Fractal

Διήγημα: «Η Μπεμπέκα»

του Χρήστου Καζάζη // *

 

f2

 

Στα νιάτα σου ήσουν χυμώδης, με σαρκώδη χείλη, πολλά υποσχόμενη νέα. Η μόνιμη δουλειά και ο παχυλός μισθός στη μεγάλη ΔΕΚΟ, που διορίστηκες στα δεκαοχτώ σου με ”μέσο” το πολυπληθές σόι σου, ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Τώρα πια στα μέσα της έβδομης δεκαετίας της ζωής σου, εγκαταλελειμμένη από κάθε είδους έρωτα, ακόμα και πλατωνικού, η μόνη σου απόλαυση ήταν ν’ ακούς τη ”δραστηριότητα” των νιόπαντρων ζευγαριών που νοίκιαζαν καμιά γκαρσονιέρα ή κανένα δυαράκι στο τριώροφο σου. Μα ακόμα κι αυτή η μικρή ευχαρίστηση δεν ήταν ικανή να κρατήσει την πικρία μέσα σου. Όποτε μπορούσες πέταγες τις μπηχτές σου. Για τους νοικάρηδες, τη γειτόνισσα, τη μανάβισσα, τον ψαρά, το μπακάλη. Ακόμα και για το γιατρό σου που προσπαθούσε να σε σώσει, μάταια τις περισσότερες φορές, από τα πάθη σου. Πόσες ώρες είχε φάει να σου εξηγεί τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής, να σου τυπώνει δίαιτες, να σε εξετάζει, να σου μιλά μετά ήρεμα και γλυκά, πνίγοντας τα νεύρα του, ότι δεν πρέπει να τρως συνέχεια ψωμιά και πατάτες τηγανιτές. Ότι δεν κάνει να τρως κάθε μέρα πάστες και τυριά. Ότι τα σαλάμια και το μπέικον θα σε στείλουν στο νοσοκομείο, που τόσο φοβόσουν. ”Γιατί κυρά Καλλιόπη μου ο διαβήτης είναι ύπουλο πράγμα και οι επιπλοκές πολλές και σοβαρές. Εμφράγματα, εγκεφαλικά, αιμοκαθάρσεις, ακρωτηριασμοί”. Εσύ κατέβαζες ρολά. Γκρίνια που δε σε αφήνουν να φας τυρί ροκφόρ, γκρίνια για τα φάρμακα που είναι πολλά, γκρίνια για τις μετρήσεις του ζαχάρου, γκρίνια, γκρίνια. Μετά από ατελείωτες εξηγήσεις και παρακάλια το μόνο που είχες να πεις ήταν ”κι εσείς όμως γιατρέ μου τα έχετε τα κιλάκια σας” κι έφευγες μ’ αυτό το ειρωνικό χαμογελάκι ότι κέρδισες πάλι την παρτίδα. Έκανες σαν ένα μικρό κακομαθημένο κοριτσόπουλο, σα μια μπεμπέκα. Ένα δόξα τω θεώ δε βγήκε απ’ το στόμα σου βρε παιδάκι μου – ούτε κι όταν ο γιος σου γλύτωσε από αρρώστια κακιά…

 

Και να τώρα πάλι ενώπιος ενωπίω με την άσπρη μπλούζα. Μόλις απίθωσες το φάκελο με τον εργαστηριακό έλεγχο στο γραφείο και κοίταζες το γιατρό σου όλο προσμονή. ”Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη που είναι”; τόλμησε εκείνος να ρωτήσει. ”Το ζάχαρο νηστείας είναι ψηλό, χρειάζομαι όμως και την άλλη εξέταση”. Δυσανασχέτησες. ”Κοιτάξτε πρέπει να έχω και τη γλυκοζυλιωμένη για να σας δώσω σωστή αγωγή”, επέμεινε κοιτάζοντάς σε στα μάτια. Τώρα πια μούτρωσες κανονικά. Οι άνδρες κάποτε σε κοιτούσαν στα μάτια για να σε ρίξουν στο κρεβάτι και τώρα… ” Έλα γιατρέ αρκούν αυτά τώρα. Δεν πάω πίσω στο εργαστήριο. Γράψε φάρμακα και να φεύγω”, είπες απότομα, με μια απαξιωτική χειρονομία. Μ’ εκείνο το γνωστό αέρα της πλούσιας μαντάμας από Ν.Αφρική που μιλά στον έγχρωμο υπηρέτη της. Βέβαια είχες από την αρχή φροντίσει, όπως κάθε παραλής που σέβεται τον εαυτό του, να κλαφτείς ασύστολα. ”Αχ δεν πληρώνουν τα νοίκια γιατρέ, και τα μνημόνια τσακίσαν τις συντάξεις μας”, νιαούρισες πένθιμα από την πρώτη κιόλας επίσκεψη. Ξέχασες όμως να πεις ότι η σύνταξή σου ”τσακίστηκε” από τα πέντε χιλιάρικα στα τρία…

Τώρα καθόσουν εκεί απέναντι στο ”γιατρό σου” και τον πίεζες να σου δώσει λάθος, ενδεχομένως, φάρμακα, βασιζόμενος σε ελλιπή δεδομένα, και να αναλάβει, φυσικά, και την ευθύνη. Εκείνος όμως έκανε το ”λάθος” να αντισταθεί. Και πάνω στα νεύρα του κι αυτός, επειδή επέμενες τόσο φορτικά και τόσο αυτοκαταστροφικά, δεν άντεξε, φέρθηκε σαν άνθρωπος, κι όχι ”επαγγελματικά”. Σε είπε ”μπεμπέκα”. Αυτό ήταν. Τον περίμενες χρόνια στη γωνία για να τον εκδικηθείς. Για να εκδικηθείς τον πρώην άντρα σου που κλέφτηκε με την καλύτερη φίλη σου. Για να εκδικηθείς όλους εκείνους τους άντρες που σου πουλούσαν αγάπη αλλά θελαν μόνο τα λεφτά σου. Για να εκδικηθείς τον εαυτό σου για τη λαιμαργία του. Αυτή σε οδήγησε στο πάχος, το πάχος στο διαβήτη, κι όλα μαζί στο χωρισμό από τον μόνο άνθρωπο που αγάπησες. ”Δεν πα να ψοφήσω αρκεί να τον εκδικηθώ τον κερατά” μουρμούραγες φεύγοντας. Και φυσικά είπες τις πικρές κουβέντες σου κυρά-Καλλιόπη κι όπου αλλού μπόρεσες. Έτσι για να του κάνεις όσο μεγαλύτερη ζημιά γίνεται, να το κλείσει το βρωμομάγαζό του, να μη βλέπεις εκείνη τη γαλάζια κρεμαστή ταμπέλα κάθε πρωί που περνάς απ’ έξω.

 

Τώρα στο νοσοκομείο είσαι ήδη μια βδομάδα, ταλαιπωρημένη, μα ευτυχισμένη. Σε βλέπω από το διάδρομο, μα δεν αποφασίζω να μπω στο θάλαμο. Πονάς κάπως, εκεί κάτω από το γόνατο, μα τα παυσίπονα δουλεύουν καλά. Ο χειρούργος είναι αισιόδοξος. Ο ακρωτηριασμός του αριστερού σου ποδιού πήγε πολύ καλά και αναρρώνεις χωρίς επιπλοκές. Αλλά πρέπει να προσέχεις το ζάχαρο και τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη να μην ανεβαίνουν. Έτσι είπε ο παθολόγος. ”Η τελευταία είχε ανέβει πολύ που σημαίνει ότι το ζάχαρο δεν πήγαινε καλά εδώ και καιρό” σου είπε κουνώντας το κεφάλι. ”Αν άλλαζες κυρά Καλλιόπη έγκαιρα τα φάρμακα ίσως…”. Μα εσύ δε δίνεις σημασία. Το μόνο που σε νοιάζει είναι ο Μανώλης – ο πρώην σύζυγός σου. Ο μόνος άνδρας που σ’ αγάπησε πραγματικά είναι εδώ, δίπλα σου. Όταν έμαθε τις περιπέτειες που περνάς τον κυρίεψαν οι τύψεις κι έκανε ταξίδι ολόκληρο από την επαρχία στην Αθήνα για να σου συμπαρασταθεί. Δεν σε αφήνει λεπτό, σε περιποιείται, σου κρατά τρυφερά το χέρι και σε λέει συνεχώς ”μπεμπέκα”. Τώρα όμως δε θυμώνεις, το αντίθετο χαμογελάς όταν ακούς τη λέξη αυτή. Γιατί έτσι σε αποκαλούσε ο Μανώλης από τη μέρα που σε ερωτεύτηκε, μπεμπέκα σε είπε και το βράδυ που έφυγε μ’ εκείνη τη ξελογιάστρα ”φίλη” σου. Τώρα πια δε θυμώνεις γιατί επιτέλους, έπειτα από τριάντα χρόνια, ακούς πάλι αυτή την ιερή λέξη από τα μόνα χείλη που αγάπησες. Από τον άνθρωπο που για χάρη του σακατεύτηκες για μια ζωή.

 

 

 

* O Χρήστος Καζάζης γεννήθηκε στην Κω το 1971. Σήμερα ζει και εργάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σάμο. Eίναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top