Fractal

Διήγημα: “Eιρήνη”

Του Χρήστου Καζάζη // *

 

mentagion-me-grammata-eirini

 

Μπήκες για να μου πουλήσεις στυλό κι αναπτήρες. Άλλο ένα ”γυφτάκι” ανάμεσα στα πολλά που ερχόντουσαν κάθε καλοκαίρι στο νησί. Δεν ήθελα τίποτα, ετοιμαζόμουν να σε διώξω. Η μύξα που κρεμόταν απ’ το ρουθούνι σου και τα καλά δασκαλεμένο, δακρύβρεχτο ποιηματάκι σου με αηδίαζαν. ”Πάρτε κάτι καλέ κύριε, δεν έχουμε ψωμί να φάμε”, είπες με τη βραχνή, ένρινη φωνή σου. Νευρίασα. Είχε προηγηθεί και το τηλέφωνο του λογιστή για το φόρο που, υποτίθεται, θα πλήρωνα φέτος. Ήταν κι αυτό το τηλεφώνημα της κόρης μου πρωί-πρωί που ζήταγε κλαψουρίζοντας να πάει στη Χίο να ξεκαλοκαιριάσει με τον παππού της, αδιαφορώντας για εφορίες και δάνεια. Κάτι στο βλέμμα σου, μια αστραπή νοημοσύνης, μια κρυμμένη ειλικρίνεια, με σταμάτησε. ”Πεινάς;” σε ρώτησα. ”Έχω να φάω δυο μέρες”, μου απάντησες γελώντας. ”Πως σε λένε;”. ”Ειρήνη” είπες και με κοίταξες με δυο ολοστρόγγυλα, μεγάλα, μαύρα μάτια. Δεν μπορούσα να πιάσω γραμμή να παραγγείλω. Τώρα βρήκαν όλοι να πεινάσουν; ”Δώστε μου τα χρήματα καλέ κύριε κι εγώ θα γυρίσω πίσω να το φάω μπροστά σας αν δε με πιστεύετε”. Αυτή τη φορά σε πίστεψα. Πήρες τα δύο ευρώ κι έφυγες τρέχοντας.

Σε λίγο, απολαμβάνοντας χαρούμενη τον ”πιτόγυρο με μπόλικη σος και κόκα-κόλα” που είχες ζητήσει, μου έκανες κατά παραγγελία πολλαπλασιασμούς με διψήφιους αριθμούς σε χρόνο μηδέν. Στην ιστορία και τη γεωγραφία έπιανες πουλιά στον αέρα. Κι ας σε είχε αφήσει η δασκάλα σου στη τρίτη τάξη του Δημοτικού, γιατί έλειπες συνεχώς με τον παππού σου πουλώντας την πραμάτεια του. Κι ας σε είχαν εγκαταλείψει οι δυο σου γονείς ακολουθώντας τις νέες τους αγάπες. Κι ας σε κοίταζε ο παππούς μόνο στα χέρια κάθε φορά που γυρνούσες, νύχτα, κοντά του. Ούτε ένα χάδι, ούτε φιλί, μόνο εισπράξεις ζήταγε από σένα. Λεφτά και τίποτε άλλο. Κι αν δεν έβγαζες αρκετά ένα γερό μπερντάκι σε ξανάβαζε στον ίσιο δρόμο…Χάρηκες πραγματικά όταν σου δώρισα το βιβλίο με τις βυζαντινές εικόνες, το ξεφύλλισες, συλλάβισες μερικές λεζάντες αλλά κουράστηκες. Μου υποσχέθηκες όμως ότι θα το διαβάσεις όλο. Κι ύστερα, σαν τρομαγμένο σπουργιτάκι, θυμήθηκες κάτι, πετάχτηκες κι έτρεξες αναμαλλιασμένη να προλάβεις το λεωφορείο. Ποιος ξέρει, Ειρήνη, αν θα σε ξαναδώ.

 

* Ο Χρήστος Καζάζης γεννήθηκε το 1971 στην Κω. Μετά από μια μικρή οδύσσεια στο Αιγαίο η οικογένειά του κατέληξε στην Αθήνα. Aπό το 2005 ζει και εργάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σάμο. Είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top