Fractal

Η αυτοψία της μεταπολεμικής Ιαπωνίας και “Η ζωή ενός πλαστογράφου- Πανσέληνος-Ομπάσουτε” του Γιασούσι Ινόουε

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Εκδόσεις Άγρα. 2005. Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης

 

Γεννημένος το 1907, ο Γιασούσι Ινόουε (Yasushi Inoue) ήταν σαράντα δύο ετών  όταν δημοσίευσε το πρώτο του έργο, το 1949. Αυτή βεβαίως ήταν η αρχή, γιατί στη συνέχεια έμελλε να εξελιχθεί σε έναν απίστευτα παραγωγικό συγγραφέα, με κάπου πενήντα  μυθιστορήματα και εκατόν πενήντα διηγήματα, μέχρι το θάνατό του, το 1991. ‘Η ζωή ενός πλαστογράφου’, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, ενώ παρακολουθεί τη ζωή μιας ιδιοφυΐας, γοητεύεται όλο και πιο πολύ από τη ζωή ενός πλαστογράφου.

 

sx1

 

Ο αφηγητής ξεκινά με μια εξομολόγηση: ‘Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από την ημέρα που ανέλαβα τη συγγραφή μιας βιογραφίας του Ιάπωνα ζωγράφου Κεϊγκάκου Όνουκι, κάτι που μου εμπιστεύτηκε η οικογένειά του, και μέχρι σήμερα δεν έχω ακόμη καταφέρει να τηρήσω τη συμφωνία μας’. Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αφηγητής έχει μια καλή δικαιολογία γιατί τα πράγματα καθυστέρησαν. Ο Κεϊγκάκου πέθανε το 1938. Το 1942, η οικογένεια πήρε την απόφαση για τη συγγραφή της βιογραφίας, λέγοντας ότι δεν είχε καμία ιδιαίτερη βιασύνη, αλλά θα ήθελε να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη βιογραφία με την έβδομη επέτειο από το θάνατο του πατέρα τους, δηλαδή το 1945. Ο πόλεμος παρενέβη, όμως, στις εξελίξεις και κανείς δεν πίεσε τον αφηγητή κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, αφού ‘και για μένα και για την οικογένεια Όνουκι ο πυρετώδης ρυθμός της ζωής εκείνη την περίοδο αρκούσε ήδη και περίσσευε και χωρίς τη βιογραφία του Κεϊγκάκου, ήταν φυσικό και η δουλειά της συγγραφής να βρίσκεται σε προσωρινή αναστολή…’. Αλλά μόλις ο πόλεμος τελείωσε, η οικογένεια Όνουκι επικοινώνησε ξανά μαζί του ρωτώντας τον αν θα μπορούσε να γράψει τη βιογραφία και, αν ναι, να το πράξει το συντομότερο δυνατόν, γιατί δεν θα μπορούσαν πλέον να επιτρέψουν άλλο το έργο να μαραζώσει. Έτσι, μία φορά το χρόνο, απευθύνονταν σε αυτόν για να δουν πώς προχωρά το όλο έργο. Εκείνος, ο αφηγητής δηλαδή, προσπαθεί να κερδίσει πάντοτε λίγο χρόνο, βρίσκοντας συνεχώς δυσκολίες. Η ζωή του πατέρα τους, όμως, δεν ήταν καθόλου μα καθόλου απλή! Φαίνεται ότι δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με κανέναν, κι έτσι αναρωτιόταν πως να προχωρήσει στη συγγραφή της βιογραφίας, χωρίς κάποιες στοιχειώδεις έστω απαραίτητες πληροφορίες; Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε ότι είναι πλέον καιρός! Και όμως, και πάλι βρίσκεται σε λάθος δρόμο, σχεδόν αμέσως όταν βρίσκει κάποια αναφορά για εκείνο το ‘περίεργο πρόσωπο’, που παρέπεμπε στο συμπέρασμα ότι κάποιος προφανώς βρισκόταν κοντά στον Κεϊγκάκου, παρά τις μέχρι τότε αντίθετες πληροφορίες του. Κοιτάζοντας προσεκτικά μέσα στο ημερολόγιο του Κεϊγκάκου, ειδικά στο χρονικό διάστημα 1897-1899, τα μάτια του αφηγητή καρφώνονται πάνω στο όνομα Σινοζάκι, και μάλιστα σε σκόρπια σημεία του κειμένου. Τότε, ξαφνικά, σταματά, σκέφτεται λίγο και παίρνει την απόφαση να κάνει μια σχετική έρευνα. Συγκεκριμένα να πάει με τον κληρονόμο του μεγάλου ζωγράφου, Τακούχικο Όνουκι, να δούνε ιδίοις όμασι, μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Κεϊγκάκου που βρίσκονταν σκορπισμένα σε διάφορα χωριά κοντά στη γενέτειρα του καλλιτέχνη. Εκεί ανακαλύπτουν ότι σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν, υπήρχαν πλαστά έργα ζωγραφικής του Κεϊγκάκου. Ο αφηγητής συνειδητοποιεί ότι αυτός ο Σινοζάκι, ο παραχαράκτης, ήταν προφανώς στενός φίλος του μεγάλου ζωγράφου, γνωστός επίσης και ως Χόσεν Χάρα.

Όπως υποδηλώνει ο τίτλος, το βιβλίο αυτό μάλλον δεν ασχολείται με τον μεγάλο ζωγράφο, αλλά αντιθέτως με τον φίλο του, ο οποίος, ταλαντούχος ων στη δουλειά που έκανε, κατέστρεψε τη φιλία τους με τη δημιουργία και στη συνέχεια την πώληση πλαστών έργων ζωγραφικής. Τι σημαίνει, όμως, όταν κάποιος χρησιμοποιεί τις δημιουργικές του δυνάμεις για να αντιγράψει άλλους; Τι σημαίνουν τα αντίγραφα των έργων ζωγραφικής σε αυτούς που τα αγοράζουν; Οι απαντήσεις βεβαίως δεν είναι εύκολες. Αντίθετα, αυτό που έχουμε είναι μια προσωπική σχέση με έναν τρισάθλιο νεκρό, μια σχέση που αρχίζει να παρέχει μιας μορφής ‘σταθερότητα’, ίσως όπως και η ίδια η τέχνη: ‘Σε μια στιγμή που ακόμα και η μοίρα της χώρας ήταν αβέβαιη, δεν είχα την παραμικρή πρόθεση να προκαλέσω ανώφελες ανησυχίες στους ανθρώπους που πίστευαν ότι είχαν στην κατοχή τους έργα του Κεϊγκάκου. Συλλογιζόμουν ότι αυτοί οι πλαστοί πίνακες Κεϊγκάκου από το χέρι του Χόσεν Χάρα, δεν θα έφευγαν στον αιώνα τον άπαντα από αυτό το χωριό… για κάποια άλλη γη…’. Προχωρώντας το συλλογισμό του, ο αφηγητής λέει πως θα επιβίωναν για εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες χρόνια, και θα πήγαιναν από χέρι σε χέρι, θα άλλαζαν σπίτι και ιδιοκτήτη, σε ανθρώπους οι οποίοι θα αγνοούσαν ακόμα και το όνομα του Κεϊγκάκου Όνουκι. ‘…. Ότι και να συμβεί στη χώρα μας, τολμώ να πω ότι τίποτα μάλλον δεν θα αλλάξει αυτήν την πραγματικότητα..’, σκέφτεται.

Και ξαφνικά, για σύντομο χρονικό διάστημα, στιγμιαία, νοιώθει ότι βρίσκεται μπροστά σε κάτι αιώνιο! Αλλά, όμως, στη ‘Ζωή ενός Πλαστογράφου’ οι ήρεμες στιγμές των έργων και της δημιουργίας του πλαστογράφου αφήνονται να έλθουν σιγά –σιγά στο προσκήνιο, κάνοντας το χαρακτήρα περισσότερο τραγικό, παρά αξιολύπητο. Οι πίνακες του Κεϊγκάκου είναι, και ο αφηγητής παραμένει πάντα σταθερός σε αυτή την άποψη, καλύτεροι από οποιαδήποτε πλαστογραφία του Χόσεν, αλλά δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι η ζωή του Χόσεν Χάρα, ή αυτό που αισθανόμαστε, είναι ένα πιο βαθύ κομμάτι τέχνης!

 

sx2

 

Σιγά-σιγά το ενδιαφέρον και η έρευνα του αφηγητή εμπλουτίζονται με καινούργιες αποκαλύψεις όσον αφορά τον παραχαράκτη Χόσεν Χάρα. Ανακαλύπτει ότι στα γηρατειά του, ο Χόσεν επέστρεψε στη γενέτειρά του, αγόρασε ένα ερημικό σπιτάκι και δημιούργησε μια εταιρεία κατασκευής πυροτεχνημάτων. Εκεί κάποια στιγμή χάνει τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού του σε ένα ατύχημα, και παράλληλα τη γυναίκα του, που τον εγκαταλείπει και αρνείται να επιστρέψει πίσω. Ο αφηγητής ακολουθεί το μονοπάτι για το σπίτι όπου ο Χόσεν πέθανε μόνος του, συνομιλώντας με εκείνους που τον ήξεραν, σαν να προσπαθεί να καταλάβει ένα μυστήριο που δεν μπορεί να δει σε όλες του τις διαστάσεις και να διατυπώσει. Μια ηλικιωμένη γριούλα με καμπουριασμένη πλάτη, βρισκόταν εκεί και ήταν μάλλον διαπιστευμένη με τη διαχείρισή του.

‘… Εκείνο το σπίτι βρισκόταν στην πλαγιά ενός χαμηλού λόφου που κυμάτιζε νωχελικά στα νότια του μικρού χωριού, ένα σπίτι το οποίο, απ’ ότι μου είχαν πει, ήταν το ψηλότερο του χωριού, εκεί που βρισκόταν μόνο του, απομακρυσμένο από τον υπόλοιπο οικισμό, σαν αν πετούσε….’. Για τα σπιτάκια αυτά, ο συγγραφέας επανέρχεται στο άλλο διήγημα του βιβλίου, το ‘Ομπάσουτε’, που ασχολείται με το θρύλο για τις ανήμπορες και μικροκαμωμένες γριούλες τις οποίες οι γιοί μεταφέρουν εκεί, στην κορφή του βουνού και τις εγκαταλείπουν μόνες, στο έλεος του Θεού, να πεθάνουν. Ο Χόσεν ζει αντιγράφοντας το έργο ενός καλλιτέχνη με τον οποίο αισθάνεται ίσος, αλλά γνωρίζοντας παράλληλα ότι εκείνοι είναι πιο πολύτιμοι από τους δικούς τους πίνακες, και συμπληρώνει τις ώρες του φτιάχνοντας πυροτεχνήματα. Όμως, ‘…η εικόνα του σε αυτό το σπίτι ήταν πολύ πιο απελπισμένη, σκοτεινή και αξιοθρήνητη από εκείνη του Χόσεν Χάρα, του πλαστογράφου έργων τέχνης…’.

Τελειώνει τη ζωή μόνος, προσπαθώντας να εκφράσει την εσωτερική του ζωή με ένα συγκεκριμένο πυροτέχνημα. Είχε εμμονή να παρουσιάσει ένα βαθύ πλούσιο βιολετί χρώμα, σαν μια κινεζική καμπανούλα. Ίσως η πιο θλιβερή εικόνα είναι εκείνη του λευκού χαρτιού που άφησε ο Χόσεν πριν το θάνατό του, σαν να ήταν έτοιμος να κάνει ένα πίνακα ζωγραφικής όταν συνέβη το μοιραίο. ‘…Μάλλον προαισθάνθηκε το θάνατό του και θέλησε κάτι να ζωγραφίσει…’. Ο τάφος του, απλός, μια πέτρα μισοθαμμένη στα αγριόχορτα, χωρίς κανένα διακριτικό γνώρισμα, η ταφόπλακα του Χόσεν. Όμως, ‘… πέρα από αυτή τη μικρή ταφόπλακα, απλωνόταν η θέα… οι κορυφογραμμές των οροσειρών η μια μετά την άλλη, ευγενικές κυματιστές καμπύλες, και πιο κοντά όταν χαμήλωνες τα μάτια, τα σπίτια του χωριού, ευδιάκριτα, κουβαλώντας την οργιαστική βλάστηση των δέντρων τους, τοποθετημένα εδώ κι εκεί μές τον κάμπο σαν μικροσκοπικά παιχνίδια…’.

Η γυναίκα του, από τη στιγμή που τον εγκατέλειψε, δεν τον επισκέφτηκε ποτέ, αλλά πρέπει να ήρθε μάλλον στην κηδεία του, κατά τα λεγόμενα της γριούλας στο σπίτι του. Εκείνη η γυναίκα με τους ισχνούς λοβούς των αυτιών, ‘και αυτό έδινε μια αίσθηση μεγάλης στέρησης, επιπλέον ότι ήταν σημάδι κακοτυχίας…’, η οποία όπως εξομολογήθηκε στον αφηγητή, από τη στιγμή που έφυγε από κοντά του και μέχρι το θάνατό του, εκείνος την επισκέφτηκε μια μόνο φορά και αυτή για να την παρακαλέσει να πάει εκείνη αντί αυτού στην κηδεία του Δάσκαλου Κεϊγκάκου. Να κάψει λίγο θυμίαμα αντί γι αυτόν! Ακούγοντάς την, συνειδητοποιεί τα λεγόμενά της. ‘… Εκείνος κουβαλούσε την κατάρα να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη ζωγραφική ενός πίνακα παρά για τα τρία γεύματα την ημέρα…, αλλά κατέληξε να μη ζωγραφίζει ούτε ένα πίνακα άξιο λόγου… έφτασε να χάσει τρία δάχτυλα φτιάχνοντας πυροτεχνήματα και να του γίνει έμμονη ιδέα το μπλε-μώβ και να μιλάει μόνο γι αυτό χωρίς ούτε αυτό να καταφέρει να πετύχει. Δεν ήταν κανένας ιδιαίτερα κακός άνθρωπος, γεννήθηκε όμως κάτω από κάποιο κακό άστρο…’.

 

sx3

Ουταγκάουα Χιροσίτζε (1797 – 1858). Από τη σειρά ‘Τριάντα όψεις του Όρους Φούτζι’, 1858.

 

Αλλά ο αφηγητής συγγραφέας καταλήγει, ότι αυτό που είχε δει στον Χόσεν ‘δεν ήταν το ξετύλιγμα μιας ζωής που ήταν προορισμένη από τη γέννησή της να είναι μια πορεία σκοτεινή και θολή, αλλά η τραγωδία ενός μέτριου ανθρώπου, που είχε συνθλιβεί σφυροκοπημένος από την επαφή με το βάθος της ιδιοφυΐας του ίδιου του φίλου του’. Κι αυτό ήταν κάτι που ναι μεν είχε σχέση με τον Χόσεν και τον Κεϊγκάκου, αλλά και με κάτι ακόμα. Με την ίδια τη ζωή!

‘Η ζωή ενός πλαστογράφου’ δείχνει ότι ο Ινόουε, ήταν ευαίσθητος στις εσωτερική ζωή των χαρακτήρων του. Η συγκεκριμένη έκδοση της ‘Ζωής ενός Πλαστογράφου’, περιέχει άλλες δύο ιστορίες, που τιτλοφορούνται ‘Πανσέληνος’ και ‘Ομπασούτε’. Στην ‘Πανσέληνο’, ο Ινόουε περιγράφει την άνοδο, αλλά περισσότερο την εντυπωσιακή πτώση ενός ανθρώπου, στελέχους μιας μεγάλης εταιρείας, του Καγκεμπαγιάσι Μίγιουκι, στη δεκαετία του 1950. ‘… Όταν ένας άνθρωπος αποκτά πλούτο, αρχίζει να επιθυμεί εξουσία και αξιώματα και αμέσως μετά γυναίκες, και όταν τις χορτάσει κι αυτές, στο τέλος θέλει δόξα και μετάλλια…’.

 

sx4

 

Στην τελευταία νουβέλα, το ‘Ομπάσουτε’, ο συγγραφέας κάνει σαφή αναφορά στο θρύλο του βουνού όπου πάνε και εγκαταλείπουν τις γυναίκες που έχουν γεράσει! Μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν, ιστορίες που κάνουν τη μικρή ηλικία να φουσκώνει από θλίψη. Θέμα, η αγάπη και αγωνία του χωρισμού παιδιού και γονιού. Το βουνό ‘Ομπάσουτε’, της επαρχίας Σίνανο, όπου έχουν ενσωματωθεί πάμπολλοι θρύλοι, τόπος ταυτόχρονα ιδανικός για την ενατένιση της πανσελήνου. Η μητέρα του αφηγητή, όμως, όπως αυτός αφήνει να εννοηθεί, ίσως είχε άλλη γνώμη! ‘… Μήπως η ιδέα που είχε στοιχειώσει στο μυαλό της… να πάει να ζήσει μόνη της στο Ομπάσουτε, δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα είδος κατάφωρης, θα μπορούσε να πει κανείς, στάσης απαισιοδοξίας, απέναντι στη ζωή…’; Ένα μέρος απόκοσμο, ερημικό, πλαγιές διάσπαρτες με μεγάλες πέτρινες στήλες, πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένα ποιήματα. Παλιά και καινούργια ‘ουάκα’, χάικου και κινέζικου στυλ ποιήματα, τα οποία εκεί όπου είχαν χαραχτεί, πρέπει να ήταν εγκώμια στη λάμψη του φεγγαριού.

Στις τρεις νουβέλες του βιβλίου, ο Γιασούσι Ινόουε ακολουθεί άλλες ατραπούς. Ακολουθεί σκοτεινούς δρόμους, όχι ξεκάθαρους. Πλησιάζει την αλήθεια χρησιμοποιώντας την ανάποδη πορεία. Από την παρακαμπτήριο οδό της αποτυχίας, οδηγείται στη συνάντηση με τη μεγαλοφυΐα! Όλα αυτά μέσα σε μια χώρα να παραπαίει στη μεταπολεμική περίοδο, μια εποχή κατά την οποία η Ιαπωνία αναγνωρίζει τον εαυτό της μέσα στο βάθος των αδυναμιών της, αρνούμενη να αναλάβει τις βαριές ευθύνες της και στρέφοντας το βλέμμα της ψηλά στον ουρανό με τα μπλε χρυσάνθεμα κι ατενίζοντας το ολόγιομο φεγγάρι τις δύσκολες νύχτες της, προσπαθώντας παράλληλα να αποτίσει φόρο τιμής σε εκείνους τους χαμένους, τις ένδοξες φυσιογνωμίες της ιστορίας της.

 

sx5

 

O Ιάπωνας Γιασούσι Ινόουε (Yasushi Inoue, 1907-1991) ως συγγραφέας, ήταν πολύ παραγωγικός. Γνωστός στο διεθνές προσκήνιο, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής, του οποίου η θεματολογία κυμαινόταν από τη σύγχρονη Ιαπωνία έως την αρχαία Κίνα, αλλά κέρδισε τη φήμη με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ο Ινόουε ξεκίνησε τη λογοτεχνική καριέρα του, αφού έφτασε στη μέση ηλικία του. Έλαβε πολλά βραβεία και τιμήθηκε ως ‘εθνικός θησαυρός’ της Ιαπωνίας. Ο Γιασούσι Ινόουε γεννήθηκε στην Ασαϊκάουα, στο βόρειο νησί Χοκάιντο. Ο πατέρας του, Hayao, ήταν στρατιωτικός γιατρός, ο οποίος έπαιρνε αρκετά συχνά μεταθέσεις σε άλλες πόλεις. Η μητέρα του, Yae Inoue, προερχόταν από μια οικογένεια γιατρών για πολλές γενιές. Στην ηλικία των έξι ετών, ο Γιασούσι Ινόουε στάλθηκε στη γιαγιά του, μια πρώην γκέισα και μεγάλωσε στην περιφέρεια Σιζουόκα (Shizuoka). Ενώ βρισκόταν στο Γυμνάσιο, άρχισε να διαβάζει ποίηση. Το 1926, μετακόμισε στο Kanazawa, όπου ζούσαν οι γονείς του και παρακολούθησε την τέταρτη Ανώτατη Σχολή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εκπαιδεύτηκε μανιωδώς στο τζούντο και έγραφε ποιήματα. Προς απογοήτευση της οικογένειάς του, ο Ινόουε απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις στην ιατρική σχολή στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο Kyushu.

Ο πατέρας του, όταν συνταξιοδοτήθηκε από την εργασία του, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε κατάσταση ημιαπομόνωσης, ανατρέφοντας κοτόπουλα. Ο Ινόουε έγινε δεκτός στο τμήμα Αγγλικών του Πανεπιστημίου, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και μεγάλη προσοχή στις σπουδές του. Μετά την είσοδό του στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Κυότο όπου σπούδασε αισθητική και τη φιλοσοφία, έλαβε το πτυχίο το 1936. Η διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα την ποίηση του Paul Valéry. Το 1935 παντρεύτηκε την Inoue Adachi Fumi, της οποίας ο πατέρας ήταν καθηγητής ανθρωπολογίας. Στην αρχή δημοσίευσε μερικά ποιήματα και διηγήματα σε περιοδικά, αλλά εγκατέλειψε την καριέρα του στη λογοτεχνία και έγινε δημοσιογράφος για το εβδομαδιαίο περιοδικό Sande Mainichi στην Οσάκα. Αφού υπηρέτησε ως στρατιώτης στη Βόρεια Κίνα το 1937-38, συνέχισε ασχολούμενος με το πολιτιστικό ρεπορτάζ. Μετά τον πόλεμο ο Γιασούσι Ινόουε έκανε θεαματική είσοδο στους λογοτεχνικούς κύκλους ως συγγραφέας, το 1949, με δύο σύντομες νουβέλες, την Ryoju και τη Togyu, με την τελευταία να κερδίζει το 1950 το διεθνούς κύρους βραβείο Akutagawa για τη λογοτεχνία. Το 1951, μετακόμισε στο Τόκυο και αφιερώθηκε αποκλειστικά στο γράψιμο. Επισκέφθηκε την Κίνα στα τέλη του 1950, όπου αργότερα ταξίδεψε αρκετές φορές, ενώ το 1964 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Τεχνών της Ιαπωνίας. Από το 1969-1972 υπηρέτησε ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ιαπωνικού Φιλολογικού Συλλόγου. Το 1976 έλαβε το παράσημο της Πολιτιστικής Αξίας, την υψηλότερη τιμή που παραχωρείται από την ιαπωνική κυβέρνηση. Πέθανε στις 29 Ιανουαρίου του 1991 στο Τόκυο. Το όνομά του συχνά αναφέρθηκε ως υποψήφιο για το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία.

Οι ιστορίες του Ινόουε είναι συχνά αυτοβιογραφικές και έχουν αντικειμενικότητα και ηρεμία, ενώ δημιουργούν κάποια δυσκολία στους δυτικούς αναγνώστες και μη γνώστες των ιδιαιτεροτήτων της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Στο ‘Χρονικό της Μητέρας Μου’ (1975), ο Ινόουε αναφέρεται χωρίς συναισθηματισμούς για τις τεταμένες σχέσεις με τον πατέρα του, καθώς και την ασθένεια της μητέρας του και συγκεκριμένα για τη νόσο Alzheimer, όταν εκείνη πέφτει σε άνοια. Η προσπάθεια του πατέρα του, εκεί, για να προσεγγίσει τον γιο του με μια απλή κίνηση, κουνώντας τα χέρια, καταλήγει δυστυχώς, άσχημα:

‘Ακριβώς αυτό, δύο χέρια απαλά κρατώντας το ένα πάνω στο άλλο. Στη συνέχεια, την επόμενη στιγμή ένιωσα το χέρι μου που σιγά σπρωχνόταν μακρυά. Ήταν μια αίσθηση παρόμοια με το μικρό τράνταγμα του άκρου ενός καλαμιού ψαρέματος’. Στην περίπτωση της μητέρας του ο συγγραφέας εξετάζει τα θέματα της απώλειας, της παραίτησης και της μοναξιάς. Ξεχνάει το γάμο και τον σύζυγό της και βυθίζεται στον κόσμο της παιδικής ηλικίας.

Τα ιστορικά έργα του Ινόουε περιλαμβάνουν το ‘Ro-ran’ (1959) για την άνοδο και την πτώση ενός μικρού κράτους στην Κεντρική Ασία, το ‘Tonko’ (1959) που ασχολείται με τα κρυμμένα βουδιστικά χειρόγραφα στις σπηλιές Tun-huang, το ‘Aoki okami’ (1960), μια φανταστική αφήγηση της ζωής του Τζένγκις Χαν η οποία δημοσιεύθηκε αρχικά στο πολιτιστικό περιοδικό Bungei shunju στα 1959-1960, και το ‘Futo’ (1963) για τις επιθέσεις των Μογγόλων τον 13ο αιώνα. Το υλικό του βασίστηκε εν μέρει στα ταξίδια του στην Κορέα. Η επίσκεψή του στις Ηνωμένες Πολιτείες του έδωσε αφορμή να γράψει το ‘Wadatsumi’ (1977) που ασχολείται με την ιαπωνική μετανάστευση στην Αμερική. Και το ‘Seiiki monogarari’ (1968), επίσης, βασίστηκε στις εμπειρίες του Ινόουε στην Κεντρική Ασία.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top