Fractal

Διήγημα: “Ζήτα μου ό,τι θες (Η μικρή Ελένη)”

Της Μάτας Παπανικολάου // 

 

f15

 

Το είχε παρατηρήσει εδώ και καιρό. Όταν ο επιβάτης δεν είχε θέα έξω από το παράθυρο, τότε δυο πράγματα του έμεναν να κάνει. Η θα κοίταζε μέσα στο βαγόνι ή θα βυθιζόταν στον εαυτό του. Σε πόσους μονολόγους είχε αφεθεί ταξιδεύοντας, ούτε και η ίδια δεν θυμόταν πια. Ακόμη πόσους επιβάτες είχε παρατηρήσει, προσπαθώντας να μαντέψει πως ήταν η καθημερινότητά τους. Αυτός εκεί σαν τι επάγγελμα να κάνει, είχε αναρωτηθεί. Αυτή να είναι άραγε ευτυχισμένη, έχει παιδιά, έχει αδέλφια, τι θα μπορούσε να ονειρεύεται, να ελπίζει, να εύχεται. Όταν δεν υπήρχαν επιβάτες, τότε διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις διαφημιστικές αφίσες. Τις μάθαινε σχεδόν σαν ποίημα. Όσο για τα βαγόνια τα ήξερε και με κλειστά τα μάτια που λένε. Τόσα καθίσματα αριστερά, τόσα δεξιά, τόσες χειρολαβές. Όσο για τις επιγραφές, αυτές τις γνώριζε τόσο καλά και τόσο τραγουδιστά, όπως το «Πάτερ ημών». Ήταν άπειρες οι φορές που μη βρίσκοντας κάθισμα και αναγκασμένη καθώς ήταν να στέκεται όρθια δίπλα στην πόρτα, είχε διαβάσει από την αριστερή πλευρά προς την έξοδο:

 

ΓΥΡΙΣΤΕ ΤΟ ΜΟΧΛΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟΥ ΒΕΛΟΥΣ

ΑΣΚΟΠΗ ΧΡΗΣΗ ΔΙΩΚΕΤΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ

ΘΥΡΟΤΗΛΕΦΩΝΟ

ΜΙΛΗΣΤΕ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ ΑΦΟΥ ΓΥΡΙΣΕΤΕ ΤΟ ΜΟΧΛΟ

 

Και από τη δεξιά πλευρά:

 

1.- ΣΠΡΩΞΤΕ ΤΟ ΤΖΑΜΑΚΙ ΚΑΤΩ

2.- ΤΡΑΒΗΞΤΕ ΤΗ ΛΑΒΗ

3.- ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

 

ΑΣΚΟΠΗ ΧΡΗΣΗ ΔΙΩΚΕΤΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ

 

Καθώς λοιπόν γνώριζε τις επιγραφές τόσο καλά, ή έκπληξή της ήταν απύθμενη όταν διάβασε αυτά που ακολουθούν στην αριστερή και στη δεξιά πλευρά της πόρτας αντίστοιχα.

 

ΦΕΡΤΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΑΣ ΑΝΤΙΚΡΥΣΤΑ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ

ΚΑΙ ΖΗΤΗΣΤΕ Ο, ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΠΆΝΤΑ

ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΡΜΟ.

Η ΑΝΩΝΥΜΙΑ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΥΗΜΕΝΗ.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΣΑΣ

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΕΙ ΟΥΤΕ ΕΣΑΣ ΟΥΤΕ

ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ

 

Ανοιγόκλεισε τα μάτια και τα έτριψε δυνατά. Μήπως ονειρευόταν και δεν το είχε αντιληφθεί. Κι’ όμως ήταν ολοφάνερο αυτό που έβλεπε ξεκάθαρα μπροστά της. Κοίταξε τους λιγοστούς επιβάτες μέσα στο βαγόνι. Οι περισσότεροι φαίνονταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Αυτοί γιατί δεν ζητάνε τίποτα, αναρωτήθηκε. «Παίρνουν μόνο αυτοί που ζητάνε» άκουσε μια γυναικεία γλυκιά φωνή μέσα από το μικρόφωνο. Έφερε το πρόσωπό της κοντά και διστακτικά ρώτησε; «Με γνωρίζετε;» «Μα βέβαια, είσαι η Ελένη και είμαι εδώ για να μου ζητήσεις» Έξυσε το κεφάλι της και μετά με ύφος επιθετικό είπε; «Θέλω να εξαφανίσεις από το τρένο όλους τους πορτοφολάδες» «Χα, χα, χα! Ελένη μου γλυκιά, αν μπορούσα να τους αναγνωρίσω δεν θα τους επιβίβαζα καν. Αυτό το αίτημά σου είναι ανέφικτο» «Τότε να εξαφανίσεις τους οικονομικούς μετανάστες» «Σε πείραξε κανένας;» ρώτησε η φωνή με συνωμοτικό ύφος. «Όχι ακόμη, αλλά μπορεί να με πειράξει κάποιος στο μέλλον» «Στην επόμενη στάση θα αποβιβαστούν όλοι οι οικονομικοί μετανάστες» είπε η φωνή με επισημότητα. «Θέλω κι’ άλλα» βιάστηκε να πει η Ελένη μετά την πρώτη της επιτυχία. «Σε ακούω» «Θέλω να αποβιβαστούν οι μανάδες με τα καροτσάκια. Μου έχουν γδάρει τα πόδια και μου έχουν καταστρέψει πολλά καλσόν» «Στην μεθεπόμενη στάση θα αποβιβαστούν οι μικρομανάδες με τα καροτσάκια» «Ακόμη είναι και οι μαθητές. Φωνάζουν, μασουλάνε τσίχλες, κάνουν σαν να βρίσκονται στην αυλή του σχολείου τους» «Πολύ ωραία, στην μετά-μεθεπόμενη στάση θα αποβιβαστούν οι μαθητές» διαβεβαίωσε με σιγουριά η φωνή. «Και οι φίλαθλοι, αυτοί κι’ αν είναι ενοχλητικοί. Φωνάζουν, χειρονομούν και νομίζουν πως βρίσκονται στο γήπεδο» «Μείνε ήσυχη Ελένη. Στην μετά-μετά-μεθεπόμενη στάση θα αποβιβαστούν οι φίλαθλοι» είπε με επαγγελματισμό η φωνή. «Α,! Και οι ερωτιάρηδες. Αυτοί που βλέπουν θηλυκό και ξερογλείφονται, και πασχίζουν να βρουν αφορμή για να του πιάσουν την κουβέντα» «Αυτούς λέω να τους πετάξω έξω πρώτους» είπε θυμωμένα η φωνή. Συμφώνησε απόλυτα η Ελένη και αφού σκέφτηκε βαθιά, είπε με στόμφο: «Μου τη δίνουν οι επαρχιώτες. Περπατούν κοιτάζοντας τριγύρω και όχι εμπρός τους, και είναι διαθέσιμοι κάθε

στιγμή να πιάσουν κουβέντα με τον οποιονδήποτε. Αυτή η γενναιοδωρία τους με το χρόνο με εκνευρίζει αφάνταστα και φαντάζομαι πως δεν θα είμαι η μόνη» έβγαλε έναν αναστεναγμό η φωνή, και μετά επανακτώντας το επαγγελματικό της ύφος, είπε: «Μου θυμίζουν τον εαυτόν μου όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα, αλλά βεβαίως και θα αποβιβαστούν πάραυτα, παρακωλύουν την κυκλοφορία μη έχοντας συνείδηση της απόλυτης στενότητας του χρόνου». Η Ελένη έμεινε σκεφτική και πίεζε το μυαλό της να θυμηθεί ποιοί άλλοι ήσαν οι επιβάτες του τρένου που θα επιθυμούσε να αποβιβαστούν στο πι και φι. «Επιθυμείς τίποτα άλλο Ελένη;» ρώτησε ευγενικά η φωνή, που δεν ήταν συνηθισμένη να περιμένει για πολύ, τουλάχιστον την Ελένη. «Το βρήκα!» πετάχτηκε η Ελένη «Θέλω να φύγουν αυτοί που μυρίζουν» «Πώς μυρίζουν;» ρώτησε ευγενικά η φωνή «Να, αυτοί που μυρίζουν σκόρδο ή και κρεμμύδι ή και ιδρώτα ή και μόχθο ή και ματαιοδοξία ή ακόμη και κομμωτήριο, και πεντικιούρ και HONDOS CENTER, αυτοί ακόμη που «πλακώνονται» στα δείγματα από αρώματα και τα κάνουν ένα βρώμικο συνονθύλευμα από μυρωδιές. Όλοι αυτοί να αποβιβαστούν» «Μα είναι πάρα πολλοί» είπε η φωνή «Είναι η συντριπτική πλειοψηφία» συμπλήρωσε, και μετά από μια μικρή παύση είπε με σοβαρότητα: «Θα αποβιβαστούν όλοι στον τελευταίο σταθμό πριν από τον τερματικό, όπου το τρένο παραμένει τον περισσότερο χρόνο».

Η Ελένη πήγε και κάθισε δίπλα στο παράθυρο ικανοποιημένη που όλα της τα αιτήματα είχαν εκπληρωθεί, και άρχισε να σιγοτραγουδά. Μετά τη στάση στον προτελευταίο σταθμό, συνειδητοποίησε πως το τρένο ήταν απόλυτα άδειο. Ήταν εκείνη η μοναδική επιβάτης και το κυριότερο, αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Αν αίφνης ζαλιζόταν, ποιός θα την συγκρατούσε για να μη σωριαστεί; Κι’ αν επιβιβαζόταν ένας κακοποιός, ένας πορτοφολάς, ένας μανιακός δολοφόνος, ακόμη και το φάντασμα του τρένου, ποιός θα την προστάτευε, και το ελάχιστο, με ποιόν θα μοιραζόταν τον τρόμο της; Ξάφνου έγινε ένας ταξιδιώτης στερημένος από τη χαρά του μοιράσματος του ταξιδιού. «Ευχαριστημένη;» διέκοψε τις σκέψεις της η φωνή. Σηκώθηκε με κόπο και πλησίασε το μικρόφωνο. Δεν πρόλαβε όμως να αρθρώσει λέξη γιατί την πήραν τα κλάματα. «Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει» είπε λυπημένα η φωνή και συμπλήρωσε: «Βέβαια, το είχα αυτό παραβλέψει. Είσαι βλέπεις πολύ μικρή» «Μικρή για να ταξιδεύω μόνη;» ρώτησε ρουφώντας τη μύτη της. «Μικρή για να γνωρίζεις τη δυστυχία που ελλοχεύει όταν όλες μας οι επιθυμίες εκπληρώνονται» είπε η φωνή και η Ελένη συνέχισε να κλαίει απαρηγόρητη. «Με αφήνεις να κάνω κάτι για σένα;» ρώτησε η φωνή «Τι να κάνεις;» «Μπορείς να μείνεις μαζί μου μέχρι το σταθμό του Συντάγματος;» «Μπορώ» απάντησε αμέσως η Ελένη. «Περίμενε και θα δεις».

 

Όταν η φωτεινή επιγραφή ενημέρωσε πως ο επόμενος σταθμός θα είναι το Σύνταγμα, η καρδιά της Ελένης φτερούγισε. Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα και ένα πλήθος κόσμου εισχώρησε ανυπόμονα στα αδειανά βαγόνια. Μπορούσε να αναγνωρίσει κάποιους από αυτούς που είχαν, με τη δική της επιθυμία, πριν από λίγο αποβιβαστεί. Το χαμόγελο φώτισε και πάλι το πρόσωπό της. Σε μια κυρία που την έσπρωξε και της πάτησε το πόδι, είπε ευγενικά «δεν πειράζει». Βρισκόταν και πάλι μέσα στην αγκαλιά μιας λαοθάλασσας που μύριζε χιλιάδες μυρωδιές. Ήταν και αυτή ένα κομμάτι τους και μοιραζόταν μαζί τους τη μοίρα του ταξιδιού. Λίγο πριν αποβιβαστεί, πλησίασε το αριστερό μικρόφωνο δίπλα στην πόρτα και είπε σιγανά: «Σε ευχαριστώ».-

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top