Fractal

Διήγημα Fractal: “Χωρίς παραλήπτη”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

dihghma

 

Αγαπημένη μου μαμά,

Είναι φορές που η σκέψη ντύνεται με τον μανδύα του επιθυμητού και ξεστρατίζει απ’ τον δρόμο της λογικής. Έτσι και τώρα, διαλέγω μερικά αστραφτερά ρινίσματα μνήμης, τ’ ανασύρω ολοζώντανα και τους ζητώ να βοηθήσουν.

Σου γράφω λοιπόν, έτσι, για ν’ αφήσω τις λέξεις μου να τρέξουν προς εσένα, έτσι, για να τους μάθω πως δεν πρέπει να υποκύπτουν συνεχώς σε κανόνες, έτσι, για να κολυμπήσω γαλήνια σε μπλε λίμνη μαύρου μελανιού, να επαναφέρω στο νου ανθρωποφάγες στιγμές. Κάθε λέξη και ανάσα, αύρα που θα μεταμορφώσει αυτό που δεν μπορεί να δει σε κάτι που θα μάθει, κάποτε θα μάθει. Η άρνησή μου, τραγούδι θρηνητικού πλαγίαυλου, προς το παρόν τουλάχιστον. Να πολλαπλασιάσω τις στιγμές θέλω, να σταματήσω τη διαίρεση. Οι λέξεις με βαραίνουν. Φορτώνονται στον ώμο το ανούσιο και μου κλείνουν το μάτι κοροϊδευτικά. Γράφω, σβήνω, μόνο από ανάγκη να επιπλεύσω σ’ αυτή τη λίμνη από φράσεις που βούτηξα εκούσια. Κι από λέξεις που δεν πρόφτασα να πω. Δυστυχώς, άνωση δεν εντόπισα, πνίγηκα στην αλαζονεία του χρόνου που ήμουν βέβαιος πως υπήρχε. Δεν έχω την ικανότητα να σου μιλήσω για την σημερινή πραγματικότητα, η εμπειρία προέρχεται απ’ το προσωπικό βίωμα που δεν έχεις πια. Εκπλήσσομαι με την ανακάλυψη, κρατώ μέσα στο κεφάλι μου τον ήχο της φωνής σου ολοζώντανο και σου επιτρέπω να γελάσεις χαρούμενα. Χάνω τον έλεγχο μάνα, επινοώ διεξόδους γράφοντας για την εξόντωση του δικού μου πανικού και μόνο. Μεροληπτώ εις βάρος μου γιατί αυτό είναι το σωστό να γίνει, εγώ είμαι αυτός που δεν σου χάρισε λίγες από τις πολυάσχολες ώρες μου. Τις ζητούσες, με κάθε τρόπο τις ζητούσες από τ’ αυτιά μου τα σκεπασμένα με υποχρεώσεις και προσωπικές επιθυμίες. Σε τρέναρα έως το αύριο που δεν ήρθε ποτέ. Τώρα, ο χρόνος μού καγχάζει, υποδεικνύοντας βάναυσα πως δεν είναι δικός μου για να τον κάνω ό,τι θέλω. Όσους υπότιτλους κι αν βάλω στην ανάγκη μου, η μέρα θα σπρώχνει τον δείχτη του ρολογιού, αδιαφορώντας για την δική μου επιθυμία. Πού πηγαίνουν μάνα οι θετικές σκέψεις όταν μ’ εγκαταλείπουν; Δε ρωτάω για τις αρνητικές, ξέρω: φωλιάζουν στο στέρνο κι αρνούνται πεισματικά να το εγκαταλείψουν, παίρνουν συνεχώς βάρος και συνθλίβουν την ανάσα.

Δεν ζεις πια εδώ μάνα! Στις εκβολές της αλήθειας πνίγηκα, πίνοντας τόνους έκπληξης και αιφνιδιασμού! Το ποτάμι με παρασέρνει σε τόπους άγνωστους, αδύνατον να ξεφύγω, λέξη είναι που ειπώθηκε άκαιρα, σαν όλα τα “σ΄αγαπώ” που δεν σου είπα. Μετανιώνω. Για τις στιγμές που ζήτησες και δεν σου έδωσα. Για την βιαστική επίσκεψη στο σπίτι της μοναξιάς σου. Έναν γιό είχες μόνο, εμένα. Που τον ανάθρεψες και τον σπούδασες και τον κανάκεψες ως το τέλος. Κι εγώ, σε κάθε ευκαιρία σού τόνιζα πως είμαι απασχολημένος, πως αύριο θα έρθω να σε δω. Τώρα που σ’ έχασα, τώρα που έχασα πλέον το πολύ, θα πρέπει να μάθω να αρκούμαι στο λίγο.

Όταν χιονίζει, ο δρόμος χάνεται, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει. Αρκεί να έχεις προνοήσει να βάλεις σημάδια από πριν, να τον έχεις οριοθετήσει. Δεν τα ‘βαλα τα σημάδια στην ώρα τους μάνα μου. Το μόνο που μου μένει, είναι να κλείσω το γράμμα που δεν θα σου στείλω σε φάκελο και να το κλειδώσω στην αιωνιότητα του συρταριού μου. Όποια στιγμή νιώσω πως χρειάζεται να ανατρέξω σε ξεχασμένα συναισθήματα, θα το αναζητήσω. Σαν σε παλιά φωτογραφία, εκεί που όλα μοιάζουν μακρινά αλλά τόσο γνώριμα.

Βαθιά μέσα μου, νιώθω σαν ν’ ανακάλυψα το αναγκαίο ισοδύναμο: ένα συγνώμη είναι μάνα, για τον λίγο από τον χρόνο μου που θέλησες, για το χέρι που μου άπλωνες διστακτικά, για τις κουβέντες που λαχτάρησες. Για ό,τι τα τελευταία χρόνια της ζωής σου πόθησες και δεν στο έδωσα. Από έπαρση και μόνο ότι χρόνος πάντα θα υπάρχει. Αυτό το “πάντα” που υποδούλωσε το “πριν” και εξαφάνισε το “μετά”, που έσπασε τις φευγαλέες στιγμούλες σε χίλια κομμάτια. Μόνο που, τώρα πια, δεν μπορώ να επιδιορθώσω ό,τι έσπασα. Παρέμεινα γραπωμένος απ’ την επιθυμία να είμαι εγώ ο ενήλικας που θα απολαμβάνει τα προνόμια ενός παιδιού, και δεν κατάλαβα πως άπαξ και γίνεις ενήλικας, ενήλικας θα πεθάνεις.

Κάποτε θα αποδεχτώ τον πόνο της απώλειάς σου. Γιατί αυτός ο πόνος βρίσκεται εδώ για έναν λόγο: θέλει να υποδείξει το σημείο εκείνο που χρειάζεται γιατρειά. Και ξέρω μάνα, εσύ θα σπρώξεις τον άνεμο της ίασης να ‘ρθει να μ’ ανταμώσει. Όταν δεν θα το περιμένω πια, εσύ θα φυσήξεις στο πρόσωπό μου αγέρι απαλό τρυφερής νοσταλγίας.

Ο μοναχογιός σου που σ’ αγάπησε

 

ΥΓ Λάθος: Ο μοναχογιός που θα σ’ αγαπάει πολύ, σε όλους τους τετελεσμένους μέλλοντες

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top