Fractal

Διήγημα: «Με πυξίδα την καρδιά»

Της Χρυσάνθης Β. Καραούλη // *

 

 

Heart-Compass-LG

 

Ονειροπόλος! Πως αλλιώς σε καθημερινή βάση θα σκάλιζε με την πένα της ψυχή του, λευκές σελίδες, χαράζοντας επάνω τους με αίμα… με δάκρυα, τον ανήσυχο και σε υπερθετικό βαθμό ευαίσθητο κόσμο του.

Ο ήλιος άρχιζε να βασιλεύει και να χρωματίζει τον ορίζοντα με όλες τις αποχρώσεις του πορφυρού, σκορπώντας στην ψυχή του κάθε φορά, την ίδια συγκίνηση που χαρίζει ο κύκλος της ημέρας, ταυτίζοντάς τον με τον κύκλο της ζωής.

Καθισμένος σε ένα παγκάκι μόνος στην προβλήτα του λιμανιού, με μεγάλη δυσκολία συγκρατούσε ένα δάκρυ που προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί και να τρέξει ελεύθερα στο όμορφο πρόσωπό του. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι χάιδευε απαλά τα σγουρά, ατίθασα μαλλιά του. Έκλεισε τα μάτια, τέντωσε τα πόδια και αφέθηκε στο τρυφερό χάδι, σαν να τον άγγιζε το χέρι κάποιας γλυκιάς ερωτικής παρουσίας. Πολλές φορές η φαντασία του, τού χάριζε υπέροχα ταξίδια σε ένα κόσμο ονειρικής σαγήνης. Χαλάρωσε ακόμα περισσότερο και τώρα η βελούδινη αφή της του άγγιζε το πρόσωπο, το λαιμό και προχωρούσε… παρασύροντας τις αισθήσεις του σε μια ατέρμονη ηδονή. Θαρρούσε πως ανοίγοντας τα μάτια, η επιθυμία του θα έστεκε εκεί, μπροστά του, παραδομένη στη φλόγα που είχε ανάψει μέσα του η ανεξάντλητη φαντασία του.

Ένας ανεπαίσθητος ήχος τον έκανε να ανοίξει τα μάτια και να βγει άθελά του από το όνειρο που είχε χαράξει τη σκέψη του και αναστάτωσε τις αισθήσεις του.

«Συγνώμη παλικάρι μου σε ξύπνησα; Δεν άντεξαν άλλο τα κουρασμένα μου πόδια και κάθισα λίγο να ξαποστάσω».

«Παρακαλώ καθίστε. Δεν πειράζει».

Ο γέρος τον κοίταξε με τα γαλάζια ξεθωριασμένα του μάτια, χωρίς να σταματά στιγμή να μετρά ρυθμικά τις χάντρες από κεχριμπάρι, που στόλιζαν το αγαπημένο του κομπολόι. Το βλέμμα του ήταν τόσο ερευνητικό που έφτασε ως τα βάθη της ψυχής του.

«Σεκλετισμένος φαίνεσαι αγόρι μου. Τι σου συμβαίνει; Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια-συνέχισε-μα να ξέρεις πως κάπου στη διαδρομή σε περιμένει για να σε ανταμείψει για τις πίκρες που σε κερνάει καθημερινά. Ότι και να σου συμβαίνει να το καλοδέχεσαι και να το αγκαλιάζεις με αγάπη. Να ΄χεις μόνο τα μάτια και τα αυτιά σου ανοιχτά, για να δεις και να ακούσεις τι έχει να σου πει. Κάθε εμπειρία καλή, ή κακή σου προσθέτει πλούτο γνώσης και σοφίας. Συμπάθα με αγόρι μου αν σε κουράζω. Μπορεί και να τα έχω λιγάκι χαμένα. Βλέπεις ο χρόνος δεν περνάει χωρίς να αφήσει τα σημάδια της φθοράς εκεί όπου αγγίζει»

«Προς Θεού! Τι λέτε, πάντα μου αρέσει να ακούω τους μεγαλύτερους ανθρώπους. Μέσα σε λίγες λέξεις, μπορεί να βρει και να γνωρίσει κανείς, τόσες αλήθειες, που χρειάζονται χρόνια εμπειρίας για να τις αποκτήσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία. Σας αρέσουν τα βιβλία;»

«Αν μου αρέσουν λέει; Η ζωή μου όλη, αλλά βλέπεις ο χρόνος μου στέρησε και αυτή τη χαρά. Τα μάτια μου αγόρι μου. Με πρόδωσαν… αχ! με πρόδωσαν κι αυτά».

«Λυπάμαι πολύ!»

Ο χρόνος, σκεφτόταν, καθώς πήρε το δρόμο του γυρισμού. Πόσο τον βάραινε μέσα του η επιστροφή. Μια διαδρομή που ένιωθε πως του στέρευε τη ζωή. Κάθε βήμα στο άγονο μονοπάτι του «πρέπει» και οι ανάσες του έβγαιναν όλο και πιο δύσκολα. Λες και μια δύναμη όσο πλησίαζε, αφαιρούσε το οξυγόνο από την ατμόσφαιρα. Το στήθος του πονούσε και τα πόδια του έχαναν τη σβελτάδα της νιότης του, που είχε μπει στην τελική ευθεία του τερματισμού. Στη δύσκολη εκείνη καμπή που σου εγκλωβίζει τη σκέψη, σ΄ εκείνα που έζησες και σε εκείνα που πραγματικά ποθούσε η ψυχή σου.

Ποθούσε; Να ΄σου και πάλι η εικόνα της μπροστά του. Να τρέχει προς το μέρος του, με τα χέρια ανοιχτά και τα μακριά μαλλιά της, να ανεμίζουν στον αέρα. Το λαμπερό της χαμόγελο, διαγραφόταν έτοιμο να ζωγραφίσει μέσα του τις πιο όμορφες εικόνες. Καθώς τον πλησίαζε, διέκρινε καθαρά τα καλοσχηματισμένα της χείλη, να του ξυπνούν υποσχέσεις για μια τρυφερή ένωση στα περιβόλια του παραδείσου.

Πλησίαζε… σχεδόν έφτασε. Μια ανάσα τους χώριζε. Σταμάτησε και έκλεισε τα μάτια.

«Αγάπη μου» της ψιθύρισε και την τύλιξε στην αγκαλιά του. Τι όμορφα που μύριζε! Όπως το γιασεμί τις νύχτες του καλοκαιριού. Τα μαλλιά της συνήθιζε να τα λούζει με αγιόκλημα. Πιο όμορφη εικόνα δεν είχε αντικρίσει ξανά.

«Καις…», της ψιθύρισε και πάλι, χαϊδεύοντας με τα χείλη του το λαιμό της. Το δέρμα της απαλό σα μετάξι και τρυφερό σαν ροδοπέταλο ριγούσε στης αφής του το αλάφιασμα. Οι γητεμένες του αισθήσεις, ακολουθούσαν τον τρελό ρυθμό της καρδιάς του που πήγαινε να σπάσει.

Εκείνη έτρεμε στην αγκαλιά του, σαν φθινοπωρινό φύλλο που το παρασέρνει ο άνεμος.

«Πως σε άφησα να φύγεις!», σπάραξε δυνατά αυτή τη φορά. Η φωνή του, τον ξύπνησε από το λήθαργο της φαντασίωσης. Έκλεισε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες και γονάτισε στο χώμα. Το κεφάλι του ακουμπούσε σχεδόν στο έδαφος. Είχε πλέον νυχτώσει. Το κλάμα του έκανε τα τριζόνια να σταματήσουν το τραγούδι τους και τα νυχτοπούλια να πετάξουν τρομαγμένα. Τα δάκρυά του έτρεχαν ελεύθερα, ποτίζοντας το χώμα με την πίκρα της απουσίας της.

Αργά-αργά, σχεδόν τρεκλίζοντας σηκώθηκε και με δυσκολία στάθηκε στα πόδια του. Το κεφάλι του βούιζε και μια ξαφνική ζάλη του δημιούργησε αστάθεια και τάση λιποθυμίας. Με πολύ δυσκολία συνέχισε την πορεία του στο μονοπάτι του «πρέπει». Δύο μάτια μοναχικά και λυπημένα, πάλι θα τον περίμεναν κοιτάζοντάς τον εξεταστικά και περιμένοντας από αυτόν σταγόνες ζωής που ο ίδιος δεν διέθετε πια. Απ’ όταν εκείνη έφυγε, ζούσε έξω απ’ την ακτίνα της καρδιάς του και δεν κατάφερνε τίποτα άλλο, παρά να ζει μέσα στη δυστυχία και να την σπέρνει σε αθώες αγαπημένες ψυχές.

Έφτασε… Μα κάτι συνέβαινε απόψε. Το χέρι του βαρύ σα μολύβι δεν μπορούσε να φτάσει και να ακουμπήσει το ρόπτρο της πόρτας, ώστε να αναγγείλει την απελπισμένη του παρουσία. Δεν ήθελε για μια φορά ακόμη να ζήσει την επανάληψη της μίζερης μοναξιάς του.

Ξάφνου, μια λάμψη φώτισε την ψυχή του. Μια σκέψη, μια απόφαση ζωής. Ένα ταξίδι χαράχτηκε στο μυαλό του. Ναι! Το έβλεπε μπροστά του! Ένα καραβάκι με άσπρα πανιά ήταν εκεί και τον καλούσε για το ταξίδι στη ρότα της αγάπης. Το όνομά της φιγουράριζε στην πλώρη. «Χρυσαφένια!». Έκανε μεταβολή και έφυγε…

Καλή σου τύχη αγόρι μου, του γέρου η ευχή!

 

* Η Χρυσάνθη Β. Καραούλη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο Καποδιστριακό πανεπιστήμιο. Από μικρή ηλικία γράφει ποιήματα, παραμύθια και διηγήματα. Το συγκεκριμένο διήγημα αποτελεί μέρος ανέκδοτης συλλογής.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top