Fractal

Η φυγή, η αυτογνωσία και η επιστροφή: πού βρίσκεται η μυθική Αρκαδία;

Γράφουν η Γαρουφαλιά Δόριζα & η Πηνελόπη Μωραϊτου //

 

Μιχάλης Μοδινός, “Χρυσή Ακτή”, σελ. 375, Εκδόσεις Καστανιώτης 2005

 

Είναι φορές που η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου με διάθεση κριτική μειώνει την αισθητική απόλαυση. Συχνά μάλιστα  είναι επώδυνη -σαν εγχείρηση χωρίς αναισθητικό- κι άλλοτε πάλι  νοσηρή, ιερόσυλη πράξη – σαν τυμβωρυχία.  Άλλες φορές είναι ένα δύσκολο ταξίδι μέσα από μονοπάτια στενά ή δαιδαλώδη που καταλήγουν σε αδιέξοδο ή ακόμη σταυροδρόμι συνάντησης με άλλους χαμένους ταξιδευτές του νου.  Μπορεί να είναι αποκαλυπτική -γιατί ξεκλειδώνει τις πόρτες που οδηγούν στις ζωές των άλλων- ή τέλος να δίνει μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας, επιβεβαιώνοντας έτσι την άποψη εκείνων που πιστεύουν ότι ζωή δεν είναι μόνο η πραγματικότητα που βιώνουμε μέσα στον μικρόκοσμό μας ή τα στενά όρια μέσα στα οποία ο καθένας μας έχει περιχαρακωθεί, αλλά  ένα παζλ, ένα αίνιγμα που επιδέχεται πολλές ερμηνείες – και αυτή ακριβώς είναι η γοητεία του. Με τέτοια προδιάθεση διαβάσαμε την Χρυσή Ακτή.  Όχι με την σιγουριά της αυθεντίας πάνω σε θέματα λογοτεχνίας αλλά με την προσδοκία του μέσου ανθρώπου που ψάχνει να βρει φωνή προκειμένου να εκφράσει τους φόβους που τον κατατρύχουν, τις ελπίδες, τις διαψεύσεις του και την ανάγκη να ανακαλύψει ότι δεν είναι μόνος στο ταξίδι της ανακάλυψης και της αυτογνωσίας.

H πολυσυζητημένη οικολογική πλευρά του πρώτου αυτού μυθοπλαστικού έργου  του Μοδινού, αν και  αποκαλυπτική, με αιχμηρές μάλιστα αναφορές στην κακώς εννοούμενη ανάπτυξη, δεν είναι ο σταθμός μας εδώ. Πεδίο συζήτησης και προβληματισμού μας είναι οι συναισθηματικές και κοινωνικές καταστάσεις που άλλοτε συρρικνώνουν και άλλοτε πολτοποιούν το εγώ μας στο μίξερ της ισοπέδωσης εν  ονόματι της κοινωνικής ένταξης και αποδοχής. Όχημά μας δυο  άλλες μορφές τέχνης , η ποίηση και η ζωγραφική θα μας βοηθήσουν να ταξιδέψουμε πέρα από τις λέξεις στο χωροχρόνο της Χρυσής Ακτής που ο καθένας μας αναζητά.

Η Χρυσή Ακτή είναι γραμμένη σε γλώσσα σύγχρονη, αλλά όχι ευκολοχώνευτη. Είναι η γλώσσα του σύγχρονου κοσμοπολίτη που διαλογίζεται και τολμά να αυτοσαρκάζεται, ρέουσα – ιδιαίτερα στις σκηνές όπου επικρατεί ο εσωτερικός μονόλογος. Πρόκειται για την ωμά ρεαλιστική γλώσσα του αστού κατά την περιγραφή της αυστηρά τακτοποιημένης  ζωής του, που καταφέρνει ενίοτε  να γίνει ποιητική και σκληρή όταν ο ήρωας βιώνει τον έρωτα με την Λιλιάνα, τη γυναίκα-αρχέτυπο.

Το έργο αυτό έχει στοιχεία χαρακτηριστικά μιας τάσης διάχυτης στο μυθιστόρημα  από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα στα έργα της αμερικανικής  λογοτεχνίας της περιόδου αυτής. Άξονας είναι σχηματικά ο εξής:

(Το άτομο σε σύγκρουση με τον πολιτισμό)

 

Φυγή από τον πολιτισμό,

Αναζήτηση,

Ενδοσκόπηση,

Αυτογνωσία,

Επιστροφή.

 

Στα έργα αυτά επαναπροσδιορίζεται η ταυτότητα του κεντρικού χαρακτήρα και κατευθύνεται εκ νέου η ενέργειά του προς την αγάπη, τον έρωτα ή και την αυτοανακάλυψη – τάσεις που είναι περισσότερο προσωπικές παρά κοινωνικές.  Αποκαλύπτουν επίσης ότι η καταβύθιση ή αλλιώς  η απόλυτη ένταξη μέσα στον τακτοποιημένο αστικό κόσμο που βιώνουν οι χαρακτήρες είναι μια επικίνδυνη μορφή αλλοτρίωσης -αλλοτρίωσης από τον ίδιο μας τον εαυτό- ενώ η ενδοσκόπηση, είναι απαραίτητη  – χωρίς αυτήν η ζωή είναι αδύνατη (σελ. 261). Εδώ, ο Νίκος, ο κεντρικός χαρακτήρας  της «Χρυσής μας Ακτής των χρόνων της αθωότητας», δραπετεύει από τις Βρυξέλλες  και από μια ζωή που ορίζεται από στατιστικά στοιχεία και δείκτες ανάπτυξης.  Η αναζήτησή του είναι εξ ορισμού αντιφατική μιας και η αρχή κάθε προσωπικής αναζήτησης -όχι μόνο στην λογοτεχνία αλλά και στη ζωή- είναι γέννημα κάποιας θεμελιώδους αντίφασης.  Οι δυο συνιστώσες της στην Χρυσή Ακτή είναι η πλήξη και η ανάγκη για προσωπική μυθοπλασία μέσα από την περιπέτεια (σελ. 19, 29).  Για πολλούς κριτικούς της σύγχρονης λογοτεχνίας η ουσία  της αναζήτησης είναι η αντίθεση ανάμεσα στην Εδέμ και την Ουτοπία – αντίθεση που στηρίζεται στο υπαρξιακό πρόβλημα προσδιορισμού της  θέσης που κατέχει ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο.  Ο Νίκος φεύγει λοιπόν από το κέντρο των οικονομικών και πολιτικών αποφάσεων (την πολιτισμένη δυτική Ευρώπη) με τους υψηλούς δείκτες ανάπτυξης, και από το προστατευτικό κουκούλι μιας επιφανειακά ευτυχισμένης, γερά δομημένης οικογένειας – σαν αυτές που βλέπουμε στην τηλεόραση να διαφημίζουν μια νέα μάρκα δημητριακών, σαν αυτές που φαντασιώνεται ο μέσος μικροαστός. Αλλά είναι αυτή η πραγματικότητα; διερωτάται συχνά. Με μόνη εξαίρεση τα παιδιά του για τα οποία νοιώθει μια αγάπη αδιαπραγμάτευτη και που συνιστούν  τη μόνη σταθερά του όταν θεριεύει  μέσα του η ιδέα της φυγής, ο αναγνώστης οδηγείται να αναρωτηθεί:  Ήταν πάντα η οικογένεια  σταθερή αξία και  σημείο αναφοράς για τα μέλη της ή λειτουργούσε συχνά  καταπιεστικά απαιτώντας την υποταγή του ατόμου στο συμφέρον της ομάδας όπως λ.χ. ορίζει το δόγμα στα καταπιεστικά καθεστώτα;   (Σελίδα 157) . Ο Λέων Τολστόι είχε γράψει στην Άννα Καρέννινα: «Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι ευτυχισμένες οικογένειες.  Είναι όλες ίδιες.» Η φαινομενική ηρεμία, η αέναη επιδίωξη της  ευτυχίας μέσα από το προστατευτικό κουκούλι της οικογένειας, και η αποθέωση της ισοπέδωσης του εγώ, γεννούν εντέλει το αίσθημα της πλήξης. Και ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί -αντλώντας ενδεχομένως και από τις δικές του εμπειρίες- αν η οικογένεια, με τους άλυτους σαν σύνθετους ναυτικούς κόμπους δεσμούς της αφήνει περιθώρια να ανασάνεις, να ανθίσεις, να αποστασιοποιηθείς έστω και προσωρινά, ή ακόμη να αναθεωρήσεις και επαναπροσδιορίσεις το ζωτικό σου χώρο.

 

Μιχάλης Μοδινός

 

Προορισμός του Νίκου είναι ένα χωριό κάπου στην Κρήτη -για πολλούς  η ελληνική Γη της Επαγγελίας-  ένας τόπος που ποτίζεται και γητεύεται από τις μυρωδιές και τα χρώματα της αντικρινής Αφρικανικής ακτής.  Φθάνει εκεί όχι πια  σαν νέος, αγνός και αδαής ταξιδιώτης αλλά ως έμπειρος παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης, ως γνώστης της αλλαγής που έχει υποστεί η φύση από τους ρυθμούς ανάπτυξης και αλόγιστης απορρόφησης των περίφημων κοινοτικών πόρων.  Διαπιστώνει ότι η Αρκαδία, (το βουκολικό τοπίο του  Πουσέν)  έχει δώσει την θέση του στην Αρκαδία του Γκουερσίνο, εκεί όπου ο θάνατος μας θυμίζει το περίφημο:  ‘Et in Arcadia Ego.’  Ο «θάνατος» της ελληνικής επαρχίας είναι η κακώς εννοούμενη εξέλιξη, που εκδηλώνεται μέσω της νεοπλουτίστικης επίδειξης ανάπτυξης και του αισθητικού βιασμού του περιβάλλοντος (σελ. 285). Αυτή η αλλοίωση είναι μια μορφή οικειοθελούς  «αποικιοκρατισμού» (colonialism) κάτι αντίστοιχο με ό,τι συνέβη  στην Αφρική όπου ο Νίκος πέρασε ένα μέρος της νεανικής ζωής του και τον σημάδεψε.  Πιστεύει ωστόσο ότι ο έρωτας εκεί είναι ο τελευταίος θύλακας αντίστασης, ότι ο έρωτας με την διαβρωτική του δύναμη απειλεί τον πολιτισμό (σελ. 221, κεφ. 35, «Η νύχτα»). Η πιο ύπουλη και ανατρεπτική μορφή αποικιοκρατισμού δεν είναι η ένοπλη εισβολή αλλά το δέλεαρ του εκμοντερνισμού, της ανάπτυξης και της υπόσχεσης ότι οι  μάζες θα αποκτήσουν πρόσβαση στα υλικά αγαθά και στην ευημερία. Είναι μέσα από αυτήν την προοπτική που περνάει η παντοδυναμία της παγκοσμιοποίησης.  Ας θυμίσουμε εδώ εν παρενθέσει ότι σύμφωνα με τον Γκράμσι  η παγκόσμια ηγεμονία εκφράζεται με την επικράτηση ενός τρόπου ζωής και μιας κυρίαρχης ιδεολογίας που θα διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις του κοινωνικού, πολιτικού, θρησκευτικού και οικονομικού βίου.  Αν και ο Νίκος φθάνει λοιπόν σε μια ήδη πολιορκημένη Εδέμ, μέρος και αυτός του παιχνιδιού της  ανάπτυξης και με επαγγελματικές/ ιδεολογικές αποσκευές που τον φέρνουν στην πλευρά των κατακτητών-εισβολέων, εν τούτοις γοητεύεται από την λαβωμένη γη, όπως ο Κουρτς στην Καρδιά του Σκότους του Τζόζεφ Κόνραντ.

Ο πολιορκητικός κριός που ρίχνει τις ανύπαρκτες αντιστάσεις και τις ελάχιστες αναστολές του είναι ο έρωτας με σάρκα και οστά στο πρόσωπο της Λιλιάνας, της αρχέγονης γυναίκας.  Ο συμβολισμός της Λιλιάνας είναι αντιφατικός, σαν αυτόν του Ρωμαίου θεού Ιανού με τις δυο όψεις.  Η Λιλιάνα είναι η Λίλιθ,  η θεϊκή δέσποινα των Σουμερίων, για πολλούς  δίδυμη αδελφή και πρώτη γυναίκα του Αδάμ, η προσωποποίηση της ανήσυχης θάλασσας και της απόλυτης ελευθερίας, η αδάμαστη θηλυκή ψυχή που δεν υποτάσσεται στην ανδρική εξουσία, η απόλυτη δύναμη του θηλυκού φύλου αλλά και θύμα της ομορφιάς της.  Η Λιλιάνα είναι  όμορφη και σοφή. Είναι το alter ego της Μάγια – της οργανωμένης, σταθερής στις αρχές της αγγλίδας συζύγου  του Νίκου. Ιδεοτυπικά είναι η ίδια γυναίκα που αγάπησε κάποτε αλλά τώρα πια ξέρει να την ανακαλύπτει αργά, να γεύεται την νεότητα της και ό,τι αυτή συμβολίζει  μέσα από μια άλλη γυναίκα. Ποιητική αδεία θα λέγαμε ότι η Λιλιάνα προσφέρει το μήλο της απώλειας σε έναν Αδάμ που έχει ήδη εκπέσει και απολέσει προ πολλού την δέουσα αθωότητα ώστε να ονειρεύεται παραδείσιους κήπους.

Ο Νίκος μας θυμίζει την αχνή εκείνη φιγούρα του ήρωα από το ποίημα του Τ.  S. Elliot, The Love Song of J. Alfred Prufrock,  όταν  μονολογεί: «I have measured out my life with coffee spoons». Είναι ο σύγχρονος δραπέτης, ένας από αυτούς που μετράνε τη ζωή τους με κουταλάκια του καφέ ή μάλλον με ποτήρια ουίσκι στα επαρχιακά μπαράκια,  παρακολουθώντας αποστασιοποιημένος τις ίντριγκες που εξυφαίνονται από τους διαπλεκόμενους εργολάβους και τοπικούς παράγοντες για το μοίρασμα των κονδυλίων των ‘κουτόφραγκων’.   Στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα αλλά και στα στέκια των φοιτητών της κοντινής πόλης (του Ρεθύμνου) μετέχει στη συμβατικότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και γίνεται γνώστης μιας άλλης μορφής  διαπλοκής – αυτής  της πανεπιστημιακής κοινότητας. Διαπλοκής που σαν υπόγειο ρεύμα διαβρώνει ή αλλοιώνει τον χαρακτήρα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης υποβιβάζοντας την σε προϊόν συναλλαγής.  Η μετάλλαξη των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε κέντρα πολιτικής ίντριγκας, σεξουαλικών σκανδάλων, υπόρρητης βίας  και οικονομικής αδιαφάνειας απασχολεί τα κεφάλαια  11 και 23. Το θέμα αυτό, πάντα επίκαιρο και καυτό, απασχολεί άλλωστε τα τελευταία χρόνια την αγγλόφωνη ιδίως λογοτεχνία,  δημιουργώντας μια καινούργια τάση/ είδος  που ονομάσθηκε campus novel.

Με αυτά και μ’ αυτά, σε μια φυγή εντός της φυγής του,  ο Νίκος καταφεύγει στο ησυχαστήριο της φύσης προσδοκώντας να βρει την λύση – καλύτερα, την κάθαρση.  Όμως, όπως του υπενθυμίζει η Αλεξάνδρα, υπεύθυνη του Καταφύγιου Άγριας Ζωής και πρώην χρήστης ουσιών, η φύση θεραπεύει μεν αλλά απαιτεί αφοσίωση και παράδοση άνευ όρων. Δεν είναι καταφύγιο για τα απόβλητα του πολιτισμού (σελ. 357), ούτε βιότοπος φυγάδων (σελ. 361) αλλά θεραπευτήριο σωμάτων και ψυχών (σελ. 184). Τελικά πού βρίσκεται λοιπόν η κάθαρση; Σίγουρα, κατά τον συγγραφέα  περνάει από μονοπάτια ατομικής αναζήτησης.  Για άλλους η λύση βρίσκεται στο μεγάλο καθαρτήριο της φύσης, για πολλούς είναι ο έρωτας που παραμονεύει σε σκοτεινές γωνίες, για κάποιους περνάει μέσα από την άρνηση της ιστορικής συνέχειας ενώ για άλλους, όπως ο Νίκος, η πρόσκαιρη τουλάχιστον κάθαρση περνάει μέσα από την προσωρινή λήθη. Παρ’ όλα αυτά, είναι μέσα στο θεραπευτήριο της φύσης που ανακαλύπτει  -ανατρέχοντας σε νεανικές μνήμες βιωμένες στην αφρικανική ήπειρο-  ότι ο πόθος του για την αγάπη, την ανακάλυψη, τον έρωτα, την ζωή, «τα αρχέτυπα του νου» ρίζωσαν μέσα του εκεί, σε μια παρθένα ήπειρο όπου ο έρωτας ακόμα αντιστέκεται και δεν χαλιναγωγείται.  Ήταν εκεί που συνάντησε και πόθησε μετά λόγου γνώσεως  την Μάγια, την άλλη όψη του αρχετυπικού θηλυκού – την δυνατή μητέρα, την σοφή και σώφρονα σύντροφο, τον βράχο σταθερότητας, τη φύση που μας συγχωρεί ακόμη και την κακοποίηση.

Η Χρυσή Ακτή, χάνεται στον μακρινό ορίζοντα, όταν ο Νίκος αποφασίζει να δώσει τέλος στην φυγή του και στην αναζήτηση μιας χαμένης πια Εδέμ. Το κάλεσμα της οικογένειας του στην Ελλάδα, σηματοδοτεί την αρχή της εισόδου σε μια άλλη εποχή, σε έναν άλλο χωροχρόνο όπου  «η πραγματικότητα δεν θα μακελέψει τα αρχέτυπα του νου». Για πόσο καιρό όμως;  Τι ακολουθεί;  Ο συμβιβασμός, η παραίτηση ή η αέναη αναζήτηση; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει γιατί είμαστε διαφορετικοί και κοιτάζουμε την πραγματικότητα μέσα από διαφορετικό πρίσμα.  Όλα μπορούν να συμβούν.  Κάποιοι όμως δεν θα καταφέρουν ποτέ να σκοτώσουν το σαράκι της φυγής, το αίσθημα της πείνας για αυτογνωσία, την απελπισμένη επιθυμία του Προμηθέα και το μαρτύριο του Τάνταλου να αγγίξουν έστω και μια φορά τα αρχέτυπα του νου.  Ο Χένρυ Μίλλερ  είχε βιώσει  βασανιστικά την παραμονή του σε μια «πολιτισμένη ζούγκλα», εκεί όπου ο νόμος ενάντια στους εικονοκλάστες ήταν ανελέητος και εγκατέλειψε την Αμερική ταλανισμένος από την πνευματική πείνα που τον στράγγιζε. Στον Τροπικό του Καρκίνου, μετά από την φυγή του στην παλιά ήπειρο, ομολογεί: ‘Σωματικά είμαι ζωντανός. Πνευματικά είμαι ελεύθερος. Ο κόσμος που εγκατέλειψα είναι θηριοτροφείο. Η αυγή ανατέλλει πάνω από έναν καινούργιο κόσμο, πάνω από μια ζούγκλα όπου τα πεινασμένα πνεύματα περιπλανώνται με μυτερά νύχια. Αν είμαι ύαινα, είμαι αδύνατη και πεινασμένη. Βγαίνω έξω για να τραφώ.’ (99)

Αλήθεια εμείς τι κάνουμε: Θα τολμήσουμε να γίνουμε ύαινες με κόστος το ξεβόλεμα από την τακτοποιημένη ζωή μας για να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας ή θα μείνουμε σκυλάκια του καναπέ ζώντας παθητικά μέσα από τις ζωές των άλλων και μένοντας πάντα με την απορία εάν υπάρχει κάπου η δική μας χρυσή ακτή;

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top