Fractal

Διήγημα: “Ζ Ε Ϊ Τ Ο Υ Ν Α”

Του Μανώλη Σημαντήρα // *

 

f14

 

«Πάει τη γλύτωσα και σήμερα», είπε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του, λαχανιασμένος.

Πρόλαβα να δω ένα κομμάτι ουρανού, μόνιμα μπλαβί από τα σύννεφα καπνού και σκόνης που τον κάλυπταν. Τα παράθυρα κλειστά όλο τα πρωί, άνοιγαν το βράδυ για λίγο, ν’ αεριστεί το σπίτι, να μπορέσω κι εγώ να πάω μια μικρή βόλτα στη γειτονιά, να βρώ για λίγο τoυς δικούς μου παρ’ όλο τον κίνδυνο.

Τον περίμενα να έρθει από τη δουλειά, όπως κάθε μεσημέρι, με αγωνία κοιτάζοντας την μανταλωμένη εξώπορτα, πότε θα ανοίξει, να φάμε κάτι στα γρήγορα κι ύστερα να χωθούμε μαζί, οι δυο μας, στο υπόγειο.

“Τι πρέπει να γίνει για να το πάρουμε, επιτέλους, απόφαση;“ άρχισε να μονολογεί ο Ομάρ. “Ξέρω, είναι η δουλειά μου, οι γονείς μου, τα ξέρω, όμως… δεν είναι ζωή αυτή πια… Κάθε μέρα, κάθε μέρα πρέπει να πηγαίνω από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη, να περνώ διαρκώς πάνω από σωρούς από πέτρες, τούβλα, ξύλα… όλα ερείπια… να μη ξέρω αν θα φτάσω κι αν θα γυρίσω σώος… Προχτές έσκασε μία μέσα στο σπίτι του Ιμπραήμ, δίπλα στο νοσοκομείο, ξεκληρίστηκε όλη η οικογένεια… Έπρεπε, λέει, να το περιμένουν, έχουν βάλει στόχο τα δημόσια κτίρια, μήπως και κρύβονται εκεί οι αντικαθεστωτικοί με τους άμαχους για ασπίδα».

Θυμάμαι τα λόγια του, τα χέρια του να με σφίγγουν καθώς καθόμουν στην αγκαλιά του… Πάει καιρός από τότε που με δέχτηκε σπίτι του, είμαστε αχώριστοι πια, είναι η μοναδική μου ελπίδα επιβίωσης.

Φύγαμε μαζί μια μέρα, μ’ ένα καραβάνι στο δρόμο για τη θάλασσα, διασχίζοντας την γειτονική Χώρα απ’ τη μια άκρη ως την άλλη.

Στην αρχή με τροχοφόρα μακριά από τον κεντρικό δρόμο, μετά η διαδρομή συνεχίστηκε με τα πόδια. Ήμουν σιωπηλή, ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες του, δεν διαμαρτυρόμουν παρά μόνο όταν αισθανόμουν παραμελημένη. Μέσα από τη μαντήλα ξεχώριζαν μόνο τα μάτια μου. Περνούσαν από μπροστά μου πόλεις και χωριά. Μας περιεργάζονταν βλέμματα εχθρικά. Ο Ομάρ ανησυχούσε πολύ στα οδοφράγματα, στα μπλόκα που έστηναν. Εκεί γινόταν κάποιο πάρε- δώσε, δεν καταλάβαινα, αλλά τελικά μας άφηναν να περάσουμε.

Γνωρίστηκα με τα παιδιά της οικογένειας που πορευόταν δίπλα μας, δυο κοριτσάκια, τη Ζιρχάν και τη Λεϊλά. Τα βράδια ζητούσαν απ’ τον Ομάρ να με αφήσει να καθίσω κοντά τους, να παίξουμε λίγο μαζί κι ύστερα να κοιμηθώ δίπλα τους… νομίζω πως η παρουσία μου τις ηρεμούσε.

Κάποτε φτάσαμε στον προορισμό μας, την μεγάλη παραθαλάσσια πόλη. Η θέα και μόνο της θάλασσας – που αντίκριζα για πρώτη φορά- με τρομοκρατούσε. Όσο ταξιδεύαμε ήταν καλά, τώρα που φτάσαμε δεν είχα στιγμή ησυχίας… Πηγαινοερχόμουν στο δωμάτιο, ανέβαινα και κατέβαινα από κρεβάτι σε καρέκλα και φώναζα τρελαμένη.

Εκείνος προσπαθούσε να με καλμάρει μιλώντας μου για τις καλλονές της αντίπερα όχθης. Ότι θα ησυχάσουμε, θα μας φιλοξενήσουν άνθρωποι καλοί, κι ύστερα βάζουμε πλώρη γι’ άλλες πολιτείες… – «θα πάμε στο νησί της Ελιάς…» μου ψιθύριζε στο αυτί.

Η μέρα του ταξιδιού, ένα όνειρο θαμπό, έρχεται και φεύγει σαν μια θολή ανάμνηση.

Νύσταζα πολύ, τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Μόλις ήπια το γάλα μου εκείνο το πρωί, τα μάτια μου βάρυναν. Με πήρε στην αγκαλιά του ο Ομάρ, ζαλιζόμουν κι ήθελα να τα βγάλω… Άκουγα φωνές, στην αρχή μιλούσαν κανονικά, «έχει χώρο για όλους, βολευτείτε όπως μπορείτε», μετά ούρλιαζαν «ο Θεός να μας βοηθήσει, η βάρκα βάζει νερά, βοηθήστε μας, τα παιδιά πρώτα…»

Βρέθηκα μέσα στο παγωμένο νερό, βούλιαζα, πνιγόμουν… κοιτούσα ψηλά καθώς βυθιζόμουν, η θάλασσα να ιριδίζει μέσα από τις ακτίνες του ήλιου… ομορφιά, σκέφτηκα καθώς έχανα τον κόσμο. Κι ύστερα, ένας πόνος έντονος και καθαρός αέρας… ποτέ δεν ήμουν πιο χαρούμενη που κάποιος με τραβούσε δυνατά από την ουρά.

Πάνω στο πλοίο, τυλιγμένη με κουβέρτες, στέγνωνα και τουρτούριζα. Άνθρωποι περνούσαν, με χάϊδευαν, «τα κατάφερες », έλεγαν… Παρεξηγούσαν τις παραπονιάρικες κραυγές μου, έβαζαν μπροστά μου λίγη τροφή. Μα εγώ έκλαιγα και τον καλούσα:

* Ομάρ, Ομάρ, αγάπη μου…

Ακόμα τον ψάχνω, από σκηνή σε σκηνή. Δεν έχω απελπιστεί, έχω υπομονή. Τον βλέπω στα όνειρά μου να έρχεται λαχανιασμένος και σκονισμένος, όπως κάθε μεσημέρι… « Ζεϊτούνα, κορίτσι μου, μη το κουνάς ρούπι από εδώ, να μη σε βλέπει κανείς… έχουν βγάλει φετφά, επιτρέπουν τη σφαγή όλων των κατοικίδιων για να τραφεί ο κόσμος…»

Είμαι καλά εδώ. Από τη μέρα που με βρήκαν τα κορίτσια από το καραβάνι, σκαρφαλωμένη πάνω σ’ ένα δέντρο με ασημοπράσινα φύλλα και με φώναξαν με τ’ όνομά μου, τις ακολούθησα. Με πήραν μαζί τους και είμαι ασφαλής.

 

 

Σημείωση

«Από την επικαιρότητα» (Πηγή: Διαδίκτυο)

1.Ο Χ. Μ. που μαζί με άλλους Έλληνες διασώστες εντόπισε τους πρόσφυγες μας εξήγησε ότι το όνομα της γάτας είναι Ζεϊτούνα και – όπως του εξήγησαν – στα Ελληνικά σημαίνει «ελιά».

2. Μια ανατριχιαστική είδηση κάνει τον γύρω του κόσμου και αφορά τους ανθρώπους που ζουν στη Συρία… Οι μουσουλμάνοι κληρικοί εξέδωσαν ειδικό φετφά επιτρέποντας στους πιστούς να τρώνε σκύλους, γάτες και γαϊδούρια για να επιβιώσουν!!!

 

 

* Ο  Μανώλης Σημαντήρας, είναι 57 ετών, εργάζεται στο Υπουργείο Μεταφορών. Έχει σπουδάσει νομικά. Ασχολείται με τη δημιουργική γραφή εδώ και δυο χρόνια, έχει συμμετάσχει σε δυο σχετικά σεμινάρια.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top