Fractal

Η καρδιά του αχινού

Γράφει η Λίλια Τσούβα // *

 

Μαρία Σκουρολιάκου «Χρώμα Αύριο», εκδ. Λαμιακός Τύπος, σελ. 64

 

-Γιαγιά, έχει ο αχινός καρδιά;

-Την κρύβουν τα αγκάθια του, μωρό μου!

-Κι οι άνθρωποι έχουν κι αυτοί αγκάθια γύρω απ’ την καρδιά τους;

-Πολλά. Όμως εσύ θα βλέπεις μόνο την καρδιά.

Τ΄ αγκάθια τα βγάζεις ένα ένα με την αγάπη.

Τ΄ ακούς, μωρό μου; Με την αγάπη…!!

Κινούμενη στον κόσμο των καθημερινών και διαχρονικών προβλημάτων η Μαρία Σκουρολιάκου, στην ποιητική της συλλογή «Χρώμα Αύριο», εισάγει τον αναγνώστη στο δικό της σύμπαν με σαράντα έξι ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη του αδελφού της.

Τίτλοι, όπως «Αγρύπνα ποιητή», «Στο καταχείμωνο», «Μια μέρα», «Μαζί», «Ο Μάης», «Αιμορραγώ», «Μονεμβασιά» είναι ενδεικτικοί του περιεχομένου της συλλογής. Ποιήματα για τη ζωή και για το θάνατο, γεμάτα Ελλάδα και Μεσόγειο, σε τρεις ενότητες. Η δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Μωβ», μια Νέκυια, με την ποιήτρια στην όχθη ενός Αχέροντα, να παρακολουθεί μια λιτανεία νεκρών.

Εκλαμβάνοντας τον καλλιτέχνη ως στρατιώτη επισημαίνει την ανθρωπιστική του αποστολή μέσα σ΄ έναν κόσμο άγριο. Αυτό φαίνεται να είναι και το στίγμα της συλλογής. Η ρητή έκκληση προς τον ποιητή να μη σιωπήσει, να είναι παρών στα προβλήματα του καιρού του.

Μίλησε ποιητή.

Μη σε σωπαίνει ο ήχος της κραυγής

μήτε το κρώξιμο της νύχτας

και του φιδιού το σύρσιμο γύρω από τ΄ αυγό του.

Αγάπα ποιητή.

Σφίξε τις λέξεις, ξέπλυνε το αίμα της πληγής.

Το βογγητό του άλλου σώσε.

Σώμα

στην ερημιά και στον καημό διαμελισμένο.

Πολέμα ποιητή.

Μη φυλακίζεσαι στο ψέμα του καιρού,

στο θάμπωμα της λήθης.

Άκου τ΄ αηδόνι, που έρχεται απ’ τη γη

και στην καρδιά της πλάσης, κλαίει.

Αγρύπνα ποιητή.

Όπως το νυχτολούλουδο.

Ο ήλιος, όπως χρυσορρόης πέφτει

και αξεχώριστα τις σκιές φιλεί.

Μην κοιμηθείς, μη ξεχαστείς

κι αποτελειώσει ο κόσμος.

Την απασχολεί το διαχρονικό πρόβλημα της ύπαρξης, η οδύσσεια του ανθρώπου, από την εποχή των σπηλαίων έως σήμερα. «Ο άνθρωπος ένας δεσμώτης στην αγρύπνια του χρόνου με μια κλεψύδρα δίκοπη στους ώμους. Κουβαλάει το στάρι στο μύλο της ζωής αλέθοντας την πέτρα της υπομονής. Τελικός προορισμός ο θάνατος. Φθορά και φόβος στη διαδρομή, αγκαλιές – κελιά, στόματα λύκων».

Ερχόμαστε βαθιά, απ’ τα ίδια σώματα

με τα μαλλιά πλεγμένα Οδύσσεια.

Εδώ η αυγή και το νερό κι η λάσπη.

Κι ο θάνατος ακάλεστος, απάλευτος

Όπου πεινάει, στέκει και θερίζει.

 

Μαρία Σκουρολιάκου

 

Η ποίησή της τρυπώνει σε μέρη «όπου ο δρόμος είναι Δούρειος, τα λόγια είναι ανάδρομα. Δεν είναι Κηφισιά, είναι Κυψέλη». Κυριαρχούσα έννοια η διάψευση, αλλά και η απουσία ανθρωπισμού. «Δεν μπορείς να ανασάνεις με τόσο καημό, τόσα αίματα που στοιχειώνουν τις μέρες», γράφει. «Το αύριο ψάχνει σε κάδους σκουπιδιών τον άνθρωπο». «Έξω στις σκοτεινές τις μέρες Νέρωνες κλώνοι καίν τον άνθρωπο». Το «Δελτίο συμβάντων» πνιγηρό.

Βρέχει θανατηφόρες παιδικές χαρές.

Η Μεσόγειος ξερνάει μετανάστες.

Δυο φίλοι αποχωρίζονται στην άσφαλτο

με πορφυρό μαντήλι στην καρδιά τους.

Στο χάρτη ολοκαυτώματα ψυχές

καθώς του ήλιου οι καταδότες παρελαύνουν.

Χέρια που αλλάζουνε χαρτονομίσματα νεκρά.

Σκάφη που αναζητούν χαρτιά αξιοπλοΐας.

Κάνει πολλούς βαθμούς ντροπή.

Κι η άνοιξη πεσμένη καταγής

να την κλωτσούν διάττοντες αστέρες.

Άνοιξη καρφωμένη στο σταυρό

μες στο θλιμμένο πίνακα του Ελ Γκρέκο».

Αλλά και οι στιγμές της καθημερινότητας, η οικογένεια, η συμβίωση, όλα τα απλά, κοιτάζονται με μικροσκοπική ματιά, σαν πίνακες του Paolo Solari.

Ανοιγοκλείνουν οι καρδιές με πάταγο

μες στις ασπρόμαυρες διαδρομές της μέρας.

Προσοχή στο κενό.

Ασφαλισμένοι σ’ ένα καναπέ μετά,

μασάμε άνοστο ψωμί

ακούοντας μακρινούς θανάτους.

Πίνουμε υπνωτικό νερό

από χλωριωμένες σκέψεις.

Να δούμε όνειρα χρωματιστά.

Σώματα ξεφυλλίζουμε στη λήθη

και το ξημέρωμα

φοράμε τη στολή της μάχης.

Μια μέρα,

θα ζωγραφίσω στο κορμί σου

τις παραστάσεις της ασπίδας του Αχιλλέα.

Τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα, η παθητικοποίηση, αισθητοποιούνται  στην πρώτη ενότητα.

Ο καναπές είναι μια γλώσσα

κόκκινη, κίτρινη, λευκή

και δεν τσακίζει κόκκαλα.

 

Ο καναπές είναι σκουριά

που τρώει σάρκες.

Γεννοβολάει ακάρεα.

 

Ο καναπές

έχει τη μυρουδιά της παραίτησης.

Δεν ευωδιάζει ανυπακοή.

Φοράει τέλμα.

Η δεύτερη ενότητα «Μωβ» μια ελεγεία με πυροδότη τη μνήμη. Η σκέψη αιμορραγεί σε μια αδιάκοπη διελκυστίνδα παρόντος – παρελθόντος. Αντιθετικά ζεύγη: το τότε και το τώρα, η νεότητα – τα γηρατειά, το φως και το σκοτάδι. Ακολουθεί παρέλαση νεκρών.

«Σας ακούω, όταν τις νύχτες περπατάτε πίνοντας το κρασί της Νέκυιας στην εγκοπή του χρόνου. Όταν ανάβετε στο διάκενο λυσίπονες σιωπές μέχρι την πόρτα».

Ένα βιολί παίζει ένα αργόσυρτο τραγούδι θρηνητικό, βαθιά ανθρώπινο. Ξόδι των νεκρών.

Τι στην ευχή τον έχασε το δρόμο

πενήντα έξι χρονών άντρας

κι έκοψε κατά το ποτάμι

με των ματιών τους ήλιους σφαλιστούς.

Γιατί δεν του φωνάξατε να σταματήσει;

Σ΄ αυτή τη μαύρη βάρκα να μη μπει.

Το τρίτο μέρος, με τίτλο «Ψηφίδες», αποτελείται από ολιγόστιχες λακωνικές σκέψεις, εξαιρετικά εύστοχες.

Με πέντε στίχους

μπορούν να χορτάσουν χιλιάδες.

Ένα κόκκινο «θέλω» χτυπάει τους τοίχους.

Ένα γκρίζο «πρέπει» φρουρεί.

Εμπιστεύομαι τη δύναμη του χρώματος.

Η Μαρία Σκουρολιάκου δουλεύει με τις ισομορφίες και τη συναισθηματική κλιμάκωση. Η ποίησή της είναι λυρική, με πλούσια εικονοποιία και εκφραστικά μέσα. Ποίηση κοινωνική, αυτοβιογραφική. Παρά την πεσιμιστική όμως διάθεση των θεμάτων, κυριαρχεί το φως, το μεσογειακό τοπίο, η Ελλάδα με τη φιλοσοφική της στάση απέναντι στη ζωή. Η συλλογή κατάμεστη από δέντρα, φυτά, χρώματα, αρώματα. Το ελληνικό τοπίο, που ζωγραφίζεται τόσο φωτεινά, δεν επιδέχεται αιώνια θλίψη. Θρήνος ναι, όχι όμως δειλία, λίγωμα, παραίτηση.

«Θέλω ένα δέντρο τροπικό να κατοικήσω τις ελπίδες μέλισσες. Μια ανάσα να στεγνώσω τις πληγές και τις βροχές των μάταιων δακρύων», γράφει. Και προτρέπει:

«Γιε μου φύσηξε αλλιώς τον Αίολο. Με την καρδία. Με την καρδία!!!».

Η συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου «Χρώμα Αύριο» συγκινεί τον αναγνώστη. Είναι ποίηση με τριαντάφυλλα, πασχαλιές και ρόδα που μοσχοβολούν. Μέσα από το πένθος ξεπροβάλλει ο κόσμος του φωτός, ο εφήμερος, αλλά τραγικά ωραίος. Μέσα απ΄ τον ζόφο αχνοφέγγει ένα χαμόγελο για ένα αύριο με πιο φωτεινά χρώματα.

Τότε

θα σηκωθούνε κύματα ψηλά βουνά

τη λύπη να ξεπλύνουν απ’ τα πρόσωπα

που έγιναν λασπωμένοι δρόμοι κι έρημοι

πεδία βολής κι ανάστεροι ουρανοί.

Ακράτητος ο ήλιος

στα πληγωμένα χέρια θα χορέψει

καίγοντας τα λευκά μαντήλια στον αέρα.

Θ΄ ανθίσουνε των κοριτσιών τα ματωμένα χείλη

εφτάχρωμα φιλιά και φίλντισι.

Τότε,

των ποιητών που  αγάπησαν,

η πιο γλυκιά ευχή

απ’ τα παμπάλαια βιβλία καρτερώντας,

σαν ευαγγέλιο και γέννα θα αληθέψει.

 

Ως τότε

στην καρδιά μας μόνο ένα.

Χρώμα αύριο.

 

 

* Η Λίλια Τσούβα γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, από όπου και αποφοίτησε (τμήμα Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών). Εργάστηκε επί χρόνια ως καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top