Fractal

Διήγημα: “Ζιγκολό της συμφοράς”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

 

 

Ήταν η εποχή που η μούχλα και o αρνητισμός τυραννούσαν και αρρώσταιναν βαριά τους ανθρώπους γύρω μου. Ήταν η εποχή που ο κάθε νέος ήταν τρομερά προβληματισμένος και αγανακτισμένος με τις καταστάσεις που βίωνε. Έτσι λοιπόν, σαν νέος κι εγώ, βρισκόμουν εδώ και καιρό βυθισμένος σ’ ένα δικό μου προβληματισμό. Βέβαια, ο δικός μου προβληματισμός διέφερε τρομερά από εκείνους των άλλων. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε καμία σχέση με την καθημερινότητά μας. Ούτε καν με τον κόσμο μας. Ίσως θα με χαρακτήριζαν αμαρτωλό. Μπορεί και φαντασιόπληκτο. Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ένα ον ρομαντικό. Ω, και για να είμαι ειλικρινής, ο προβληματισμός μου είχε να κάνει με το αν ήμουν εγώ στη θέση του Αδάμ και τι στάση που θα κρατούσα απέναντι στην Εύα. Και όσες φορές τον σκεφτόμουν, άλλες τόσες είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως θ’ αδιαφορούσα παντελώς για το μήλο του δέντρου και θα χάριζα σ’ εκείνη όλα τα άνθη του παραδείσου. Και τότε αισθανόμουν χαρούμενος και ηρεμούσα. Έπειτα, αντιμετώπιζα τη μούχλα με κωμικό τρόπο. Παρότι στη ζωή χαρακτηριζόμουν ως ένας τεμπέλης, φτωχός και αποτυχημένος συγγραφέας που καθημερινά οι δικοί του ήταν έξαλλοι μαζί του, εγώ είχα βρει τον τρόπο να μην τους παίρνω ποτέ στα σοβαρά. Αν βέβαια κάτι με προβλημάτιζε πέρα από την στάση του Αδάμ, τότε αυτό ήταν και η ανάγκη να έβρισκα ένα τρόπο να συντηρούσα τον εαυτό μου. Ω, και όσες φορές σκεφτόμουν αν μπορούσα ν’ ανταπεξέλθω πραγματικά στη ζωή, συνήθως απελπιζόμουν. Από καιρό είχα αρχίσει να πιστεύω πως ήμουν κι εγώ ένα λάθος της φύσης. Άραγε τι ρόλο είχε ένας ευαίσθητος και ρομαντικός στις μέρες μας, που ερωτεύεται καθημερινά την Εύα του παραδείσου και περιμένει να της δωρίσει άνθη; Και η απάντηση ήταν καμία. Λύσεις και απαντήσεις δεν μπορούσα να βρω. Παρηγοριά για αρκετές βραδιές ήταν το αλκοόλ και ένα συγκεκριμένο μπαρ. Εκεί, το τελευταίο διάστημα είχα εντυπωσιαστεί και από μια επίγεια παρουσία. Τη χάζευα από μακριά να κάθεται με την παρέα της και ήθελα από καιρό να την κατακτήσω. Αλλά λίγο η ντροπή, λίγο η ανασφάλεια, με άφηναν μονάχα θεατή απέναντί της. Τότε, εκνευρισμένος με τον εαυτό μου, ξεκινούσα να πίνω και να σκέφτομαι μονάχα την Εύα του παραδείσου. Εκείνο το βράδυ όμως η τύχη φάνηκε να μου χαμογελά. Μια μελαχρινή και ώριμη γυναίκα, έκανε αισθητή την παρουσία της και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Στην αρχή, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Ήμουν μονίμως βυθισμένος στους συλλογισμούς μου και εκνευρισμένος με τον εαυτό μου. Αργότερα όμως, όταν και προσπάθησε να μου πιάσει τη συζήτηση, παραξενεύτηκα. Μάλιστα, μου έδινε την εντύπωση να καταλάβω πως ό,τι της έλεγα της φαίνονταν και τρομερά ενδιαφέρον και θαυμαστό. Η συζήτησή μας όμως δεν κράτησε αρκετά. Λίγο αργότερα, μου πρότεινε να πάω να καθίσω σ’ ένα τραπέζι μαζί με κάτι άλλες φίλες της. Μόλις το βλέμμα μου αντίκρισε και άλλες δυο γυναίκες να κάθονται και να περιμένουν, σάστισα. Ξαφνικά, από εκεί που ήμουν μόνος και εκνευρισμένος, τώρα θα μπορούσα να είχα για παρέα τρεις ώριμες γυναίκες και μια διάθεση στα ύψη. Aμέσως, σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το μέρος τους. Η καθεμιά τους είχε από διαφορετικό χαρακτήρα, μα και οι τρεις μαζί ένα σκοπό. Αυτό συνειδητοποίησα κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας. Στην αρχή, με ρώτησαν με τι ασχολούμαι. Τότε, τους είπα πως ουσιαστικά χαρακτηρίζω τον εαυτό μου συγγραφέα, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ένας άνεργος και αποτυχημένος. Εκείνες φάνηκαν να το διασκεδάζουν με τον αδιάφορο και αυτοσαρκαστικό τρόπο, με τον οποίο περιέγραφα την πραγματικότητα για τη ζωή μου και συνέχισαν να με ρωτάνε και άλλα πράγματα σχετικά με μένα. Κι όσο με ρωτούσαν, άλλο τόσο αδιάφορα τους απαντούσα. Από την φτώχεια μου και τις απορρίψεις που είχα γευτεί, μέχρι και την αγάπη μου για τη λογοτεχνία και την ποίηση. Αισθανόμουν άλλωστε, πως σε λίγο θα με βαριόντουσαν και θα μ’ έδιωχναν κι εγώ θα πήγαινα πάλι να καθίσω μόνος μου, συντροφιά με το αλκοόλ, τον αιώνιο προβληματισμό μου και τις κλεφτές ματιές στην επίγεια παρουσία. Όμως κάτι τέτοιο τελικά δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα, κάθισα αρκετή ώρα μαζί τους και στο τέλος πριν μ’ αποχαιρετήσουν μ’ επιβεβαίωσαν πως θα μπορούσαν να μου βρουν και λύση στα προβλήματά μου, όσον αφορά το οικονομικό, αρκεί να ήμουν πρόθυμος να ικανοποιήσω τις επιθυμίες της καθεμιάς ξεχωριστά. Τότε, ήταν και η στιγμή που επιβεβαιώθηκε η υποψία μου πως με προόριζαν για ζιγκολό. Μια νέα ευκαιρία μου παρουσιαζόταν στις δύσκολες εποχές που βιώναμε. Σε μέρες που άνθρωποι σαν και μένα ήταν άνεργοι και κανείς σχεδόν δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει τα όνειρά του. Όμως, τώρα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένος. Θα έκανα μια νέα αρχή, θα είχα τα δικά μου λεφτά και σίγουρα θα ήμουν ανεξάρτητος. Έτσι και έγινε λοιπόν. Ήδη από το ίδιο βράδυ, άρχισα ν’ αδιαφορώ ακόμα περισσότερο για τη μούχλα γύρω μου και να δίνω ελπίδα στα όνειρά μου. Όλα φάνταζαν ιδανικά, ώσπου έφτασε η στιγμή που βρέθηκα στο σπίτι της πρώτης γυναίκας. Εκεί, αρχικά αγχωμένος και μπερδεμένος, άρχισα να αισθάνομαι διστακτικός. Η αδιαφορία που με συντρόφευε στη ζωή σαν να είχε χαθεί και η ευθυμία μου και το χιούμορ δεν υπήρχαν. Μονάχα, νεύρα και πολλές σκέψεις. Είχα ξεχάσει κάτι σημαντικό, το οποίο συνάντησα εκεί μαζί της. Ήταν η κατάρα του ρομαντισμού και η αδυναμία μου στο να εκμεταλλεύομαι τους ανθρώπους και να συναναστρέφομαι μαζί τους μονάχα για τα χρήματα. «Ωχ, Θεέ μου, τι αποτυχημένος που ήμουν γι’ ακόμα μια φορά;» έλεγα από μέσα μου και κοιτούσα και τη μελαχρινή γυναίκα να με κοιτάει έξαλλη και να με χαρακτηρίζει παρθένο. Όμως, τη στιγμή που με είπε παρθένο, σαν ν’ αφυπνίστηκα λιγάκι και ενώ θα έπρεπε να ενδώσω, τότε επιτέλους το χιούμορ εμφανίστηκε και πάλι. «Ποτέ δεν είχα θέμα για το ζώδιό μου» της αποκρίθηκα και ύστερα χαμογελαστός, σηκώθηκα και την αποχαιρέτησα. Την επόμενη μέρα θα συναντούσα τη δεύτερη γυναίκα. Εκείνη, ήταν ξανθιά και θύμιζε πολύ στα χαρακτηριστικά τη μητέρα. Ούτε εκεί όμως κατάφερα να φανώ αντάξιος των προσδοκιών τους. Αντίθετα, αισθάνθηκα μια βαριεστημάρα και ένα πονοκέφαλο, σε σημείο, που κάθισα στη γωνιά του κρεβατιού, με τα χέρια μονίμως στο κεφάλι και αγανακτούσα. Η ξανθιά γυναίκα, είχε πιο ήπιο τόνο και φαινόταν τρομερά φιλική σε σχέση με την προηγούμενη. Όμως, και πάλι, στο τέλος μ’ ένα τρόπο μαγικό, ήμουν σίγουρος πως θα την έκανα έξαλλη. Της ζήτησα να με πάρει αγκαλιά και της είπα πως την είχα τρομερά ανάγκη. Δεν μου χάλασε χατίρι. Σκέφτηκε πως με αυτό τον τρόπο θα ηρεμούσα και θα μπορούσα να την ικανοποιήσω. Ήταν υπομονετική. Αλλά, λίγο αργότερα της ανακοίνωσα πως θα έβγαινα έξω να πάρω λίγο αέρα, γιατί κουβαλούσα μέσα μου ένα τρομερά βαρύ προβληματισμό και λύση ακόμα δεν μπορούσα να βρω. Και χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξα την πόρτα και έφυγα, ακούγοντας την από μέσα να με διαολοστέλνει. Στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, η σκέψη μου ταξίδευε και πάλι στον παράδεισο και πιο συγκεκριμένα στο μήλο που ο Αδάμ είχε γευτεί. Από καιρό, είχα μάλιστα αρχίσει να πιστεύω, βλέποντας καθημερινά τους ανθρώπους γύρω μου, πως η πραγματική ιδιότητα αυτού του μήλου, ήταν τελικά ο συμβιβασμός και η κόλαση του καθενός μας η μούχλα και ο αρνητισμός. Ω, και ύστερα επιβεβαιωνόμουν από την απελπισία στα πρόσωπά τους. Όλα μαύρα και άραχλα. Όλοι νευρικοί και μονίμως αγανακτισμένοι. Κανένας τους δεν γελούσε και δεν αναζητούσε έστω και λίγο το χιούμορ. Αχ, και αν για εκείνους άλλη μια μέρα ίδια, ανούσια και βαρετή ξεκινούσε, για μένα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Εκείνοι, με τη μούχλα τους, αισθανόμουν πως είχαν από καιρό φάει το μήλο του συμβιβασμού και δεν περίμεναν τίποτ’ άλλο, παρά μονάχα τη στιγμή της εξιλέωσης. Εγώ όμως, με το γέλιο μου, αισθανόμουν πως είχα φυλάξει βαθιά μέσα μου όλα τ’ άνθη του παραδείσου και ανυπομονούσα για τη στιγμή που θα τα χάριζα στην Εύα και θα αντίκριζα επιτέλους από κοντά το πανέμορφο και λαμπερό χαμόγελό της. Στην τελευταία μου επίσκεψη που θα πήγαινα στην τρίτη γυναίκα, είχα ήδη πάρει απόφαση πως δεν θα μπορούσα ούτε εκείνη να ικανοποιήσω. Μάλιστα, αδιαφορούσα παντελώς για τα λεφτά και το μόνο που θα με χαροποιούσε, θα ήταν, αν τις καλούσα και τις τρεις μαζί κάπου και τους αποκάλυπτα τον προβληματισμό μου. Μπορεί, να μην τις ενδιέφερε. Μπορεί να μην το αποδέχονταν. Αλλά, εγώ αυτό αισθανόμουν και αυτό τους πρότεινα. Ο λόγος μάλιστα που τελικά τ’ αποδέχτηκαν, ήταν πως η καθεμιά τους, είχε την υπόνοια πως είχα ικανοποιήσει τις άλλες και όχι την ίδια και γεμάτες απορία ήθελαν να μάθουν το γιατί. Και επειδή ακριβώς δεν είχα τίποτα απ’ αυτά που τους ενδιέφεραν να τους πω και ούτε κανένα λόγο να δικαιολογηθώ, ξεκίνησα χαμογελαστός να τους ανακοινώνω πως εδώ και καιρό κουβαλούσα έναν προβληματισμό που είχε να κάνει με την Εύα και τον παράδεισο. Φάνηκαν όμως βαριεστημένες και τρομερά ακατάδεκτες. Άλλωστε, ήταν κάτι αδιάφορο γι’ αυτές, όπως αδιάφορο για μένα ήταν το να κάνω κάτι που δεν θέλω αναγκαστικά. «Άρα δηλαδή είσαι ερωτευμένος με μια Εύα;», μου είπε η ξανθιά που έμοιαζε στη μητέρα και συνέχισαν και οι άλλες να δείχνουν πως έτσι κατάλαβαν και να εκδηλώνουν μια απάθεια. «Α, ώστε γι’ αυτό δεν με ικανοποίησες!» πετάχτηκε η άλλη. Και ύστερα συνέχισε και η τρίτη εκνευρισμένη «Ούτε εμένα!». Και με παρατηρούσαν με πρόσωπα σκυθρωπά, χωρίς όμως εγώ να χάνω στιγμή το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου. «Σας εξήγησα πως ο προβληματισμός μου είναι υποθετικός και έχει να κάνει με το αν ήμουν εγώ ο Αδάμ και είχα την Εύα. Άρα, στην πραγματικότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο». Αλλά αυτές το βρήκαν ως δικαιολογία και συνέχισαν να μου κάνουν επίθεση, λέγοντάς μου μάλιστα, πως μ’ είχαν δει τις προάλλες στο μπαρ που χάζευα από μακριά την επίγεια παρουσία. Ω, και στο τέλος έγινε μπέρδεμα και με διαολόστειλαν και οι τρεις με αποτέλεσμα να πάω στο μπαρ μοναχός για να πιω και να ελπίζω βαθιά μέσα μου, πως θα τη συναντούσα και απόψε.

Εδώ και καιρό είχα αντιληφθεί πως μονάχα αυτός που χαμογελά, εξαγνίζει και αποδιώχνει οριστικά το διάβολο-κριτή από μέσα του. Και η αλήθεια είναι πως στη ζωή μας δυστυχώς, υπάρχουν πάντα πολλοί παρηγορητές της θλίψης, μα, ποτέ σχεδόν κανείς απ’ αυτούς δεν γίνεται σύμμαχος του γέλιου και της ευφορίας! Γι’ ακόμα μια φορά είχα αποτύχει παντελώς. Έπρεπε μάλιστα να λυπάμαι και για όλα όσα είχαν συμβεί. Ίσως, καλό θα ήταν να έσκυβα και το κεφάλι κάτω και να μελαγχολούσα. Αλλά, τελικά στο μπαρ ήταν και η παρουσία. Αμέσως, σκέφτηκα να κάνω την πρώτη κίνηση και να πάω να της μιλήσω. Έπειτα παρήγγειλα το πρώτο ποτό και άρχισα να πίνω. Δεν είχα καμιά ελπίδα. Στη διαδρομή όμως, οι ώριμες κυρίες μ’ είχαν πάρει από πίσω. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα αντιληφθεί τίποτα. Το χειρότερο απ’ όλα, ήταν πως το συνειδητοποίησα, όταν πήγα προς την τουαλέτα και απότομα σταμάτησα για να τη χαζέψω από λίγο πιο κοντινή απόσταση. Ω, και τότε έγινε ο κακός χαμός. Από τη μία, η παρέα της με κοιτούσε περίεργα και με ειρωνευόταν και από την άλλη οι ώριμες κυρίες ήρθαν για να μου κάνουν την οριστική χαλάστρα. «Α, μάλιστα, ώστε αυτή είναι η Εύα ε;» μου φώναξαν με μια φωνή όλες μαζί και κατευθύνονταν προς το σημείο που καθόταν. «Ωχ, Θεέ μου, τι αμαρτίες πληρώνω και πως θα ξεφύγω απ’ αυτό το μπέρδεμα τώρα;» αναρωτιόμουν και προσπαθούσα να βρω μια λύση. Τελικά, όλοι μαζί βρέθηκαν στο τραπέζι και μιλούσαν. Μάλιστα, λίγο μετά, ξεκίνησαν να δείχνουν και προς το μέρος μου. Επέστρεψα πίσω στη θέση μου, για να πιω μια γουλιά και να ηρεμήσω. Ύστερα, άρχισα ν’ αναπολώ την Εύα και τ’ άνθη. Μπορεί στη γη να ήμουν ένας αποτυχημένος και δυστυχής, όμως κάτι μέσα μου μού έλεγε πως στον παράδεισο θα ήμουν επιτυχημένος και ευτυχής. Έπειτα, με κλεφτές ματιές γυρνούσα προς την επίγεια παρουσία, που τώρα ήταν περικυκλωμένη από ένα τσούρμο ανθρώπους. Κι όσες φορές γυρνούσα διστακτικά, άλλες τόσες λάμβανα μια έχθρα από τη μεριά τους.

Ξαφνικά, μου ήρθε μια αναλαμπή. Λίγο το ποτό, λίγο η αδιαφορία μου, λίγο το ότι δεν παίρνω τίποτα στα σοβαρά, μου γέννησαν μια τρομερή ιδέα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου μάλιστα πως θα την έκανα και πράξη. Ίσως, να ήταν εξωφρενικό και παράλογο και η οριστική κατάληξη να με γέμιζε σημάδια και μελανιές, αλλά δεν πτοήθηκα. Αντιθέτως, σηκώθηκα και πήγα προς τη μεριά τους. Και τώρα ήμουν δίπλα στην επίγεια Εύα με την οποία ήμουν ερωτευμένος και σίγουρος πως θα της έλεγαν ένα κάρο ιστορίες για τ’ αποτυχημένα κατορθώματά μου. Άνθη δεν κουβαλούσα μαζί μου. Είχα όμως πολλά κρυμμένα μέσα μου που ήθελα ν’ απελευθερώσω. Την παρατηρούσα μαγεμένος από την ομορφιά της και κάθε άλλη αρνητική και μουχλιασμένη εικόνα, χάνονταν από μπροστά μου. Είχα μαγευτεί τόσο πολύ από τα κόκκινα και κομψά της χείλη, που ήξερα πως ο μόνος τρόπος για να της χαρίσω ένα άνθος, ήταν να τη φιλήσω. Ω, και το έκανα μπροστά σε όλους, όταν βρήκα την κατάλληλη στιγμή. Και μόλις είδαν αυτή την κίνησή μου, όλοι τους μαζί φωνάξανε με μια φωνή «Πιάστε τον για να μη μας ξεφύγει!». Και τότε αισθάνθηκα τόσο αμαρτωλός από τη μία, μα, και τόσο χαρούμενος από την άλλη, που έτρεχα ανέμελος και με τη μέθη συντροφιά, χαζεύοντας ψηλά τον ουρανό με τ’ άστρα και προσπαθώντας να τους ξεφύγω. Όλα ήταν ένα παιχνίδι. Λίγο μετά βέβαια μ’ έπιασαν και μ’ έβαλαν στη μέση, ζητώντας το λόγο που έκανα κάτι τόσο παράλογο. Δεν είχα κάτι να τους πω όμως. Και στην πραγματικότητα, όσο παράλογο και αν ακουγόταν, εμένα μου απάλυνε την ψυχή και με χαροποίησε. Τότε, χαριστικά μου ζήτησαν να της ζητήσω συγνώμη και να εξαφανιστώ. Μα, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ στην παραδεισένια ομορφιά της και αντί για συγνώμη, τη φίλησα και πάλι. Το βράδυ, επέστρεψα σπίτι μ’ ένα πρόσωπο γεμάτο μελανιές. Μόλις με είδαν όλοι ταράχτηκαν. Εγώ πάλι, αισθανόμουν καλύτερα από ποτέ. Τους καληνύχτισα και πήγα να ξαπλώσω μ’ ένα χαμόγελο ανεξίτηλο στο πρόσωπό μου. Ήξερα εξ’ αρχής πως θα έκανα κάτι ακραίο και όλα αυτά για χάρη της ρομαντικής φωνής που κατοικεί μέσα μου. Από την επόμενη κιόλας μέρα όλα στη ζωή μου είχαν αλλάξει. Δεν άργησε η στιγμή που το τηλέφωνο χτύπησε και ένας εκδοτικός ανακοίνωσε στη μητέρα, πως τα γραπτά του γιου της σε λίγο καιρό θα εκδίδονταν. Ω, και από εκείνη τη στιγμή και έπειτα δεν ήμουν πλέον αποτυχημένος. Ούτε παράλογος. Αντίθετα, με θεωρούσαν πλέον τρομερά ώριμο και ευφυή και με επιβράβευαν που κατάφερα να κάνω τ’ όνειρό μου πραγματικότητα. Μα, για να είμαι ειλικρινής, το βράδυ εκείνο που γεύτηκα τα δυο της χείλη, ήταν η πιο σημαντική και συγκινητική στιγμή για μένα, διότι επιτέλους έδωσα πνοή στα συναισθήματά μου. Σε αυτό ακριβώς αναφέρθηκα και τη μέρα της παρουσίασης του βιβλίου, όταν κόσμος γνώριμος και άγνωστος είχε μαζευτεί για να μ’ ακούσει και να με μάθει καλύτερα. Κι όσο κι αν αισθανόμουν πως κουβαλούσα εσωτερικά την ωριμότητα ενός γέρου σοφού με γενειάδα, εξωτερικά ήμουν ακόμα πολύ νέος και τρομερά ευγνώμων απέναντι στη φύση και τη ζωή. Και αυτή τη στιγμή ήθελα να τη μοιραστώ μαζί με τους ανθρώπους. Γι’ ακόμα μια φορά λοιπόν, αδιαφόρησα παντελώς για το αν θα ήμουν υποχρεωμένος να βάλω ένα πρέπει για να τους ενθουσιάσω με το λόγο μου και ξεκίνησα να τους μιλώ για τον αιώνιο προβληματισμό μου, που δεν ήταν άλλος από το τι στάση που θα κρατούσα εγώ, αν ήμουν ο Αδάμ και είχα απέναντί μου την Εύα και ένα μήλο. Έτσι ξεκίνησα να τους εξηγώ, πως αν είχα καταφέρει στη ζωή μου να μάθω να εκφράζομαι σε ένα χαρτί, τότε αυτό το όφειλα σ’ αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό που κουβαλούσα από παιδί. Μάλιστα, τους είπα πως η ίδια η ρομαντική φωνή που κουβαλάω μέσα μου και με ωθεί να γράφω και στον παράδεισο ακόμα θα με παρότρυνε με σιγουριά ν’ αδιαφορούσα παντελώς για το μήλο του συμβιβασμού και να μοίραζα όλα τ’ άνθη του παραδείσου στην Εύα. Από την άλλη όμως, τους έδωσα να καταλάβουν πως όλα αυτά θα ήταν ιδανικά μονάχα μέσα από τη φαντασία μου. Με τον τρόπο που εγώ σαν δημιουργός είχα πλάσει τον παράδεισο, είχα αδιαφορήσει για το μήλο και είχα δώσει ελπίδα στα συναισθήματά μου. Στην πραγματικότητα δυστυχώς, απ’ ότι φαίνονταν, ούτε Εύα υπήρχε, ούτε παράδεισος, ούτε μήλο του συμβιβασμού. Κι όσες φορές πήγαινα να τα παρατήσω και αισθανόμουν παράλογος, άλλες τόσες αυτή η ρομαντική φωνή γυρνούσε πιο δυνατή και πιο παθιασμένη και με καθησύχαζε, λέγοντάς μου πως ένα συναίσθημα από τούτο εδώ τον κόσμο, δίνει πνοή στη φαντασία και πραγματοποιεί τα πιο άπιαστα όνειρα στη ζωή. Και σιγά-σιγά άρχισα ν’ αναρωτιέμαι μήπως τελικά ο παράδεισος βρίσκεται στη γη και ο ίδιος ο άνθρωπος ακόμα δεν το είχε αντιληφθεί. Ω, και όταν παρατήρησα τη φύση γύρω μου καλύτερα κι άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο ν’ αναπνεύσει, τότε ήταν και η πρώτη φορά που αισθάνθηκα βέβαιος πως τελικά ήταν πάντοτε εδώ μαζί μας. Κι αφού εδώ είναι ο παράδεισος, κάπου εδώ θα είναι και η Εύα… Ο κόσμος φάνηκε δεκτικός και έδειχναν τρομερή συμπάθεια και σεβασμό στα λόγια μου. Αισθανόμουν πως έλεγα πράγματα που άγγιζε την ψυχή τους. Ήταν αληθινά και ειλικρινή. Χωρίς καθόλου υπερβολές και φανφάρες. Στο τέλος, ένας δημοσιογράφος μάλιστα, με ρώτησε κι αν τελικά είχα καταφέρει μέχρι τώρα να τη βρω στη ζωή μου. Τότε, χαμογελαστός και σίγουρος του αποκρίθηκα: «Αν κατάφερα στη ζωή μου ν’ απαλύνω την ψυχή μου και να χαμογελάσω, τότε γι’ αυτό υπεύθυνη είναι εκείνη, που δεν άφησα ούτε μέρα να περάσει χωρίς να τη σκέφτομαι και να είμαι ερωτευμένος μαζί της. Αλλά ακόμα και αν δεν εμφανίζονταν ποτέ της τελικά, πάλι δεν θα μ’ ενοχλούσε τόσο. Εγώ, άλλωστε δεν θα το μετάνιωνα ποτέ μου. Αντιθέτως, θα αισθανόμουν δικαιωμένος και ευτυχής που πίστεψα και συνεχίζω να πιστεύω στο ανθρώπινο και λαμπερό χαμόγελό της και καθόλου δυστυχής που αδιαφόρησα και συνεχίζω ν’ αδιαφορώ για το αρνητικά φορτισμένο μήλο του συμβιβασμού».

 

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top