυρα με σταυρωτά κάγκελα προς το μέρος του δρόμου. Ίσαμε σαράντα άνθρωποι. Στο στενό κελάρι μιας εκκλησίας ο ένας πατούσε τον άλλον, ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον, προκειμένου να εξασφαλίσουν λίγο χώρο για να ξαποστάσουν. Όταν οι αιχμάλωτοι βρίσκονται στο Μπακίρκιοϊ, τη νύχτα τους μαντρίσαν σ’ ένα μικρό τετράγωνο μαγαζί. Μια τρύπα […]. Δε μας βάλαν σκοπό. Πού θα πηγαίναμε αν φεύγαμε; Το μαγαζί δεν είχε παράθυρο […].Στο Αξάρ ο Ηλίας μαζί με δυο ακόμα αιχμαλώτους ξαποσταίνουν σε μια αποθήκη μ’ ένα στενό παράθυρο δεμένο με κάγκελα. Στο στρατόπεδο της Μαγνησάς, που βρίσκεται χωμένο σ’ έναν τεράστιο λάκκο, υπήρχαν σιδερένιες πόρτες κι ένα παραθυράκι ψηλά απ’ όπου έμπαινε λιγοστό φως και μια μικρή φυλακή, όπου έβαζαν όσους πάθαιναν κρίση. Πολλές φορές, μάλιστα, οι χώροι αυτοί είναι τόσο μικροί που προκαλούν ασφυξία: Κοιμόνταν καθιστοί, ζουλιγμένοι ο ένας πα στον άλλο. Δίπλα ένα κορμί έγερνε πάνω σου βαριά, μολύβι. Το ’σπρωχνες; «Ε!». Τίποτα […]. Το χέρι σηκωνόταν με δυσκολία: έπεφτε οργισμένα στο μούτρο του κερατά. Μια, δυό. Ξαφνικά τα δάχτυλα οσφραίνουνταν. Συμμαζεύουνταν δειλά: ο «κερατάς» είχε πεθάνει. Τότε σκουντούσες το νεκρό κορμί να γείρει απ’ την άλλη, στο διπλανό – με τρόπο μη σε πάρει τούτος μυρουδιά. Στους κλειστούς αυτούς χώρους, οι αιχμάλωτοι είχαν να αντιμετωπίσουν και τη δυσωδία. Αρχικά, τους έβαζαν να κοιμούνται σε στάβλους δίπλα σε ζώα και σε καβαλίνες. Όσο περνούσε ο καιρός και δεν πλένονταν τα κορμιά τους απέπνεαν οσμή εγκατάλειψης και φθοράς. Ανάμεσά τους βρίσκονταν κι άτομα που είχαν πεθάνει χωρίς να το έχουν αντιληφθεί και μύριζαν σαν ψοφίμια.

 

Το σώμα, ο πόνος και η βάσανος

 

Στο μυθιστόρημα αυτό, όπως ήδη μπορεί κανείς να αντιληφθεί, το σώμα αποτελεί κομβική έννοια. Η σχέση με το σώμα προσλαμβάνει διαστάσεις σχέσης με τον Άλλο ως μέρος του εαυτού. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ιερό από το σώμα που υποφέρει. Τα σώματα των αιχμαλώτων είναι πλέον εξαντλημένα: τα σώματά μας βάραιναν, λυγίσαν. Κάπου παρακάτω διαβάζουμε για κάποια αποκαμωμένα και τυραγνισμένα κορμιά. Όταν ο Ηλίας πιάνει δουλειά στα κλήματα ενός μπέη, μαζί με τον Τελεμέ και τον Παράσχο, το απομεσήμερο, όπως μας ενημερώνει: είχαμε αποκάμει πια όλοι μας […]. Ένας σιδερένιος χαλκάς στη μέση, πολλά δόντια, ψιλά – χώνουνταν μες στα κόκαλα, στο μεδούλι. Τα χέρια δεν τεντώνουνταν – λυγούσαν.  Σύμφωνα με την Τζ. Πολίτη, στον πόλεμο, το εθνικό υποκείμενο καλείται να ξεμάθει το κοινωνικοποιημένο του σώμα χάριν εκείνου του άλλου σώματος, του αξεδίψαστου και πολυκέφαλου, που χτυπιέται μέσα σε κάθε σώμα με εξωφρενικές κι άσπλαχνες διαθέσεις. Η μητέρα-χώρα τελεί εν κινδύνω, τα σύνορα του σώματός της απειλούνται να παραβιαστούν από τον Άλλο και τότε το εθνικό υποκείμενο ταυτίζεται με το σώμα της χώρας. Τα εντός του σώματος, καρδιά, αρτηρίες, χτυπούν στους παλμούς της οδυνηρής πραγματικότητας. Ο Br. Bettelheim ονόμασε την εμπειρία του στρατοπεδικού κόσμου, εμπειρία οριακής κατάστασης. Τα σώματα των αιχμαλώτων είναι τόσο βασανισμένα που όταν βλέπουν ένα ωραίο παιδί, καλοντυμένο, με σιδερωμένα ρούχα και ξυρισμένο μουστάκι λένε πως: να, έτσι π.χ. θα είναι οι άνθρωποι. Κόλλησα τα μάτια μου και τον παρακολουθούσα. Έλεγα, τι καλά που θα ’ναι να ’σαι πλυμένος πάνου σ’ ένα άλογο. Η λέξη που ταιριάζει στην περίπτωσή τους είναι η κατά Αμπατζοπούλου βάσανος, η οποία αφορά όχι μόνο το άλγος, τον πόνο, την οδύνη -δηλωτικές του σωματικού ή ψυχικού πόνου- αλλά και της ανθρώπινης κατάστασης, που είναι να τα υφίσταται και να τα υποφέρει. Έτσι, λοιπόν, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η σωματική βάσανος κάτω από το βάρος της οποίας ισοπεδώνονται οι οποιεσδήποτε διαφορές κι αντιθέσεις εθνικού, ιδεολογικού, θρησκευτικού χαρακτήρα κι εξαφανίζονται όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα κάθε ανθρώπινης προσωπικότητας. Το βιβλίο προκαλεί την εντύπωση μιας διαρκούς χαίνουσας σωματικής πληγής. Ο Βενέζης στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης γράφει πως δεν υπάρχει τίποτα πιο βαθύ κι ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται. Πιστεύει πως αυτό είναι η αιτία της απώλειας της ανθρώπινης ταυτότητας. Παρακάτω, απομονώνω κάποια επιπρόσθετα αποσπάσματα που αποδεικνύουν τα όσα προανέφερα.

Κατά τον Beaton, στον πρόλογο που έγραψε ο Βενέζης στη δεύτερη έκδοση του Νούμερου, ακούγεται ο απόηχος της φωνής του αφηγητή της  Ζωής εν τάφῳ, σχετικά με την υπερίσχυση του σωματικού πόνου, ενώ κατά την Μιρασγέζη, κάθε γραμμή είναι κι ένας πόνος, κι ένα στεναγμός. Οι αιχμάλωτοι αισθάνονται έντονα το αίσθημα του πόνου: Βογκούσα απ’ τους πόνους, κυλιόμουν στη γης, πεινούσα, Θε μου, πεινούσα. Και πιο κάτω: Πέσαμε πάλι στο δρόμο, κι όλο το κοπάδι τα ζα βογκούσε απ’ τους πόνους. Μα ολοένα τα βογκητά άρχισαν ν’ αδυνατίζουν. Τα γόνατα λυγίζουν. Ήταν σα να μεγάλωνε το βάρος, ολοένα. Τα κορμιά χαμήλωναν. Όταν οι αιχμάλωτοι ξαποσταίνουν σε μια καπναποθήκη, τα κορμιά σπάραζαν πάνου στις πλάκες μισόγυμνα, πρησμένα, γεμάτα λάσπες – αυτόματα σαν πράματα. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Βενέζης, τα κορμιά των αιχμαλώτων φώναζαν απ’ τους πόνους. Κάποιος άλλος πατούσε στους βόλους τα χώματα, στα βάτα, πηδούσε απ’ τον πόνο που είχε στα γυμνά του ποδάρια, λύγιζε, κι ολοένα έτρεχε σα χτυπημένο ζαρκάδι. Ο Ηλίας λέει στο Κεφάλαιο Θ΄: ένα καρφί είχε χωθεί στην πατούνα μου. Πονούσε πολύ […]. Αυτό ήταν μια αλύπητη δοκιμασία για τα γυμνά φουσκαλιασμένα ποδάρια μας. Οι βόλοι το χώμα ήταν ξεροί […]. Κοιτάζαμε να τους ξεφύγουμε, γιατί δεν μπορείς μαζί τους να κρατήσεις ισορροπία ξυπόλυτος. Μα πέφταμε στην άλλη ευλογία, σε κάτι παλιάγκαθα που μας παλάβωναν. –Δεν μπορώ πια! […] Ξεκολλούσαμε, στα πεταχτά, τ’ αγκάθια από τις πατούνες και τρέχαμε. Ωστόσο, ο φόβος μήπως μείνουν πίσω και τους σκοτώσουν γινόταν το καύσιμό τους κι όλοι επιδίδονταν σ’ έναν παλαβό συναγωνισμό. Πιο κάτω, ένα παιδάκι δεν μπορεί πια να περπατήσει και σπαράζει στο κλάμα. Οι σωματικές δυνάμεις στερεύουν. Ο πολύ χοντρός και βουτηγμένος στον ίδρο και στη σκόνη πατέρας του, φανερά εξαντλημένος, το σηκώνει στους ώμους του και τρέχει να προφτάσει το καραβάνι. Ωστόσο,

 

ολοένα έμενε πίσω. Με τα χέρια του, που βαστούσαν τώρα το μωρό, δεν μπορούσε να καθαρίζει τα γυμνά ποδάρια του απ’ τ’ αγκάθια. Έτσι, όταν ο πόνος γινόταν αβάσταγος, ή σαν χτυπούσε σε καμιά πέτρα, έμπηγε τις φωνές. Πηδούσε, έτρεχε μια στιγμή πατώντας στο ένα ποδάρι, ύστερα έχανε την ισορροπία, τσούπ! Ήταν ωραίο – να σκας στα γέλια. Τα δάκρυά του τρέχαν. Μαύριζαν την ίδια στιγμή απ’ τη σκόνη που βιαζόταν να κολλήσει πάνω τους […]. –Μη μ’ αφήνετε! ικέτευε σπαραχτικά. Σε λίγο γονάτισε. Έμεινε. Απ’ τα πόδια του έτρεχε μαύρο σκοτωμένο αίμα, εκεί προς τα χτυπημένα δάχτυλα. Το κοπάδι στάθηκε. Οι στρατιώτες πολέμησαν να τον κάμουν να πέσει πάλι στο δρόμο. Τον σπρώχνανε. Τίποτα. Τον χτυπούσαν με τα κλαδιά. Ύστερα με τα κοντάκια.

 

Η μητέρα τέντωσε τ’ αδύνατα χέρια κ’ έβαλε το παιδί που έκλαιγε στον ώμο της. Ωστόσο, κι αυτή δεν άντεξε. Οι στρατιώτες πρόσταξαν τους αιχμαλώτους να πάρουν αυτοί το παιδί. Όταν ήρθε η σειρά του αφηγητή-πρωταγωνιστή λέει χαρακτηριστικά: Ήταν αληθινό μαρτύριο – γιατί τρέχαμε, πεινούσαμε, ήμαστε γυμνοί, ήμαστε για να πέσουμε από στιγμή σε στιγμή εμείς οι ίδιοι. Βάδιζα τρικλίζοντας […].Η Η. Arendt υποστηρίζει πως η εμπειρία του μεγάλου σωματικού πόνου είναι η περισσότερο ιδιωτική και συγχρόνως η λιγότερο μεταδιδόσιμη απ’ όλες. Ο πόνος, μια αληθινά οριακή εμπειρία μεταξύ της ζωής, ως παρουσίας ανάμεσα στου συνανθρώπους, και του θανάτου, είναι τόσο υποκειμενικός και απομακρυσμένος από τον κόσμο των πραγμάτων και των ανθρώπων, ώστε είναι αδύνατο να προσλάβει εξωτερική μορφή. Αν ο πόνος είναι μια μη μεταδιδόσιμη εμπειρία, προσθέτει η Αμπατζοπούλου, εντούτοις η παρουσία των άλλων είναι αναγκαία ως στοιχειώδης επικύρωση του εαυτού και της βασάνου του.

Τα γυναικεία σώματα υπέφεραν ένα ακόμα μαρτύριο, εκείνο της «έκφρασης», του βιασμού, παρόλη την αντίσταση που επεδείκνυαν: Στο στραγγισμένο πρόσωπο τα χείλια της σφιγμένα και ακίνητα. Σα να νοιάζουνταν να διατηρήσουν μες στα δόντια μια περήφανη αταραξία υποταγής – μη βγει και σκορπίσει, λέει χαρακτηριστικά ο αφηγητής. Μάλιστα, τις ώρες του βιασμού των γυναικών ή των κοριτσιών, οι αιχμάλωτοι ξέκλεβαν λίγο χρόνο και ξεκουράζονταν. Πολλές φορές, πάλι, τα κορίτσια προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν το γυναικείο τους σώμα και το σπινθηροβόλο τους βλέμμα, προκειμένου να κερδίσουν λίγες ώρες ξεκούρασης. Κάποια απ’ αυτές, ξέροντας πόσο ήταν μάταιο να προκαλεί με το πρόσωπο, έβαλε μπρος πιο σίγουρα μέσα: Άπλωσε τα χέρια της κ’ έπιασε να τον γαργαλά, κ’ έτρεχε γιατί τρέχαμε, κι ολοένα χαμήλωνε τα χέρια της στα κρυφά του μέρη. Κι όταν ακόμα μένει μόνο του το κορίτσι από το Αγιασμάτ, ένας στρατιώτης ξεκαβαλικεύει, παίρνει το κορίτσι και τραβά μαζί του πιο πέρα. Χάθηκαν πίσω από κάτι βάτα […]. Ο στρατιώτης σιαχνόταν και χαμογελούσε, φραμένος.

Κάπου αλλού, η πορεία των σκλάβων, συναντά μια Χριστιανή, με κομμένα φουστάνια, πεταμένα δίπλα, απ’ τη μέση και κάτου σχεδόν γυμνή […]. Αυτή ήταν ετοιμόγεννη, απόβαλε, την παράτησαν εκεί να τυραγνιστεί ώσπου να πεθάνει.

Πίσω από τα βουνά του Τσάμκιοϊ, οι αιχμάλωτοι βρίσουν ένα νεκρό σώμα, έναν σκελετό, ένα πτώμα φουσκωμένο, μαύρο, μισοφαγωμένο απ’ τα τσακάλια, ενώ παρακάτω, όταν ο Ηλίας δουλεύει στο τσιφλίκι με τα κλήματα, κοιτάζει σ’ ένα χέρσο χωράφι τεσσάρων στρεμμάτων πίσω από κάτι βάτα κι έντρομος αντικρίζει, με μάτια τεζαρισμένα, την εξής εικόνα: Ήταν παστωμένα, χωρίς λογαριασμό, κουβάρες κόκαλα ανθρώπινα, κεφάλια, ποδάρια, χέρια – μικρά, γυναικεία, μεγάλα […]. Τα δόντια μας χτυπούσαν […]. Κουρασμένοι, χωρίς δύναμη, χωρίς θάρρος, εγκαταλειμμένοι, δε σφαλήξαμε μάτι κείνο το βράδυ […]. Εν όψει της άφιξης της επιτροπής επιθεωρήσεως, εξήντα σκλάβοι κατευθύνονται στη χαράδρα Κιρτίκ-ντε-ρέ, προκειμένου να κρύψουν τα κουφάρια και τ’ ακρωτηριασμένα μέλη σκοτωμένων χριστιανών από τη Σμύρνη: Στην αρχή μας έκανε κακό να τα πιάνουμε με τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές, και να τα κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες εντυπώσεις είχαν περάσει.

Οι αιχμάλωτοι παρακολουθούν έντρομοι σκηνές θανάτου: Ένας ακόμα. Έπεσε. Έγειρε, έγειρε, τέλος στρώθηκε στη γης αναίσθητος, με το κεφάλι μπρός, σα να ’θελε να τη φιλήσει. Απ’ το στόμα του βγαίναν αφροί […]. Ο αρχηγός του αποσπάσματος τραβούσε, λυσσασμένα, στο μούτρο του συντρόφου καμτσικιές, να τον συνεφέρει. Τίποτα […]. Γεια σου, σύντροφε! Αλλού διαβάζουμε για το θάνατο ενός μικρού παιδιού που ανίκανο να βαδίσει έπεσε στη γη λιποθυμισμένο: Πάει και το παιδί […]. Δεν το θάψαμε – αυτά είναι λυρισμοί, δεν είχαμε καιρό για καθαρή ποίηση. Του σεβαστήκαμε την αξιοπρέπεια να μείνει μοναχό κάτω απ’ τον ουρανό. Όταν κάποιος άλλος αιχμάλωτος προσπαθεί να δραπετεύσει, οι Τούρκοι στρατιώτες ρίχνουν στο ψαχνό: Το ζαρκάδι σταμάτησε ένα τιποτένιο λεπτό – λύγισε. Ύστερα κατρακύλησε χάμου να φιλήσει τη γης. Σαν ξαναπέσαμε στο δρόμο, λίγο διάστημα τον συλλογιζόμαστε – έτσι που σύχασε οριστικά. Αλλού διαβάζουμε πως τον αδερφό του Ερμόλαου τον αποτελείωσαν με τις λόγχες, αφού δεν μπορούσε να βαδίσει. Το άτυχο σώμα ενός μικρού αυτού κοριτσιού βρίσκει άδοξο τέλος, όταν ο αποσπασματάρχης το σπρώχνει με το πόδι του από ένα ξερό και λείο βουνό. Ο Βενέζης δίνει τον τραγικό του θάνατο, την απανθρωπιά και την κτηνωδία σε όλο το μεγαλείο της: Το μικρό σώμα κατρακύλησε, έκαμε μια στιγμή να μπλέξει κάπου, ύστερα πάλι κύλησε με το βάρος. Ακούσαμε καθαρά τον κρότο που έκαμε μόλις έφτασε στο τέλος. Έμεινε στριμωγμένο ανάμεσα σε δυό μεγάλα βράχια. Το κεφαλάκι κοίταζε ψηλά, και το λίγο νερό μια στιγμή έκαμε να λοξοδρομήσει. Μα ύστερα το νερό άλλαξε γνώμη, πέρασε πάνου απ’ όλο το μικρό σώμα κ’ εξακολούθησε. Επομένως, η βάσανος των αιχμαλώτων λαμβάνει διπλή διάσταση (ψυχοσωματική), καθώς βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τα πτώματα άλλων ομόθρησκων και ομοεθνών τους ομήρων. Οι ψυχαναλυτές Βr. Bettelheim και V. Frankl, που έζησαν τη στρατοπεδική εμπειρία, υποστήριξαν ότι προϋπόθεση της επιβίωσης για το άτομο σε οριακές συνθήκες ήταν να μπορέσει να ξεπεράσει το άγχος του θανάτου, απαραίτητο στην αντίσταση κάθε μορφής, φυσική, ψυχική ή ηθική. Η αντίσταση εξαρτάται από την ικανότητα του ατόμου να ανασυγκροτήσει την ταυτότητά του επί τη βάσει του συστήματος αξιών της ζωής πριν τον εκτοπισμό. Οι ψυχικές άμυνες του ατόμου συντρίβονται μπρος στο θάνατο.

Η ηθική κατάπτωση των σκλάβων καθίσταται φανερή, όταν χλευάζονται και λιθοβολούνται στα κορμιά τους από γηγενείς. Κάπου διαβάζουμε πως τα παιδάκια τα τουρκιά […] άρχισαν όλα μαζί να πετροβολούν από σιμά το σώμα που ξεψυχούσε.

Επιπροσθέτως, κάποιες χωριανές πλησιάζουν τους αιχμαλώτους και τους χτυπούν στο σώμα. Μια γριούλα, μισότυφλη, ένα ερείπιο απλώνει το αδύνατο χεράκι της και όπως λέει ο αφηγητης πρωταγωνιστής: με χτυπά, να εκδικηθεί. Όσοι αιχμάλωτοι αρρώστησαν από την βροχή που εκτέθεισαν τα κορμιά τους και δεν μπορούσαν να δουλέψουν στα καταναγκαστικά έργα των Τούρκων, φάγαν μονάχα ξύλο – επειδή ήταν. Όταν η ομάδα των είκοσι τριών αιχμαλώτων καλείται να μεταφέρει κάποια τσουβάλια στην αποθήκη, κι εξαιτίας του μεγάλου βάρους τους πέφτουν στις λάσπες, οι φρουροί τους χτυπούσαν με το κοντάκι αλύπητα.

Η απαξίωση ανθρώπου από άνθρωπο επιβεβαιώνεται κι από το ακόλουθο γεγονός: στο δρόμο οι χωριανοί μαζεύουνταν, μας βλέπαν και μας φτύναν.

   Ο φυλετισμός εκδηλώνεται ως αποστροφή, ως μίσος, ως δυσανεξία για τον «άλλο», τον οποίο θεωρεί ξένο σώμα, εξιλαστήριο θύμα κι απαιτεί τον εξευτελισμό του με κάθε μέσο. Ακόμα και τα τουρκόπουλα τρέφουν ρατσιστικά αισθήματα προς την ομάδα των αιχμαλώτων και γι’ αυτό προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους εξευτελίζουν λοιδορώντας τους: Σε λίγο ήρθαν στο μικρό παράθυρο τα τουρκιά τα παιδιά, να παίξουν. Βαστούσαν κομμάτια ψωμί, αποτσίγαρα, πεπονόφλουδες. Τα πετούσαν μέσα και κάναν χάζι να παρακολουθούν τι σούσουρο γινόταν στο σκοτάδι μ’ εμάς, ποιος να πρωτοαρπάξει το μάννα. Η αδυναμία τους ήταν οι παπάδες με τα σώβρακα και τα μεγάλα γένια. Αυτοί μουντέρναν πιο λυσσασμένα. Τα παιδιά ζύγιαζαν τις πεπονόφλουδες έτσι που να πέφτουν ίσα στα γένια τους κι απάνου στις κοιλιές τους. Οι Τούρκοι ανεξαρτήτως ηλικίας χλευάζουν κι εμπαίζουν τους αλλόθρησκους κι αλλοεθνείς αιχμαλώτους. Το εκ μέρους γέλιο τους αποδεικνύει πως οι ίδιοι αρνούνταν να γίνουν μάρτυρες και να συμμεριστούν την ανθρώπινη βάσανο των Ελλήνων διωκόμενων αιχμαλώτων. Ο αφηγητής έχει την ανάγκη κάποιου που δεν θα γελάσει, αλλά που θα πιστέψει την ιστορία του. Η πίστη τίθεται τόπος της συνάντησης με τον αποδέκτη της αφήγησης. Η φυλετική πολιτική σχετίζεται με το φαινόμενο του ρατσισμού, το οποίο, στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, ερμηνεύεται ως μια ψυχοπαθολογική κατάσταση: ο άλλος, ο ξένος, ο διαφορετικός, είναι το κομμάτι του εαυτού ως άλλου που θέλουμε να συγκαλύψουμε, και εν τέλει να απαλείψουμε.

    Άρχισε να μας καίει η δίψα. Η σκόνη κολλούσε στις γλώσσες […] τα στόματα ήταν ξερά […]. Νερό! […] Λυπηθείτε μας! Οι ταλαιπωρίες των σκλάβων τους έχουν εξουθενώσει όχι μόνο ψυχικά, αλλά και σωματικά. Την απόγνωση ακολουθεί η σωματική κατάπτωση. Οι Τούρκοι στρατιώτες έπιναν άπλετο νερό και τα κορμιά των αιχμαλώτων στέκονταν και κοιτούσαν απελπισμένα. Η γυναίκα του ρολογά προσπαθεί να δώσει μια χούφτα νερό στον άντρα της μα τότε, ένας στρατιώτης πάει από πίσω κλέφτικα και ξαφνικά χώνει τα χέρια του κάτου απ’ τις μασχάλες της γυναίκας κι αρχίζει να την γαργαλά. Παρακάτω, οι αιχμάλωτοι πέφτουν μέσα σ’ ένα βαλτονέρι και πίνουν χούφτες χούφτες βρώμικο νερό. Χύναμε πάνου στ’ αναμμένα μούτρα μας, βρέχαμε τα στήθια – όλο το αίμα, όλη η ζωή μας να πλημμυρίσει νερό, νερό. Κάποιος προτρέπει να μην πιουν άλλο, γιατί κινδυνεύουν να πάθουν λυσιντερία. Ωστόσο, κι αυτός δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, έχωσε το μούτρο του μες στο βαλτονέρι και ροφούσε. Πιο κάτω διαβάζουμε πως κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν από δυσεντερία, λόγω των βρώμικων νερών που κατέβαζαν στα αδειανά άντερά τους: Τα μούτρα τεζέρναν σε σπασμούς, ο ήλιος έκαιγε, χυνόταν. Φωνάζαμε: «Τελείωσε!» Ύστερα, η συναίσθηση που έφερνε αυτή η κραυγή –«τελείωσε»- τέντωνε σε μιαν απελπισμένη προσπάθεια το κορμί που πάλευε, και πάλι παίρναμε δύναμη και τρέχαμε. Τέλος, κοντά το μεσημέρι, ένας έπεσε. Ανάσαινε λαχανιασμένα και το μούτρο του όλο σπαρτάριζε. Μονάχα τα μάτια του στέκαν ακίνητα, σαν του ζου που παραμονεύει. Το αίσθημα, όμως, της δίψας είναι τόσο έντονο που πιο κάτω δεν διστάζουν να πιουν νερό από έναν βούρκο, παρόλο που γνώριζαν τις συνέπειες. Αλλού, αφού οι αιχμάλωτοι έχουν φάει παστές σαρδέλες αισθάνονται πολύ έντονα την επιθυμία για νερό: Τα παστά ζωντάνευαν στ’ άντερά μας, κολυμπούσαν. Όμως δε μας σταματούσαν να πιούμε. – Νεράκι! Λίγο νεράκι!

Ωστόσο και η πείνα τους έχει εξαντλήσει. Η πείνα σιγά σιγά ρουφά τις τελευταίες δυνάμεις. Όταν πλέον έχουν μείνει οι είκοσι τρεις αιχμάλωτοι, ο αφηγητής λέει: Άρχισαν να μας δίνουν μισό ψωμί τη μέρα. Ζητιανεύαμε κιόλας σαν περνούσαμε μπρος απ’ τα σπίτια. Άλλοι μας δίναν, άλλοι βγάζαν τη γλώσσα τους και μας περιγελούσαν. Στο Κεφάλαιο ΙΒ΄, οι αιχμάλωτοι ξαπλώνουν κατά γης: ζουλούσαμε την κοιλιά μας, που γουργούριζε χωρίς διάκριση σε τούτο το αβρό τόπο.

Τα σώματά τους τουρτουρίζουν από το ψυχρό αέρα που φυσούσε. Ηλίας κι Αργύρης γίνονται ένα σώμα προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν το παγερό κρύο: Έγειρα πιο σιμά του γιατί έτρεμε. -Κρυώνεις, Αργύρη; -Κρυώνω, Ηλία. Τον έσφιξα θερμά να ζεσταθεί […]. Τη νύχτα έκανε πολύ κρύο. Η φύση δεν είναι σύμμαχος των αιχμαλώτων: Πλησιάζουμε όλοι μας ο ένας τον άλλο, να ζεσταθούμε. Παρακάτω: Κρύο, πούντα. Ενώ ο χειμώνας έχει έρθει για τα καλά, οι σύντροφοι συμφωνούν να φέρνουν ο καθένας παλιόξυλα ή κλαδιά για ν’ ανάβουν φωτιά. Δεν αντέχεται το τσουχτερό κρύο: Τρίζαμε τα δόντια και στριφογυρίζαμε κ’ οι δυό σα δεμένα ζα που σπάραζαν. Εμείς γλείφαμε τον αγέρα, να δοκιμάσουμε για γούστο πόσο είναι κρύος, και τρέχαμε – έτσι για γούστο. Ωστόσο, το πάθος για ζωή και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης υπερνικούν την σωματική κατάρρευση και ψυχική κατάπτωση. 

Αλλού διαβάζουμε πως οι αιχμάλωτοι στέκονταν ολόγυμνοι κάτω από την ακατάπαυστη βροχή:

 

Είμαστε γυμνοί, ολόγυμνοι! Φώναζαν οι σκλάβοι με απελπισία […]. Κολλήσαμε ο ένας στου αλλουνού την πλάτη, μπας και μείνει ένα μέρος στα κορμιά άβρεχτο […]. Το νερό κατρακυλούσε απ’ το κεφάλι, γλιστρούσε σιγά σιγά, ολόενα το αίμα σώπαινε. Τα δόντια χτυπούσαν. Σα να λιώνουν τα κόκαλα. Τα κεφάλια χαμηλώνουν αργά, και τα κορμιά σταματούν να σαλεύουν […]. Σηκώνω για μια τελευταία φορά το μουσκεμένο πρόσωπό μου στη νύχτα. Πλημμύρισε. Είναι η βροχή, τίποτ’ άλλο. Το αφήνω να γείρει οριστικά […]. Μας έδειρε ως το πρωί […]. Τα πρόσωπα ήταν κίτρινα απ’ το μαρτύριο, φρέσκα φρέσκα […]. Οι γυμνές πλάτες γυάλιζαν τότες σαν άνθη, μουδιασμένες, χλωμές, με ριγωμένο το δέρμα απ’ το πότισμα – ψιλά ψιλά σκουλήκια.

 

Παρακάτω, μια δυνατή ολονύχτια βροχή επιδρά στο σώμα των αιχμαλώτων: Τουρτουρίζαμε όλοι στο κελί, κλαίγαμε τη μοίρα μας. Στο Κεφάλαιο Ι΄, όταν πλέον έχει μπει ο Δεκέμβρης, τη νύχτα έβρεξε χιονόνερο. Το μικρό νταμί έσταζε. Ζαρώσαμε σε μια γωνιά.

Μα κι όταν έρχεται το καλοκαίρι τα σώματα των αιχμαλώτων υποφέρουν από την υπερβολική ζέστη και τον καυτό ήλιο.

Οι αιχμάλωτοι έχουν να αντιμετωπίσουν μεταξύ των άλλων και τις ψείρες. Μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά κι ο ένας ξεψείριζε τον άλλον. Κάποια βράδια, γλυκαμένος από τη φωτιά, έμπαινε μες στο κελί μας κι ο σκοπός που μας φύλαγε. Κι ο σκοπός έκανε την ίδια δουλειά και οι αιχμάλωτοι πρόσεχαν τι λογής ήταν οι αλλοεθνείς ψείρες. Οι αιχμάλωτοι είχαν βρει αυτόν τον τρόπο για να περνούν τις νύχτες. Με τις ψείρες –να ξυστείς, να ματώσεις το κορμί, να τις κάψεις- περνά ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το κουβάρι. Ακόμα και σ’ αυτό το σημείο υπογραμμίζεται η διάσταση του εμείς και του εκείνοι.

  Εν κατακλείδι, το μυθιστόρημα προσφέρεται σαν πηγαίο ανάβρυσμα μιας πονεμένης ψυχής, σαν ξέσπασμα του ανθρώπου που θέλει να οικειωθεί τον άλλο άνθρωπο.  Η H. Arendt επισημαίνει πως η παρουσία των άλλων που βλέπουν ό,τι βλέπουμε και ακούν ό,τι ακούμε μας βεβαιώνει για την πραγματικότητα του κόσμου και του ίδιου του εαυτού μας. Τα πρόσωπα αναζητούν την ταυτότητά τους μέσα από τη σχέση με τον άλλον. Σύμφωνα με την Φρ. Αμπατζοπούλου, ο άλλος με ακούει, με πιστεύει και γι’ αυτό υπάρχω. Υπάρχω μέσα από την ιστορία που αφηγούμαι στον άλλο. Ο αποδέκτης καλείται να αναβιώσει την ιστορία και να αναγνωρίσει σ’ αυτή δικά του βιώματα και να την εντάξει στην προσωπική του ιστορία, δηλαδή να κατασκευάσει μια δική του ανάγνωση για τη βάσανο. Οι ιστορίες ζωής προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα μαρτυρίας μόνο χάρη στη συν-μαρτυρία του άλλου, την οπτική επαλήθευση και την ελεήμονα στάση απέναντι στη βάσανο, διαφορετικά, ο πόνος παραμένει βουβός κι ανέκφραστος. Ο ακροατής συνεργάζεται στην κατασκευή της ιστορίας του άλλου με μια δικιά του ιστορία. Ο Emmanuel Levinas υποστηρίζει πως χάρη στον άλλο υπάρχω, γιατί με βλέπει, με αναγνωρίζει.

 

Το Νούμερο 31328: αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα εφηβείας.

Ο Erikson, οι έφηβοι και η συγκρότηση της ταυτότητας του εγώ

 

Το Νούμερο 31328 εντάσσεται προφανώς στα έργα της «λογοτεχνίας του γεγονότος». Το τέλος του έργου αντιστοιχεί με τη λήξη των δεινών οριακών καταστάσεων, όπως εδώ η αιχμαλωσία, και σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Τα έργα αυτά ανταποκρίνεται στην ειδολογική κατηγορία των μυθιστορημάτων εφηβείας. Η περίοδος της εφηβείας προσλαμβάνεται ως περίοδος μάθησης κι αγωγής. Η διάπλαση των εφήβων του Νούμερου δεν πραγματοποιείται σύμφωνα ομαλά. Ο Dilthey ταύτισε το bildungsroman με την αυτοσυνειδησία, τον αυτοπροσδιορισμό και την απόκτηση ταυτότητας. Οι έφηβοι του Νούμερου μυούνται σ’ ένα ξένο, αλλοεθνές κι αλλόθρησκο περιβάλλον, με εύλογη απόρροια την σύγκρουση. Ο Γκαίτε θεωρούσε πως το καλύτερο σχολείο είναι η ίδια η ζωή κι οι ατομικές εμπειρίες, οι οποίες καθιστούν τις αποσκευές του σοφότερες. Ο έφηβος ήρωας δεν εμφανίζεται ολοκληρωμένος ως μυθιστορηματικός ήρωας (round). Η διαδικασία της ενηλικίωσης μέσα από τη δοκιμασία είναι η μόνη οδός για να φτάσει κανείς στο καθαρτήριο κι από κει στον παράδεισο της ολότητας. Η θητεία του Βενέζη στα αμελέ ταμπουρού αποτελεί κυριολεκτική εφαρμογή των ανωτέρω. Οι Έλληνες ήρωες αυτού του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος εφηβείας έζησαν κι ερμήνευσαν τη μύησή τους στη ζωή και στην περιπέτεια της ενηλικίωσης τους κάτω από συνθήκες αντικειμενικά τραγικές και συναισθηματικά μπερδεμένες. Μέσα από τις αντιξοότητες αναζητούν να κατανοήσουν, να αξιολογήσουν εμπειρίες, να μάθουν νέους κώδικες, να επιβιώσουν διατηρώντας το ανθρώπινο πρόσωπο, να αυτοπροσδιοριστούν και να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους. Ο A. Giddens υποστηρίζει πως το ζήτημα της ατομικής ταυτότητας προϋποθέτει στον πυρήνα του την αφήγηση και την αυτοβιογραφία ως μια διορθωτική επέμβαση στο παρελθόν κι όχι ως ένα χρονικό συντελεσμένων συμβάντων.

Το ζήτημα της ταυτότητας συνιστά θέμα ενότητας του εγώ. Η περίοδος της εφηβείας είναι μια περίοδος ενδοσκόπησης, όπου συντελείται μια προσπάθεια συγκρότησης της ταυτότητας του εγώ. Οι έφηβοι προκειμένου να σφυρηλατήσουν μια ασφαλή ταυτότητα πρέπει να επιλύσουν την κρίση ταυτότητας τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Οι έφηβοι αντιμετωπίζουν ένα ντόμινο δοκιμασιών έως ότου συγκροτήσουν την ταυτότητά τους (εδραίωση εμπιστοσύνης κι αυτονομίας, λήψη πρωτοβουλιών, εργατικότητα). Οι δοκιμασίες αυτές συσπειρώνονται με αποτέλεσμα την ολοκλήρωση του ενήλικου εαυτού σε σχέση με τον κοινωνικό κόσμο. Ο έφηβος, κατά τον Erikson, εδραιώνει τόσο σε ατομική όσο και σε κοινωνική σφαίρα την ταυτότητά του. Κάτι αντίστοιχο διατυπώνει κι ο Piaget, όπου στο τέταρτο στάδιο της γνωστικής ανάπτυξης (τυπική νόηση), το αναπτυσσόμενο άτομο αποκτά την ικανότητα να σκέφτεται συστηματικά όλες τις λογικές σχέσεις ενός προβλήματος. Η διαμόρφωση της ταυτότητας του εφήβου εξαρτάται από το πώς κρίνουν τους άλλους κι αντιστρόφως, από το πώς κρίνουν τις διεργασίες της κρίσης των άλλων κι από το πόσο ικανοί είναι να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις κοινωνικές κατηγορίες που διαθέτει ένας πολιτισμός σύμφωνα με τις οποίες κρίνουν τους άλλους. Σε κοινωνίες, όπου ο εαυτός κρίνεται σε σχέση με τους άλλους, οι άλλοι συμπεριλαμβάνονται ως αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού. Σύμφωνα με τον Erikson, το «εγώ» και η έννοια της ταυτότητας οργανώνονται κατά την περίοδο της εφηβείας. Η ταυτότητα είναι μια κατασκευή, μια διαδικασία, ένα πλέγμα σχέσεων, η οποία είναι μεταβλητή και δεν ενυπάρχει, αλλά καθορίζεται από τις πράξεις μας. Η εφηβική ηλικία αποτελεί μια μεταβατική αναπτυξιακή περίοδο, το τελευταίο στάδιο της πορείας του ατόμου προς την ωριμότητα. Η βασικότερη αναπτυξιακή απαίτηση στον τομέα της προσωπικότητας κατά την εφηβεία είναι η απόκτηση ταυτότητας του εγώ. Το έργο της διαμόρφωσης της ταυτότητας του εγώ περιλαμβάνει πολλές πλευρές. Το άτομο πρέπει να αισθάνεται ότι είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο, με τη δική του αξία, ότι η εικόνα αυτή έχει μια εσωτερική ενότητα και σταθερότητα μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Ο Erikson υποστηρίζει πως το νέο άτομο, για να έχει μια ενιαιότητα του εγώ, πρέπει να βιώνει μια προοδευτική κι αδιάκοπη συνέχεια ανάμεσα σ’ αυτό που υπήρξε κατά τα μακρά χρόνια της παιδικής ηλικίας και σ’ αυτό που προσδοκά να είναι στο αναμενόμενο μέλλον. Μια σαφής κι ολοκληρωμένη ταυτότητα του εγώ προϋποθέτει και μια συγχρονική σταθερότητα, την πεποίθηση, δηλαδή, ότι παραμένει το ίδιο πρόσωπο σε όλες τις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις, ανεξάρτητα από το πόσο διαφορετικά ενεργεί σε καθεμιά από αυτές. Επιπροσθέτως, το άτομο οφείλει να έχει μια σαφή ιδέα για το ρόλο που θα διαδραματίσει μέσα στην κοινωνία, να διαμορφώσει μια φιλοσοφία ζωής και να αποσαφηνίσει ένα πρόγραμμα δράσης ιεραρχώντας τους σκοπούς και τις αξίες της ζωής. Η έλλειψη σαφούς κι ολοκληρωμένης ταυτότητας οδηγεί σε αυτό που ο Erikson αποκαλεί σύγχυση ρόλων. Κατά την εφηβεία, η ταυτότητα του εγώ λαμβάνει κάποια σταθερή-συνεπή μορφή, την οποία το άτομο δύναται να χρησιμοποιήσει για να δώσει νόημα και κατεύθυνση στη ζωή του. Η εικόνα του εγώ είναι συνάρτηση ποικίλων παραγόντων. Κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι εμπειρίες και τα βιώματα, όπως επίσης και το είδος της κοινωνίας μέσα στην οποία κινείται το άτομο.

Την περίοδο της εφηβικής νεότητας που το άτομο βιώνει μια περίοδο ταχύτατης σωματικής αύξησης, βιοσωματικής μεταλλάγης, έντονου συναισθηματικού αναβρασμού και θυμικής αναστάτωσης, αφηρημένης σκέψης κι ιδεαλισμού, προσωπικών αξιών, που διαμορφώνουν την ταυτότητα, που οι υπόλοιποι έφηβοι ακολουθούν ασύνειδα μια ορθολογική διαδικασία διαμόρφωσης ολοκληρωμένης ταυτότητας, της καλουμένης κατακτημένης ταυτότητας, οι έφηβοί μας ζουν το δικό τους Γολγοθά. Η αιχμαλωσία αποτελεί μια σκιά που τους ακολουθεί και σημαδεύει ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή τους. Η σκλαβιά ωριμάζει τους εφήβους και γεμίζει τις αποσκευές τους με αποθέματα πείρας, υπομονής κι επιμονής. Ο ίδιος ο Βενέζης φαίνεται σαν να σφραγίστηκε από τη μοίρα του κατατρεγμού και της συμφοράς και τάχτηκε να καταθέσει τη μαρτυρία και το προσωπικό του μαρτύριο από τον ξεριζωμό της Μικρασίας, ως άλλος λογοτεχνικός απολογητής. «Εγώ που είχα τραβήξει πολλά στην πρώτη νιότη μου» έλεγε «είχα συνηθίσει στην ιδέα ότι οι δυσκολίες είναι ο κανόνας της ζωής κι η ευτυχία η εξαίρεση». Σε μια ηλικία που άλλοι αναλώνονται σε λόγια μάταια και σε άδειες χειρονομίες, ο Βενέζης σύρθηκε στην αιχμαλωσία για να δοκιμάσει όλο το φαρμάκι της ζωής. Χάρη, όμως, στις δοκιμασίες αυτές βρήκε το δρόμο του. Δεκαοχτώ ετών είχε ζήσει, είχε σκεφτεί, είχε ωριμάσει. Ό,τι μας γοήτευσε και μας συνάρπασε σ’ αυτόν, ότι έκανε τις μυστικές μας χορδές να χτυπήσουν, κατά τον Γ. Χατζίνη, ήταν η σύνθεση ωριμότητας και παιδικής απλότητας που έδινε στο έργο του κάτι καινούριο. Ο Βενέζης έως το τέλος της ζωής του υπήρξε κι έμεινε ο ξεριζωμένος Έλληνας της Ανατολής, που σκεφτόταν και ζούσε με τον καημό και τη νοσταλγία της χαμένης πατρίδας. Ο Ντοστογιέφσκι θεωρεί πως το μαρτύριο αποτελεί μοναδικό τρόπο απόκτησης συνείδησης. Ο Ηλίας, ως εκπρόσωπος της εθνικής ελληνικής συλλογικής ταυτότητας, καταγγέλλει την άλλη, την ξένη, την τουρκική ομάδα ως κύρια υπεύθυνη των δεινών της πρώτης. Η ομάδα αυτή, ο μισητός αυτός αντίπαλος, προκαλεί αποστροφή. «Αναλογίζομαι την αλλόκοτη μοίρα αυτού του ανθρώπου», έγραφε ο Άγγελος Τερζάκης στο αποχαιρετιστήριο άρθρο του. «Άρχισε τη ζωή του, την ενσυνείδητη, χιλιοβασανισμένος, την τελείωσε κατατυραγνισμένος […]. Συλλογίζομαι πως απάνω στην περίπτωση τούτη σκυμμένος κάποιος αρχαίος τραγικός ποιητής, θα μπορούσε να μας είχε δώσει ένα δραματικό φιλοσόφημα με προεκτάσεις ανατριχιαστικές σε ό,τι αφορά το πρόσωπο του πεπρωμένου».

 

Η εθνική ταυτότητα κι ο εθνικός συγγραφέας Ηλίας Βενέζης

Οι αιχμάλωτοι αναζητούν εναγώνια τον εθνικό τους χαρακτήρα μέσα σ’ ένα αλλόθρησκο, αλλοεθνές κι ετερόδοξο περιβάλλον. Ψάχνουν ν’ ανασύρουν τον χαμένο εθνικό τους εαυτό και εν τέλει επιτυγχάνουν να εντοπίσουν την εθνική τους ταυτότητα, αποσαφηνίζοντας τα στοιχεία της. Πρόκειται για τρία στάδια συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας που ο ερευνητής  Phinney ονόμασε μη επεξεργασμένη εθνική ταυτότητα, αναζήτηση εθνικής ταυτότητας κι επίτευξη αυτής. Η ελληνορθόδοξη ταυτότητα λειτούργησε διαφοροποιητικά και απομονωτικά προσπαθώντας να διαφυλάξει τη συνοχή και την ιδιαιτερότητα της ελληνοχριστιανικής κοινότητας κι επομένως η λειτουργία αυτής της πολιτισμικής ταυτότητας ήταν ουσιαστικά αμυντική και εσωστρεφής.

Ντοπιολαλιές, ιδιωματισμοί μεταδίδουν την ατμόσφαιρα και προσδίδουν παραστατικότητα και ζωντάνια στο κείμενο. Οι τουρκικές λέξεις καθιστούν την ιστορία στα μάτια του αποδέκτη της αφήγησης αληθινή και προσδίδουν σ’ αυτή φυσικότητα. Τα γλωσσικά πολιτισμικά στοιχεία συγκροτούν μια διγλωσσική και διπολιτισμική εθνική ταυτότητα.

Και η θρησκεία, όμως, διαμορφώνει την εθνική ταυτότητα. Οι αιχμάλωτοι προικίζονται αναμφισβήτητα με θρησκευτική συνείδηση. Σε πολλές σελίδες του έργου διαφαίνεται ένα ειλικρινές αίσθημα επικοινωνίας με το όνομα του Κυρίου, που συνήθως περιορίζεται σε δύο μοναχά λέξεις: «Δόξα τω Θεώ» και «Ευγνωμονώ το Θεό». Η αντοχή της πίστης του Βενέζη, και κατ’ επέκταση των ηρώων του, δοκιμάστηκε σε όλες τις τραγικές αντιξοότητες. Ο Βενέζης πίστευε ειλικρινά σ’ Αυτόν. Οι ρίζες της θρησκευτικότητάς του βρίσκονταν διάσπαρτες στο χώρο της ψυχικής του δομής. Οι ήρωες του Νούμερου πιστεύουν στο Θεό, είναι θεοσεβούμενοι. Προσεύχονται σ’ αυτόν, τον επικαλούνται σε δύσκολες ώρες. Επιπροσθέτως, δηλώνεται η απόσταση ανάμεσα σε Χριστιανούς και Τούρκους. Όλοι αποτραβιούνται για να δεηθούν στον δικό τους Θεό. Όταν η Παρασκευή ορίζεται ως η μέρα δέησης, μια υποβλητική ατμόσφαιρα δημιουργείται από την προσευχή των αιχμαλώτων. Οι σκλάβοι παρακάτω ρωτούν έναν γέρο χωριάτη αν γνωρίζει κάτι σχετικό με την τύχη τους κι εκείνος αποκρίνεται ήμερα: μα ο Θεός έχει για σας.

Οι περιστάσεις της ζωής έπλασαν την προσωπικότητα του Βενέζη και τον ανέδειξαν εθνικό συγγραφέα περιωπής. Ο Βενέζης έζησε το Έθνος, την ευθύνη ν’ ανήκει κανείς σ’ αυτό, με τρόπο προσωπικό, υπαρξιακό, δραματικό, σε μια κατάσταση οριακή. Ο Βενέζης συμπεριλαμβάνει στο έργο του όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του απέδιδαν τον χαρακτηρισμό εθνικός συγγραφέας: πιστεύει με τρόπο δυναμικό στο Έθνος που ανήκει κι εκφράζει τις ιδέες και τις αξίες που το «ψυχώνουν», ξαναζωντανεύει την Ιστορία του Έθνους του μέσα από χαρακτήρες, υπογραμμίζει την εθνική ταυτότητα των ηρώων του, αισθάνεται ζωντανή τη γλώσσα του Έθνους του, εκφράζει τα βάσανα της φυλής του. Η δύναμη της ανάμνησης τον οδηγεί πίσω με μια τρυφερή, άλλοτε βίαιη, ορμητική ικανότητα αναπόλησης και μέσα από τα πρόσωπα και τα γεγονότα ακούγεται ο παλμός της Ιστορίας. Οι ήρωές του δεν ζουν αυτόνομα, αλλά προσαρτημένα στον οργανισμό του Έθνους. Τη γλώσσα του Έθνους ο Βενέζης τη νιώθει όχι με τρόπο αισθητικό, αλλά με τρόπο μυθικό, ως μοναδικό όργανο παραμυθιού, ανάσταση των βιωμένων. Η εθνική ταυτότητα κατασκευάζεται επί τη βάσει της εθνοτικής διαφοράς. Οι Τούρκοι παρουσιάζονται με διαφορετικές αξίες από τους Χριστιανούς Έλληνες.

 

 

 

Συμπερασματικά σχόλια

 

Κατά τον Χρ. Δανιήλ, ο κόσμος του Βενέζη είναι δομημένος και ευκρινώς χωρισμένος σε δύο αντιμαχόμενα μέρη. Είναι ένας κόσμος που διαρκώς αλλάζει και μεταβαλλόμενος προξενεί συμφορές κι αδιόρθωτα κακά κι αφήνει τον άνθρωπο έκπτωτο, μετέωρο, αποκομμένο από τη μητέρα γη και φύση και από ό,τι εξασφαλίζει την ανθρώπινη ουσία και υπόστασή του. Εν κατακλείδι, το καθένα από τα πρόσωπα του Βενέζη έχει κι εδώ τον καημό, το σαράκι της ψυχής του, την κρυφή δυστυχία που το βασανίζει.  Ο Βενέζης κατόρθωσε στο Νούμερο να ανασύρει από την ψυχή του κάθε δραματικού ήρωα όλο το απόθεμα της αντοχής και της μακροθυμίας του, τους υψηλότερους αναβαθμούς της ηρωικής εγκαρτέρησης, αλλά και την ανθρώπινα κατανοητή άμβλυνση και εξασθένιση του αποθέματος του θάρρους που ο καθένας διαθέτει. Σε διάφορα επίπεδα διαστρωματώνεται όχι μόνο η ψυχική αντοχή, αλλά και η αξιοπρέπεια στο αντίκρισμα του θανάτου. Ο καθένας φανερώνει την ιδιάζουσα προσωπικότητά του, το απόθεμα της ανθρωπιάς, του ήθους και της ευγένειας που κρύβει μέσα του ή αντίθετα την ευτέλεια και την ποταπότητα που τον διακρίνει. Το Νούμερο αποτελεί την ανατομία της ανθρώπινης ψυχής του ιδιοσύστατου βάθους της υποκειμενικότητας και εσωτερικότητας των ατόμων και του βαθμού της μεταστοιχείωσης που προκαλείται, όταν αυτά υποχρεώνονται σε αναγκαστική ομαδική συμβίωση, ιδιαίτερα εν ώρα κινδύνου. Έτσι, το έργο πρέπει να διαβάζεται, ως μέτρο του βαθμού της ανθρώπινης αντοχής και καρτερίας. Τα αθώα πρόσωπα που μπλέκονται σε απρόσμενα τραγικά συμβάντα γίνονται ξαφνικά τα κύρια και πρωταγωνιστικά στοιχεία ενός απόλυτα ανθρώπινου και εκ βαθέων συγκλονιστικού δράματος. Πρόκειται για πρόσωπα ταγμένα από κάποια περίεργη τύχη να γίνουν φιγούρες ανεπανάληπτα δραματικές, που η συνταρακτική περιπέτειά τους δεν ζητάει τον συγγραφέα για να την καταγράψει, αλλά προσφέρεται σαν ώριμος καρπός για να συγκινήσει, όχι με τους υψηλούς δραματικούς αναβαθμούς, αλλά με την απέριττη λιτότητά της. Στο έργο διακρίνεται η απλοϊκότητα των αφηγηματικών προσώπων. Ο Βενέζης φτάνει συχνά στο βάθος της ψυχής του ανθρώπου, όχι όμως από το δρόμο της ανάλυσης, αλλά με την επιτυχημένη απόδοση ορισμένων καίριων στιγμών της συναισθηματικής ή της συγκινησιακής ζωής. Ο Βενέζης έπλασε γνήσια μυθιστορηματικά πρόσωπα, τα πλούτισε με ορισμένες πλευρές και ιδιότητες της δικής του προσωπικότητας, ώστε να τα αναπλάσει σε νέες «πλασματικές», ζωντανές, πειστικές υπάρξεις. Κινεί τα πρόσωπά του χωρίς να καταλήγει στην ανιαρή γεωμετρική σύνθεση, που παραθέτει μονότονα το ένα γεγονός πλάι στο άλλο, σε μια οργανική εξάρτηση του υστερόχρονου από το προτερόχρονο. Σε μια συνέντευξή του σε φιλολογική εφημερίδα, ο Βενέζης είχε βεβαιώσει το συνομιλητή του πως συνεχίζει την παράδοση που του κληροδότησαν οι πρόγονοί του, γι’ αυτό και οι ήρωές του μένουν απλοί και μονοκόμματοι στην ψυχική τους διάρθρωση, υποταγμένοι στη δυναστεία του μοιραίου, που ανεξιχνίαστα προστάζει το θέλω του πέρα από το ορατό και το συγκεκριμένο, προσφέροντας την ίδια στιγμή, με ύποπτη γενναιοδωρία, το φέρετρο και το λίκνο. Τα πρόσωπα δεν αντιδρούν δυναμικά, μοιάζουν να είναι βουτηγμένα στη μακαριότητα της ανατολικής σοφίας, που δεν μπορεί και δεν θέλει ν’ αλλάξει την τάξη του κόσμου. Τ’ αόρατα νήματα που ορίζουν όχι μόνο την ανθρώπινη ζωή, αλλά και την τύχη όλων των πλασμάτων που ζουν πάνω στη γη, οδηγούν κάποτε σε απροσδόκητες και αναπάντεχες μεταξύ τους διασυνδέσεις. Ο Βενέζης αποστρέφεται ό,τι είναι φτιαχτό και νόθο στον άνθρωπο. Το οξύ του βλέμμα κάνει την απαιτούμενη αφαίρεση παρακολουθώντας, μέσα από τις εμπλοκές των ενστίκτων, το «ον» που έμεινε πρωτόγονο, γνήσιο, αδιάφθορο πίσω από το παραπλανητικό προσωπείο του σύγχρονου «πολιτισμένου». Έτσι, οι ήρωές του κινούνται μ’ εγκαρτέρηση ανάμεσα στη ζωή, εξοικειωμένοι με το θάνατο, δεμένοι με τη γη και τα απλά πράγματα του κόσμου. Σπάνια συναντούμε ανάμεσα στους ήρωες του Βενέζη μια προσωπική αντίδραση, μια προσπάθεια αντίμαχη σε ό,τι μέλλει γενέσθαι, μια βούληση κραταιή ενάντια στο αναπόφευκτο. Οι ήρωές του δεν ενδιαφέρονται για προβλήματα κοινωνικά ή μεταφυσικά, δεν τους απασχολούν αγωνιώδη ερωτήματα, δεν μονολογούν σπουδάζοντας με την ενδοσκόπηση τον εσωτερικό τους κόσμο, δεν «διανοούνται». Είναι το ανώνυμο πλήθος που εδραιώνει τα απλά και θεμελιώδη έργα, για να στηριχθεί αργότερα πάνω τους η αναλυτική σκέψη κι αυτός να παράγει έργο. Τα πρόσωπα του Βενέζη, αντίθετα από τα πρόσωπα των άλλων συνοδοιπόρων του της Γενιάς του ’30, ακόμα κι όταν δεν είναι οι μοναχικοί κι οι αποτραβηγμένοι, είναι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, που σέρνουν πάνω τους κάποια καταδρομή της μοίρας κι έχουν γνωρίσει τον ανθρώπινο πόνο. «Επιβλητική» μέσα στην ποικιλία των απλών ανθρώπων του, καθώς το σημείωσε κι ο Απ. Σαχίνης, είναι η «παρέλαση από συμπαθητικές μορφές γερόντων και γεροντισσών», εναρμονισμένες με τη στατική ατμόσφαιρά του και δεμένες με το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Όλοι αυτοί δεν είναι, σίγουρα, ούτε το ίδιο πειστικοί, ούτε το ίδιο ολοκληρωμένοι. Περισσότερο τύποι παρά χαρακτήρες, απομένουν οι πιο πολλοί ανεξέλικτοι και μονοσήμαντοι, δίχως ν’ αποκαλύπτονται ως το τέλος κι άλλες πλευρές τους. Ο Βενέζης, καλύτερα απ’ τα άτομα, κινεί την ομάδα και το πλήθος, κι από τα πρόσωπά του όποια συνήθως βρίσκονται πιο κοντά στα χαρακτηριστικά της ομάδας. Οι πιο πολλοί ήρωες του Βενέζη είναι απλοί, καλοπροαίρετοι και υπομονετικοί κάτω από το θέλημα του Θεού και της μοίρας. Από μια έμφυτη τάση προς τη γενίκευση κι από μια βαθύτερη επικοινωνία με την απρόσωπη ομάδα, ο Βενέζης σπάνια ολοκληρώνει ανθρώπινους χαρακτήρες, παρουσιάζοντας συνολικά το ανθρώπινο κύτταρο σ’ ένα άθροισμα προσώπων και τύπων ή μέσα απ’ το ανώνυμο πλήθος -και δεν είναι διόλου παράξενο, ότι οι ακρότατες επιτεύξεις του συμπίπτουν με στιγμές που κινεί κι εκφράζει ανώνυμα πλήθη ή απλούς ανθρώπους. «Καθώς ήταν ανώνυμος ο θίασος των ανθρώπων», λέει στη «Νύχτα του Ασκληπιείου», «γινόταν πιο καθορισμένος, πιο ακριβής». Ο Μ. Γ. Μερακλής σημείωσε την απροθυμία του συγγραφέα να διαγράψει ολοκληρωμένους χαρακτήρες, κάτι που εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα της εποχής. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του Βενέζη εγκαταλείπουν τον εαυτό τους στο έλεος της μοίρας την οποία και δέχονται παθητικά γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται ως αντιήρωες. Όπως έγινε αντιληπτό, δεκάδες είναι τα πρόσωπα που παρελαύνουν από το Νούμερο, συνθέτοντας ένα πολύχρωμο εθνοφυλετικό, θρησκευτικό, κοινωνικο – επαγγελματικό, γεωγραφικό μωσαϊκό. Τα περισσότερα πρόσωπα της ιστορίας αποτελούν χαρακτήρες, περιγράφονται με τρόπο λιτό και αδρό, έχουν όνομα. Μέσα σ’ αυτή την πολυχρωμία των χαρακτήρων διακρίνονται άνθρωποι απλοϊκοί, καλοσυνάτοι, θρησκευόμενοι, σκληροί, βάναυσοι, χαιρέκακοι, αγωνιστές. Πάνω τους, όμως, αποτυπώνονται οι ολέθριες επιδράσεις του πολέμου, η εξαγρίωση των συμπεριφορών, η εύκολη προσφυγή στη βία και τη βαρβαρότητα.

Το Νούμερο 31328 αποτελεί λογοτεχνική μετάπλαση σωρείας οδυνηρών εμπειριών του συγγραφέα από την περίοδο της αιχμαλωσίας του στα εργατικά τάγματα της Ανατολής. Η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη κι εναγώνια. Παντού διαχέεται η καταστροφή, η σκληρότητα, η βαναυσότητα του πολέμου, ο τιτάνιος αγώνας επιβίωσης, η στέρηση της ελευθερίας, η ηθική εξαχρείωση, η καταρράκωση κάθε είδους ατομικής αξιοπρέπειας, η απαξίωση, οι μαζικές σφαγές, οι εκτελέσεις, οι κακουχίες, το σωματικό μαρτύριο, η βία, η κτηνωδία, η ψυχολογική εξουθένωση, η κατάπτωση, το φρικιαστικό στοιχείο, ο στυγνος κι ανάλγητος βιασμος σώματος και ψυχής, η απάνθρωπη κτηνωδία, η σαδιστική συμπεριφορά των Τούρκων, η σωματική εξουθένωση η ψυχική – ηθική καταρράκωση του ανθρώπου, τα δεινά, οι κακουχίες, το μαρτύριο, οι κατατρεγμοί, ο φόβος κι η αγωνία, ο  κίνδυνος, η ανασφάλεια, η εξόντωση, το έγκλημα, η θηριωδία. Τίποτα δεν αποσιωπάται: η βρομιά, η λάσπη, η δυσοσμία, η ψώρα, η σεξουαλική εξαθλίωση, ο φόβος που οδηγεί στην τρέλα, ο τρόμος του θανάτου που καραδοκεί τη νύχτα. Οι άνθρωποι προσπαθούν πεισματικά να ξεφύγουν από την πολυδαίδαλη Μικρά Ασία, έπειτα από τον βίαιο ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες και να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Το Νούμερο, μολονότι μπορεί να καταταχτεί στη σειρά των πολεμικών έργων της ελληνικής πεζογραφίας, δεν κλείνει στις σελίδες του τον πόλεμο. Όταν αρχίζει η αφήγηση ο πόλεμος έχει τελειώσει: «Όλα ήταν ήμερα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο». Ο Βενέζης σ’ αυτό το βιβλίο φαίνεται γεμάτος συμπεράσματα, εντυπώσεις και προπάντων αγανάκτηση. Ήθελε να δείξει τις φοβερές συνέπειες του πολέμου για τον άνθρωπο και να προκαλέσει όχι μόνο την καταδίκη του στη συνείδηση των αγωνιστών του, αλλά κάτι σοβαρότερο: το μεγάλο θυμό που αλλάζει πεποιθήσεις και δημιουργεί νέες διαθέσεις. Το Νούμερο 31328 βρίσκεται παντού λες και είναι το σώμα και η ψυχή των χιλιάδων Ελλήνων που πέρασαν τον καιρό της αιχμαλωσίας τους στα εργατικά τάγματα της Ανατολής. Ο συγγραφέας πίστευε ότι με τη συσσώρευση φρικαλεοτήτων και δοκιμασιών θα έφτανε καλύτερα στο σκοπό του. Έτσι, πέρασε τον ήρωά του από κάθε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία. Απ’ αυτή τη μεγάλη σχολή της ζωής, ο Βενέζης πέρασε νικητής, αποκομίζοντας ως έπαθλο της ηθικής του νίκης το Νούμερο 31328, αυτό το νεοελληνικό Ευαγγέλιο της καρτερίας, όπου μια άρρητη, για την τόσο ουσιαστική της απλότητα, αφηγηματική χάρη, συνταιριάζεται με τον τραγικό μύθο της ζωής, χωρίς καμία φιλολογική μεταποίηση. Το έργο τραγούδησε μεγάλα διδάγματα στις πικρές του σελίδες: έδειξε την καλοσύνη, δίδαξε την επιείκεια, τη συγγνώμη, την κατανόηση και την αποστροφή προς την έχθρα και την εκδίκηση.

Ο Βενέζης είναι πεζογράφος της ψυχής, όχι της ζωής, και τα πρόσωπά του, τις περισσότερες φορές, οδεύουν στο να γίνουν τα σύμβολα που θα εκφράσουν την ηθική αντίληψη και τη βιωμένη φιλοσοφία του για τη ζωή. Ο Βενέζης είναι ο συναισθηματικότερος πεζογράφος μας και το θησαύρισμά του σε μνήμες, πείρες και κραδασμούς είναι τόσο πλούσιο, που αυτόματα ο αναγνώστης του αισθάνεται ν’ αναβρύζουν στα κατάβαθα της ψυχής του καθάριες πηγές καλοσύνης, ανθρωπιάς κι επιείκειας. Η βιοσοφία του ξεκινά από την αίσθηση της αναποδιάς και της τραγικής ουσίας της ζωής, για να κατασταλάξει σε μια ήρεμη, γεμάτη συμπόνια κι εγκαρτέρηση φιλοσοφία του πεπρωμένου. Δεν είναι ο κριτικός λογισμός που κεντρίζει τη φαντασία του, αλλά η διάθεση της πονεμένης θεώρησης της ανθρώπινης περιπέτειας, που ανάμεσά της πορεύονται οι απλοί και ταπεινοί και συνταιριάζονται σε υποβλητικά αμαλγάματα οι εφήμερες απολαύσεις, οι μικρές στενοχώριες, οι πόνοι και οι αθεράπευτες νοσταλγίες. Η ευαισθησία του Βενέζη έχει τόση επάρκεια, ώστε διαχύνεται, χωρίς να κομματιάζεται και ν’ ατροφεί προς κάθε κατεύθυνση. Ο Βενέζης υπήρξε αναμφισβήτητα εξαιρετική φυσιογνωμία της πνευματικής μας ζωής, ένας από τους γνήσιους και ακέραιους πεζογράφους των ελληνικών γραμμάτων, πολύτιμο κεφάλαιο για τα γράμματά μας. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της πεζογραφίας μας, που έζησε σε μιαν εποχή γενικότερων αναταραχών. Είναι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του ’30, λυρική φύση, με εξαίρετη αφηγηματική τέχνη, σαφή δεξιοτεχνικά προσόντα, πληθωρικό συγγραφικό δυναμισμό και πλούσια φαντασία. Αξιοποίησε το βιωματικό του υλικό για τις ανάγκες της τέχνης του, χωρίς ν’ ανατρέψει τα δεδομένα της ιστορικής αφήγησης. Το έργο του έτυχε ένθερμης κυρίως κριτικής υποδοχής. Μεστό και καλογραμμένο συνεχίζει ακόμα και σήμερα να έλκει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Επάξια κατέχει μια σπουδαία θέση στο «λογοτεχνικό πάνθεο». Ο Ηλίας Βενέζης δεν αυτοπροδόθηκε ποτέ. Υπήρξε πεζογράφος με ποιητικό οίστρο και προσωπικό ύφος. Κανένας άλλος δεν εξέφρασε με τόση δύναμη κι ανθρωπιά τον καημό του Γένους, τον ξεριζωμό του μικρασιατικού ελληνισμού, τη νοσταλγία και το όραμα των ευτυχισμένων ημερών, που κάνει ακόμα πιο πικρό τον πόνο. Κανένας δεν τραγούδησε και δεν έκλαψε σαν αυτόν τη χαμένη πατρίδα. Τα βιβλία του περικλείουν μιαν αλήθεια ζωής γι’ αυτό και αντέχουν στη διαχρονία.

 

 

 

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top