Fractal

Διήγημα: “Υδάτινο χέρι”

Της Ράνιας Κανιούρα // *

 

f10

 

Βγάζει το λαστιχάκι από τα μαλλιά και τα ξαναδένει πιο σφιχτά. Ακόμα κουρεύεται μόνη της. Παραμερίζει μερικές τρίχες από το μέτωπο και αφήνει το βλέμμα να περιπλανηθεί στο διαμέρισμα. Της φαίνεται πως ψιλή, λευκή σκόνη έχει καθίσει στην πλάτη του καναπέ, έχει καλύψει τα μπράτσα της πολυθρόνας, τα τοιχώματα του ποτηριού στο τραπεζάκι μπροστά της. Το κλιματιστικό ανακυκλώνει τον ίδιο ιδρωμένο αέρα από το πρωί. Το κλείνει και προετοιμάζεται για το κύμα ζέστης που εφορμά πάνω της. Κινείται προς την μπαλκονόπορτα με βάδισμα πάπιας.

Απλώνει το χέρι και μπορεί σχεδόν να πιάσει τα μαλλιά της ξερά σαν κληματσίδες. Όχι τα δικά της. Βλέπει τη σκιά της Βασιλικής διακεκομένη από τα παράλληλα κάγκελα του πλοίου, που μοιάζουν να μπήγονται στα πλευρά της και να προχωρούν ακάθεκτα. Το καλοκαίρι του ’96 ήταν, όχι την άνοιξη του ’97, στην πενταήμερη. Η Βασιλική κάτι της λέει, έχει έναν επιτακτικό τόνο στη φωνή της που της σφίγγει την ραχοκοκαλιά και δυσκολεύει την αναπνοή της. Λοιπόν Μαρώ, θα έρθεις μαζί μου; Ελάχιστοι βρίσκονται αυτήν την ώρα στο κατάστρωμα. Εκτός από εκείνον το γέρο με τα σκούρα γυαλιά ηλίου στο παγκάκι απέναντι. Το φως του ήλιου βαθαίνει κι άλλο τις ρυτίδες στο πρόσωπό του, κάνει το δέρμα του να μοιάζει κέρινο. Τα μεγάφωνα ανακοινώνουν πως το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι της Άνδρου. Κανένας από τους συμμαθητές ή τους καθηγητές δεν είναι παρόντες. Ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών και πλησιάζει το λαιμό της Βασιλικής. Τη δαγκώνει. Οι μύες γύρω από το στόμα του γέρου σκληραίνουν. Όσο εκείνες κατεβαίνουν βιαστικά τη σκάλα, ρίχνει μια ματιά πάνω από τον ώμο της κι ο γέρος γυμνώνει τα δόντια του αποκαλύπτοντας μια κεχριμπαρένια μασέλα. Όταν στήνονται στην ουρά, που ήδη έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο κάτω κατάστρωμα, τραντάζονται από ριπές γέλιου, σαν να τις πυροβολούν.

Κανείς δεν τη φωνάζει πια Μαρώ. Βυθίζει τα δάχτυλά της στο ποτήρι και δροσίζει το σβέρκο της με λίγο νερό. Τους πήρε δυο ώρες για να καταλάβουν πως έλειπαν. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί στο συνοδό που ήρθε με το επόμενο καράβι να τις παραλάβει. Η Βασιλική δεν μπήκε καν στον κόπο. Η δαγκωνιά στο λαιμό της είχε σχήμα ελλειπτικό. Πριν επιβιβαστούν ξανά στο πλοίο της ζήτησε να καλύψει το σημάδι με το φουλάρι της. Η Βασιλική άστραψε από θυμό και γύρισε το κεφάλι προς την άλλη μεριά.

Βουρτσίζει τα μαλλιά της στο μπάνιο. Ο όγκος τους βαραίνει στο λαιμό της. Στη γωνία, πάνω από τη μπανιέρα, έχει σχηματιστεί μια σκούρα κηλίδα υγρασίας. Αν την κοιτάξεις για πολλή ώρα, σου φαίνεται πως κινείται. Αφαιρεί τις τρίχες από την βούρτσα, κατεβάζει το καπάκι της λεκάνης και βολεύεται. Κουράζεται να μένει ώρα όρθια. Τραβάει το καζανάκι, χωρίς να χρειάζεται. Περιμένει να γεμίσει και το ξανατραβάει. Βλέπει το κεφάλι της Βασιλικής, πότε να

χάνεται και πότε να εμφανίζεται στη λεκάνη της τουαλέτας. Το τελευταίο βράδυ της πενταήμερης ήταν, λίγες ώρες πριν φτάσουν στον Πειραιά. Θυμάται το χέρι με το λαχανί μανίκι, τίποτε άλλο, ούτε το πρόσωπο, ούτε το σώμα στο οποίο ανήκε, να βουτάει το κεφάλι της Βασιλικής στο λερό νερό. Το μέτωπο της Βασιλικής προσέκρουε στο χείλος της λεκάνης με έναν κούφιο γδούπο, στην προσπάθειά της να ξεφύγει. Τη Μαρώ την ανάγκασαν να κοιτάει. Κούναγε χέρια πόδια όπως κάποιος που τον έχουν ρίξει στη θάλασσα χωρίς να ξέρει κολύμπι. Ψάχνει στο ψάθινο καλάθι για το ψαλιδάκι. Κόβει τα μαλλιά της με γρήγορες, αποφασιστικές κινήσεις. Βρωμολεσβίες. Αυτή ήταν η ετυμηγορία των συμμαθητών τους. Τα κονταίνει κι άλλο, σύρριζα στο κρανίο. Δυο κόκκινα δαχτυλίδια έχουν σχηματιστεί στον μεγάλο και στον δείκτη, όταν, μετά από λίγο, αφήνει το ψαλίδι στο νιπτήρα. Σκύβει κάνοντας βαθύ κάθισμα και μαζεύει τις πεσμένες τούφες. Έχει λαχανιάσει. Το επίμονο κλάμα ενός μωρού διαπερνά το στενό παράθυρο του φωταγωγού. Με βήμα αργό προχωρά στο διάδρομο, βγαίνει στο μπαλκόνι και αφήνει τις τούφες να πέσουν στο δρόμο. Μάταια πιέζει τον εαυτό της να θυμηθεί ποιος καθηγητής ήταν εκείνος που άκουσε τις φωνές από την καμπίνα τους πρώτος. Καμιά φορά, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, ακούει το αργό βήμα του ηδονοβλεψία γέρου στο κατάστρωμα.

Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Έχει αφήσει τη βρύση στη μπανιέρα ανοιχτή. Ακόμα κι έτσι το σιγανό κλάμα του μωρού ακούγεται. Αναρωτιέται αν της Βασιλικής θα της άρεσαν έτσι κομμένα τα μαλλιά της. Σχεδόν τη βλέπει δίπλα της να ψηλαφεί τα σκαμπανεβάσματα στο κρανίο της και να τη ρωτάει, Θα έρθεις να κολυμπήσουμε; Είχαν κατέβει από το καράβι χωρίς να τις προσέξει κάποιος καθηγητής, πιασμένες αγκαζέ, και με έναν αέρα νίκης στο βηματισμό τους. Αναζητήσανε την πιο κοντινή παραλία. Η Βασιλική βούτηξε αμέσως, ενώ η Μαρώ ξάπλωσε στα καυτά βότσαλα. Κάθε εκατοστό του κορμιού της ήταν σε επιφυλακή, λες και της είχαν κάνει ένεση αδρεναλίνης. Είδε τα μακριά χέρια της Βασιλικής να ανεμίζουν και να την καλούν. Έμεινε με τα εσώρουχα και γλίστρησε κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η Βασιλική κολύμπησε προς το μέρος της. Το πρόσωπό της, κόντρα στο φως του ήλιου, ήταν σκοτεινό λες και κάποιος είχε σβήσει με μια κίνηση όλα της τα χαρακτηριστικά. Άκουγε το κύμα να ανακατεύει τα χαλίκια, ένα υδάτινο χέρι, κάθε φορά και διαφορετική ζαριά. Γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω, και κοίταξε το σημείο στα βότσαλα που καθόταν πριν λίγο. Με κάθε απλωτή στα διαυγή νερά ένιωθε πως απομακρυνόταν από εκείνη την κουλουριασμένη, στα βότσαλα, φιγούρα.

Δεν τον άκουσε να μπαίνει. Το χνότο του μυρίζει μπύρα κι η ανασαίνει βαριά. Ακόμη την ξαφνιάζει η παρουσία του ψηλού, μελαχρινού άντρα στο δωμάτιο, κι ας έχουν κλείσει δυο χρόνια παντρεμένοι. Τα μαλλιά της έτσι κομμένα δεν του αρέσουν, αλλά δεν της λέει τίποτα. Ξαπλώνει δίπλα της και της χαϊδεύει την κοιλιά. Της λέει πως το δέρμα της φέγγει σαν πανσέληνος και πως θα ήθελε το μωρό τους να είναι κορίτσι. Εκείνη το ξέρει πως θα είναι κορίτσι. Όταν είναι μόνες τους τη φωνάζει Βασιλική. Το μωρό στριφογυρίζει βίαια σαν να διεκδικεί κι άλλο από το χώρο μέσα της.

 

 

* Η Ράνια Κανιούρα γεννήθηκε στην Καρδίτσα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στη σύγχρονη λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο East Anglia, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ποιήματά της έχουν δημοσιεύσει στα λογοτεχνικά περιοδικά «Πάροδος», «Πανδώρα» και «Παρέμβαση». Το διήγημά της «Από το πίσω κάθισμα» δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο «19 νέα βήματα« (εκδόσεις Ελευθερουδάκη) και το διήγημα «Αόρατη Κλωστή» στο e-book «Hotel Χάος» (εκδόσεις Πατάκη). Από το 2006 εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στη δημόσια μέση εκπαίδευση.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top