Fractal

“Ο Ζαχαρίας”

Γράφει ο Άγγελος Χαριάτης // *

 

fractal_Ήμουν στη γειτονιά κλοτσώντας μια ξεφούσκωτη μπάλα ποδοσφαίρου. Τότε που η γειτονιά σήμαινε να γνωρίζεις ποιος ζει που, τι κάνει και πως. Όλα και όλους, όλα τα καλά και όλα τα κακά, όλα τα όμορφα και όλα τα άσχημα. Όλο το σύνολο που οι παλιοί συνήθιζαν να το λένε «η γειτονιά».

Ήταν εκείνες οι εποχές που μόλις έσκαγαν οι πρώτες ζέστες του Απρίλη τα πεζοδρόμια, οι δρόμοι και οι πλατείες γέμιζαν με παιδιά. Αγόρια και κορίτσια έτοιμα να χαρούν την άνοιξη και το παιχνίδι. Το παιχνίδι που τελείωνε κοντά στα μέσα Οκτώβρη. Στην καλοκαιρινή σεζόν εκείνης της χρονιάς, λίγο πριν, λίγο μετά τη δεύτερη τετραετία του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, γνώρισα τον Ζαχαρία.

Ο Ζαχαρίας έμοιαζε με τηλεγραφόξυλο. Ψηλός και αδύνατος με ρουφηγμένα μάγουλα. Ο πατέρας του είχε ταβέρνα στην κάτω γειτονιά. Αν δεν υπήρχε η ταβέρνα θα ήμουν σίγουρος ότι ο Ζαχαρίας βρισκόταν στα όρια της πείνας, έτσι χλωμός κι αδύνατος που ήταν. Μόλις γνώρισα τον πατέρα του κατάλαβα ότι το σουλούπι του Ζαχαρία ήταν κάτι σαν αυτό που λέμε «κληρονομικό χάρισμα». Ίδιο σουλούπι.

Ο Ζαχαρίας δεύτερος σε μία τριάδα παιδιών, ήταν στη μέση∙ σε όλα του. Κατά καιρούς ακολουθούσε κι ένα χόμπι. Την περίοδο που ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέα η τρέλα της εποχής ήταν το καράτε. Φυσικά ο Ζαχαρίας ακολούθησε τη μόδα. Οι πρώτες μέρες της βιντεοκασέτας και των βιντεοκλάμπ είχαν παραλύσει τη χώρα και είχαν καταφέρει να κλείσουν το ενενήντα τοις εκατό των οικογενειών στα σπίτια τους, ώστε να απολαύσουν την απατηλή λάμψη του οικιακού κινηματογράφου. Ο Τσάκυ Τσαν στα νιάτα του και ο μακαρίτης ο Μπρους Λι μάθαιναν στην Ελλάδα τον τρόπο που έπρεπε να πέφτουν οι σφαλιάρες.

Ο Ζαχαρίας με μαύρη στολή καράτε, άσπρες αθλητικές κάλτσες και μαύρα καρατέκα παπούτσια είχε βαλθεί να δείρει όλον τον κόσμο. Μόνο στη φαντασία του βεβαίως. Αν ο άνεμος έπιανε τα εννέα μποφόρ το πιο πιθανό θα ήταν να τον βρουν οι δικοί του στη παραλία του Παλαιού Φαλήρου.

Ο Ζαχαρίας ήταν καμένος από χέρι μόνο που ήταν πολύ μικρός για να το καταλάβει. Νομίζω πως όταν είμαστε μικροί κανένας δεν το καταλαβαίνει. Το μέλλον του ήταν προδιαγεγραμμένο. Προοριζόταν για τον επόμενο ταβερνιάρη της κάτω γειτονιάς. Με μία μεγάλη αδελφή ήδη αρραβωνιασμένη με ένα χαραμοφάη και μία μικρή αδελφή να σκέφτεται μόνο τον μέλλοντα γαμπρό, με μία μάνα που ζούσε μόνο για το κομμωτήριο του Σαββάτου και έναν πατέρα που δούλευε το βράδυ στην ταβέρνα και το πρωί στην οικοδομή χτίζοντας το σπίτι τους. Από μόνο του το καράτε δεν του έφτανε για να ξεφύγει από όλο αυτό.

Δεν ζήτησα τη φιλία του. Εκείνος ήρθε και με βρήκε και εγώ που σπάνια έλεγα όχι δεν αρνήθηκα να γίνω φίλος του. Είχε η φιγούρα του και όλη του η στάση κάτι το τραγικό. Και αυτό ήταν που με έκανε να τον κάνω φίλο. Η αλήθεια είναι ότι όλοι μου οι φίλοι στο πέρασμα των ετών είχαν κάτι το τραγικό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Με έλκυε αυτή η τραγικότητα. Δεν είχα συνειδητοποιήσει στο παρελθόν από πού πήγαζε όλο αυτό. Το κατάλαβα αργότερα. Με έλκυε η τραγικότητά τους διότι και εγώ τραγικός ήμουν.

Άφησα ηθελημένα να με παρασύρει μέσα στα όνειρά του. Κάθε απόγευμα με στολή καράτε και οι δύο και με ασορτί παπούτσια νικούσαμε τους φανταστικούς εχθρούς. Και τα πρωινά του Σαββάτου ερχόταν σπίτι μου για να δούμε ταινίες καράτε. Στο δικό του σπίτι δεν πηγαίναμε ποτέ. Ήταν ανέφικτο να προσπαθήσουμε να δούμε ταινίες με τρία θηλυκά γύρω μας να τριγυρνάνε χωρίς λόγο και αιτία. Άσε που το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφεύγει από αυτούς τους τέσσερις τοίχους που φαίνονταν ακόμη τα τούβλα. Ο πατέρας του δεν είχε προλάβει να ξεκινήσει με τα σοβαντίσματα. Τι να πρώτο-προλάβει κι εκείνος; Τα κρασιά, τις μπριζόλες και τα τζατζίκια ή τις μπογιές και τις γυψοσανίδες;

Ένα απόγευμα στα μέσα του καλοκαιριού ήρθε και με βρήκε. Εγώ ήμουν έτοιμος. Στολή καράτε και ασορτί παπούτσια προσπαθώντας να ξεπατικώσω το χτύπημα του δράκου.

Ήρθε σοβαρός, χωρίς τη στολή του, χωρίς τα παπούτσια του. Μόνο με το κεφάλι κατεβασμένο, φορώντας μαύρο παντελόνι και άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο. «Από σήμερα θα βοηθάω τον πατέρα μου στην ταβέρνα», μου είπε και μου φάνηκε σαν να δάκρυσε. Όχι, δεν έκλαψε, είχε μεγαλώσει υπερβολικά σε μία μέρα, είχε γίνει άντρας και οι άντρες δεν έκλαιγαν. Τουλάχιστον αυτό μας μάθαιναν στις γειτονιές του Πειραιά. Την ίδια μέρα πέταξα τη στολή και τα παπούτσια. Ο Τσάκυ Τσαν μπορούσε να ζήσει και χωρίς εμένα.

 

xariatis* Ο Άγγελος Χαριάτης γεννήθηκε το 1975 στην Καλλιθέα Αττικής και μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Περιπλανήθηκε ως φοιτητής στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με απρόσμενη (για αυτόν) επιτυχία. Σπαταλά τον ελεύθερό του χρόνο παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια. Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά και ζει στα Νότια Προάστια. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Έχει γράψει τρία βιβλία: «25 Ιστορίες για ευτυχισμένους αστούς» (εκδ. Μαραθιάς), «Παράπλευρες απώλειες» (εκδ. Ιβίσκος), «Το δάχτυλο» (εκδ. Πηγή).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top