Fractal

Υπενθυμίσεις ζωής

Γράφει η Αγγελική Λάλου //

 

 

Πολλές φορές το ξεκίνημα της ζωής σηματοδοτείται με την πρώτη φωτογραφία του μαιευτηρίου. Αυτή είναι η πρώτη μαρτυρία της ύπαρξής μας. Η «απόδειξη» του ερχομού κάποιου στη ζωή. Από αυτή την πρώτη φωτογραφία μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής ενός ανθρώπου θα ακολουθήσουν πολλές ακόμα φωτογραφίες. Κι ύστερα θα έρθει στο τέλος πάλι μία μόνο φωτογραφία που θα αποτελέσει τον αποχαιρετιστήριο σύνδεσμο της ψυχής με το σώμα, της ζωής που τελείωσε με την τελευταία κατοικία του προσώπου που απεικονίζεται στην κορνίζα. Τι είναι αυτό που καλείται να αιχμαλωτίσει μια φωτογραφία η οποία επιλέγεται να κοσμήσει ένα μνήμα. Τι καταφέρνει εν τέλει να πιάσει ο φακός σε κάθε φωτογραφία που συλλαμβάνει. Από το στιγμιαίο κλικ, ένα φευγαλέο βλέμμα, ένα αυθόρμητο χαμόγελο, μια χαρακτηριστική γκριμάτσα, μια τυχαία έκφραση, τι είναι αυτό που θα αποτυπωθεί στο χαρτί. Η τέχνη της φωτογραφίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η τέχνη της μνήμης – όταν ωστόσο εναρμονίζεται με την τέχνη της ποίησης μπορεί να οδηγήσει στην τέχνη της ζωής αυτή καθεαυτή.

 

«Memento vivere» (να μην ξεχνάμε να ζήσουμε) – με αυτό τον τίτλο πραγματοποιήθηκε ένα ιδιαίτερο πρότζεκτ στη Θεσσαλονίκη (16-24 Μαΐου, στην Γκαλερί Οκτό). Πρόκειται για μια γέφυρα μεταξύ της ζωής και της μνήμης, μια δημιουργική συνάντηση της φωτογραφίας με την ποίηση. Η ποίηση του Γερμανού Friedrich Rückert –ο οποίος στα ποιήματά του πενθεί τα χαμένα του παιδιά, με έναν λόγο όμως καθόλου πένθιμο, αλλά άκρως αισιόδοξο και ζωογόνο– γίνεται αφορμή και υλικό έμπνευσης για την ποιήτρια Αναστασία Γκίτση και για τον φωτογράφο Θανάση Ράπτη. Ο φωτογράφος επιλέγει πορτρέτα κοριτσιών που δεν γνωρίζουμε αν έχουν πεθάνει ή αν βρίσκονται ακόμα ανάμεσά μας, ανώνυμων φωτογράφων – φωτογραφίες που υπήρχαν σε οικογενειακά άλμπουμ, ή σε κορνίζες πάνω σε τραπεζάκια σαλονιού–, σε μια προσπάθεια να εναντιωθεί στη φθαρτότητα του χρόνου. Από την άλλη, οι στίχοι της Αναστασίας Γκίτση συνομιλούν με τα ποιήματα του Friedrich Rückert, αλλά ταυτόχρονα και με τα πρόσωπα των φωτογραφιών, ενώ τέλος ανοίγουν ζωντανή συζήτηση με τους παρευρισκόμενους της έκθεσης, έτσι όπως διατυπώνει τις ερωτήσεις της και τις γράφει ιδιοχείρως στο περιθώριο των φωτογραφιών.

«ασυνόδευτες οι στιγμές σαν Κυριακές. Μητέρα πότε θα βάλω ξανά τα καλά μου;»

«κινείται μέσα μου η γραμμή. Φεύγω πριν από εσάς αυτό είναι όλο. Δεν είναι;»

«τώρα που ξημέρωσε εντός μου θα ‘ρθεις να παίξουμε;»

Η ποίηση έρχεται να εκφράσει την αγωνία. Καλύπτει τη σιωπή που ακολουθεί την απουσία και την ανυπαρξία. Συμφιλιώνει το εντός με το άγνωστο. Γεφυρώνει το κενό όταν αυτό δημιουργείται. Δίνει ήχο και λόγο στα πρόσωπα των φωτογραφιών, αλλά και αποτελεί τον δίαυλο, τον μεσάζοντα ανάμεσα στους θεατές και τους απεικονιζόμενους. Οι θεατές είχαν τη δυνατότητα να διαβάσουν τα ποιήματα του Friedrich Rückert στο πρωτότυπο και να τα απολαύσουν σε εξαιρετική μετάφραση της Έλενας Παλλαντζά.

Το όλο εγχείρημα κατάφερε με επιτυχία να αφουγκραστεί τον ψίθυρο της ύπαρξης, την ανάσα του χρόνου καθώς τελειώνει, και να αποτυπώσει το φως που διατηρείται στο επέκεινα, τη σκιά της ψυχής όπως αυτή συνεχίζει να διαγράφεται μέσα στις αναμνήσεις όσων παραμένουν εν ζωή. Όσοι, μάλιστα, είχαν την τύχη να παραστούν στα εγκαίνια της έκθεσης ευφράνθηκαν ακούγοντας τον βαρύτονο Γρηγόρη Πυριαλάκο να ερμηνεύει έργα του Gustav Mahler – του αυστριακού συνθέτη του ύστερου ρομαντισμού ο οποίος, έχοντας χάσει σε μικρή ηλικία έξι από τα έντεκα αδέρφια του, μελοποίησε στις αρχές του 19ου αιώνα πέντε από τα ποιήματα του Rückert.

Φεύγοντας από το χώρο παίρνεις μαζί σου εικόνες, ήχους, σκιές, λέξεις. Έχεις βιώσει την αναγνώριση του ανοίκειου. Έχεις αγγίξει το άυλο. Έχεις συμφιλιωθεί με το αόρατο που ωστόσο συνεχίζεις να βλέπεις και να διακρίνεις με κλειστά ή ανοιχτά μάτια. Ίσως, μάλιστα, επιστρέφοντας σπίτι να νιώσεις την ανάγκη ή την επιθυμία να ξεφυλλίσεις παλιά οικογενειακά άλμπουμ ή να προσθέσεις μερικές ακόμα λήψεις. Η ανάγνωση των φωτογραφιών, η διαδρομή μέσα από τη συνύπαρξη των στίχων των δύο ποιητών, κάνουν την έκθεση να γίνει η αφορμή να δημιουργήσεις εκ νέου ενθυμήματα ζωής, παρελθόντα, παροντικά ή μέλλοντα, καθώς η φωτογραφία και η ποίηση πάντα θα καταργούν το χωροχρόνο και θα υφαίνουν νέες διαστάσεις – ώστε να βρίσκουμε τον τρόπο να θυμόμαστε να ζούμε.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top