Fractal

Διήγημα: «Τo γράμμα»

Της Χρυσούλας Φασούλη //

 

to-gramma-

 

Είδε από το μπαλκόνι τον ταχυδρόμο να μπαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η καρδιά της φτερούγισε. Κάθε μέρα περιμένει τον ταχυδρόμο. Κάθε μέρα περιμένει το γράμμα εκείνο… Πέταξε τις παντόφλες από τα πόδια της, έβαλε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, έριξε και ένα πρόχειρο φούτερ επάνω από την πυτζάμα και βγήκε από το σπίτι. Περίμενε το ασανσέρ με ανυπομονησία, πατώντας ασυναίσθητα το κουμπί με επιμονή, με το βλέμμα καρφωμένο στη μικρή οθόνη που μέτραγε ορόφους. 3ος, 4ος, 5ος Άνοιξε την πόρτα, όρμησε στο θάλαμο, πάτησε το «0» και προσηλώθηκε και πάλι στην καταμέτρηση των ορόφων που της φάνηκε ότι περνούσαν αργά και βασανιστικά.

Έτρεξε στην είσοδο της πολυκατοικίας και κρεμάστηκε πάνω από το γραμματοκιβώτιο. Τι περίεργη συνήθεια κι αυτή… Να κοιτάζει πρώτα μέσα από τη σχισμή του μικρού κουτιού και στη συνέχεια να το ξεκλειδώνει. Να ηδονίζεται όταν το αντικρίζει γεμάτο επιστολές. Και να νιώθει μια δυσφορία, μια ενοχλητική ζάλη, όταν το βρίσκει κενό. Σαν να αντικρίζει, από τη σχισμή, μία αβυσσαλέα χαράδρα που της προκαλεί ίλιγγο…

Αυτή τη φορά, το γραμματοκιβώτιο ήταν γεμάτο. Αναθάρρησε. Άνοιξε με το κλειδί το κουτί και πήρε στα χέρια της την αλληλογραφία, με τη λαχτάρα που ένα μικρό παιδί παίρνει στα χέρια του το πρώτο του γλειφιτζούρι. Κοίταξε τα γράμματα γρήγορα ένα ένα, σαν να προσπερνούσε αδιάφορα τις σελίδες κάποιου βαρετού βιβλίου. Λογαριασμοί, διαφημιστικά, ειδοποίηση από την εφορία. Και τα κοινόχρηστα που είχε αφήσει ο διαχειριστής. Ο ενθουσιασμός της σε ελεύθερη πτώση. Ακόμα μία μέρα αγωνίας πέρασε και εκείνο το γράμμα που περίμενε δεν έφτασε. Ήταν, όμως, ακόμα Τρίτη. Έως την Παρασκευή έχουμε καιρό, σκέφτηκε. Έπρεπε, όμως, να διαχειριστεί και πάλι την αγωνία της. Να βρει έναν τρόπο να απασχολήσει το μυαλό της, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη μέρα. Να μην υποταχθεί σε αυτό το τέρας, την προσμονή,  που είχε σφηνωθεί στο στήθος της και της δυσκόλευε τις ανάσες. Να μην κάνει σενάρια με τον εαυτό της να κρατάει, επιτέλους, στα χέρια της το πολυπόθητο γράμμα. Να μη φαντάζεται την ευτυχία της. Να μην…να μην…

Μπήκε στο ασανσέρ. Πάτησε το «5» και κοίταξε το ηλεκτρονικό βέλος που αναβόσβησε δείχνοντας την ανοδική πορεία του ανελκυστήρα, κόντρα στη διάθεσή της που σταθερά ακολουθούσε καθοδική πορεία. Βαρύθυμη μπήκε στο διαμέρισμα, πέταξε το φούτερ σε μία καρέκλα, έβγαλε τα παπούτσια και φόρεσε τη ρόμπα και τις παντόφλες της. Έφτιαξε ένα ζεστό τσάι και κάθισε στον καναπέ. Άρχισε να ανοίγει τις επιστολές μία μία. Σημείωνε τα συσσωρευμένα έξοδα σε ένα μπλοκάκι κι έκανε πρόχειρους υπολογισμούς. Ξεφύσηξε αγχωμένη. Πάλι ο μισθός της θα πήγαινε σε λογαριασμούς. Χαλάλι όμως. Είχε την υγεία της. Αυτό μετρούσε. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Πρωινές εκπομπές με πολιτικό σχόλιο, κι άλλες των οποίων οι εκφωνητές είχαν φάει γλυστρίδα. Κοίταξε την ώρα. Ήταν ακόμα 09:30…

Μακάρι να είχε μαζί του τηλέφωνο. Να μπορούσε να τον καλέσει να του πει μια καλημέρα. Να του ευχηθεί να έχει ένα όμορφο πρωινό. Να αγαλλιάσει η ψυχή της στο άκουσμα της φωνής του. «Θα σου γράφω», της είχε πει. Και σ΄εκείνη, τότε, ακούστηκε ρομαντικό. Δεν ήξερε πού θα βρίσκεται ή πού θα μπορούσε να τον βρει. Ήταν ξεκάθαρος. «Δεν έχω συγκεκριμένο προορισμό. Ούτε συγκεκριμένα πλάνα» της είχε πει κοιτώντας τη κατάματα. Είχε ζηλέψει τα λόγια του Λάο Τσε που είχε δει γραμμένα σ’ ένα μουσικό cd που του είχε πάρει δώρο εκείνη. «A good traveler has no fixed plans and is not intent on arriving. » Τον είχαν στοιχειώσει τα λόγια αυτά. Μέρες και νύχτες προσπαθούσε να καταλάβει πώς αυτό θα μπορούσε ποτέ να είναι δυνατόν. Εκείνος. Ένας άνθρωπος απόλυτα προγραμματισμένος. Εκείνος. Που για να κάνουν μία εκδρομή το καλοκαίρι, την προγραμμάτιζαν από τον Απρίλιο. Του φαινόταν αδιανόητο. Κι όμως. Οι λέξεις αυτές, η ανάνηψή του…

«Θα κάνω ένα ταξίδι», της είχε πει.

«Για που λες;» τον ρώτησε σχεδόν αδιάφορα.

«Δεν έχω συγκεκριμένο προορισμό. Ούτε συγκεκριμένα πλάνα. Απλά θα ξεκινήσω και όπου με βγάλει.»

Εκείνη παραξενεύτηκε αλλά το βρήκε χαριτωμένο, παιχνιδιάρικο κι αθώο. Δεν τον πήρε στα σοβαρά. Της φάνηκε ότι αστειευόταν. Θα το ξεχάσει αύριο μεθαύριο, σκέφτηκε. Όμως εκείνος δεν το ξέχασε. Και την επόμενη ημέρα της το ξαναείπε. Σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι το κατάλαβε. Ίσως, όμως και για να βεβαιωθεί ότι και ο ίδιος το εννοούσε.

«Εγώ;» ρώτησε μουδιασμένα.

«Εσύ τι;» της απάντησε.

«Εγώ δε θα έρθω μαζί;»

«Νιώθω την ανάγκη να κάνω το ταξίδι αυτό μόνος. Το οφείλω στον εαυτό μου», της αποκρίθηκε δίχως χρώμα στη φωνή του. Κι εκείνη, πρώτη φορά τότε κατάλαβε ότι δεν αστειευόταν. Κατέβασε το κεφάλι μπερδεμένη και ηττημένη.  Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό το καινούριο σενάριο. Της έκρυβε κάτι; Της έλεγε την απόλυτη αλήθεια;

Πέρασαν η Τετάρτη, η Πέμπτη και γράμμα δεν έφτασε στο γραμματοκιβώτιό της. Κάθε μέρα ο ταχυδρόμος πιστός στο ραντεβού του, κι εκείνη να τρέχει να τσεκάρει τη «χαράδρα». Τηλέφωνο δε θα έπαιρνε μαζί του. Της το είχε ξεκαθαρίσει. Όπως τότε. Παλιά. Που δεν υπήρχαν κινητά. Μία ξαφνική νοσταλγία για το παρελθόν. Να το πιει ξανά, σαν ένα ποτήρι παλιό καλό κρασί.

«Θα σου γράφω», της είχε πει.

Κι εκείνη περίμενε…

Θυμήθηκε μία φίλη, από το Βέλγιο, που αλληλογραφούσαν όταν ήταν πιτσιρίκα. Είχαν γνωριστεί σε ένα κάμπινγκ, όταν καλά καλά δεν ήξεραν ούτε τα βασικά αγγλικά για να συννενοούνται. Τα πρώτα τους γράμματα ήταν, κυρίως, ευχετήριες κάρτες.  Happy Birthday, Merry Christmas and a Happy New Year και άλλα παρόμοια. Κι όμως, τα περίμενε με αγωνία. Να τρέξει στο κουτί και να κοιτάξει, από τότε ακόμα, μέσα από τη σχισμή του. Να πάρει στα χέρια της το γράμμα, να μυρίσει το άρωμα του χαρτιού, να ψηλαφίσει τον γραφικό χαρακτήρα σαν ν’ αγγίζει τη νέα της φιλενάδα, να κρατήσει στη συλλογή της το νέο ξενόφερτο γραμματόσημο.

«Θα σου γράφω», της είχε πει.

Είχε περάσει ένας μήνας από τότε που έφυγε. Γράμμα όμως δεν έφτασε ποτέ. Τον είχε ενθαρρύνει κι εκείνη να κάνει το ταξίδι αυτό. Η φλόγα που έκαιγε στα μάτια του δεν της είχε αφήσει αμφιβολίες για το πόσο πολύ το ήθελε. Τώρα όμως, που ζούσε το μαρτύριο αυτό…Τώρα είχε άλλη γνώμη. Δεν έπρεπε να τον είχε αφήσει να φύγει έτσι. Μόνο με τους δικούς του όρους. Ήταν κι εκείνη εκεί. Δεν την πείραζε που δε θα πήγαινε μαζί. Το μόνο που ήθελε ήταν να μπορεί να τον ακούει. Θύμωσε με τον εαυτό της. Και οι μέρες περνούσαν χωρίς κάποιο νέο…

Επικοινώνησε με δικούς του ανθρώπους. Ούτε κι εκείνοι είχαν κάτι νεότερο. Δεν της φάνηκε να ανησυχούν, ωστόσο. Ήταν θαμπωμένοι από το μεγαλείο του εγχειρήματος. «Μαγκιά του!», της έλεγαν. «Οι περισσότεροι από εμάς δε θα πηγαίναμε ούτε μέχρι το περίπτερο χωρίς το κινητό. Για να μη μιλήσουμε για την υστερία να προγραμματίζουμε ακόμα και την τελευταία λεπτομέρεια για ό,τι πρόκειται να πράξουμε…» προσέθεταν, θαυμάζοντας και σχεδόν ζηλεύοντάς τον. Στα μάτια τους, αποφασιστικός, τολμηρός, αντισυμβατικός.  Εκείνος είχε κάνει τη μεγάλη υπέρβαση… Κι εκείνη μαράζωνε μέρα με τη μέρα…

Την Παρασκευή το πρωί κατέβηκε και πάλι στην είσοδο της πολυκατοικίας. Χωρίς προσδοκίες αυτή τη φορά, μα περισσότερο σπρωγμένη από συνήθεια και από μία ημιθανή ελπίδα που πάσχιζε να σταθεί αντάξια της υποχρέωσής της να πεθάνει τελευταία. Κοίταξε στο εσωτερικό του γραμματοκιβωτίου και είδε κάτι που έμοιαζε με καρτ ποστάλ. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Άνοιξε το γραμματοκιβώτιο και πήρε στα χέρια της τη μία και μοναδική αλληλογραφία που είχε τη μέρα εκείνη. Μία καρτ ποστάλ απ’ τη Βιέννη. Ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν. Δεν τη διάβασε. Μονάχα την έκρυψε στην τσέπη του φούτερ της και ανέβηκε στο σπίτι. Έφτιαξε το τσάι της και κάθισε αναπαυτικά στη μεγάλη ρετρό πολυθρόνα. Έβγαλε από την τσέπη της την καρτ ποστάλ και συνέχισε να την κοιτάει, σαν να ήθελε εσκεμμένα να καθυστερήσει την ανάγνωσή της, ώστε η αγωνία να δώσει στη χαρά ακόμα μεγαλύτερο λόγο ύπαρξης. Τη γύρισε αργά… «ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΝΕΜΩΝΗ- Ταξίδια στη Βιέννη σε γκρουπ και ατομικά.» Η καρτ ποστάλ γλίστρισε από τα χέρια της και έπεσε στο χαλί. Εκείνη έγειρε στην πολυθρόνα σαν μαραμένη μαργαρίτα.

Το βράδυ εκείνο ένιωσε πολύ μόνη. Κάθισε στο παλιό σκαλιστό γραφείο της. Άναψε το φωτιστικό. Άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια. Χαρτιά από παλιά τετράδια που είχε κρατήσει για πρόχειρα. Δύο τρία καινούρια μοντέρνα τετράδια που συνεργάτες τής έστειλαν δώρο για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Όχι, δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Θυμήθηκε ότι κάποτε αγόραζε σετ αλληλογραφίας. Πήρε τη σκάλα και σκαρφάλωσε στο πατάρι. Παραμέρισε τα δεκάδες αντικείμενα που είχε φυλαγμένα μήπως της χρειαστούν. Άχρηστα πράγματα που κρατούσε από ανασφάλεια. Αποφάσισε ότι την επόμενη φορά θα έκανε τη δική της υπέρβαση. Θα τα πέταγε όλα. Πίσω από έναν παλιό ανεμιστήρα, βρήκε μία κόκκινη υφασμάτινη τσάντα με χαλασμένο φερμουάρ, που έγραφε coca cola με λευκά παχιά γράμματα. Ήταν η αγαπημένη της όταν ήταν μικρή και εκεί φύλαγε ό,τι αγαπούσε. Την ψαχούλεψε και βρήκε αυτό που έψαχνε. Ένα σετ αλληλογραφίας σε γαλάζια παλ απόχρωση. Κάθισε και πάλι στο γραφείο. Άπλωσε προσεχτικά την κόλα χαρτί μπροστά της. Δεν είχε σκεφτεί τί ακριβώς ήθελε να γράψει. Άφησε το στυλό να γλιστρίσει στο χαρτί αποτυπώνοντας αυθόρμητες σκέψεις, αναμνήσεις από ταξίδια του παρελθόντος, περιγραφές πόλεων και χωριών στην Ελλάδα και το εξωτερικό και κουβέντες αγάπης που λαχταρούσε ν’ ακούσει.  Οι σελίδες γέμισαν λέξεις. «Μου λείπεις. Θα ήθελα να ήσουν εδώ. Μαζί μου», έκλεισε το γράμμα της. Το ξαναδιάβασε αλλά δεν έκανε καμιά διόρθωση. Δίπλωσε με προσοχή τις σελίδες και τις τοποθέτησε μέσα στο χρωματιστό φάκελο. Τον σφράγισε και συμπλήρωσε μόνο τη διεύθυνση του παραλήπτη.

Το επόμενο πρωί σηκώθηκε από νωρίς. Κατέβηκε στο γραμματοκιβώτιο. Το βρήκε άδειο. Πήγε στο περίπτερο της γειτονιάς και ζήτησε ένα γραμματόσημο για εσωτερικό.  Έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και έβρεξε την άκρη του δείκτη του χεριού της. Ακούμπησε την πίσω πλευρά του γραμματοσήμου και στη συνέχεια βεβαιώθηκε ότι το κόλλησε καλά στον φάκελο. Βρήκε το κοντινότερο κουτί των ΕΛΤΑ και το έριξε μέσα. Γύρισε στο σπίτι ανακουφισμένη.

Τις επόμενες μέρες ένιωθε πολύ καλύτερα. Εξακολούθησε να κατεβαίνει στο γραμματοκιβώτιο, όχι όμως με την ίδια αγωνία. Δεν την ενοχλούσε πια που η αλληλογραφία της ήταν η τετριμμένη. Ένα πρωί, περίπου δέκα μέρες αργότερα, μία επιστολή, την περίμενε στο γραμματοκιβώτιο. Τσέκαρε από τη σχισμή το γαλάζιο παλ χρώμα του φακέλου. Άνοιξε το κουτί, πήρε το γράμμα στα χέρια της και το φίλησε. Ανέβηκε στο διαμέρισμα και κάθισε στη ρετρό πολυθρόνα. Άνοιξε με προσοχή τον φάκελο και πήρε στα χέρια της το γράμμα. Στο χαρτί αραδιασμένες αυθόρμητες σκέψεις, αναμνήσεις από ταξίδια, περιγραφές πόλεων και χωριών στην Ελλάδα και το εξωτερικό και κουβέντες αγάπης που λαχταρούσε να ακούσει.  Από εκείνον…

Διάβασε τις τελευταίες λέξεις.

«Μου λείπεις. Θα ήθελα να ήσουν εδώ. Μαζί μου.»

Χαμογέλασε ανακουφισμένη. Ακούμπησε το γράμμα στο τραπεζάκι δίπλα της και αφέθηκε, μακάρια, στην αγκαλιά της πολυθρόνας.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top