Fractal

Δύο κείμενα: “Xωνευτήρι” & “Άτιτλο”

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

 

 

 

Αθήνα Ακαδημία Πλάτωνος 15-5-2016

 

ΧΩΝΕΥΤΗΡΙ

Κάθε συνοικία και μια πλατεία, με την εκκλησία της, σίγουρα στο κέντρο, παγκάκια, παρτέρια, πλακάκια, περιστέρια και γύρω γύρω χασομεράδικα, καφετέριες, μπαράκια, σουβλατζίδικα, τέτοια. Μια καταθλιπτική ομοιομορφία.

Έπιασα τον εαυτό μου να συγκρίνει το Σερραίικο μ’ αυτά τα κέντρα. Μου φάνηκε καλύτερο. Ίσως επειδή το ήξερα. Ίσως επειδή δεν ήξερα τη ζωή των άλλων κέντρων, τη ζωντάνια τους, τους ανθρώπους τους, αν και για την Αθήνα, ό,τι και να πεις, πάντα στο ίδιο καταλήγεις. Χωριάτες απ’ όλη την Ελλάδα μαζεύτηκαν για να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια των τόπων τους και με τον καιρό γίνανε «Αθηναίοι», να κοκορεύονται στα χωριά τους Πάσχα, Χριστούγεννα, ότι έχουνε ξεκόψει απ’ το κωλοχώρι τους.

Αλλά η ψείρα άμα χορτάσει, βγαίνει στο γιακά. Στην Αγγλία, από παλιά, αυτούς που θέλανε να κάνουνε τους ευγενείς, χωρίς να έχουνε τίτλο, αφού είχανε κονομήσει κανα φράγκο , κυρίως απ’ το εμπόριο, επί αυτοκρατορίας που δεν έδυε ποτέ ο ήλιος, τους λέγανε σνομπ, υποδηλώνοντας τη γελοιότητα του μασκαρέματος.

Τα χούγια μένουνε, δε φεύγουνε. Λένε ότι όπου κι αν πάει ο καθένας, κουβαλάει μαζί και το χωριό του. Αυτό φαίνεται στα φερσίματα, στις κουβέντες , στο ντύσιμο, στην ξιπασιά. Εξάλλου, τί ήταν η Αθήνα πριν από διακόσια χρόνια, ένα κουτσοχώρι κάτω απ’ την Ακρόπολη. Αυτό δείχνουν τουλάχιστον οι γκραβούρες της εποχής με τους βοσκούς και τα κοπάδια τους. Καλά που τα ζωγράφισαν οι ξένοι περιηγητές της εποχής και μείνανε, να ξέρουμε με τί έχουμε να κάνουμε. Αυτό που έχει αξία σ’ αυτές τις διαφορετικές στα χούγια κοινωνίες , είναι το ζύμωμα. Φεύγουν τα σκάρτα, όχι αυτά που είναι βαθιά ριζωμένα, γιατί τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς και μένουν αυτά που είναι αναγκαία για τη συμβίωση, κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο. Μένουν αυτά που τους δένουν τελικά.

Συνύπαρξη λοιπόν και αναγκαστική συμβίωση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις . Βέβαια σε στιγμές έξαρσης, συνήθως μετά από πιόμα, βγαίνει η αγριάδα της φυλής, η ξεροκεφαλιά, το πείσμα, αλλά καταλαγιάζει γρήγορα γιατί το ακροατήριο δεν είναι οι χωριανοί του καθένα, να κάνουνε κερκίδα και υπάρχουν κόντρες.

Με τα χρόνια, άλλος με την εκπαίδευση, άλλος με τη μόρφωση, αλλάζουνε τα φερσίματα και οι φάτσες κάπως σαν να εξευγενίζονται. Εξ άλλου , την ορεσίβια μουτσούνα, άμα την περιλάβουνε τα μαστόρια του καλλωπισμού, βγαίνει άλλο πράμα, αγνώριστο. Ο τσομπάνος τώρα κρατάει σαμσονάιτ, υπολογιστή, κινητό και μιλάει για πράματα που ποτέ δε φανταζότανε ότι θα ξέρει. Κάτι σαν εξωγήινη σχέση με το πριν. Αυτό κάποιες φορές συμπαρασύρει και τον χαρακτήρα , ότι έγινε κάποιος άλλος να πούμε και κάπου εκεί δίπλα παραμονεύει παρκαρισμένο το καλάμι .

Μεγάλωσε η Αθήνα. Από ένα κουτσοχώρι πέντε χιλιάδων ψυχών που ήτανε, έφτασε με τα χρόνια να μετράει εκατομμύρια κόσμο, να μην έχει πού να τον βάλει, στην κυριολεξία. Βέβαια πάντα υπάρχει μια λύση, λίγο πολύ βολική για πολλούς, άβολη για άλλους, πάντως το να μείνουνε όλοι ευχαριστημένοι, αδύνατο. Με την αντιπαροχή, λύθηκε όπως όπως η στενούρα στους μαχαλάδες. Σηκωθήκανε τα θηρία, πέντε έξι πατώματα, να ζαλίζεσαι, σαν πρώτη φορά, από ψηλά. Στριμώχθηκε ο κοσμάκης και στην αρχή ήτανε ευχαριστημένος που γλύτωσε την παγωνιά του χειμώνα, με την τουαλέτα στην αυλή, αλλά όσο περνούσε ο καιρός, τόσο ένιωθε την απουσία της δικιάς του αυλής , του δικού του χώρου κάτω από τον ουρανό, με τον ήλιο να καίει μόνο για κείνονε ή να βρέχει και ένα μέρος της βροχής να είναι δικό του αποκλειστικά, αφού έπεφτε στην αυλή του. Θα μου πεις τί θα την έκανε, τίποτα, το πολύ πολύ να μάζευε κανα δυό κουβάδες για να ‘χει για ό,τι ήθελε, πάντως είχε μιά αίσθηση ιδιοκτησίας χειροπιαστή. Ενώ στην πολυκατοικία ήτανε κρεμασμένος σε κάποιον όροφο, να μη ξέρει από πού να πιαστεί. Είχε λέει, τον αέρα δικό του, αέρα κοπανιστό. Όλοι μέσα στα κουτάκια σαν κερήθρα, όπως οι μέλισσες, εργάτριες αυτές, εργάτες κι αυτοί. Η φύση έδωσε τη λύση, μόνο που ήτανε για άλλη συνομοταξία. Ύστερα βγήκε άλλο πρόβλημα, οι δρόμοι. Πού είσαι, πού μένεις, πού θες να πας, έπρεπε να δώσεις στον άλλο να καταλάβει. Πήραν λοιπόν οι αρμόδιοι σβάρνα, πρώτα τους αρχαίους, φανταιζί κατάσταση, να χαίρονται και οι τουρίστες που πλακώνανε κάθε καλοκαίρι. Άμα τελειώσανε αυτοί, βάλανε μπρος

τις πόλεις, μεγάλες και μικρές, τους αγίους και τις άγιες, τις εθνικές γιορτές, τα ποτάμια, τις θάλασσες, τα βουνά και τέλος τους ήρωες των πολέμων και τους επιφανείς πολιτικούς και στρατιωτικούς, επιφανείς δεν ξέρω γιατί συγκεκριμένα, για αρκετούς παίζεται πάντως, έλληνες και ξένους στρατηγούς και φιλέλληνες, κανένα δεν αφήσανε παραπονεμένο. Στις αρχές είχανε γκρίνιες, να, γιατί δώσανε ένα δρομάκι στον τάδε που άξιζε και μια δρομάρα να χάνεσαι στον άλλο, που όλοι ξέραμε πως ήτανε ούτε για να τον φτύσεις. Αλλά σιγά σιγά βολεύτηκε η κατάσταση , κουράστηκαν να γκρινιάζουν, είχαν να βγάλουν το μεροκάματο και άμα έμενες στην Πλάτωνος ή στην Εφιάλτου, ερχότανε σε δεύτερη και τρίτη μη σου πω, μοίρα.

 

άτιτλο

Η εποχή άλλαξε, αλλά δεν με πήρε μαζί της, δεν με συνεπήρε, δεν είχε τα θέλγητρα, εκείνα τα μαγνάδια που ξεγελούνε τους διαβάτες στα σταυροδρόμια. Τη βλέπω να φεύγει, να απομακρύνεται από μένα όπως ένα τραίνο που φεύγει από το σταθμό παίρνοντας μαζί του όλους τους ακόλουθους, αυτούς τους συμβατούς μαζί με την εποχή και μαζί με όλα και τις εικόνες τους, τους ήχους τους, τα αστεία τους που παλιά γελούσα και τώρα είναι κρύα, δεν τα μπορώ, με ενοχλούνε. Θέλω να μείνω… με τα παλιά, αυτά που τα συνήθισα και με συνηθίσανε, αυτά που δεν χανόντανε μόλις γύριζα το κεφάλι, αλλά με περιμένανε να δουλέψουμε μαζί, να γελάσουμε μαζί, να τραγουδήσουμε μαζί να δούμε τα πράματα όλοι μαζί. Θέλω την παλιά ζωή με τις ανθρώπινες ταχύτητές της για να μπορώ να τη νοιώθω, να την καταλαβαίνω, να την γεύομαι, να την ακολουθώ, αν θέλω. Θέλω πολλά; Μάλλον ναι γι αυτό θα είμαι έξω από το κάδρο να χαζεύω τους καδραρισμένους να σπρώχνονται για μια καλύτερη θέση, μια πιο εμφανή για τους άλλους , να ζορίζονται κάνοντας πως καλοπερνάνε, να θέλουν να φάνε τα μουστάκια τους αλλά να χαμογελούν μπροστά στον μεγάλο προαγωγό της καρμίρικης ζωής τους, αυτής που την έχουνε στα παζάρια μέσα στα πανέρια σαν φτηνόπραμα, αυτήν που τους δόθηκε σαν ευκαιρία για βελτίωση, για ανάταση, για αθανασία.

 

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top