Fractal

Διήγημα: “Η σκιά”

Του Χρήστου Λιτζερίνου //

 

f8

 

Η σκιά στο παράθυρο άρχιζε να κινείται απειλητικά. Έσκυβε το κεφάλι κι αγνάντευε στο δωμάτιο ύπουλα. Διάλεξε μια σκοτεινή γωνιά και κρύφτηκε. Η καρδιά βάλθηκε να προδώσει τη θέση του. Τη σκέπασε με την παλάμη, μη τυχόν και φανερωθεί ο φόβος της. Η σκιά δεν έλεγε να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Τώρα περιεργάζονταν το μάνταλο. Έψαχνε να βρει μια ρωγμή να το ξεκλειδώσει και να δρασκελίσει το κατωκάσι. Ήταν θέμα χρόνου να βρει τον τρόπο. Έβλεπε τα χέρια της να κινούνται πέρα δώθε. Δάχτυλα μεγάλα, βουτηγμένα στο χρώμα του φεγγαριού, άφηναν σημάδια στο τζάμι. «Θα αφήσει τα αποτυπώματά του και θα τον πιάσει τουλάχιστον η αστυνομία», προσπάθησε να ηρεμήσει το μυαλό του, αλλά μια δεύτερη σκέψη δεν τον άφησε «Τι θα ωφελούσε που θα τον έπιαναν, αν προλάβαινε να τον σκοτώσει;» Η τελευταία σκέψη έκανε την πλάτη του να γίνει ένα με τον τοίχο. Τον σκουντούσε να υποχωρήσει, να βγει έξω, να γλιτώσει. Ο τοίχος δεν έλεγε να του κάνει το χατίρι. Σκέφτηκε ότι η μάνα του κοιμόταν και αν φώναζε θα τον άκουγε και η σκιά στο παράθυρο. «Ακούνε όμως οι σκιές;» αναρωτήθηκε. «Δεν ακούνε» έδωσε μια απάντηση στην ερώτησή του «Έτσι λένε στα παραμύθια. Πάντα οι σκιές κάνουν του κεφαλιού τους γιατί δεν ακούνε…. Να μη την εξαγριώσω λοιπόν και να περιμένω» Ετοιμάστηκε να την αντιμετωπίσει. Αν δεν τα έβγαζε πέρα θα φώναζε τη μάνα. «Οι μάνες πάντα ακούνε» καθησύχασε τον εαυτό του και ξεκόλλησε την πλάτη από τον τοίχο, χωρίς να κάνει όμως βήμα μπροστά. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Δεν έπρεπε να φοβάται, ήταν άντρας πια του λεγε η μάνα όταν τον νανούριζε να κοιμηθεί. Απόψε ξέχασε να τον νανουρίσει. «Θα ήταν κουρασμένη…» σκέφτηκε «Η καημένη κουράζεται να τα βγάλει όλα πέρα μόνη της». Μιλούσε με τον εαυτό του και έπαιρνε κουράγιο. Έτσι ξεγελιόταν πως δεν είναι μόνος.

Το μάνταλο έτριζε όλο και περισσότερο. «Πρέπει να είναι διαρρήκτης..» σκέφτηκε κι αμέσως η ηχώ του μυαλού άλλαξε τροπάρι «Κι αν είναι δράκος, ή ένας λυκάνθρωπος, ή ακόμη… εκείνος ο σιχαμερός με την κουκούλα και το δρεπάνι;» Ανατρίχιασε. «Η αστυνομία λίγα πράγματα μπορεί να κάνει σε αυτή την περίπτωση… σχεδόν τίποτα. Αυτά τα θεριά δεν αφήνουν αποτυπώματα, για να βρεθούν και να τιμωρηθούν» Σκέφτηκε πως την είχε άσχημα. Άδειασε το μυαλό του από σκέψεις και ένοιωσε την κρυάδα της μοναξιάς να παγώνει την πλάτη. Ο «άλλος» τον εγκατέλειψε. Καμμία παρουσία. Χωρίς να ξεκολλήσει από τον τοίχο έσκυψε το κεφάλι δειλά. Η σκιά τώρα τράνταζε για τα καλά τα παραθυρόφυλλα και οι κινήσεις της ήταν βιαστικές και αποφασιστικές. Το μάνταλο δεν άντεξε. Με ένα κράχ έσπασε και τα παραθυρόφυλλα βρόντηξαν στους τοίχους.

«Μαμάαααααα…» ούρλιαξε και έγινε ένα με τον τοίχο. Το φεγγάρι πλημμύρισε το δωμάτιο.

Εκείνη μπήκε σαν αστραπή, σφάλισε τα παραθυρόφυλλα και έδιωξε το φεγγάρι. Ύστερα τον πλησίασε και με κινήσεις νεράιδας τον ξεκόλλησε από τον τοίχο. Ένα ιδρωμένο αποτύπωμα της πλάτης έμεινε ορφανό. Τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και τον σκέπασε μέχρι τον λαιμό. Του ‘δωσε ένα φιλί στο μέτωπο και χάιδεψε το σώμα που έτρεμε.

«Μη φοβάσαι καλέ μου, ο αέρας ήταν» είπε η νοσοκόμα του γηροκομείου και με ανάλαφρα βήματα βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντάς τον πάλι μόνο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top