Fractal

Διήγημα Fractal: “Υποσυνείδητο σχέδιο”

Της Τζένης Μανάκη //

 

man_3

 

   Δεν το είχα ποτέ φανταστεί για τον εαυτό μου.

Πόσα δεν έχουμε καν φανταστεί κι όμως συμβαίνουν, ίσως όχι τυχαία, αλλά επειδή τα σχεδιάζουμε συχνά ακόμη και χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει.

Είναι κάποιες φευγαλέες σκέψεις  που δεν τις χαρίζεις ούτε δευτερόλεπτο και έχεις την αίσθηση ότι χάνονται μέσα στον λαβύρινθο των ασήμαντων διεργασιών του  εγκέφαλου κι όμως έρχεται μια στιγμή που η ασημαντότητά τους κάνει φτερά κι επανακάμπτουν επίμονες και αυταρχικές και σου τρώνε το μυαλό κι αισθάνεσαι αδύναμος να τις  αποδιώξεις, όσο αποκρουστικές ή αποτρόπαιες κι αν σου φάνηκαν  τότε που τις εξωπέταξες στον Καιάδα του υποσυνείδητού σου.

Τέτοια ήταν κι αυτή, κι έγινε μια εικόνα θολή που της έλειπαν πολλά pixels για να ολοκληρωθεί, με μία νεκρή γυναίκα  κι έναν ακαθόριστο σκούρο λεκέ πάνω στο στητό της στήθος. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ όταν αυτή επαναλαμβανόταν, μέχρι που το στήθος άρχισε να μου φαίνεται γνώριμο και τα χαρακτηριστικά της γυναίκας άρχιζαν να μου θυμίζουν την Νόρα.

Πρόσεξα ότι η εικόνα περνούσε από τα μάτια μου όλο και πιο συχνά σαν μετείκασμα, λες κι ήταν ένα γεγονός που είδα να συμβαίνει, η Νόρα ήταν ήδη νεκρή ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν, και το στήθος της που δεν ήταν νεκρό αλλά ολοζώντανο, ανεβοκατέβαινε αγχωμένα στην κινούμενη πλέον εικόνα, από την  σύγχυσή της για κάτι που μου καταλόγιζε σαν απαράδεκτο. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω την φαντασία από την πραγματικότητα.

 Ήταν βέβαιο ότι η Νόρα δεν μ’ αγαπούσε πια, ίσως μάλιστα με μισούσε σταθερά και όχι περιστασιακά όπως πίστευα λίγο καιρό πριν κάνουν την εμφάνισή τους αυτές οι εικόνες. Έκανα  ό,τι μπορούσα να την ευχαριστήσω αλλά πάντα έβρισκε κάτι για να με ειρωνευτεί και να ξεστομίσει κάτι προσβλητικό. Εγώ πάλι μόλις περνούσε η καταιγίδα εξακολουθούσα να την ποθώ όπως τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας, ίσως και να την αγαπώ ακόμη, σε κατιούσα όμως κλίμακα.

 «Περίμενα κάτι εξωτικό και όχι πάλι Ελλάδα», μου είπε όταν της ανακοίνωσα ότι έκλεισα μία εβδομάδα διακοπών στο ”Κόστα Ναυαρίνο”.

Πήρε πολύ ανάποδα την συνεχώς μειούμενη οικονομική μου δυνατότητα μετά τόσα χρόνια κρίσης. Την είχα συνηθίσει σε μια πολυτελή ζωή, στην οποία αδυνατούσα πλέον ν’ ανταποκριθώ. Κάποιες φορές μου περνούσε η ιδέα ότι ακριβώς γι αυτή την ζωή που της πρόσφερα με είχε αποδεχθεί και μόνον γι αυτή.  Παρηγοριόμουν όμως γιατί ανταποκρινόταν ακόμη με θέρμη στον έρωτά μου. Αντίθετα τις άλλες ώρες δεν έπαυε να με επικρίνει μ’ εκείνο το διαπεραστικό, ειρωνικό της βλέμμα, ακόμη και να με σχολιάζει αρνητικά. Εγώ ήμουν ακόμη μετά οκτώ χρόνια γάμου τρελός για το υπέροχο σώμα της που σκανδάλιζε και άγιο. Μ’ έκανε να χάνομαι, να ξεφεύγω από τα προβλήματά μου γι αυτό προσπαθούσα με κάθε τρόπο να την ευχαριστήσω.

 Η σκέψη ότι μπορούσα κάποτε να την χάσω μ’ έκανε να χάνω την λογική μου. Με τάραζε πιο πολύ από την πιθανή δέσμευση της περιουσίας, που με τόσο κόπο είχα αποκτήσει, ακόμη και από την πιθανότητα να βρεθώ στην φυλακή αν κάποια στιγμή αδυνατούσα ν’ ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου στο αιφνιδίως απαιτητικό Δημόσιο, τόσο ανεκτικό κάποτε. Παρά τις δυσχέρειες, της επέτρεπα ακόμη να χρησιμοποιεί την υπερχειλισμένη πιστωτική, αν και με νύχια και με δόντια προσπαθούσα να ανταποκριθώ στο ελάχιστο της μηνιαίας δόσης. Εκείνη την χρησιμοποιούσε χωρίς φειδώ με την ίδια παλιά άνεση λες και ζούσε εκτός του πλανήτη της οικονομικά χειμαζόμενης Ελλάδας. Την δικαιολογούσα γιατί δεν ήξερε το μέγεθος των δυσχερειών μου, δεν τολμούσα να της το εξομολογηθώ. Φοβόμουν ότι η ειρωνεία της θα περίσσευε κι ένιωθα τρομοκρατημένος στην ιδέα μιας πιθανής εγκατάλειψής μου. Ένιωσα περήφανος που θα μπορούσα παρά τις στερήσεις σε προσωπικό επίπεδο να της προσφέρω  έστω και μια εβδομάδα διακοπές (στην ουσία δεν διέκοπτε καμία εργασία αφού δεν είχε) στο πανέμορφο ξενοδοχειακό συγκρότημα που εκείνη μόνο και μόνο για να μου πάει κόντρα περιφρόνησε.

«Κρίμα» της είπα. «Κι εγώ ο ανόητος που νόμισα ότι θα σ’ ευχαριστούσε!»

Δεν καταδέχθηκε να μου απαντήσει κι αναρωτιόμουν μήπως θα έπρεπε να ακυρώσω την κράτηση.

Ξύπνησα από έναν απογευματινό κυριακάτικο  ύπνο – λήθαρχο  μετά το λεξοτανίλ που κατάπια για να συνέλθω από την απογοήτευση και τα λοιπά προσωπικά μου δεινά. Με ξύπνησε ο θόρυβος του κηπουρού, (αναπόφευκτη εναπομείνασα πολυτέλεια, για διατήρηση της ψεύτικης εικόνας μου), που  κούρευε το γκαζόν πάντα τις σπάνιες φορές που αποφάσιζα να πάρω έναν μεσημεριανό υπνάκο. Η ιδέα του καφέ με κινητοποίησε και ξυπόλυτος κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Σταμάτησα έξω από το σαλόνι καθώς άκουσα την φωνή της Νόρας. Προσπάθησα να στήσω αυτί ν’ ακούσω και την φωνή του συνομιλητή της. Ήταν μόνη, μιλούσε στο τηλέφωνο.

   «Ώστε χάνεσαι στους διαδρόμους… καλό μου ακούγεται! Τότε αλλαγή πλεύσης! Θα βρεθούμε εκεί! Πόσο χαίρομαι… απίθανο, μια εβδομάδα μαζί! Ίσως αποδειχθεί καλύτερη η επιλογή του. Έλα… θα τα πούμε αναλυτικά όταν βρεθούμε! Φιλιά!»

Το πρώτο που σκέφθηκα ήταν ότι πάλι θα συνεννοήθηκε με καμία από τις  πολυέξοδες φιλικές συντροφιές  που θα αύξαναν δραματικά το ποσό που αποφάσισα να δαπανήσω για τις διακοπές. Καθώς οδηγούσα προς το γραφείο μου σκέφθηκα και την εκδοχή να μην επρόκειτο για φιλική συντροφιά, αλλά για κάποιον εραστή. Μαράθηκα, με το ζόρι κρατούσα το τιμόνι σε σταθερή τροχιά. Η ανόητη παράλληλη σκέψη ότι αν δεν επρόκειτο για παρέα, αλλά για εραστή, θα βοηθούσε τουλάχιστον στο ν’ αποφύγω περαιτέρω έξοδα με εξέπληξε δυσάρεστα. Ήταν κι αυτή μια από εκείνες τις σκέψεις που αυθαίρετα περνούν από το μυαλό, αυτό το παράξενο ανθρώπινο όργανο. Η σκέψη αυτή με τάραξε περισσότερο από την πιθανή περίπτωση ύπαρξης ενός εραστή, στην πραγματικότητα. Σταμάτησα στην πρώτη νησίδα για να συνέλθω. Ήταν τόσο μεγάλη η πίεση από τα άθλια οικονομικά που άρχισε να λειτουργεί μέσα μου μια έκπτωση αυτού που κάποτε θεωρούσα ηθικό. Το είχα επισημάνει και σε κάποιους άλλους τομείς. Ήθελα να το αποτρέψω, δεν μου χρειαζόταν ένας ακόμη κατήφορος.

Ήταν λίγες μέρες πριν την αναχώρησή που παρατήρησα ότι η Νόρα ετοιμαζόταν για τις διακοπές που αρχικά απέρριψε μ’ ένα καλομελετημένα αδιάφορο ύφος. Αν και της επεσήμανα ότι οι παραθεριστές εκεί είναι στο πλείστο τους ξένοι που ενδιαφέρονται να περάσουν όμορφα και όχι να επιδειχθούν, με το ζόρι κατορθώσαμε να αφήσουμε κενές τις δύο θέσεις οδηγού και συνοδηγού στο αυτοκίνητο που ο χώρος του καταλήφθηκε από τις αποσκευές της.

  «Για μία μόνο εβδομάδα έκλεισα…» διαμαρτυρήθηκα.

 «Πάντα μίζερος είσαι, σε όλα!», μου απάντησε επιτιμητικά.

Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια. Μ΄ ενοχλούσε που είχα για γυναίκα μου αυτό το τόσο ναρκισσευόμενο άτομο, όμως χάρη σ’ αυτό που θεωρούσα μειονέκτημα απολάμβανα ένα υπέροχο απαιτητικό κορμί, κι αυτό μετρούσε πολύ για μένα, ακόμη, ίσως περισσότερο από κάθε τι άλλο. Λυπόμουν συχνά τον εαυτό μου γι αυτό αλλά ήταν από εκείνα τα «θέλω» που αδυνατούσα να καταστείλω.

Σε όλη την διαδρομή ανταλλάξαμε ελάχιστες τυπικές κουβέντες, εκείνη ήταν απασχολημένη με το κινητό της με τέτοια ένταση που μου κίνησε την περιέργεια  και προσπάθησα με την άκρη του ματιού μου, ματαίως,  να συλλάβω τι μπορούσε να την απορροφά τόσο. Αντίθετα, όταν εγκατασταθήκαμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κι ενώ εγώ έκανα μια δροσιστική βουτιά στην ιδιωτική του πισίνα, διαπίστωσα ότι ενώ εκείνη έλειπε το κινητό της ήταν πεταμένο πάνω στο κρεβάτι. Φλέρταρα για αρκετή  ώρα με την ιδέα να το ελέγξω αλλά τελικά απέρριψα την σκέψη με την βεβαιότητα ότι δεν θα έβρισκα τίποτα ύποπτο, σίγουρα δεν ήταν ανόητη ν’ αφήσει κάποιο στοιχείο που πιθανόν θα την ενοχοποιούσε.

Προσπάθησα να χαλαρώσω πάνω στα κατάλευκα σεντόνια και τότε προέκυψαν ξανά οι ίδιες εκείνες εικόνες ως deja vu. Η Νόρα νεκρή. Ο λεκές πάνω στο στήθος ολοένα μεγάλωνε μέχρι που σχηματίστηκε ένα σκοτεινό ρυάκι αίματος που έβρεχε τα γυμνά πόδια μου. Πετάχτηκα τρομαγμένος από έναν ύπνο ίσως και δευτερολέπτων και με ανακούφιση διαπίστωσα ότι επρόκειτο για όνειρο. Ξανάκλεισα τα μάτια και πάλι η ίδια εικόνα με ανάγκασε να σηκωθώ από το κρεβάτι. Είχε σουρουπώσει. Περιπλανήθηκα στους δαιδαλώδεις ημιφωτισμένους διαδρόμους που στόλιζαν μικρές συστάδες φυτών μέχρι να εντοπίσω κατά που θα μπορούσα να πάρω ένα ποτό. Μόλις διέκρινα σε απόσταση ένα μπαρ  επιτάχυνα το βήμα μου. Δεν περιορίστηκα στο ένα.  Άρχισα να σκέπτομαι την Νόρα όπως ακριβώς στο όνειρό μου. Η παράλληλη σκέψη ότι χωρίς εκείνη τα οικονομικά μου προβλήματα ίσως θα είχαν κάποια λύση δεν με εξέπληξε αυτή την φορά. Αναρωτιόμουν αν ακόμη και η πιο αχρεία σκέψη στην επανάληψή της χάνει ένα μέρος της αχρειότητάς της, αποκτά την ιδιότητα της συνήθειας  και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φθάσει η ανοχή της συνείδησης ενός ανθρώπου που εμμένει σε παρόμοιες σκέψεις.

Περπατούσα στους άδειους διαδρόμους με κατεύθυνση στο δωμάτιό μας σέρνοντας τις επώνυμες σαγιονάρες που μου προμήθευσε η Νόρα με το σχόλιο «να μη δείχνεις σαν χωριάτης», κι αναρωτιόμουν αν η ενόχληση που ένιωθα προερχόταν από τον ήχο  που έκανε ο άτσαλος βηματισμός μου ή από το σχόλιό της που ξανάρθε στο νου μου σαν ανεπιθύμητος επισκέπτης.

Η Νόρα έλειπε. Δεν ήξερα που να την αναζητήσω. Βγήκα έξω. Ήταν τόσο όμορφα παντού!  Ένα ολόγιομο φεγγάρι ασήμιζε τα λιόδεντρα που πάλλονταν από ένα δροσερό αεράκι. Ο υπέροχος φωτισμός των κτιρίων και των καταγάλανων νερών στις ευρηματικά όμορφες πισίνες έκαναν το τοπίο ακαταμάχητο. Η ομορφιά της ανθρώπινης επέμβασης στην φύση και οι μεθυστικές μυρωδιές των λουλουδιών με συνεπήραν για λίγο. Περπατούσα για ώρα μέχρι που σκέφθηκα ότι ίσως είχε αφήσει  κάποιο μήνυμα στη ρεσεψιόν. Τίποτα. Γύρισα στο δωμάτιο. Κάποτε θα εμφανιζόταν. Με ξύπνησε ένα έντονο κτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκα αλαφιασμένος. Ένας αστυνομικός με ενημέρωσε ότι η σύζυγός μου υπέστη ένα ατύχημα σ’ ένα δωμάτιο  άλλου συγκροτήματος.

 «Τι είδους ατύχημα?» μπόρεσα να ψελλίσω, έντρομος.

 «Ακολουθείστε με παρακαλώ!»

Φόρεσα λίγο στραβά το σόρτς μου και τις επώνυμες σαγιονάρες και ακολούθησα. Ένα αμαξάκι του ξενοδοχείου  μας μετέφερε περνώντας από κατάφυτους διαδρόμους στην άλλη άκρη του συγκροτήματος. Ανεβήκαμε μερικές σκάλες και φθάσαμε στην ανοιχτή πόρτα ενός δωματίου που φρουρούσε ένας χωροφύλακας. Ο Αξιωματικός που με συνόδευε με κράτησε προστατευτικά από το μπράτσο.

  «Είναι σοκαριστικό… ψυχραιμία…»

Η Νόρα γυμνή κείτονταν νεκρή στο άσπρο μαρμάρινο πάτωμα. Ένας σκούρος λεκές αίματος ξεκινούσε από το στητό στήθος της και σχημάτιζε ένα ρυάκι που κατέληγε ακριβώς εκεί που είχα σταθεί. Έμεινα εμβρόντητος.

  «Τον συλλάβαμε τον δράστη κύριε, μην ανησυχείτε …» μου είπε ο αξιωματικός.

«Ομολόγησε αμέσως. Λυπάμαι… ήταν εραστής της τα τελευταία δύο χρόνια. Πρόκειται για έναν νεαρό πλαίη μπόυ, γόνο γνωστής οικογένειας. Την σκότωσε για ασήμαντη αφορμή».

Δεν θυμάμαι αν ρώτησα ή αν ο ίδιος με ενημέρωσε για την «αφορμή». 

 «Γινόταν εκτός εαυτού, συχνά γιατί η κυρία σας του δήλωνε ότι εσείς την  ικανοποιούσατε σεξουαλικά περισσότερο από εκείνον. Την είχε απειλήσει επανειλημμένως ότι θα την σκοτώσει αν του το ξαναπεί, αλλά εκείνη αγνόησε την απειλή του».

Παρηγορήθηκα. Τουλάχιστον έκλεψε μόνο το υποσυνείδητο σχέδιό μου, όχι την Νόρα επί της ουσίας!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top