Fractal

Διήγημα: “Υπάρχει παράδεισος;”

Της Τζένης Μανάκη //

 

dihghma

 

 

Χρόνια πάσχιζα να καταλήξω σε μια θετική, χωρίς αμφισβητήσεις θεωρία, που θα αποτελούσε τη βάση της πίστης μου στον Θεό. Δεν ήμουν ειδικός στο είδος, εννοώ δεν μπορούσα επιστημονικά να στηρίξω τις απόψεις μου, κι όμως μου τριβέλιζε το μυαλό η ιδέα της αθεϊας, που σταδιακά είχε αρχίσει να εγκαθίσταται μέσα μου. Προσπαθούσα με τη λογική, αυτή είχα ως στοιχείο εμπέδωσης της ατελούς θεωρίας μου και κάτι αναγνώσματα, χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια, από δω και από εκεί. Δεν είμαι σίγουρος αν θα βοηθούσε μια σχολαστική έρευνα στο να στοιχειοθετήσω κάτι πιο σταθερό, ούτε είχα και πολύ διάθεση να την κάνω. Ήμουν πάντα πολύ απασχολημένος με την επιστήμη μου. Βασανιζόμουν με τέτοιου είδους αναζητήσεις μόνο όταν είχα ζόρι και δεν υπήρχε κάποιος στον οποίο να προστρέξω. Τότε τον θυμόμουν, τον Θεό εννοώ.

Ήταν εκείνη η μέρα που πέθανε η μάνα μου που επανήλθε ο προβληματισμός μου, απαιτητικός αυτή τη φορά. Είχα παρακολουθήσει τον πόνο που της κατέτρωγε τα σωθικά, κι εμένα ανίκανο να την γιατρέψω, να σταματήσω το μαρτύριό της, να την ανακουφίσω πέρα από τα μικρής διάρκειας διαλείμματα , που έκαναν τη δουλειά τους τα παυσίπονα. Ήταν η πρώτη φορά στην επιστημονική μου καριέρα που ήθελα να σχίσω τα πτυχία μου. Προσπαθούσα ακόμη να την παρηγορήσω, να κατευνάσω την αγωνία της, αν τελικά ο Παράδεισος θα ήταν ο προορισμός της. Την διαβεβαίωνα – πολύ ντρεπόμουν γι αυτό – ότι δεν θα έπρεπε να αγωνιά για κάτι τέτοιο γιατί ήταν ένας εξαιρετικός από κάθε άποψη άνθρωπος – πράγμα που ήταν αλήθεια στα μάτια μου και ίσως όχι μόνο στα δικά μου – ότι ποτέ δεν είχε βλάψει κάποιον, ότι υπήρξε η καλύτερη μητέρα του κόσμου, η πιο ενάρετη γυναίκα που ήξερα, ότι ο Παράδεισος σίγουρα της ανήκε, όταν κάποτε σε μακρινό χρονικό διάστημα θα πέθαινε – και γι αυτή τη διαβεβαίωση ντρεπόμουν επίσης – γιατί ποτέ δεν θα το έκανα αυτό με τόση βεβαιότητα για κάποιον ξένο ασθενή μου.

Τελικά υπήρξα ένας μεγάλος ψεύτης, θα μπορούσε να μου το καταμαρτυρήσει, αν υπήρχε δυνατότητα να μου μιλήσει μετά το θάνατό της. Κι ενώ ως γιατρός θα έπρεπε να αισθανόμουν ότι ο θάνατος της ήταν επί της ουσίας η λύτρωση από το μαρτύριο του πόνου και το αδύνατο της ίασης, σαν άνθρωπος και γιος της ήμουν απαρηγόρητος . Ήμουν απαρηγόρητος και για την ψεύτικη διαβεβαίωση σχετικά με τη διάρκεια της ζωής της, όμως αυτό το ψέμα άρχισα να το υποτιμώ μέσα μου, ήξερα πόσο πολύτιμη γινόταν η ζωή, παρά την αθλιότητά της, για όλους τους ασθενείς και περισσότερο για εκείνους που ένιωθαν το ψυχρό πλησίασμα του θανάτου. Το άλλο ψέμα όμως;

Που να βρισκόταν τώρα; Πέρασε και χάθηκε… όπως περνούμε όλοι από αυτή τη ζωή και μόνο κάποιες αναμνήσεις αφήνουμε σ’ αυτούς που μας αγάπησαν ή μας μίσησαν…

Επανήλθαν απαιτητικοί αυτή τη φορά οι προβληματισμοί μου σχετικά με την ύπαρξη του Θεού. Σκεφτόμουν ότι η ιδέα ενός Θεού με πρόσωπο, που δημιούργησε έναν κόσμο με τόσο κακό και πόνο μέσα του απαιτεί και μία επανόρθωση, μία αποκατάσταση τουλάχιστον στη μετά θάνατο ζωή. Αυτές οι παραδοσιακές έννοιες όμως της μετά θάνατο ζωής δεν κατόρθωναν να μου εμπνεύσουν πίστη. Φανταζόμουν ότι το ίδιο να συνέβαινε και σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Όταν αφαιρούσα από τον συλλογισμό μου την υπόσχεση της μετά θάνατο ζωής από την δηλωμένη ως επίσημη θρησκεία μου, μαζί με την ”απειλή” της αιώνιας τιμωρίας, που αποτελούσαν τα παραδοσιακά θεμέλια του Χριστανισμού, μού έμενε ως υπόλοιπο ο εγκόσμιος Ανθρωπισμός, ο οποίος εμφορείται από τις ίδιες – τις υπόλοιπες – ιδέες του Χριστιανισμού.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς περπατούσα εγώ και η θλίψη μου, μέσα στο ψιλόβροχο παραμονές Χριστουγέννων, με τα φώτα από τα πολύχρωμα λαμπιόνια να μετατρέπουν τις σταγόνες της βροχής σε λαμπερά αστεράκια πάνω στα κάτασπρα μαλλιά μιας ηλικιωμένης κυρίας που βάδιζε δυο βήματα μπροστά μου. Σταμάτησε το βλέμμα μου πάνω της γιατί μου θύμισε την μάνα μου. Στα χέρια της κρατούσε πολύχρωμες σακούλες, δώρα για τα εγγονάκια της, σκέφτηκα. Η μάνα μου δεν είδε αυτή τη χαρά. Με τον ίδιο σκεπτικισμό που αντιμετώπιζα τη θρησκεία αντιμετώπιζα και τον γάμο. Χριστουγεννιάτικες μουσικές ερχόταν στ’ αυτιά μου παρηγορητικές και ίσως λίγο νοσταλγικές εκείνης της ηλικίας της αθωότητας, όπου ακόμη και ο Άγιος Βασίλης ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο! Φαίνεται πως η νοσταλγία αποτυπώθηκε στο πρόσωπό μου και έδιωξε την στάμπα του σκεπτικισμού και της θλίψης.

”Επιτέλους σε βρίσκω μετά τόσα χρόνια!”

Σήκωσα το βλέμμα μου και την κοίταξα με ανανεωμένη έκφραση νοσταλγίας, ανακατεμένης με έκπληξη και απρόσμενη χαρά.

”Πως βρέθηκες εδώ; Θέλω να πω… χαίρομαι τόσο που σε βλέπω! Πέρασαν τόσα χρόνια κι όμως δεν άλλαξες! Έχω την αίσθηση ότι έγινες ακόμη πιο όμορφη!”

Τα είπα όλα σχεδόν μονοκοπανιά, μ’ έναν σπάνιο για μένα αυθορμητισμό, σαν να ήθελα να το σκάσω από τις προηγούμενες σκέψεις μου. Το είδα στο βλέμμα της ότι κι εκείνη έτσι το πήρε. Με ήξερε καλά, ήξερε ότι ο αυθορμητισμός δεν ήταν το κύριο χαρακτηριστικό μου, σ’ αντίθεση μ’ εκείνη. Ίσως να ήταν και η αιτία που χωρίσαμε. Μου έλειπε για χρόνια απ’ όταν γύρισα, μετά τις σπουδές μου, από την Βοστώνη. Εκείνη έμεινε εκεί, δεν έμαθα ποτέ κάτι για τη ζωή της. Και τώρα νάτην μπροστά μου, το ίδιο χαμογελαστή κι αυθόρμητη να μου απλώνει το χέρι της κι εγώ να το κρατώ μέσα στα δύο δικά μου σαν κάτι πολύτιμο, σωτήριο θα έλεγα! Μ’ έναν δισταγμό δευτερολέπτων την αγκάλιασα και την φίλησα τρυφερά στα νοτισμένα μαλλιά της.

”Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!” επανέλαβα, και προσπάθησα ν’ αποδιώξω απ’ το μυαλό μου την εικόνα του γελοίου έφηβου που θα σχημάτιζε για μένα.

”Για σένα γύρισα!” μου είπε. ”Έμαθα για τη μητέρα σου, πάντα παρακολουθούσα την πορεία της ζωής σου, δεν ήθελα να είσαι μόνος αυτά τα Χριστούγεννα!”.

Με κατέλαβε η συγκίνηση κι έμεινα για λίγο ακίνητος χωρίς να κατορθώσω να συγκρατήσω δυο δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά μου. Εκείνη έβγαλε το γάντι της, τα σκούπισε με το χέρι της κι ύστερα το έφερε στο στόμα της να γευτεί την θλίψη μου ανάμικτη με τη χαρά μου.

Την αγκάλιασα και την φίλησα το στόμα μ’ ένα φιλί που κράτησε ένα ανεπίτρεπτο διάστημα για δύο ενήλικους σε δημόσιο χώρο. Κοιταχτήκαμε στα μάτια με ένταση – μια υπόσχεση, ότι οι ζωές μας προοριζόταν να κυλήσουν στο εξής μαζί!

”Σ΄ αγαπώ!” το είπαμε μ’ έναν συγχρονισμό που μάς έφερε γέλιο. Με κράτησε αγκαζέ και βαδίζαμε στους φωτισμένους δρόμους, με τα σώματά μας να εφάπτονται σ’ όλο το μήκος τους. Είχα την αίσθηση ότι έτσι ακριβώς ήμασταν πάντα! Ίσως ”έφταιγαν” τα Χριστούγεννα, τα στολίδια τους, οι μουσικές τους, οι ετοιμασίες για το ξημέρωμά τους, γι αυτήν την υπέροχη αίσθηση…

Στο πίσω μέρος του μυαλού μου έκανα τη σκέψη, που αμφέβαλα αν ήταν δική μου, έδινα περισσότερες πιθανότητες στο να διάβασα κάτι σχετικό κάπου, ότι ο Χριστιανισμός ίσως είναι παράλογος, ίσως αν ήταν απόλυτα λογικός δεν θα είχε αξία να τον πιστεύεις. Επιλέγεις να πιστέψεις κάτι χωρίς λογικό έρεισμα – κάνεις ένα άλμα στο κενό και μ’ αυτό τον τρόπο επιλέγεις τον εαυτό σου… και τον άνθρωπο που θα του αφιερώσεις τη ζωή σου. Αυτό το τελευταίο ήταν σίγουρα δικό μου.

Τελικά αυτό έκανα!

Περπατούσα δίπλα στην αγαπημένη μου με μια απρόσμενη σιγουριά και ένα καταλυτικό αίσθημα ευτυχίας. Σκεφτόμουν τη μάνα μου στον ουράνιο Παράδεισο κι εμένα στον επίγειο! Δεν απέκλεια να ήταν αυτά τα πιο όμορφα Χριστούγεννα της ζωής μου!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top