Fractal

Διήγημα: “O ουρανίσκος μου”

Του Χρήστου Ι. Δούλη // 

 

food-galaxy-i-follow-back-infinity-Favim

 

Με τον ουρανίσκο μου τα έχω, αυτός μου φταίει, με αυτόν τα βάζω. Αυτός είναι υπεύθυνος και για τα κιλά μου και για τη δίαιτα που δεν κάνω. Ενώ είχαμε συμφωνήσει πως πρέπει, αυτός μου βγαίνει από λόγο. Άμα πεινάω, που πεινάω συνέχεια και βάλω λίγο φαί στο στόμα μου για να μου κοπεί η όρεξη και να σταματήσω, ο ουρανίσκος μου αγριεύει. Θέλει και άλλο. Δεν του φτάνουνε μια-δύο χαψιές. κάνει επανάσταση.

Μην με κόβεις πάνω στη γλύκα του φαγητού είναι αμαρτία μου λέει, δεν κάνει. Και συνεχίζει. Στην ανηφόρα όταν οδηγούμε αυτοκίνητο, στο φαί και στο σεξ ποτέ δεν κόβουμε τον άλλον. Απαγορεύεται. Αυτός που κόβει τον άλλον του μένει το κρίμα, ενώ αυτός που κόβεται είναι κατάρα παλιά που έχει πιάσει. Ναι μου λέει και τέτοια, πιστέψτε με. -Ορέ καλέ μου, ορέ χρυσέ μου του λέω, δεν είπαμε να κάνουμε δίαιτα; Δεν συμφωνήσαμε να κόψουμε το πολύ φαί; Αν συνεχίσουμε έτσι, θα μας χτυπάνε παλαμάκια στην παραλία. Ήλθε ο Βούδας για μπάνιο, θα λένε.. Πηγούνι στήθος ένα «Δεν ξέρω τι μου λες μου λέει. Αυτά είναι για αργότερα, Τώρα πεινάω». Και κάνει σαν τρελός. Το στομάχι από κάτω σιγοντάρει, φωνάζει και αυτό. «Πες του τα, λέει στον ουρανίσκο. Εσύ είσαι ψηλά, βγαίνει η φωνή από σένα. Εσένα σε ακούει. Είσαι δίπλα στα αυτιά του».

Του δίνω λίγο δίκιο, είναι λίγο δύσκολο να σταματήσεις στην κατηφόρα, είναι να μην την πάρεις. Έλα όμως που πρέπει; Έτσι δε και περάσω έξω από κανένα φούρνο η ζαχαροπλαστείο που εκεί μέσα υπάρχουν γλυκά, κρουασάν, τυρόπιτες εκεί αγριεύουν τα πράγματα. Πρώτα είναι η μύτη που μυρίζει, αυτή το λέει στον ουρανίσκο που είναι πίσω της, αυτός το λέει μετά στη γλώσσα. Αυτή χαιδεύει πρώτα τον ουρανίσκο και μετά πηγαίνει βόλτα έξω στα χείλη ¬ και ξεσηκώνονται και τα τρία μαζί και χτυπάνε. Ουρανίσκος, γλώσσα, χείλη. Άντε τώρα εσύ να αντισταθείς. Που ανταριάζονται και τα τρία μαζί και σε οδηγούνε με το έτσι θέλουνε μέσα στο φούρνο. Έπειτα πάλι, σκέφτομαι πως είναι και εκείνα τα κιλά που πρέπει να χάσω. Η θα φύγουνε αυτά ή θα φύγω εγώ πριν την ώρα μου. Καρδιά χοληστερίνη, ζάχαρο παραμονεύουν στη γωνία.

Καμιά φορά κάνω τα χατίρια του ουρανίσκου μου και τρώγω. Τότε είναι ικανοποιημένος, ευχαριστημένος. Και το κακό είναι ότι συμφωνεί και η γλώσσα. Φταίει και αυτή που δεν κατεβάζει το φαί αμάσητο αλλά το γεύεται το τριγυρίζει μέσα στο στόμα, σαν τρόπαιο και το απολαμβάνει πριν το καταπιεί. Που να καταπίνει κινίνο θεέ μου! -Α.α.α. μα ναι.. μου κάνει. Τώρα μάλιστα. Τώρα έφαγα, τώρα χόρτασα. Δεν φτάνει αυτό, με το κρασί να ιδείς, τι κάνουνε Τώρα που είναι καλοκαίρι ο ουρανίσκος μου θέλει κοκκινέλι παγωμένο. Γλώσσα, χείλη ουρανίσκος και λάρυγγας, όλα μαζί χειροκροτούνε σαν βλέπουνε το γεμάτο ποτήρι με κοκκινέλι απ το ψυγείο, να έρχεται στα χείλη. Και το κρασί κατεβαίνει τρέχοντας, κυλάει στο λάρυγγα. Το στομάχι κοιτάει προς τα πάνω και περιμένει πως και πώς να κατέβει, να δέσει με τις γεύσεις του φαγητού που έχουν θρονιαστεί εκεί κάτω.

Και αφού φάω και πιώ και χορτάσω, μου λέει το στομάχι: «Bάλε τώρα το χέρι στην κοιλιά σου και χαίδεψέ την, να δεις τι όμορφη που είναι η ζωή με γεμάτο στομάχι. Άκου με που σου λέω. Ξέρω εγώ. Δεν θα ξέρεις αύριο αν θα έχεις να φας. Φάετώρα που έχεις και μπορείς. Δεν πάνε στο διάολο και οι δίαιτες. Μια ζωή την έχουμε». Εκείνη την ώρα δεν λέω τίποτα, συμφωνώ, αλλά μετά από λίγο το μετανιώνω. Τα βάζω με τον εαυτό μου τον βρίζω, τον λέω κοιλιόδουλο. Του λέω είσαι ασυγκράτητος στο φαί όπως στα πάθη σου. Να το ξέρεις, θα περάσεις και τις επτά πύλες και θα μπεις βαθιά στην κόλαση εκεί που είναι οι κοιλιόδουλοι και οι ακόλαστοι. Τι κατάλαβες τώρα που έσκασες στο φαί; Να πας να γραφτείς στο κλαμπ με τους χοντρούς να κάνετε πάρτι και να οργανώνετε λουκούλλεια δείπνα, όπως κάνουνε στο εξωτερικό, να πεθάνετε μια ώρα αρχύτερα. Εκεί είναι η θέση σου. Η χαρά του διαιτολόγου θα καταντήσεις. Του λέω και άλλα που δεν θυμάμαι μήπως και τον συνετίσω.

Έπειτα έρχονται και οι τύψεις. Δεν φτάνει που το στομάχι είναι τίγκα στο φαί και το δέρμα κοντεύει να σπάσει έχω και τις τύψεις. Αυτές όμως έρχονται μετά, αφού χορτάσω. «Τι κατάλαβες τώρα που έσκασες»; λέω στον εαυτό μου. Kαι περιμένοντας να χωνέψω να έλθω στα ίσια μου, σηκώνομαι όρθιος τεντώνομαι σαν να θέλω να ψηλώσω και ρουφάω την κοιλιά μου που μου κρύβει τις πατούσες.

 

* O Χρήστος Ι. Δούλης γεννήθηκε στην Κέρκυρα, το 1951. Δημοσιογραφεί, από το 2009, σε εφημερίδες της Κέρκυρας. Το μυθιστόρημα του “Με την Αναράιδα” (2015) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οδός Πανός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top