Fractal

Η “Ζήλια” του Δημήτρη Κουτσουπιά

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

ziliaΔημήτρης Κουτσουπιάς: Ζήλια, Εκδόσεις «Οσελότος», Αθήνα, Νοέμβριος 2016

 

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ : Λάβαμε προ ημέρων, έστω και καθυστερημένα, λόγω του νωθρού ταχυδρομείου εξαιτίας των ημερών, το πρώτο βιβλίο του νεαρού Δημήτρη Κουτσουπιά, Ζήλια, των Εκδόσεων «Οσελότος», Αθήνα, Νοέμβριος 2016, στη σειρά που φέρει τον πετυχημένο τίτλο, το Απροσδόκητο. Στο διπλωμένο φύλλο του βιβλίου, κάτω από τη φωτογραφία ενός ευαίσθητου και συμπαθέστατου πορτρέτου, μαθαίνουμε πως ο συγγραφέας γεννήθηκε στη Βέροια το 1987, είναι υπολοχαγός του Πυροβολικού, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και υπηρετεί με τον ίδιο βαθμό στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Στο κείμενο που προτάσσεται του κυρίως βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρεται στη Ζήλια ως διαχρονικό συναίσθημα και, με κάποια συστολή των όσων γράφει ο πρωτοεμφανιζόμενος, ζητεί τυχόν τα σχόλια και την κρίση των αναγνωστών, ακόμα και ιδέες για τη σύνθεση του επόμενου βιβλίου, κείμενο το οποίο για μας θα έπρεπε να λείπει, αφού ο απαιτητικός και προσεκτικός αναγνώστης είναι μάλλον ο εντελώς άγνωστος που διαβάζει και όχι ο φίλος που τις περισσότερες φορές έχει μόνο καλά λόγια να πει. Σίγουρα, παρ’ όλο που δεν έχουν πέσει ακόμα στην αντίληψή μας, θα έχουν εκδοθεί βιβλία που καταγράφουν το τόσο ευαίσθητο και δυστυχώς ακόμη συνεχιζόμενο προσφυγικό πρόβλημα της χώρας, αλλά ο Κουτσουπιάς το θίγει σε συνδυασμό πάντα με τη ζήλια ως συναίσθημα που αγγίζει, εκτός από την έρωτα, τη φυλή, το θρήσκευμα, και γενικά τη νοοτροπία δύο διαφορετικών πληθυσμών-λαών της ανθρωπότητας: της Δύσης και της Ανατολής. Η έκδοση του «Οσελότου» είναι μεν εμπορικά φαντασμαγορική (αν κρίνουμε το ζωγραφισμένο με έντονα χρώματα εξώφυλλο, έχοντας θέματα εν συνθέσει, όπως την προσφυγιά, τη θάλασσα που πνίγει και διαχωρίζει, αντί να ενώνει κράτη και ανθρώπους, τους φράχτες και τους φύλακες-προστάτες των συνόρων κάθε χώρας. Η ζωγραφική απεικόνιση, χωρίς αμφιβολία, αφορά ένα αξαθλιωμένο πλήθος ανθρώπων που δεν ευθύνεται για έναν πόλεμο που δημιούργησε η Δύση και τροφοδοτεί ακόμα με όπλα τις αντικρουόμενες δυνάμεις των δύο στρατοπέδων, δηλώνοντας ακόμη υποκριτικά πως το μόνο που την ενδιαφέρει δήθεν είναι η πάταξη της τρομοκρατίας…), κάτι απόλυτα δικαιολογημένο, επειδή ένας εκδοτικός οίκος απευθύνεται και πρέπει να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, και όχι μόνο στους απαιτητικούς αναγνώστες.

 

zilia_1

 

ΥΠΟΘΕΣΗ – ΠΡΟΣΩΠΑ: Η υπόθεση του βιβλίου αφορά τη ζωή της διορισμένης φιλολόγου, Χριστίνας Σταματοπούλου από την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, που υπηρετεί σε Γυμνάσιο της Κω. Η ιστορία της ξεκινά με την πρόσκληση του γυμνασιάρχη, κ. Μανόλη, στο σπίτι του για γεύμα κάποια Κυριακή του Οκτωβρίου που θα ετοίμαζε η σύζυγός του, η κυρα-Λένη. Εκεί, η κοπέλα γνωρίζεται με την ανιψιά του γυμνασιάρχη, τη Νώρα, τη νηπιαγωγό και γίνονται αμέσως φίλες. Μαθαίνουμε επίσης πως η Χριστίνα έχει σχέση με τον Στέλιο, που είναι αφόρητα ζηλιάρης, και για τον πατέρα της, τον κύρ Μιχάλη, που είναι εργολάβος και για τη μητέρα της, την κυρα-Ρούλα. Η Νώρα είχε μια αδερφή, τη Μαρία, που υπηρετούσε στην Ελληνική Αστυνομία κάπου στην Αθήνα. Στο 3ο Κεφάλαιο ο συγγραφέας καταγράφει πετυχημένα και μοναδικά τη ψυχογραφία του ταξιδευτή, για να καταλήξει στον Στέλιο, που έρχεται στην Κω με πλοίο απρόσκλητος, για να κάνει έκπληξη στην αγαπημένη του, η οποία δεν μπαίνει καν στον κόπο να του απαντήσει στο τρυφερό του μήνυμα που της στέλνει από το πλοίο. Το 4ο Κεφάλαιο,  εξίσου σπουδαίο με το προηγούμενο, αφορά τη μοίρα των αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, που συνεχώς εν ώρα υπηρεσίας συλλέγουν πρόσφυγες (επισκέπτες του βράχου, μετανάστες, πρόσφυγες, «λαθρό», λαθρομετανάστες: «…Κάπως βρόμικοι, μερικοί αξύριστοι, αλλά χαρούμενοι όλοι οι κάτοικοι της βραχονησίδας που τους υποδέχτηκαν. Όλοι χαίρονταν που φεύγαν από εκεί»), από ένα ξερονήσι με τη γαλανόλευκη να δηλώνει ελληνικό έδαφος. Ο υπολοχαγός Γιώργος και ο άλλος αξιωματικός το επιθεωρούν καθημερινά για άφιξη προσφύγων από τα τουρκικά παράλια. Στο μεταξύ, η Χριστίνα βλέπει το μήνυμά του Στέλιου, του τηλεφωνεί σ’ ένα διάλειμμα, αλλά, μην παίρνοντας απάντηση, κανονίζει να γευματίσει με τη Νώρα. Τελικά, ο Στέλιος συναντά τη Χριστίνα έξω απ’ το Γυμνάσιο. Ανταλλάσσουν περιπαθή φιλιά, αδιαφορώντας για τα βλέμματα μαθητών και συναδέλφων. Στο μεταξύ, στο 7ο Κεφάλαιο, η βραχονησίδα δέχεται και πάλι πρόσφυγες μέσα σε μια βάρκα με βροχερό καιρό. Στα εννέα άτομα συμπεριλαμβάνονται και παιδιά. Ο υπολοχαγός Γιώργος μαζί με ένα λοχία και συνοδεία φαντάρων πρωτοστατεί στην ασφάλειά τους. Ένας από τους επιβάτες τρυπάει με μαχαίρι τη βάρκα. Συγκινητική η σκηνή με το προσφυγόπουλο που αγκαλιάζει τον υπολοχαγό. Ο τελευταίος που βγαίνει από τη βάρκα γνωρίζει ελληνικά από τον Έλληνα παππού του. Καρίμ Αλ-Ροχάια το όνομά του, ενώ ο παππούς του, λεγόταν Κυριάκος Ροχαῒδης. Οι πρόσφυγες όμως πρέπει να διαλέξουν: τη βροχή ή την εκκλησία για να προστατευθούν από την κακοκαιρία, αλλά οι μουσουλμάνοι δεν μπαίνουν σε εκκλησία. Τελικά, την επιλέγουν για να στεγνώσουν. Σκοποί αναλαμβάνουν να τους φυλάξουν. Στο μεταξύ, ο Στέλιος, στο διαμέρισμα της Χριστίνας της λέει πως τη ζηλεύει αφόρητα. Η κοπέλα δηλώνει τη μοναξιά που νιώθει στο νησί της Κω. Η γεωγραφική απόσταση όμως που τους χωρίζει είναι μεγάλη. Ο υπολοχαγός Γιώργος αναλαμβάνει να ταῒσει τους πρόσφυγες στο ξερονήσι, μειώνοντας κάπως τις μερίδες που προορίζονται για τους φαντάρους. Κουβεντιάζει με τον Καρίμ που έχει σπουδάσει φαρμακοποιός στο Χαλέπι, και που ο πόλεμος έχει μετατρέψει σε κόλαση την πόλη, σε σημείο να χάσει γονείς, γυναίκα και το φαρμακείο του από ανελέητο βομβαρδισμό. Ζητάει να βρει εργασία στην Ελλάδα. Θέλοντας μάλιστα να χρηματίσει τον Γιώργο για να τον πάει στην Κω, αντιμετωπίζει απέναντί του έναν άνθρωπο έξαλλο: «Διάολε!… Εδώ είναι Ελλάδα! Δεν είμαστε πλούσιοι, αλλά δεν λαδωνόμαστε όλοι. Μιλάς σε αξιωματικό που να πάρει η οργή!»

 

zilia_2

 

Η Χριστίνα, συζητώντας με τη Νώρα, της αποκαλύπτει την ερωτική ψυχρότητα του Στέλιου επί μια βδομάδα απέναντί της και πως θα ήθελε να βάλει τέλος στη σχέση τους επειδή την ζηλεύει αφόρητα. Η επόμενη σκηνή με τους λαθρομετανάστες να φτάνουν στο λιμάνι της Κω αποκαλύπτει τόσο τη ζοφερή πραγματικότητα του νησιού, όσο και αυτών των ίδιων που, αναγκασμένοι απ’ τον άδικο πόλεμο, εκπατρίζονται κάθε τόσο για να σωθούν. Ο πονοκέφαλος της Χριστίνας που θεώρησε πως την είχαν ματιάσει, την αναγκάζει να επικοινωνεί με τη μητέρα της, την κυρα-Ρούλα, μήπως και με μήνυμα που της στέλνει θα το καταφέρει. Δυστυχώς, εκείνη τη στιγμή η καθηγήτρια, απορροφημένη όπως ήταν, πέφτει θύμα τροχαίου, με αποτέλεσμα να σπάσει το χέρι της. Στο νοσοκομείο μαθαίνει πως την έσωσε ένας πανύψηλος άντρας, ο Καρίμ! Απ’ τ’ ανταλλάξιμα βλέμματά τους ο έρωτάς τους φαίνεται αμοιβαίος. Του προτείνει να συναντηθούν για να τον κεράσει, αφού απλώνει το γυψιασμένο της χέρι για να γράψει αυτός αριθμούς, τον ένα δίπλα στον άλλο – πιθανόν του κινητού του/της. Στο 13ο Κεφάλαιο  ο συγγραφέας καταγράφει τις απόψεις του για τον δεσμό ανάμεσα σε δυο αλλόθρησκους και αναφέρει πώς αντιμετωπίζει ο κόσμος της Δύσης τον διαφορετικό. Ακολουθεί η πολύ ρομαντική βόλτα της Χριστίνας και του Καρίμ στην παραλία της Κω. Το τηλεφώνημα του Στέλιου στη Νώρα, επειδή δεν έχει νέα της Χριστίνας, είναι καθησυχαστικό. Η ερωτική βόλτα του Καρίμ και της Χριστίνας επισφραγίζεται πια σε σχέση. Η Νώρα έκπληκτη μαθαίνει πως ο Καρίμ είναι ικανός εραστής. Προτείνει στη φίλη της από Καρίμ να τον ονομάσει Κάρυ, που ίσως παραπέμπει στο γνωστό μπαχαρικό της Ανατολής. Ο συγγραφέας, για να συμπληρώσει το θέμα του διαφορετικού, παραθέτει και τον ερωτικό δεσμό δύο κοριτσιών του Λιμενικού Σώματος. Η συναισθηματική ιστορική αναπόληση της πόλης της Θεσσαλονίκης, καταλήγει στη σκηνή της καφετέριας να συνομιλούν τα δυο αδέρφια της Χριστίνας, η Ελένη και ο Αντώνης, για την ερωτική επιλογή της με τον Καρίμ και το πόσο θα στενοχωρηθεί ο πατέρας τους αν τύχει και το μάθει. Εγκρίνουν τη σχέση της με τον Στέλιο κι επιθυμούν να τα ξαναβρούν οι δυο τους. Η αδερφή της Νώρας, η Μαρία με τον αγαπημένο της, τον αστυνομικό ντεντέκτιβ, τον Στέφανο φτάνουν στην Κω. Τους υποδέχεται η Νώρα, τους οδηγεί σπίτι της, αλλά η τηλεφωνική επικοινωνία της με τη Χριστίνα αποδεικνύεται μάταιη. Στο μεταξύ, οι δύο φίλες του Λιμενικού, ενώ έχουν υπηρεσία, βλέπουν κάποιον μέσα στη σκιά της ακτής της Λάμπης, που το βάζει στα πόδια μόλις τους παίρνει είδηση. Η Έλλη, η μία απ’ τις κοπέλες, αναλαμβάνει να ανακαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει. Σκηνή στο νοσοκομείο: Η κακοποιημένη γυναίκα με μώλωπες, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις με εσωτερική κι εξωτερική αιμορραγία που βρίσκουν οι κοπέλες είναι η Χριστίνα! Οι Νώρα, Μαρία και Στέφανος επισκέπτονται το νοσοκομείο και ο εφημερεύων γιατρός αναλαμβάνει να τους ενημερώσει πως είχε κακοποιηθεί βάναυσα από κάποιον, ήδη χειρουργήθηκε και είναι εκτός κινδύνου. Η ίδια όμως η παθούσα δεν θυμάται όμως πολλά απ’ τον δράστη και το γεγονός. Ο Στέφανος αναλαμβάνει να ειδοποιήσει την οικογένεια της Χριστίνας. Η ψυχή της κυρα-Ρούλας απάλυνε κάπως με την υπόσχεση που πήρε πως θα της έδινε την κόρη της να μιλήσει μαζί της τα επόμενα λεπτά. Στο σπίτι της Νώρας επικρατεί συγκίνηση και σκεπτικισμός για το ποιος είναι ο παρ’ ολίγον δολοφόνος. Αποκλείουν τον Καρίμ. Ο Στέφανος πάλι που ήταν ζηλιάρης ήδη είχε φύγει από το νησί…  Τα σενάρια αποδεικνύονται άστοχα. Η Μαρία κι ο Στέφανος επισκέπτονται τον διοικητή της Αστυνομίας, κ. Αξιώτη, ο οποίος αρχικά θεωρεί ως ύποπτο τον Καρίμ, πιστεύοντας πως είναι αδύνατο να έχει φύγει από το νησί. Επισκέπτονται κι ένα κρατούμενο, τον Στυλιανό Καπάτο, αναπληρωτή δάσκαλο, που ο αξιωματικός τον θεωρεί ύποπτο. Αυτός αρνείται τις κατηγορίες. Ο Αξιώτης αποδεικνύεται αυθαίρετος όταν τους λέει πως αδιαφορεί ποιος κακοποίησε τη φιλόλογο, αρκεί να υπάρχει κάποιος θύτης στο κελί. Ο Στέφανος επισκέπτεται τον γυμνασιάρχη. Μαθαίνει πως η Μπέτυ, μια συνάδελφος της Χριστίνας, είχε προβληματιστεί κατά πόσο η φιλόλογος ερωτοτροπούσε με έναν αλλοδαπό και μάλιστα παράνομο, που ερχόταν και την περίμενε στο σχολείο να σχολάσει, αδιαφορώντας αν την έβλεπαν τα παιδιά του σχολείου. Συμπληρωματικά του λέει πως ο Σύριος δούλευε στο φαρμακείο κάποιου Βενιζέλου, χωρίς άδεια εργασίας και ασφάλιση. Ο Στέφανος επισκέπτεται ξανά τον Αξιώτη και, πηγαίνοντας στο κρατητήριο, ρωτά τον κρατούμενο δάσκαλο Στέλιο για το φαρμακείο όπου εργαζόταν ο Σύριος. Ο φυλακισμένος δάσκαλος παραδέχτηκε πως είχε τσακωθεί με την Χριστίνα το βράδυ πριν συμβεί το κακό, αλλά είχε τσαντιστεί επειδή την είχε δει με Σύριο και πως τη νύχτα εκείνη της κακοποίησης  ήταν στο ξενοδοχείο του, πράγμα που έλεγξε ο Στέφανος ως αληθινό από τις κάμερες του ξενοδοχείου. Η Νώρα θεωρεί παράλογο να τον κρατάνε σε κελί ως ύποπτο ενώ είναι αθώος. Σε τηλεφώνημα που κάνει στον θείο της τον Μανόλη, μαθαίνει πως ο Βενιζέλος είναι γιος βουλευτή της Κω και ο πατέρας του στηρίζει τη μουσουλμανική μειονότητα του νησιού για εκλογική άγρα. Ανήμερα Χριστούγεννα, το κλίμα του κειμένου εμποτίζεται με εορταστικές σκηνές στο φυλάκιο, ενώ ο καιρός είναι και πάλι βροχερός. Ο αξιωματικός Γιώργος κερνάει γλυκό τον σκοπό φαντάρο. Κάποια στιγμή, βλέπουν κάποιον να κινείται ύποπτα στην περίμετρο του φυλάκιου. Μετά από καταδίωξη ο υπολοχαγός και ήδη χτυπημένος από τον άγνωστο, τον συλλαμβάνει ύστερα από πάλη, έστω και ένοπλο. Είναι ο Καρίμ! Η πάλη του Γιώργου με τον Σύριο συνεχίζεται μέχρι που οι πυροβολισμοί που ακούγονται, κινητοποιούν προς τα εκεί τους στρατιώτες. Ο συλληφθείς Καρίμ, χτυπημένος στο πόδι από σφαίρα, ανακρίνεται και, στις ερωτήσεις του αξιωματικού του λέει πως ήθελε να κάνει κακό και σ’ αυτόν αλλά και στην Χριστίνα. Έπειτα οδηγείται στο κρατητήριο με το τζιπ της Αστυνομίας. Στο νοσοκομείο, η Χριστίνα ετοιμάζεται να πάρει εξιτήριο. Έχει επισκέπτες τη Νώρα, τον Στέφανο και τη Μαρία. Σκοπεύουν το βράδυ να βγουν και να το γιορτάσουν. Η Χριστίνα όμως δεν θυμάται τη σκηνή της κακοποίησης. Μαθαίνει για τον Στέλιο, τον αναπληρωτή συνάδελφό της, που είχε συλληφθεί ως ύποπτος και που όταν αποδείχθηκε αθώος, έφυγε με πλοίο από το νησί. Η φιλόλογος αναζητεί όμως τον Καρίμ και αναρωτιέται γιατί δεν την έχει επισκεφτεί. Η τελική σκηνή του βιβλίου εξελίσσεται στην ταβέρνα. Παρόντες: Χριστίνα, Στέφανος, Νώρα και ο Γιώργος. Η Χριστίνα μαθαίνει πως ο Καρίμ την κακοποίησε. Ο αξιωματικός αναφέρει τη βραδιά που γνώρισε τον Σύριο. Ο υπολοχαγός τους μιλάει πώς ένας αλλόθρησκος μπορεί να βλέπει τους Έλληνες και όλους τους Ευρωπαίους, διχαστικά: ΜουσουλμάνοιΧριστιανοί. «Όχι σαν έθνη, αλλά σαν πιστεύω». Η ζήλια του Καρίμ δεν ήταν σε προσωπικό επίπεδο, αλλά εναντίον του χριστιανικού κόσμου, όλων των λαών της Δύσης, που είδε στο πρόσωπο μιας γυναίκας, που υποτίθεται πως την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Ωστόσο, ο Καρίμ, ως παράνομος, επρόκειτο ν’ απελαθεί εντός μιας εβδομάδας. Η τελική φράση του βιβλίου: «Στην υγειά του!» αποτελεί και συγχώρεση της πράξης του από την ηρωίδα Χριστίνα. Η μεγαλοψυχία θριαμβεύει.  

 

Δημήτρης Κουτσουπιάς

Δημήτρης Κουτσουπιάς

 

ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ : Συνήθως, όταν ένας νέος εκδίδει ένα βιβλίο, σπεύδουμε να το χαρακτηρίσουμε ως πρωτόλειο. Το βιβλίο του Δημήτρη Κουτσουπιά, παρ’ όλες τις ελάχιστες αδυναμίες του, μόνο πρωτόλειο δεν είναι. Έχει κατακτημένη γλώσσα και η δομή κειμένου θυμίζει κινηματογραφική γραφή. Αν κάτι εντυπωσιάζει είναι το στρατιωτικό κλίμα, του οποίου σκηνές καταγράφονται με ενάργεια και ακρίβεια. Ο υπολοχαγός Γιώργος είναι θαυμάσιος χαρακτήρας, ως άνθρωπος του καθήκοντος απέναντι στην υπηρεσία-πατρίδα, στους απλούς φαντάρους, που τους θεωρεί ίσους, αλλά και στους πρόσφυγες. Είναι πέρα για πέρα υπεύθυνος, ταπεινός και ευθύς. Ο συγγραφέας του αφιερώνει τις καλύτερες σελίδες του. Ο κλασσικός αναγνώστης ίσως να περίμενε στη Ζήλια τη σκαιά κι απάνθρωπη αντίδραση του ελληνικού στρατού στο θέμα των προσφύγων στα ακριτικά αυτά νησιά, αλλά ο συγγραφέας μας το αντιμετωπίζει με σύνεση για τον άνθρωπο εν υπηρεσία, που βιώνει από διαφορετική σκοπιά το θέμα, επειδή το ζει καθημερινά. Η ζήλια, ως συναίσθημα στο βιβλίο, διαφοροποιείται ως ΕΡΩΤΙΚΗ : Του Στέλιου, ο οποίος κάνει επίσκεψη-έκπληξη στη Χριστίνα και του δεύτερου Στέλιου,[1] του αναπληρωτή δασκάλου, και ως ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ;… αλλά στην ουσία τόσο αντιφατική κι επιθετική που κατακλύζει ως μίσος τον πρόσφυγα, λόγω των συνθηκών πολέμου, θρησκεύματος, έθνους και νοοτροπίας του κόσμου της Ανατολής, που αντιπροσωπεύει ο Καρίμ. Σε όλο το βιβλίο ξεδιπλώνεται όλος ο μικροαστικός κόσμος, με κάποιους λαϊκισμούς στη γλώσσα και θυμοσοφίες που δικαιολογούνται για βιβλίο ενός νέου ανθρώπου. Όταν όμως μεταφέρεται κάποια συζήτηση αυτούσια σε βιβλίο, πρέπει ο συγγραφέας να τη συντομεύει όσο μπορεί, και να μη μεταφέρει αυτολεξί τα λόγια των προσώπων με τη δικαιολογία πως έτσι μιλάνε, αλλά οφείλει να δίνει την ικανότητα στον αναγνώστη να συμπληρώνει τις σιωπές των προσώπων, για να μπορεί να αναπλάθει την όλη ιστορία στο μυαλό του.

 

zilia_3

 

Υποθέτουμε επίσης πως το βιβλίο, αν ήταν πιο μικρό σε έκταση, ίσως να χάριζε στον αναγνώστη αμεσότητα, ίσαμε την κάθαρση του τέλους, όπου εκφράζεται η μεγαλοψυχία της Χριστίνας, ως κάτι το απροσδόκητο. Πάντως, οι πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες στο κείμενο είναι η Νώρα, ο Στέφανος και ο Γιώργος, ο αξιωματικός. Ο τελευταίος είναι η έκπληξη του βιβλίου με τη στάση του απέναντι στο θέμα των προσφύγων και στην αιτιολογία της κακοποίησης της Χριστίνας, και τα λόγια του είναι σπάνια και μοναδικά. Η Ζήλια του νεαρού Δημήτρη Κουτσουπιά είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί για τη διαφορετικότητά του, επειδή καταργεί την κοινή αντίληψη στο τόσο λεπτό θέμα της προσφυγιάς, του οποίου η λύση δεν προέρχεται από κυβερνήσεις, αλλά από αφανείς ευσυνείδητους αγωνιστές, αξιωματικούς και μη. Ο πρόσφυγας ως Άνθρωπος, ακόμα και με την εγκληματική του συμπεριφορά, το να αντιμετωπίζεται από ένα συγγραφέα με αυτό τον τρόπο, για μας είναι σφραγίδα σεβασμού, ανιδιοτέλειας κι αναγνώρισης του Άλλου, ακόμα κι αν ανήκει στον ωμό κόσμο του Ισλάμ, που διαπράττει τόσο εύκολα κι αυθαίρετα, μέχρι και σήμερα, το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος»[2] ειδικά σε περιπτώσεις που το θύμα έτυχε να έχει γεννηθεί σε χώρα με άλλο θρήσκευμα και άλλη νοοτροπία, και το κυριότερο: να έχει δεχτεί, περιθάλψει κι αγαπήσει μάλιστα τον παράνομο θύτη.   

 

______________________________________

[1] Ίσως εδώ χρειαζόταν να μπει ένα άλλο όνομα, για να μη δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στον Στέλιο, που ζηλεύει την Χριστίνα και δεν μπορεί να μείνει λεπτό μακριά της γι’ αυτό και κάνει ταξίδι 20 ωρών μέχρι την Κω να την συναντήσει, και σ’ αυτόν που εμφανίζεται ξαφνικά στο βιβλίο ως κρατούμενος δάσκαλος.

[2] Η φράση αυτή αναφέρεται και στην Παλαιά Διαθήκη (Έξοδ. 21.24): Στην πραγματικότητα λέει ότι πρέπει να είναι όλοι ίσοι απέναντι του νόμου και ο δικαστής οφείλει να μην προσωποληπτεί, αλλά να αποδίδει το ίσο. Είναι ο περίφημος Νόμος της ανταποδόσεως, που δεν εφαρμόζεται από τον ίδιο τον παθόντα, αλλά από τον δικαστή, ο οποίος έχει μπροστά του τον άνθρωπο που έκανε κάτι κι εκείνον o οποίος έπαθε κάτι. Και πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη και στον ένα και στον άλλο. Το Ισλάμ παρερμηνεύει το χωρίο, υποστηρίζοντας πως στην τιμωρία απαντάς με τιμωρία.  Στην Καινή Διαθήκη (Κατά Ματθαίον Ε΄, 38-39) αναφέρεται το εξής χωρίο: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη,“ Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος”. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ’ ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα [σου], στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην». Εδώ ο Ιησούς συμπληρώνει τον Μωσαϊκό Νόμο προτείνοντας ευεργεσία και προσευχή γι’ αυτόν που σε αδίκησε, ώστε να επανέλθει στον δρόμο της σωτηρίας, απαγορεύοντας ρητά την ανταπόδοση της τιμωρίας.

 

zilia_4

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top