Fractal

Τρία ποιήματα

Του Χρήστου Κουκουσούρη // *

 

 

f4

 

 

Σιωπή.

 

Ακούω φωνές,

τα κύματα της σιωπής σου

ψιθυρίζουν μέσα μου λόγια που δεν ειπώθηκαν

λέξεις άηχες,

συναισθηματικές οντότητες με βάρος που λυγίζουν την ψυχή,

φορτίο που δεν αντέχεται,

ανοίγει πληγές επουλωμένες από καιρό,

ξεχασμένες, μέσα στο το δοκιμασμένο κορμί.

Ακούγεται σαν ψίθυρος η κραυγή του πόνου που κρύβεις,

μέσα σε ένα ρέον διαμάντι των ματιών σου,

προδοτικό, που χαράζει γραμμή ποτάμι,

για να ακολουθήσουν και άλλα

σαν στρατιώτες ‘εφ’ ενός ζυγού,

όταν θα σπάσει το φράγμα της αντοχής,

και ως ηχώ παλλόμενη,

ως κύμα που απλώνεται κυκλικά σε ήρεμη λίμνη,

θα διαταράξει την ψεύτικη ηρεμία που αφήνεις να πλανάται

πως τάχα, όλα είναι σιωπή.

Θύελλα ο κόσμος σου

θα παρασύρει το απογευματινό φως σε παγίδα,

το τέρας σκοτάδι θα καταπιεί κάθε αχνή αχτίδα

που αγωνίζεται να μείνει ζωντανή,

παρατείνοντας το τέλος.

Το σκοτάδι θα νικήσει,

όλα σιωπή…

 

 

 

ΑΝ

 

Αν βουληθώ,

ν’ ανοίξω της ψυχής μου τα σκοτεινά μονοπάτια,

δεν θα με βρεις στους ερεβώδεις δαίδαλους,

στις άρρηκτες πικρές μου αναμνήσεις.

Φαντάσματα που νέμονται τα πάθη μου κι ομονοούν,.

με το απύθμενο βάθος της σκοτεινιάς που με τυλίγει,

που κατατρώει το ελάχιστο ίχνος

από το φως που κάποτε είχα μέσα μου,

καραδοκούν.

Ερινύες του μυαλού ,

που περιμένουν με σαγόνια ορθάνοιχτα,

να αποδώσουν δικαιοσύνη,

αν βουληθώ,

ν’ ανοίξω την κερκόπορτα της ζωής μου.

 

 

Αναμνήσεις.

 

Τελευταία περνάω απ’ τα παλιά μας λημέρια,

με σκυμμένο κεφάλι… με πονούν οι αναμνήσεις…

βόλτες ξέγνοιαστες τάχα, τα γλυκά μεσημέρια

μου ‘χες πει πως θα φύγεις, μου ‘πες θέλεις να ζήσεις…

 

κάθε βήμα που κάνω και μια νότα που πάλλει

στου μυαλού τα δωμάτια που ‘χα κρύψει βαθιά

σαν μια ήλιου ακτίνα που δειλά ξεπροβάλει

και θυμίζει με πόνο, τι είχες ζήσει παλιά.

 

Τα μικρά μας ταξίδια στους πλακόστρωτους δρόμους

οι δειλές, φοβισμένες, οι μικρές εξορμήσεις

περπατούσαμε πάντα με σκυμμένους τους ώμους

κι όλο είχες το νου σου μην ξεχάσεις κι αργήσεις.

 

Ο πατέρας στο σπίτι, αυστηρά σε ρωτούσε

που γυρνούσες και σήκωνε μ’ ευκολία το χέρι

να σε νοιώσει δεν ήθελε, μόν’ η μάνα μπορούσε

κι εσύ κούρνιαζες τρέμοντας σαν μικρό περιστέρι.

 

Μία πάστα πραλίνα μοιρασμένη στα δύο

στο παγκάκι του μόλου και μια ήβη γκαζόζα

σου κρατούσα το χέρι όταν έκανε κρύο

με κοιτούσες, τα μάτια σου ανθισμένα σαν ρόδα.

 

 

Προσπερνώ και το βλέπω πως υπάρχει ακόμα

και η καρδιά με το βέλος σκαλισμένη στο ξύλο

μου μιλάει με φωνάζει κι εγώ γίνομαι λιώμα

κι η ψυχή μου σκορπάει σε φτερό και σε φύλλο.

 

Μου ‘πες τότε, θα φύγεις, μα δεν είπες τον τόπο ,

οργισμένη μιλούσες για τη βία που ανθούσε

και περάσαν τα χρόνια……………………….

να σε ψάξω ποθούσα, η καρδιά σε ζητούσε.

 

Στο σπιτάκι με κήπο που η φωνή σου αντηχούσε

τα λουλούδια ανθισμένα και οι μικρές ανεμώνες

τώρα κτίσμα γραφείων που η όψη απωθούσε

καγκελόφραχτος τοίχος μπετονένιες κολώνες.

 

Μία πάστα πραλίνα στο καφέ της πλατείας

μου θυμίζει τις ώρες που μαζί σου περνούσα

πόσο θα ‘θελα πάντα, να μην νοιώθω παρίας

να κρατήσω το χέρι, να σου πω Σ’ αγαπούσα…

 

Αναπαιστικό μέτρο.

 

 

* O Χρήστος  Κουκουσούρης  γεννήθηκε το 1952 στις Σέρρες. Δεν έχει να παρουσιάσει πτυχία, διδακτορικά και άλλες περγαμηνές πέραν ενός ταπεινού πτυχίου Εργοδηγών Σχεδιαστών και την αγάπη του για την ποίηση. Υπάρχουν στο συρτάρι του ποιητικές συλλογές, αλλά καμία δεν έφθασε στο τυπογραφείο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top