Fractal

Διήγημα Fractal: “Χριστούγεννα”

Της Τζένης Μανάκη //

 

dihghmamanaki

 

Είχα αρχίσει να συνηθίζω εκείνη την φτωχική ζωή στην πόλη μου, τόσο αλλιώτικη από την άλλη του παλιού καιρού. Χριστούγεννα πάλι, χωρίς τις παλιές μυρωδιές, χωρίς την αγάπη που ζέσταινε την ψυχή μου. Τα γιορτάζαμε μαζί με τους φίλους και γειτόνους Χριστιανούς. ” Η θρησκεία δεν πρέπει να μπαίνει εμπόδιο στις ανθρώπινες σχέσεις”, έλεγε πάντα η μητέρα μου. ”Η αγάπη είναι το μέγιστο αγαθό, όλα τ’ άλλα έπονται”.

Θα ήμουν ανόητη ν’ αποζητώ ό,τι χάθηκε, το ήξερα… χάθηκε ανεπιστρεπτί. Παρηγοριόμουν με την ασφάλεια που ένιωθα μέσα στο ταλαιπωρημένο, λεηλατημένο παλιό μου δωμάτιο. Ένα κλαδί πεύκου φυτεμένο στη γλάστρα της πεθαμένης μπουκαμβίλιας ήταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο μου. Μικρές μπάλες από βαμβάκι παρίσταναν το χιόνι. Κάτι μισοκαμένα κεράκια που βρήκα σ’ ένα συρτάρι σιγόκαιγαν και οι χλωμές φλόγες τους ήταν μια στάλα ελπίδας, ότι ίσως όλα θα μπορούσαν να ξαναγεννηθούν. Προσπαθούσα να βρω παρηγοριά στο ελάχιστο.

Ήταν μεγάλη πολυτέλεια να σκέφτομαι το παρελθόν, όσο και να σχεδιάζω το μέλλον. Όλα γύρω μου είχαν αλλάξει. Πιο πολύ τα βλέμματα των παλιών γειτόνων που είχαν μεταλλαχθεί από βλέμματα θαυμασμού για τα όμορφα ρούχα μου και τις περιποιημένες μπούκλες μου, σε βλέμματα λύπης, καθώς περνούσα, όσο γινόταν πιο αθόρυβα και με το κεφάλι κάτω, το αδιέξοδο καλντερίμι μέχρι να φθάσω στην Αγίας Σοφίας. Ήμουν σίγουρη ότι με παραμόνευαν πίσω από τις κλειστές κουρτίνες κάνοντας χίλιες υποθέσεις για τα παθήματά μου. Οι λάμψεις από τα χριστουγεννιάτικα κεράκια, φώτιζαν τις κρυμμένες σιλουέτες τους, πρόδιδαν την παρουσία τους. Όταν έφθανα στον κεντρικό δρόμο ένιωθα μια ανακούφιση, επιτάχυνα το βήμα μου, έτσι που τα μεταλλικά πεταλάκια που ήταν καρφωμένα στις σόλες των παπουτσιών, για να τούς εξασφαλίσουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, μου θύμιζαν τον ήχο από τις γερμανικές μπότες. Τότε βάδιζα πιο αργά ελαφροπατώντας για να διώχνω από το μυαλό μου αυτή τη σκέψη.

Στο ύψος της Εγνατία σταματούσα και χάζευα τα βαγόνια των τραμ με τα ξύλινα καθίσματα και τους λιγοστούς επιβάτες. Κυλούσαν νωχελικά πάνω στις ράγες κι έτσι επέτρεπαν στα αγόρια να κάνουν ”σκαλομαρία” στους προφυλακτήρες και τα σκαλιά τους.

Εκεί, μέσα σ’ ένα βαγόνι μου φάνηκε ότι τον είδα για πρώτη φορά μετά το ταξίδι του γυρισμού στην πόλη. Η καρδιά μου φτερούγισε, η αναπνοή μου έγινε πιο γρήγορη και ήμουν σίγουρη ότι το πρόσωπό μου κοκκίνησε. Ήθελα να τρέξω να προλάβω ν’ ανεβώ στο τραμ αλλά κάτι με κρατούσε καρφωμένη στην ίδια θέση να παρακολουθώ την πορεία του προσπαθώντας μέσα από τα θολά τζάμια να διακρίνω την σιλουέτα του. Ήταν ο φόβος της διάψευσης που με κρατούσε ακίνητη . Το ήξερα, δεν ήταν παρά μια παραίσθηση που με βεβαίωσε ότι εκείνος υπήρχε, ήταν παρών στο πίσω μέρος του μυαλού μου από την ώρα της τυχαίας εκείνης συνάντησης. Αυτή η παραίσθηση ήταν το χριστουγεννιάτικο δώρο μου. Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη για ένα τρυφερό άγγιγμα, που ήταν σαν να το ένιωσα.

Έπλαθα ιστορίες μ’ εκείνον πρωταγωνιστή κι εμένα να του παραδίνομαι χωρίς κανένα δισταγμό. Να αποθέτω τον εαυτό μου, τη ζωή μου ολόκληρη μέσα στη ζεστασιά της αγκαλιάς του, μήπως και λειώσει κάποτε εκείνος ο πάγος που εγκαταστάθηκε στα σπλάχνα μου μετά το στρατόπεδο.

Η ατμόσφαιρα στο σπίτι αντί σταδιακά να ελαφραίνει γινόταν ολοένα και πιο βαριά. Ασήκωτη. Μαζευόμουν στο δωμάτιό μου κι έκλαιγα κι όταν μου τέλειωναν τα δάκρυα άφηνα το μυαλό μου να περιπλανηθεί στην ουτοπία. Πρωταγωνιστής πάντα εκείνος ο άγνωστος του τρένου, δεν είχα άλλωστε κανένα άλλο πρότυπο που θα μπορούσε να με κάνει να ονειρευτώ. Αναρωτιόμουν αν όλη αυτή η διάθεση ν’ αφεθώ στην αγκαλιά του θα μπορούσε ποτέ να γίνει πραγματικότητα. Φοβόμουν κυρίως εμένα. Εμένα και την μνήμη εκείνου του περιστατικού που προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να μη φέρνω ποτέ στη σκέψη μου. Δεν το ονομάτιζα ποτέ. Ούτε το εξομολογήθηκα σε κανέναν. Προσπαθούσα να το μικραίνω μέσα μου να το απωθώ με όλη μου τη δύναμη της ψυχής μου, μέχρι να το εξαϋλώσω να βρω τρόπο διαφυγής του από το μυαλό μου… δεν τα κατάφερνα. Στις μαύρες ώρες ένιωθα ακόμη εκείνο τον πόνο στα σπλάχνα μου, κρατούσα τον αστράγαλο μου με τα δυο μου χέρια να τον ζεστάνω από την επαφή με την παγωμένη λαβή του όπλου, σαν να ήταν τώρα.

Κοίταζα την φλόγα των μισοκαμένων κεριών πάνω στο κλαδί του πεύκου που φύτεψα στην παλιά γλάστρα της πεθαμένης μπουκαμβίλιας και προσπαθούσα να πάρω κουράγιο από τη χλωμή λάμψη τους που μου ψιθύριζε μηνύματα αγάπης από όλους αυτούς που χάθηκαν.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top