Fractal

Διήγημα: “Μνημοσύνη”

Της Xρυσάνθης Στελλάτου // *

 

memories

 

Και ενώ ανακάτευα την κρεμμυδόσουπα, στάθηκε πίσω από την πλάτη μου η Μνημοσύνη. Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν μόνη της ή αν ψιλοκουβέντιαζε με τη Μήτιδα και με τις άλλες θεότητες του νου. Σταλμένη σε μένα ίσως από καπρίτσιο των θεών, ήθελε να με παρασύρει σε ένα αλλόκοτο ταξίδι. Ο διάλογος μαζί της κράτησε ώρες. Τέλειωσα με την κρεμμυδόσουπα, έπλυνα πιάτα, σφουγγάρισα κι ακόμα δεν είχα αποφασίσει. Ο διάλογος μαζί της ήταν κάπως έτσι.

* Θα ‘ρθεις μαζί μου γιατί το επιθυμείς από τα βάθη της καρδιάς σου.

* Δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη στιγμή

* Η κατάλληλη στιγμή δεν θα ‘ρθει ποτέ. Τώρα είναι η ώρα

* Διστάζω. Δεν ξέρω αν πράγματι επιθυμώ αυτό το ταξίδι, ο δρόμος είναι λίγο σκοτεινός, ίσως να συναντήσω αυτό που δεν θέλω να δω

* Ναι, αλλά θα δεις αγαπημένα πρόσωπα

* Ίσως, αν όμως δεν είναι…

* Μπορεί να είναι, μπορεί και όχι. Σίγουρα πρέπει να γυρίσεις εκεί

* Είναι αλήθεια πως μου λείπουν. Η νοσταλγία μου με κάνει να κλαίω. Έχουν χαθεί σε αυτό τον τόπο και δεν τους βλέπω πια συχνά, όμως έρχονται που και που στον νου μου σαν σκιές. Δεν ακούω τα λόγια τους, τους βλέπω να κινούνται στον γνωστό χώρο κάνοντας τις γνωστές κινήσεις, ακούω τα τραγούδια που αγαπούσαν.

* Γι αυτό πρέπει να γυρίσεις. Αν τους μιλήσεις μπορεί να σου αποκριθούν. Ίσως να τους ρωτήσεις αυτό που θα γεννήσει ο νους σου βλέποντάς τους.

Μέσα απ’ τον λόγο και τον αντίλογο με έπεισε να την ακολουθήσω. Το μακρύ πέπλο της σερνόταν στο πάτωμα αφήνοντας ένα ελαφρό θρόισμα. Μάλλον πετάγαμε για ώρες ώσπου μας κάλυψε η ομίχλη, που ήταν αναπόφευκτη. Ένοιωθα να πνίγομαι, όμως ήταν πια αργά. Βρισκόμουν ήδη εκεί και δεν γινόταν να μην τους συναντήσω.

Εμφανιστήκανε μπροστά μου ένας-ένας χορεύοντας. Καθώς τους βλέπω τα λόγια μένουν στο στόμα μου ανείπωτα. Δεν ξέρω τι θέλω να τους πω. Τους κοιτάζω όλους, έναν- ένα, τους βλέπω να κάνουν τις γνωστές τους κινήσεις και ο πόνος γίνεται όλο και πιο έντονος. Είναι εκεί αλλά δεν είναι πουθενά. Τι απογοήτευση. Γιατί σας έχασα; Βγαίνουν τελικά τα λόγια. Εσείς φύγατε ή εγώ; Κι αν φύγατε εσείς γιατί δεν φύγατε εντελώς; Γιατί έρχεστε και ξανάρχεστε αψηφώντας το χρόνο;

Φαίνεται ότι δεν θα μου απαντήσει κανείς. Είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις ίδιες κινήσεις τους, να εξακολουθούν αν ακούνε τα ίδια τραγούδια χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε μένα. Τζάμπα ο πόνος, τζάμπα το ταξίδι. Η Μνημοσύνη λάθεψε. Γυρίζω να την δω. Έφυγε. Είναι σκληρή. Με έφερε ως εδώ και με άφησε μόνη. Θέλω να την σκοτώσω, να δω το αίμα της να κυλάει στο πάτωμα ή να την στραγγαλίσω, ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή νικημένη. Καθώς τη βλέπω με τη φαντασία μου νεκρή, οι σκιές φεύγουν αποχαιρετώντας με. Μακάρι να μην σας ξαναδώ; Η ομίχλη διαλύεται. Βλέπω τα πρόσωπα των δικών μου ανθρώπων κι ακούω τη φωνή τους. Τους απαντάω. Ίσως να είμαι λίγο αφηρημένη. Όσο αυτή τριγυρίζει ελεύθερη, εγώ θα πηγαινοέρχομαι. Θα την δαμάσω κάποτε, θα την δαμάσω……

 

 

* Η Xρυσάνθη Στελλάτου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Έζησε 3 χρόνια στην Σεβίλλη της Ισπανίας όπου σπούδασε κλασσική κιθάρα στο κονσερβατόριο και 6 χρόνια στις Βρυξέλλες, όπου εργάστηκε σαν διοικητική υπάλληλος στα γραφεία των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γνωρίζει Ευρωπαϊκή και Βυζαντινή μουσική, τρεις ξένες γλώσσες και έχει μελετήσει Ιστορία και Ερμηνεία της Εκκλησιαστικής Ποίησης. Τώρα ζει στην Πάτρα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top