Fractal

«Τα σύνορα της δικής μου πατρίδας»

Γράφει η Κυριακή Αν Λυμπέρη //

 

Γιώργος Γκανέλης «Υπό το μηδέν», εκδ. Στοχαστής

 

Με ένα μεγάλο βιβλίο ποίησης των 224 σελίδων, έρχεται ο ποιητής Γιώργος Γκανέλης να μας εκθέσει τους ποιητικούς στοχασμούς του. Βλέπω στο αυτί του εξωφύλλου ότι είναι το πέμπτο του βιβλίο, των προηγουμένων εκδοθέντων μάλιστα σε μικρή μεταξύ τους απόσταση, ενός ή και δυο χρόνων. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια υπερεπάρκεια έμπνευσης και ίσως μια μεγάλη επικοινωνιακή ανάγκη. Πάντως τελευταία, ως αναγνώστες της ποίησης, είμαστε συνηθισμένοι σε μικρότερης εκτάσεως ποιητικές προτάσεις.

Βεβαίως, όταν κάποιος υπεισέρχεται στα ενδότερα των σελίδων, αποζημιώνεται. Είναι φανερό ότι ο Γ. Γκανέλης είναι ένας σκεπτόμενος και αρκετά εγκεφαλικός ποιητής. Φανερή επίσης -δια μέσου των στίχων του- και η φιλολογική του κατάρτιση. Ονομαστικές ή υπαινικτικές αναφορές σε έργα προγενεστέρων στοχαστών ή ποιητών διατρέχουν τα ποιήματα. Κάφκα, Σαρτρ, Ηράκλειτος (“παλίντονος αρμονία”), Μπουκόφσκι (“σκύλος απ’ τη Κόλαση”), Δημοσθένης (“λέξεις που αναζητούν ρητορικά χαλίκια”), Σαχτούρης (ο “μαύρος πετεινός” του Γ. Γκανέλη παραπέμπει θεωρώ στο “μαύρο κόκορα” του Σαχτούρη), Ελύτης (το “γρατζουνισμένο γόνατο” του Γ. Γκανέλη είναι σε αντιστοιχία με το στίχο του Ελύτη “παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο”,  ή η αναφορά του στις “Μικρές Κυκλάδες” ) κλπ. Και φυσικά παρούσα η σκιά του  Κώστα Καρυωτάκη. Αρκετές μνείες σε ποιήματα του  συναντάμε. Το με τίτλο ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΣΜΑ του Γ. Γκανέλη μας θυμίζει το ομοιοθεματικό ποίημα του Καρυωτάκη με τίτλο ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ (“Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν/ σαν στήλες δυο δυο μες στα γραφεία…”) κομίζοντας και στις δυο περιπτώσεις την αίσθηση ενός  πνιγηρού περιβάλλοντος. “Βεβαιώνομαι πώς υπάρχω” μας λέει αλλού ο Γ. Γκανέλης  ή αμέσως μετά “Βεβαιώνομαι πώς δεν υπάρχω” και μας φέρνει στο νου τους κλασικούς στίχους του ποιητή από το παρελθόν: “Υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις…”. “Και χωρίς εμάς τίποτα δεν θ’ αλλάξει”, αναφέρει κάπου ο Γ.  Γκανέλης  και μάλλον μας τοποθετεί  πάλι σε κλίμα καρυωτακικό.

Αλλά πέρα από τις διακριτικές του αυτές συνομιλίες  με τους προκατόχους του, ο Γ. Γκανέλης έχει ασφαλώς να μας παρουσιάσει και το δικό του ιδιαίτερο σύμπαν. Σε αυτό αντιμετωπίζει συχνά -όπως άλλωστε και κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος και σοβαρός ποιητής- το πρόβλημα του θανάτου. Συναντάμε τη λέξη και την έννοια αυτή ευάριθμες φορές: “Ο θάνατος επαναληπτικός και αδιάκριτος” , “Ανεβαίνω στο δέντρο του θανάτου μου”, “Τρέχω σε κούρσα θανάτου”, “Ο θάνατος πάλι με ψάχνει”, “Άρωμα θανάτου στο φωταγωγό”, “Ένας θάνατος στο μαξιλάρι” κλπ. Ωστόσο δεν   κατακλύζεται νομίζω ο αναγνώστης εδώ από μια αίσθηση ασφυξίας, αλλά μάλλον αισθάνεται τις αναφορές αυτές σαν κάποιο τρόπο εκγύμνασης της ψυχής έναντι ενός δυσάρεστου αλλά με βεβαιότητα επερχόμενου γεγονότος. Μια εκγύμναση με στίχους. Οι οποίοι είναι το βάσανο, αλλά και το προνόμιο του ποιητή.“Κι εγώ απ’ το χαρτί θα σνιφάρω θάνατο/ Κάθε φορά που θα γράφω ένα ποίημα” ή “ Κάθε στίχος ενυπόγραφος θάνατος”. Οι στίχοι του όμως εμπεριέχουν θεωρώ σε πολλές περιπτώσεις και μια ειρωνική τάση ή θυμόσοφη αποδοχή, η οποία  απαλύνει τη βαρύτητα των διατυπώσεων. Άλλωστε τελικά ο Γ.Γ  φαίνεται να έχει υψηλούς στόχους: “Θα σε νικήσω καθαρά θάνατε/ Θα σε στείλω στη Βραζιλία” λέει,  παίζοντας με τον αιώνιο αντίπαλο όλων μας σε έναν οιονεί ποδοσφαιρικό αγώνα. Και, έχοντας επίγνωση  ενός ενδεχόμενα στενάχωρου κλίματος των συνθέσεών του, γράφει: “Έτσι από καιρό αυτολογοκρίνομαι/ Να σώσω τους αισιόδοξους στίχους”.

Το άλλο αγαπημένο ποιητικό θέμα, ο έρωτας, διέρχεται και αυτός από τις σελίδες του, ωστόσο δε μοιάζει να αποτελεί σημείο αυτοπραγμάτωσης του ποιητικού υποκειμένου ή και γενικότερα των ανθρώπων της εποχής μας. Ομιλεί για “Ερωτικά συμβάντα χωρίς αισθητική”, “Απώλεια αφής στο κρεβάτι”, για  “Εραστές από συνήθεια” και “Εραστές του Σαββάτου”, “Φτηνή ηδονή”, αγοραίους έρωτες, “Νοικιασμένα κορμιά για μια νύχτα”, εφήμερους έρωτες στα καλοκαιρινά κάμπινγκ και για “γάμους σκέτη αυταπάτη”. Ίσως η έννοια του  ιδεατού έρωτα, να εμποδίζει στην πραγματικότητα τη συνταύτιση των συντρόφων, αφού “Δυο σώματα δεν συμπίπτουν ποτέ/ Παρά μόνον όταν απομακρύνονται”. Και αυτό νομίζω είναι μια πικρή διαπίστωση. Ότι δηλαδή μόνον η μνήμη δίνει στα ερωτικά γεγονότα την αίγλη που έπρεπε να εμπεριέχουν και που η συνήθεια ή οι δυσκολίες της καθημερινότητας  ή άτυχες περιστάσεις την αφαιρούν. Παραπλήσια προβληματική  αναπτύσσεται για τη μοναξιά: “Άπειρα χιλιόμετρα μοναξιάς”, “Μπερδεύτηκαν τα καλώδια στης μοναξιάς τα οδοφράγματα”, “Ρουφώντας αποτσίγαρα μοναξιάς”, “αγκαζέ με τη μοναξιά”. Η μοναξιά η ερωτική ή η υπαρξιακή γενικότερα είναι ένα σαράκι που κατατρώγει τις ευαίσθητες ψυχές. Και μάλιστα τις ποιητικές: “Μεταξύ ποιητών και πλήθους/ παρεμβάλλεται πάντα η μοναξιά” δηλώνει. Η μοναξιά του δημιουργού λοιπόν, που πρέπει να κρατηθεί σε απόσταση από τους πολλούς, σαν παρατηρητής πράξεων και γεγονότων, ώστε να μπορέσει με ψύχραιμο μάτι  να τα εκθέσει στους στίχους του.

 

Γιώργος Γκανέλης

 

Πολλές φορές ασχολείται και με την ίδια την τέχνη του: “Η Ποίηση ανεπίδεκτη κάθε ορισμού”, “Διευθετώ τα όνειρά μου στο χαρτί”, “Φτιάχνω στίχους για το χειμώνα”, “Τα ποιήματα είναι παιδιά μας”, αλλά και “Σε κατάσταση πανικού η γλώσσα”, θέλοντας να δείξει πώς η ποίηση στηρίζει την ποιητική ψυχή, αποτελεί ένα τρόπο έκφρασης της προβληματικής του υποσυνειδήτου και της αποτύπωσής του στο χαρτί, μια τακτοποίηση των ενδόμυχων σκέψεων και αισθημάτων, ένα δώρο από κάποιον ουρανό. Η ποίηση είναι μια καταβύθιση στα υπόγεια του Είναι, αλλά και μια ανύψωση του εαυτού σε μια ιδιότυπη πληρότητα. Η ποίηση είναι η πατρίδα του ποιητή: “Τα σύνορα της δικής μου πατρίδας/ Βρίσκονται σ’ ένα κλειστό δωμάτιο…κι εγώ πνιγμένος εδώ και χρόνια / γράφω ποιήματα για τους ζωντανούς”, ωστόσο: “Τα σύνορα της δικής μου πατρίδας/ Απέχουν δυο βήματα από τον ουρανό”.

Μέσα από τους στίχους του όμως περνούν ευδιάκριτα και τα προβλήματα της καθημερινότητας της χώρας, της πόλης, της εποχής. Όχι με επιδεικτικές αναφορές, αλλά με τον ιδιαίτερο τρόπο της ποίησης πάντα. Του δίνεται η ευκαιρία να καυτηριάσει σύγχρονα γεγονότα: πχ το προσφυγικό ζήτημα (“η νέα χρονιά θα εκβράσει πτώματα”, την ανέχεια (“απλήρωτοι λογαριασμοί”, “Συσσίτια ευπαθών κοινωνικών ομάδων/ Στην ουρά κι ο άστεγος εαυτός μου”), τις αυτοκτονίες (“πουλιά που πηδούν απ’ τις πολυκατοικίες”), τη δυστοπία των εκλογών (“ψηφοφόροι άβουλα ανδρείκελα”,  “Πρόβατα υψηλής ευφυίας/ Δραπετεύουν από το μαντρί/ Βάζουν φωτιά στην κάλπη”, ομιλεί για νοσοκομεία γενικής εφημερίας και ράντσα όπου ταλαιπωρούνται οι πολίτες, για “έφηβους στημένους στις οθόνες” της τηλεοράσεως προφανώς ή του υπολογιστή ή κάνει κριτική στα τεχνολογικά επιτεύγματα που δεν λειτουργούν πάντα προς χάρη του αγαθού και της αλήθειας για τον άνθρωπο και άλλα τινά.

Το έδαφος της τεχνικής του Γ. Γκανέλη είναι ο υπερρεαλισμός. Ωστόσο οι υπερρεαλιστικές του χειρονομίες τελούνται σε ρεαλιστικό συνήθως περιβάλλον. Μια ελευθεριότητα στην όραση του κόσμου, χωρίς να γίνεται όμως ακατανόητος. Οι τολμηροί συσχετισμοί εικόνων και λέξεων συνοδεύονται από ισχυρές δόσεις πραγματικότητας. Τα σκηνικά του είναι εξωτερικοί αλλά και εσωτερικοί ψυχικοί χώροι. Η ποίηση του Γ. Γκανέλη έχει τα χαρακτηριστικά ενός κινούμενου ρεύματος.  Αλλάζει θέμα και εικόνες αρκετές φορές μέσα στο ίδιο ποίημα. Κάποιες διατυπώσεις του (και διαπιστώσεις συνάμα) είναι εξαιρετικές. Για παράδειγμα θα θυμηθώ το στίχο: “Το φως σπαρταράει αβοήθητο”. Η συλλογή αποτελείται από τέσσερις ενότητες, εκ των οποίων η κάθε μια, ίσως θα μπορούσε να εκδοθεί ξεχωριστά, ωστόσο το κλίμα τους είναι ομοιογενές.

Για να επανέλθουμε στο περιεχόμενο της ποιητικής σύνθεσης, τελικά με όλα αυτά που συμβαίνουν στον περίγυρο, αλλά και μέσα στην ψυχή του ποιητή, αυτός δεν μπορεί να είναι γαλήνιος και αθώος. Παιδικά τραύματα και ενήλικες ματαιώσεις, αβλεψίες και παραλείψεις -οι οποίες άλλωστε αφορούν όλους μας- οδηγούν στην “χωρίς διέξοδο παγωνιά του νου” και αυτή φαίνεται ότι προσδίδει τον τίτλο  στην παρούσα συλλογή. Ωστόσο τα φτερά της ποίησης είναι πάντα εκεί, έτοιμα -εάν χρειαστεί- να προσφέρουν τη σωτηρία.

 

 

* Η Κυριακή Αν Λυμπέρη είναι ποιήτρια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top