Fractal

Διήγημα: “Η υπόσχεση”

Της Χριστίνας Ντούση //

 

 

 

Έπιασε λιμάνι την άνοιξη του 1537. Ο Ζουάου Κριστόμπαλ Σοάρες, ή αλλιώς όπως έμελλε να μείνει γνωστός “το θεριό”, πήδηξε από τη γολέτα στη στεριά και πάτησε σταθερά με τα δυο του πόδια, παρόλο το μακρύ και βασανιστικό ταξίδι από τις ακτές του Μπελέμ μέχρι το Μακάου. Αποτελούσε μέλος μιας πολυπληθούς αποστολής μισθοφόρων, δηλαδή κάθε καρυδιάς καρύδι: δολοφόνοι, κλεφτρόνια, χαρτοπαίχτες και μέθυσοι είχαν στρατολογηθεί σχεδόν με το ζόρι από τους αξιωματικούς της Αυτού Μεγαλειότητας του Ιωάννη του ΙΙΙ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πειρατεία στις νότιες θάλασσες της Κίνας. Τον είχαν βρει να τα πίνει σε ένα καπηλειό του λιμανιού. Τον εφοδίασαν με ένα δίμυτο στιλέτο και ένα αρκεβούζιο, λάφυρο από τους Ισπανούς και τον τσουβάλιασαν στο αμπάρι του ¨Αμάλια¨. Όταν ξεμέθυσε, βρήκε τον εαυτό του στριμωγμένο ανάμεσα σε ένα Μαυριτανό και έναν Εβραίο. Μέχρι να φτάσουν στο Μακάου, τρεις μήνες αργότερα, είχε ήδη ξεπαστρέψει τρεις και η φήμη του είχε απλωθεί μέχρι το κατάστρωμα. Έτσι όταν χρειάστηκε να δώσουν την πρώτη τους ναυμαχία με ένα αραβικό γαλιόνι, λίγο πριν τον τελικό προορισμό, ήταν από τους πρώτους που ξεμπούκαραν από το αμπάρι.

Έστριψε το κερωμένο μουστάκι και κοίταξε ένα γύρω. Το Μακάου του 1537 ήταν μόλις ένας εμπορικός σταθμός: Μια εκκλησία, το σπίτι του ανταποκριτή της Α.Μ., πέντε αποθήκες και ένα καπηλειό. Αντικρίζοντας το απογοητευτικό θέαμα, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την πόλη που πήρε αργότερα τη θέση του καταυλισμού. Ούτε ότι ο Σοάρες, επονομαζόμενος και ΄θεριό΄ θα γινόταν μια μέρα άρχοντας του πιο λαμπρού λιμανιού της Νότιας Κίνας. Για την ώρα, ο μελλοντικός άρχων πήγε να ακουμπήσει στο καπηλειό ό,τι είχε μαζέψει από το πλιάτσικο του ρεσάλτου, βλαστημώντας την τύχη του που τον είχε ρίξει εκεί.

Δεν έχει νόημα να περιγράψουμε με λεπτομέρεια την εδραίωση της φήμης του Σοάρες. Τα επόμενα τρία χρόνια ήταν μια αιματηρή σειρά από μάχες, φόνους, πληγές, ναυάγια και πνιγμούς, ρεσάλτα και ανταρσίες. Κάθε εβδομάδα σχεδόν κατέφθανε και καινούργια καραβιά με μισθοφόρους της Α.Μ. Όσο καθάριζε η θάλασσα απ’ τους Άραβες πειρατές, τόσο περισσότεροι έμποροι έφθαναν από την Αυτοκρατορία. Χτίστηκε δεύτερη εκκλησία, τα σπίτια γίναν πέτρινα, επεκτάθηκαν σε δεύτερο και τρίτο δρόμο, ο καταυλισμός έγινε πολίχνη. Οι Κινέζοι, πιεσμένοι από τις επιτυχίες των Πορτογάλων έδωσαν απρόθυμα προνόμια και ατέλειες. Για τρία χρόνια ο Σοάρες δεν είχε μάτια να δει την πόλη που άλλαζε. Έπιανε στεριά ματωμένος, βρεμένος ως το κόκκαλο, αλλά ακόμη ζωντανός και πήγαινε γραμμή στο καπηλειό, εκείνο της πρώτης μέρας.

Η μέρα που είδε τη Μάι Λαν, ήταν η μέρα που του άλλαξε τη ζωή. Μόλις δεκατεσσάρων, μικροκαμωμένη και λεπτή, προσγείωσε μπροστά του μια καράφα πόρτο. Είχε έρθει την προηγούμενη, κάπου από την αχανή κινέζικη ενδοχώρα. Πέμπτο κορίτσι αγροτικής οικογένειας, είχε πωληθεί χωρίς πολλά πολλά στον Ντιέγκο ντα Σίλβα, για να σερβίρει στους πελάτες και όχι μόνο. Παρόλο το σθένος της, είναι αμφίβολο αν θα είχε γλυτώσει τη μοίρα του ΄και όχι μόνο΄ αν δεν είχε βρεθεί στο δρόμο της ο Σοάρες. Είναι λίγες οι φορές που κανείς βλέπει στη ζωή απτή τη μεταμορφωτική δύναμη του έρωτα. Την τρίτη κατά σειρά μέρα που τον σέρβιραν τα λευκά της χέρια, της ζήτησε να καθίσει μαζί του. Ο Ντιέγκο, ο κάπελας, ζεματίστηκε. Και βέβαια δεν την είχε αγοράσει μόνο για σερβιτόρα, αλλά δεν ήθελε να του την ξεπαστρέψει το ΄θεριό΄ με την πρώτη. Πλησίασε το τραπέζι, κέρασε δεύτερη καράφα και της έδωσε διαταγή για την κουζίνα. Κανείς δεν κουνήθηκε. Το ΄θεριό΄ την κοιτούσε κι εκείνη σταθερή, δεν χαμήλωνε το βλέμμα. «Αν μου υποσχεθείς ότι θα είσαι κύριος, σύμφωνοι». «Υπόσχομαι» της είπε.

Άφησε το μαχαίρι και τα ρεσάλτα και έπιασε τον πήχη. Τα χέρια του πια χάιδευαν τα πιο στιλπνά μεταξωτά υφάσματα, αυτά που διάλεγε το έξυπνο μάτι της Μάι Λαν και τα ‘στελνε στην παλιά πατρίδα να ντύσουν τις Ντολόρες και τις Αμέλιες των καλών οικογενειών. Της έχτισε το ωραιότερο σπίτι, δίπλα ακριβώς στην κεντρική πλατεία και την εκκλησία του Αγίου Δομήνικου. Έφερε έπιπλα από τη Λισσαβώνα και Κινέζους να της φτιάξουν τον πιο όμορφο κήπο. Οι αποθήκες του έπιαναν το μισό λιμάνι, το Μακάου είχε γίνει κόμβος, ένα αμάλγαμα πορτογάλων και κινέζων κινείτο και άνθιζε στην πόλη, στέλνοντας τα καλά της άπω ανατολής στη διψασμένη για πολυτέλεια Ευρώπη: τσάγια και μπαχαρικά, υφάσματα και χαλιά. Όταν έβαλαν στα σκαριά τον καινούργιο καθεδρικό, ο Σοάρες ήταν ο πρώτος που έβαλε το χέρι στο πουγκί. Ακολούθησε το ορφανοτροφείο, οι δημόσιοι κήποι και οι καινούργιες κρατικές αποθήκες στο λιμάνι. Έφερε δασκάλους από την παλιά πατρίδα για τα παιδιά του, αλλά κινέζους γιατρούς όταν η Μάι Λαν κόντεψε να πεθάνει από κοκίτη. Κάθε απόγευμα, στις έξι ακριβώς την έπαιρνε απαλά από το μπράτσο και έκαναν την βόλτα τους στην προκυμαία. Στα 45 της η Μάι Λαν χτυπήθηκε από εγκεφαλικό και έχασε όλη την κίνηση της δεξιάς πλευράς. Ο άντρας της έβαλε τον καραβομαραγκό του κυβερνήτη να της φτιάξει ένα μικρό τροχοφόρο κάθισμα και με αυτό εξακολούθησε να την πηγαίνει βόλτα τα απογεύματα να βλέπει τη θάλασσα.

Ο Ζουάου Κριστόμπαλ Σοάρες, επονομαζόμενος και ΄θεριό΄, κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στη Μάι Λαν μέχρι που τον χτύπησε κεραυνός ένα υγρό, τροπικό βράδυ που είχε βγει να της μαζέψει τριαντάφυλλα στον κήπο. Είχαν περάσει 47 χρόνια και είχαν αποκτήσει μαζί τέσσερα παιδιά, δώδεκα εγγόνια και πέντε δισέγγονα.

 

 

Χριστίνα Ντούση, 12.12.16

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top