Fractal

Διήγημα: «Υπάρχουν άγγελοι»

Του Χριστόδουλου Δ. Λιτζερίνου // *

 

f5

 

Ο γιατρός είπε «τα βλέπω όλα φυσιολογικά», ο Βαγγέλης όμως τον κοίταζε καχύποπτα, σα να μην πολυπίστευε. Κουβέντα δεν είπε. Δεν χρειαζόταν όμως και πολύ μυαλό να καταλάβω τι σκεφτόταν. Σηκωθήκαμε μουδιασμένοι, ο Βαγγέλης τον πλήρωσε και βγήκαμε έξω στην πόλη. Προχωρούσαμε στο πεζοδρόμιο δίπλα δίπλα στα μουγκά. Κατηφορίσαμε προς την παραλιακή και στην πρώτη καφετέρια ψάξαμε για καρέκλα. Στριμωχτήκαμε σε μια γωνιά, δίπλα σε ανέμελα ζευγαράκια που έπιναν τον φραπέ τους και παραγγείλαμε.

«Ο γιατρός είπε να ξαναπάμε…» προσπάθησα να τον κάνω να πει μια κουβέντα.

«Για να μαδήσει την τσέπη μου και να γεμίσει το σώμα σου χημικά …» απάντησε αδιάφορα, χωρίς να μπορεί να κρύψει τον εκνευρισμό του.

«Μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς

Γύρισε με κοίταξε στα μάτια, τράβηξε μια γουλιά φραπέ από το καλαμάκι και πλησίασε το κεφάλι του πολύ κοντά μου αποφασισμένος

«Να τα παρατήσουμε

Το πε με τόση σιγουριά που τρόμαξα. Δεν μου μαθε η μάνα μου να τον αντιμιλώ και σώπασα. Προσπάθησα μόνο να μην υγραθούν τα μάτια και φανερωθώ. Βλέπεις η ψυχή δεν υποτάσσεται τόσο εύκολα όσο το σώμα και είναι πάντα απρόβλεπτη. Δεν ήταν δα και το μέρος κατάλληλο για τέτοιες σκηνές. Τι μας έφταιγαν οι άλλοι άνθρωποι που διασκέδαζαν δίπλα μας; Κούνησα μόνο το κεφάλι και άφησα το βλέμμα μου ελεύθερο στον Θερμαϊκό. Προσπάθησα να διακρίνω στα δεξιά μου την Καβούρα και στα αριστερά μου το Αγγελοχώρι. Μια σπίθα που ξεπετάχτηκε στα δεξιά του κόλπου ξαναζωντάνεψε τα παιδικά μου χρόνια στον φάρο του Αξιού. Το Μεγάλο Εμβολο απέναντι αμέσως ανταπάντησε και καλωσόρισε το πλοίο που περνούσε το στόμιο για τη ράδα. Ξεχάστηκα, καθώς τα αφτιά μου ξανάφτιαξαν τον ήχο της μπουρού του φάρου όταν προσπαθούσε να σκίσει την πηχτή ομίχλη της Θεσσαλονίκης. Τότε το παιδικό μου μυαλό έφτιαχνε αγγέλους που ξεχύνονταν μέσα στην ομίχλη από το αντικρινό Αγγελοχώρι και έπιαναν τα τιμόνια των καραβιών για να τα οδηγήσουν με ασφάλεια στον κόλπο της Θεσσαλονίκης. Κανένας δεν τους έβλεπε μέσα στην ομίχλη. Εγώ όμως, όπως και οι ναυτικοί, ήξερα ότι υπήρχαν.

Ο Βαγγέλης με σκούντηξε και με επανέφερε. Παραξενεύτηκε που χαμογελούσα, αλλά δεν έδωσε και πολλή σημασία. Πήραμε τον δρόμο για το πάρκιγκ της ΧΑΝΘ.

Το μυαλό μου κόλλησε στο χωριό με τους αγγέλους που φύλαγαν τα πλοία και όσους ταξίδευαν κι ερχόταν στη Θεσσαλονίκη. Οι άγγελοι !!! Αν δεν υπήρχαν άγγελοι, οι άνθρωποι θα φοβόταν να ζήσουν. Θα φοβόταν ακόμη και να ρθουν σ΄αυτόν τον κόσμο. Γι΄αυτό υπάρχουν. Για να μας διώχνουν τους φόβους και να μας καλωσορίζουν στη ζωή, όπως οι φάροι. Ίσως γιαυτό μαζεύτηκαν τόσοι άγγελοι δίπλα σε έναν φάρο.

Πέρασαν μήνες από κείνη τη μέρα στο γιατρό. Τίποτα δεν ξέχασα, αλλά και τίποτα δεν έστησα μπροστά μου. Το μυαλό και το σώμα μου τα άφησα στην ησυχία τους και τον Βαγγέλη στη δουλειά του να βγάλει το μεροκάματο, όπως τόσα χρόνια που είμαστε μαζί.

Το βράδυ έπεσε ομίχλη. Η γνωστή ομίχλη της Θεσσαλονίκης που μπορείς να την κόψεις φέτες με το μαχαίρι. Έπεσα να κοιμηθώ δίπλα του. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια και τον είδα. Φτερούγισε στο μαξιλάρι μου. Λευκός, ίσα που διακρίνονταν μέσα στην ομίχλη. Εγώ όμως τον έβλεπα. Έσκυψε και άρχισε να μου χτυπά την κοιλιά. Πονούσα. Όσο περισσότερο πονούσα, τόσο περισσότερο ο άγγελος χτυπούσε. Να την σπάσει. Οι πόνοι έγιναν αβάσταχτοι κι αυτός συνέχιζε να με βασανίζει και να χαμογελά. Προσπαθούσα με τα χέρια να τον διώξω από πάνω μου, χωρίς να τα καταφέρνω. Το μαρτύριο δεν αντέχονταν και φώναξα. Φώναξα τόσο δυνατά που τρόμαξε ο άγγελος, με άφησε και χάθηκε μέσα στην ομίχλη, την ώρα που ο Βαγγέλης ξυπνούσε αλαφιασμένος για να με πάει στην κλινική. Μας ακολούθησε. Ο Βαγγέλης ούτε που τον πρόσεξε. Όταν οι γιατροί άρχισαν τις εξετάσεις ο άγγελος παραμέρισε και τους άφησε χώρο. Οι πόνοι τότε καταλάγιασαν. Άκουσα μόνο τον γιατρό να μου λέει «Κυρία μου είστε έγγυος στον ένατο μήνα. Δεν το ξέρατε;»

Από το παράθυρο της κλινικής είδα κατάφωτο το Αγγελοχώρι και τον φάρο του να καλωσορίζει ένα πλοίο. Η μπουρού του Αξιού, αντίκρυ, ανταπάντησε, την ώρα που ο Βαγγέλης λιποθυμούσε.

 

* * * * * *

 

* Ο Χριστόδουλος Δ. Λιτζερίνος γεννήθηκε στη Σαλονίκη, αλλά ζει και εργάζεται στη Χαλκιδική (γιατί σαν τη Χαλκιδική δεν έχει), όπου δικηγορεί, φτιάχνει κρασιά, καπνίζει και γράφει. Υπερασπίζεται τη σύντομη φόρμα και την απίστευτη συμπυκνωμένη της ενέργεια, η οποία γεμίζει τα μάτια του αναγνώστη με κομματάκια χρωμάτων καθώς εκρήγνυται. Ύστερα πίνει ένα ποτήρι κρασί.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top