Fractal

Διήγημα: “Μετρό στάση Σύνταγμα”

του Χρήστου Καζάζη // *

 

 

metro-suntagma

 

Η ηλικιωμένη κυρία καθόταν σε μια θέση του μεταλλικού καναπέ και κοίταζε το ζευγάρι απέναντι που μόλις είχε φτάσει στην αποβάθρα. Εκείνος μέτριου αναστήματος, πενηντάρης, με τον αέρα του παλιού πλεϊμπόι που ακόμα περνάει η μπογιά του. Το θαλασσί πουκάμισο ερχόταν σε όμορφη αντίθεση με το άσπρο μπουφάν και το σφιχτό τζιν παντελόνι του. Η γυναίκα σαρανταπεντάρα, με πρόσωπο κακογερασμένο αλλά με διατηρημένο σώμα φορούσε μαύρο μπουφάν, μαύρο κολάν, μαύρα παπούτσια μπαλαρίνας, μαύρη γυαλιστερή τσάντα, τα πάντα μαύρα εκτός από τα ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά και τα κατάλευκα τέλεια βαμμένα νύχια της με χρυσά αστεράκια. Αυτός κρατούσε μια νάιλον τσάντα με γλυκά και κοίταζε γύρω-γύρω αγνοώντας την. Αυτή ακολουθούσε τη ματιά του, τον κοίταζε τρυφερά κι έμενε ακίνητη. Πραγματική στήλη άλατος εκτός από το αριστερό της χέρι. Έπλεκε, ξέπλεκε τα δάχτυλά της στα δικά του, τα έσφιγγε, τα άφηνε, του έπιανε όλο τον καρπό, του γαργαλούσε τη χούφτα και πάλι από τη αρχή. Το δικό του χέρι αδιάφορο. Όλη την ώρα που δεχόταν αυτό τον καταιγισμό συναισθημάτων δεν κούνησε ούτε το μικρό δαχτυλάκι του, ούτε ένας σπασμός ή έστω μια νύξη τρυφερότητας. Εκείνη απτόητη συνέχιζε σα να μη συμβαίνει τίποτα διπλασιάζοντας τώρα την ένταση των επιθέσεων.

Η ηλικιωμένη κυρία είχε αρχίσει να μουτρώνει. Που τον βρήκε η ασκημομούρα; Μπουζουκσού πες καλύτερα. Ως εδώ μυρίζει το οξυζενέ απ’ τα μαλλιά της. Παράνομο ζευγάρι; Ίσως. Σίγουρα δεν είχαν παιδιά. Φοράνε όμως βέρες. Μπα σίγουρα θα τον χώρισε από τη όμορφη γυναίκα του – πάντα είναι όμορφες οι προδομένες γυναίκες – και τα παιδιά του. Τις ήξερε αυτές. Έτσι δεν έχασε τον άντρα της; Κι έμεινε κούτσουρο σαράντα χρόνια. Και τώρα ετούτη τον τραβολογάει σε φιλικά σπίτια και γιορτές από δω κι από κει για να επιδείξει το τρόπαιο. Την ξανακοίταξε. Πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. Στα νιάτα της μπορεί να ήταν κούκλα βέβαια. Πως να έσπασε έτσι το δέρμα της; Τσιγάρο; Ποτό; Ξενύχτια; Μπορεί ο γερασμένος δον Ζουαν να ήταν κι ο προαγωγός της τελικά. Κι αυτή τόσο ερωτευμένη μαζί του; Καλά όλα είναι πιθανά σ’ αυτό τον κόσμο. Και που πηγαίνανε με τα γλυκά; Σε εγκαίνια καταστήματος συναδέλφου; Χαμογέλασε αχνά στη σκέψη αυτή.

Έκανε αποπνικτική ζέστη στο σταθμό και κλιματισμός δεν υπήρχε. Ο άνδρας γινόταν όλο και πιο ανυπόμονος κι η γυναίκα τον κοιτούσε πλέον ικετευτικά. Ξαφνικά κάτι τη ρώτησε. Εκείνη απάντησε χαμηλόφωνα σφίγγοντας, πάλι, το χέρι του.

-Δέκα λεφτά; φώναξε αγανακτισμένος. Θα κάνει άλλα δέκα λεφτά να έρθει; Τι λες μωρή; ξαναφώναξε. Δεν πάτε να κουμπουριαστείτε εσύ κι όλο σου το σόι που θέλετε κι αρραβώνες Κυριακάτικα; Καλά ήμουν λέφτερος τόσα χρόνια!

-Πήγαινε πάνω – κάτω σαν αγρίμι. Εκείνη προσπαθούσε να τον ηρεμήσει με γλυκόλογα, τον χάιδευε, τον κανάκευε, όμως εκείνος φυσούσε, ξεφυσούσε, σκούπιζε τον ιδρώτα του, χωρίς να της δίνει καμία σημασία. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το καντράν στην οροφή που μετρούσε αντίστροφα το χρόνο μέχρι την έλευση του επόμενου συρμού. Η γυναίκα είχε απελπιστεί. Κοιτούσε απεγνωσμένα γύρω της γνωρίζοντας πως γίνονται ρεζίλι. Ένιωθε ντροπή, θυμό, ήθελε να φύγει τρέχοντας. Ήταν φανερό ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που την έκανε σκουπίδι. Η ματιά της έπεσε πάνω στην ηλικιωμένη κυρία. Τώρα η τελευταία την κοίταζε τρυφερά, σχεδόν μητρικά. Ο συρμός στο μεταξύ έφτασε. Είχαν περάσει μόλις δυο λεπτά από το ξέσπασμα του άντρα – προφανώς το καντράν έδινε λάθος πληροφορία. Στριμώχτηκαν όπως – όπως. Ο άντρας την αγκάλιασε για να μην πέσει. Η γυναίκα κοίταζε την ηλικιωμένη κυρία που της χαμογελούσε δίνοντάς της κουράγιο. Ένα πελώριο, σιωπηλό ”ευχαριστώ” σχημάτισαν τα χείλη της καθώς απομακρύνονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

 

 

* Ο Χρήστος Καζάζης γεννήθηκε το 1971 στην Κω. Μετά από μια μικρή οδύσσεια στο Αιγαίο η οικογένειά του κατέληξε στην Αθήνα. Aπό το 2005 ζει και εργάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σάμο. Είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top