Fractal

Διήγημα Fractal: “Χωρίς τίτλο”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

Άφηνα τις τελευταίες σκέψεις απ’ ό,τι μου συνέβαινε γενικώς τον τελευταίο καιρό   να ψυχορραγούν στο κρανίο μου και προσπαθούσα να επικεντρωθώ στο πώς θα αντιμετώπιζα τη ζωή μου  μόλις έφθανα, επιτέλους, στον προορισμό μου. Ήταν τότε που με πλησίασε και ζήτησε να καθίσει στο δικό μου τραπέζι. Ευγενικά. Έριξα μια βιαστική ματιά γύρω και διαπίστωσα ότι πράγματι όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες. Απάντησα αδιάφορα με μία δόση επίπλαστης ευγένειας,

 ”Ναι μπορείτε να καθίσετε”.

 

 

 

Στρογγυλοκάθισε, άφησε τον αχνιστό καφέ του δίπλα στο δικό μου, ένα τάμπλετ δίπλα στο βιβλίο μου, στρίμωξε μια κλειδοθήκη ανάμεσα καθώς έψαχνε μέσα σ’ ένα σακίδιο, κάτι που προοιώνιζε ότι και κάτι άλλο θα έβγαζε από εκεί και θα μ’ ανάγκαζε να συμμαζευτώ. Κανονική κατάληψη δηλαδή. Δεν ήθελα να δείξω ότι ενοχλήθηκα, κράτησα το βιβλίο στα χέρια μου κι άρχισα να διαβάζω.

 ”Μην ενοχλείστε”, μου είπε, ”θα έβαζα το βιβλίο μου πάνω στο δικό σας”. Χαμογέλασα συγκαταβατικά.

Να πάρει η ευχή την καταιγίδα που ενέσκηψε ξαφνικά κι έγινε αφορμή να ματαιωθούν όλες οι πτήσεις από και προς το αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. Το ”από” μ’ ενδιέφερε. Είχα γυρίσει μετά όσα μ’ ανάγκασαν να φύγω, για να διαπιστώσω ότι ήταν μία περιττή κίνηση στη ζωή μου. Μέσα στη στενοχώρια μου φώλιαζε και μια σπίθα χαράς που θ’ απέφευγα όλους εκείνους τούς ασήκωτους χειμώνες. Δεν ήθελα να τους ξαναζήσω. Όμως, όπως συνήθως συμβαίνει, αυτό που φοβάσαι δεν το αποφεύγεις. Με καθήλωσε η θύελλα στο αεροδρόμιο για περισσότερο από δώδεκα ώρες. Ήταν το τρίτο καφέ που επισκέφθηκα και είχα αποφασίσει να μη το κουνήσω από τη θέση μου, γιατί σίγουρα δεν θα έβρισκα εύκολα αλλού. Μ’ εκνευρίζουν οι αναμονές και τώρα άρχισε να μ’ εκνευρίζει και ο αναγκαστικός ”συγκάτοικος” σ’ αυτό το μικρό τραπέζι.

Ήλπιζα ματαίως, όπως αποδείχθηκε, ότι η πτήση του θα πραγματοποιηθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα για να μου αδειάσει τη γωνιά. Όμως όχι. Σκέφθηκα ότι όντως, ”η ελπίδα είναι ένα τέχνασμα για να μην απελπιζόμαστε από την πραγματικότητα’‘.

Η ζωή μου είχε τραβήξει μία ευθεία με σοβαρή απόκλιση από τις επιθυμίες και τα όνειρά μου. Η μοναξιά στη μεγαλούπολη μού ”χάρισε” μεγάλη δόση του εαυτού μου, έτσι που ίσα-ίσα απλά τον ανεχόμουν. Δεν μου έφθαναν αυτά, ήρθε και εκείνος δίπλα μου να ροκανίσει τα απομεινάρια της αντοχής μου. Προσπαθούσα να μην τον κοιτάζω και του δώσω θάρρος να μου πιάσει κουβέντα. Απέτυχα. Η περιέργεια με είχε ωθήσει να στρέψω το βλέμμα μου επάνω του για να καταλάβω τι είδους άνθρωπος είναι αυτός, που διαθέτει τόσο θράσος. Άκου να βάλει το βιβλίο του πάνω στο δικό μου! Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν κι αυτό το τόσο απλό γεγονός έγινε αφορμή να μη γλυτώσω ό,τι ακολούθησε. Μου χαμογέλασε κάπως περίεργα κι εγώ ανταπέδωσα μ’ ένα ψυχρό χαμόγελο που φαντάζομαι θα έμοιαζε με γκριμάτσα.  Ήταν από εκείνους τους τύπους που είναι απόλυτα σίγουροι για τον εαυτό τους και παραμένουν έτσι σ’ όλη τους τη ζωή. Το πρόσωπό του, τσακισμένο πρόσωπο ενός εξηντάρη, πρώην όμορφου άντρα, είχε μία έκφραση αυταρχισμού, που υποδήλωνε ότι ασκούσε κάποια εξουσία πάνω σε κάποιο αριθμό ανθρώπων που προφανώς θα θεωρούσε κατώτερους. Παρ’ όλα αυτά το βλέμμα του πρόδιδε ότι προσπαθούσε να καλύψει την αιτία μιας θλίψης.

 ”Ελπίζω ότι δεν ενοχλώ!” είπε. Ο τόνος του έδειχνε βεβαιότητα και όχι ελπίδα.

Απάντησα με το ίδιο χαμόγελο- γκριμάτσα. Δεν μ’ ένοιαζε, μπορούσε να σκεφθεί ό,τι ήθελε. Είχα ν’ αντιμετωπίσω τη δική μου νέα εκδοχή της δυστυχίας, δεν θα βασάνιζα το μυαλό μου με ξένες έννοιες.

 ”Αν ήσασταν λίγο πιο καλή μαζί μου, θα περνούσαμε όμορφα αυτές τις νεκρές ώρες της αναμονής”, μου είπε. Αναγκάστηκα να του μιλήσω.

 ”Δεν είναι μία ευτυχής στιγμή της ζωής μου και λυπάμαι, δεν θα είμαι καλή συντροφιά”, του το είπα σχεδόν απολογητικά, λες και του χρωστούσα κάποια εξήγηση. Εκνευρίστηκα με την υποχωρητικότητα μου ακόμη μία φορά. Αύτη μ’ έφερε σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν έπρεπε να ξαναγυρίσω στη Νέα Υόρκη. Έφευγα απελπισμένη, μετά από μία κυριολεκτικά άνυδρη περίοδο από άποψη έμπνευσης, στην οποία προστέθηκαν και πολλές αποτυχημένες προσπάθειες έκδοσης του τελευταίου βιβλίου μου, του οποίου οι σελίδες άρχισαν να γερνούν μέσα στην κλεισούρα του χαρτοφύλακα. Προφασίστηκα ότι διάβαζα για ν’ αποφύγω το έντονα ενοχλητικό βλέμμα του. Οι νευρικές κινήσεις του πάνω στην καρέκλα  αντανακλούσαν σε κάθε τι που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι  κι έφθαναν σ’ εμένα σαν ανεπαίσθητες σεισμικές δονήσεις, που δοκίμαζαν τα ταραγμένα νεύρα μου. Του έριξα αυθόρμητα ένα αγριωπό βλέμμα και εισέπραξα αμέσως μία αναπάντεχη οργή. ”Μη με κοιτάζεις έτσι, εξαιτίας σου βρίσκομαι εδώ! Εσύ της κάρφωσες την ιδέα αυτού του ταξιδιού! Κι εγώ σαν ηλίθιος ενέδωσα, ενώ αυτό που αγαπάω στη ζωή μου είναι η ολόιδια καθημερινότητα…” Τον κοίταξα έκπληκτη από την απρόβλεπτη αυτή εξέλιξη. ”Ποιός είστε κύριε και με ποιο θάρρος μου μιλάτε σ’ αυτό τον τόνο;” διαμαρτυρήθηκα, για να εισπράξω την ακόμη πιο οργισμένη απάντησή του: ”Τώρα υποκρίνεσαι ότι δεν με γνωρίζεις κιόλας, ενώ εσύ με καταδίκασες σ’ έναν δευτερεύοντα άλαλο ρόλο στο περιθώριο της ζωής της,  διαρκώς να παίζω τον κακό, εμένα που μ’ αγάπησαν οι πιο όμορφες γυναίκες της Αθήνας!” Τον κοίταξα έντονα προσπαθώντας, χωρίς να του απευθύνω λέξη, να καταλάβω με ποιον παλαβό έχω μπλέξει. Σηκώθηκε με κόπο όρθιος, μού έτεινε το χέρι του, που έμεινε μετέωρο για μερικά δευτερόλεπτα πριν το κατεβάσει άπρακτο, και μου συστήθηκε με υπεροψία. ”Πέτρος Πανδής!”

”Και τι θέλετε τώρα από μένα;” τού απευθύνθηκα στον πληθυντικό για να του κόψω τη φόρα. ”Το βιβλίο τελείωσε εκδόθηκε, κυκλοφόρησε, δεν μπορώ πια να κάνω τίποτα για σας ”. Χτύπησε με μανία το χέρι του  στο τραπέζι έτσι που ο μισός καφές του χύθηκε λεκιάζοντας ό,τι υπήρχε επάνω κι εγώ υποχώρησα κατά ένα περίπου μέτρο εγκαταλείποντας την καρέκλα μου. ”Άκου να σου πω κυρά μου, δεν γίνεται όποιους συμπαθείς να τους αφήνεις να εκφράζονται ελεύθερα και να καταδικάζεις στη σιωπή όσους δεν γουστάρεις!”. Έρριξα ένα βλέμμα γύρω μου και είδα ότι κανείς δεν ενοχλήθηκε από τις αγριοφωνάρες του. Επανήλθα στη θέση μου και αποφάσισα να μη του δώσω σημασία. ”Είχα κι εγώ τους λόγους μου”, συνέχισε σ’ έναν πιο ήπιο τόνο. ‘‘Αλλά δεν νοιάστηκες να απευθυνθείς, να μου δώσεις φωνή και να επιτρέψεις μόνο την Ειρήνη κι εκείνον τον ασήμαντο δημοσιογραφίσκο από την Θεσσαλονίκη να καταλάβουν όλες τις σελίδες του βιβλίου και να το γεμίσουν με τις αμφιβολίες τους”. Δεν του απάντησα ενώ είχα ένα σωρό επιχειρήματα που θα τον αποσβόλωναν, φοβήθηκα όμως μία νέα εντονότερη έκρηξή του που θα μας έκανε θέαμα. Προσπάθησα να δείξω ότι επικεντρώνομαι στο διάβασμα,  όταν κάποιος από πίσω μου μ’ ένα άγγιγμα στον ώμο δήλωσε την παρουσία του. ”Έτσι μπράβο! Μη του δίνεις σημασία, σιγά στο πρόσωπο… δεν φθάνει που μου την έκλεψε πάνω στην ένταση των συναισθημάτων μου, την έκανε σαν τα μούτρα του να ποτίζεται με τον μισό Θερμαϊκό σε βότκα.”  Γύρισα, κανείς. ”Ο Γιάννος είμαι, τόσο γρήγορα ξέχασες τη φωνή μου… Είχα την αίσθηση ότι ήμουν ο αγαπημένος σου ήρωας, φαντάζεσαι την απογοήτευσή μου όταν μ’  έκανες κερατά…  εμένα που έπαιζα χρόνια με τις γυναίκες… Να ξέρεις ότι και ο φίλος μου ο Σωτήρης θύμωσε μαζί μου. Ήταν ανάγκη να με εκθέσεις έτσι, να με βάλεις να διηγηθώ εκείνη την ιστορία που τον γελοιοποιεί, στη Μόσχα;” Αποφάσισα να τους εγκαταλείψω χωρίς δικαιολογίες κι ας έμενα χωρίς καρέκλα μέχρι να έρθει η ώρα της πτήσης μου. Έβαλα το βιβλίο στη τσάντα και μόλις κράτησα την χειρολαβή της μικρής μου αποσκευής ένα  χέρι με τράβηξε βίαια σχεδόν από το μανίκι. ”Έχω δυο μήνες  πάνω σ’ αυτό το άθλιο τρένο, αν δεν έχεις σκοπό να συνεχίσεις κατέβασέ με, επιτέλους από εδώ, με ξεκούφανε ο θόρυβος των τροχών κι όλοι αυτοί οι ανεπιθύμητοι συνεπιβάτες …  Δεν σου έφτασαν οι προηγούμενες ταλαιπωρίες που είχα υποστεί εξαιτίας της φαντασίας σου;”

  Ξαφνικά, μία τεράστια έκκληση ατμού θόλωσε το τζάμι που βρέθηκε αιφνίδια μπροστά μου και έκανε αδύνατη την έξω θέα, ενώ ο ανατριχιαστικός συριγμός της μηχανής κάποιου τρένου και το εκκωφαντικό τρίξιμο των τροχών πάνω στις ράγες μ’ έκαναν ν’ ανασηκωθώ τρομαγμένη, χωρίς ακριβή αίσθηση του που βρίσκομαι. Το λαπ τοπ μετακινήθηκε, η οθόνη του άναψε και άρχισα να  διαβάζω:

 

”Έξι, επτά, τρία, ένα … άγγιξε και το τέταρτο στοιχείο το τυπωμένο πάνω στο δέρμα της, κι αναρίγησε στην ανάμνηση της θλιβερής περιπέτειάς της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Κρατούσε ανοιχτά τα βλέφαρα, ακόμη και την αναπνοή της, στην προσπάθεια να μη τα επιτρέψει να κυλήσουν πάνω στο πρόσωπό.

  Η πόρτα του κουπέ άνοιξε και μία φουριόζα νεαρή κυρία με κομψό καπέλο, σαν απομεινάρι μιας πρώην ένδοξης περιόδου της ζωής της, χαιρέτησε ζωηρά, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, σαν να την είχε αφήσει ψυχικά ανέγγιχτη η γενική τραγωδία. Βόλεψε τη φθαρμένη δερμάτινη βαλίτσα της, δίπλωσε προσεκτικά το παλτό της με το γούνινο γιακά και κάθισε σταυροπόδι στη θέση, δίπλα στο εσωτερικό παράθυρο του κουπέ, ρίχνοντας εξεταστικές ματιές στο διάδρομο, σαν κάτι να περίμενε. Ένας φθαρμένος πόντος στην κάλτσα της νεοφερμένης καθήλωσε το βλέμμα της Ελίζα , λες και ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του περιβάλλοντος. 

 Ύστερα έστρεψε το βλέμμα της  στο παράθυρο.

 Η αχλή της ατμόσφαιρας δεν επέτρεπε να ξεχωρίσει φυσιογνωμίες. Θολές κακοντυμένες φιγούρες με ατσούμπαλες αποσκευές συναθροιζόταν έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Διέκρινε το κατέβασμα του κόκκινου κλειδιού του σταθμάρχη, της φάνηκε σαν ένας ήλιος που βαίνει βίαια προς τη δύση. Το ξύλινο κάθισμα ταλαιπωρούσε το πονεμένο ακόμη κορμί της από τις κακουχίες του στρατοπέδου, σημάδι ότι ακόμη ζούσε, υπήρχε, κι ας είχε πολλές φορές την εντύπωση ότι έπαψε να υπάρχει. Το άνοιγμα της πόρτας την έκανε να στρέψει  το βλέμμα της στη σκουρόχρωμη φιγούρα του ψηλού άνδρα που καθώς ερευνούσε το περιβάλλον ψέλλισε έναν χαιρετισμό ανάμεσα στα δόντια του, που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν ένα αναμμένο τσιγάρο. Κάθισε απέναντι από την κυρία με το κομψό καπέλο κι αμέσως τράβηξε τη βρώμικη κουρτίνα που κρεμόταν μπροστά στο εσωτερικό παράθυρο. Της φάνηκε ότι αντάλλαξαν μεταξύ τους μία συνωμοτική ματιά. Εκείνος, ρούφηξε με βουλιμία τον καπνό και μετά τον άφησε να βγει έξω από τα ρουθούνια του καθώς ακούμπησε  το κεφάλι του πίσω με μία κίνηση ανακούφισης. Η Ελίζα  παρακολουθούσε το στροβιλισμό των δύο δεσμίδων καπνού  μέχρι τον πλήρη αφανισμό τους στον  ύποπτο αέρα που τους περιέβαλε.

  Η πόρτα άνοιξε πάλι. Μία μικρόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα με ταλαιπωρημένο πρόσωπο και σγουρά άσπρα μαλλιά προσπάθησε να περάσει. Η βαλίτσα του ψηλού με το τσιγάρο αφημένη στα πόδια του  εμπόδιζε την είσοδο. Με δυσαρέσκεια σηκώθηκε  και την τοποθέτησε πάνω στο ράφι. Η ηλικιωμένη χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού της και κάθισε δίπλα στην Ελίζα. Το ντύσιμό της ήταν ενδεικτικό της ευπρέπειας και αξιοπρέπειας της φτώχειας που προσπαθεί ανεπιτυχώς να παραμένει αόρατη. Κανείς δεν μιλούσε, λες και θα ενοχλούσε τη σιωπή. Ωστόσο κάτι το εύθραυστο, το εξομολογητικό, πλανιόταν στον αέρα που σε λίγο θα κατάπινε ο θόρυβος των τροχών.

   Το δυνατό σφύριγμα της μηχανής την τρόμαξε. Οι τροχοί άρχισαν πάλι να κυλούν αγκομαχώντας πάνω στις ράγες αργά και σταδιακά να επιταχύνουν με αντίστοιχη αύξηση του ενοχλητικού θορύβου, που ένιωθε να της τρυπά τα μηνίγγια….”

Μου χρειαζόταν ένας καφές!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top