Fractal

Ζώντες και τεθνεώτες

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

 

«Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας» του Χρήστου Αγγελάκου

 

 

Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ’ άνθη πολλά στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός

(Τάκης Σινόπουλος, Νεκρόδειπνος)

 

Ψυχοπομπός και αργοφονιάς: Ερμής για τους Αρχαίους Έλληνες, ο κυνοκέφαλος Άνουβις για τους Αιγύπτιους, στη γερμανική μυθολογία το ρόλο αναλάμβαναν οι Βαλκυρίες που συγκόμιζαν τις ψυχές των νεκρών στρατιωτών και τις μετέφεραν στη Βαλχάλλα, ο ρήτορας Όγμα για τους Κέλτες. Αυτός που του πληρώνεις το τελευταίο ναύλο για τον άλλο κόσμο.

Ποιος θα σου δώσει το τράτο μέχρι την ύστατη εξαφάνιση; Ποιος θα σε ονοματίσει, εσένα, τον άγνωστο νεκρό; Τι κέρμα, σφίγγοντας με τα δόντια μην πέσει και το χάσεις, θα δώσεις στο βαρκάρη που θα σε περάσει απέναντι;

«Ο θάνατος Είναι», λέει ο Χρήστος Αγγελάκος στο καινούργιο του θεατρικό έργο «Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας» και, αίφνης, σου έρχεται να σιγοψιθυρίσεις «θάνατος είναι οι κάργιες…». Ναι, Καρυωτάκης, ακριβώς. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Τούτο το έργο έρχεται από εκείνη τη στέρνα που όσο τη βλέπεις μικρή, ταπεινή, με νερό που δεν κοχλάζει, τόσο σου δίνει κύματα, νερά χτυπημένα, πνιγμένα νερά.

 

aggelakos

 

Η αφορμή για να γραφτεί το έργο, όπως ενημερώνει και ο συγγραφέας στην αρχική σημείωση της έκδοσης, είναι η δημιουργία μιας εκκεντρικής-φιλάνθρωπης οργάνωσης στο Παρίσι, υπό τον φασματικό τίτλο «Νεκροί του Δρόμου». Όλα τούτα το 2002, όταν ένα χρόνο πιο πριν είχε ενσκήψει στη γαλλική πρωτεύουσα ένα ακατάσχετο θανατικό λόγω του καύσωνα. Άνθρωποι δίχως όνομα, λοιπά στοιχεία και ιδιότητα κείτονταν νεκροί στο δρόμο – άνθρωποι που κανείς δεν στάθηκε στο ξόδι τους, δεν τους έψαλε έναν επικήδειο, δεν τους έδωσε τον ύστατο αποχαιρετισμό. Η οργάνωση, ανά ζευγάρια –άντρας και γυναίκα, κάθε φορά διαφορετικοί-, αναλάμβαναν να υποδυθούν τους οικείους του νεκρού. Να του δώσουν μια ταυτότητα, έστω και ψευδεπίγραφη. Λες και τη χρειάζονταν στον άλλο κόσμο.

Η μεταφορά των πραγματολογικών στοιχείων στη δραματουργική διάσταση αποκτούν το βάρος μιας αντεστραμμένης σήμανσης: όχι μόνο τι σημαίνουν οι νεκροί για τους ζωντανούς, αλλά και τι βάρος έχουν οι ζωντανοί για τους νεκρούς; Μα, και στο ενδιάμεσο: πόσο νεκροί είναι οι ζωντανοί και πώς τούτη η καθημερινή σκιαμαχία ανάμεσα στην ανάσα και την πτώση της, το βίο και την καθαίρεσή του, καθιστούν το μέγα μυστήριο της ζωής άλλοτε μια φάρσα κι άλλοτε έναν νυγμό.

Ένας άνδρας και μια γυναίκα, άγνωστοι μεταξύ τους, συναντιούνται σε μια παράγκα που λειτουργεί ως γραφείο τελετών, για να δώσουν το ύστατο «χαίρε» σε έναν επίσης άγνωστο νεκρό. Έρχονται σε επαφή με τη νεαρή, ηφαιστειώδη γυναίκα που «τρέχει» την επιχείρηση, ενώ δεν λείπουν και οι… επισκέψεις του ίδιου του νεκρού που κάτι έχει να βγάλει κι αυτός από μέσα του. Τα πάντα συμβαίνουν μέσα σε μια ημέρα: μέσα σε λίγες ώρες. Και τότε αρχίζει το σφυροκόπημα.

 

aggelakos2

 

Ο Αγγελάκος πιάνει αυτά τα δύο καλώδια (άνδρας/γυναίκα) με χέρια που στάζουν νερά. Τους τοποθετεί ταυτοχρόνως σε μια ρεαλιστική διάσταση, αλλά και σε μια συντριπτική αίσθηση ανταλλαγής ρόλων που ξεπερνάει τον προστατευτισμό της πραγματικότητας. Είναι άλλη μια σκιαμαχία ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο. Οι δύο πόλοι συγκρούονται, ρίχνουν λακτίσματα απηνώς και κάτω από τη ζώνη, θωπεύονται, ερωτοτροπούν, ευνουχίζονται, αναριγούν, ομνύουν υπέρ της ζωής δίχως να έχουν ζήσει, αποφαίνονται για τον θάνατο δίχως να έχουν πεθάνει. Κι αν, όντως, οι ζωντανοί, πέραν από οιονεί νεκροί, είναι ζώντες με ντύμα θανάτου; Ο σπαρακτικός μονόλογος της γυναίκας γύρω από τις νεκρές φύσεις που μας περιβάλλουν (πόσα μηχανήματα που καθημερινά μας δηλώνουν της ζωής το ατελεύτητο και του θανάτου την έλευση) είναι μια ενέδρα φόβου. Ο Αγγελάκος ράβει με την κλωστή του Σιοράν, του Μπέκετ και του Άλμπυ (στα κοφτά διαλογικά σημεία). Το παράλογο δίνει τη σκυτάλη στην ειρωνεία, τα δήγματα είναι αλλεπάλληλα, τα πλήγματα καθοριστικά. Άλλοτε ως παράνομοι εραστές ή ως αντίπαλοι, άλλοτε ως καρικατούρες κι άλλοτε φορώντας τη δορά ενός ομοφυλόφιλου ή μιας πόρνης, οι δύο πρωταγωνιστές παίρνουν μέρος σε ένα γύρο θανάτου με σπασμένα φρένα. Η παρουσία του τρίτου, ζώντος, προσώπου είναι καταλυτική: διότι με την ανεμελιά και τη νιότη της, η ιδιοκτήτρια του γραφείου τελετών δείχνει να βγάζει τη γλώσσα στο θάνατο (είναι νέα, δεν τον έχει ανάγκη), αλλά και να απογυμνώνει τους άλλους δύο.

Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται από την… έλευση του νεκρού που ζητάει δικαίωση. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια νεκροφάνεια ή με μια πρωτοεπίπεδη σύζευξη με τον μύθο του Ορφέα. Στον Αγγελάκο, δεν κατεβαίνει ο ζωντανός στον Άδη, αλλά ανεβαίνει ο νεκρός ξανά επάνω διότι έχει «εκκρεμότητες». Έχει ιστορία ο νεκρός; Έχει όνομα και ιδιότητα; Τι του συνέβη και γιατί θα πρέπει να ενδιαφέρει τους ζώντες που προσήλθαν να τον αποχαιρετίσουν;

Οι περιελίξεις του έργου είναι συνεχείς: το κοινωνικό πλαίσιο γίνεται, μέσω του νεκρού, το κέντρο της προβληματικής. Οι άστεγοι των πόλεων, οι αποσυνάγωγοι, τα θύματα της μοριακής βίας, ο φανατισμός των ακραίων, ο τυφλός πόλεμος των ισχυρών έναντι των λογής αδυνάτων (ναρκομανείς, μετανάστες, άστεγοι, φτωχοί). Το στοιχείο που μένει αναλλοίωτο μέχρι τέλους είναι η δηκτική ειρωνεία, εδώ η σχέση με τον Καρυωτάκη είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, η θλίψη, η σιβυλλική δυστυχία της βιωτής, ο κυμβαλισμός της φθοράς πάνω σε όλα –ανθρώπους, πράγματα, αισθήσεις-, ο κόσμος όλος που σμικρύνεται σε μια κεφαλή βελόνας που ο άνθρωπος, αποκαρωμένος από τη κάψα της ζωής του, προσπαθεί να περάσει την κλωστή με την πρώτη.

Είμαστε όλοι ένας και δεν είμαστε κανένας. Ακόμη και ένα όνομα δεν φτάνει για να δηλώσει τι ακριβώς κάνουμε εδώ πάνω: το τέλος της αυτοσυνειδησίας που είναι προνόμιο για τους νεκρούς, γίνεται άχθος για τους ζώντες. Βεβαίως, ο θάνατος μπορεί να γίνει και όμορφος (η ζωή;), αν κανείς έχει το τέλος του μέγιστου Κινέζου ποιητή Λι Πο που υποσημειώνει ο Αγγελάκος στο τέλος της παράστασης. Ο κύκλος κλείνει με το λυγμικό-ελεγειακό τραγούδι της Μαριάν

 

aggelakos3

 

Φέιθφουλ «Sleep». Οι ζώντες αποχωρούν, ως ύστατη κίνηση ευγένειας προς τη μνήμη του νεκρού. Ας μείνει ως έχει: ανώνυμος, όπως και οι ίδιοι. Νεκρός σαν ζωντανός αυτός, ζωντανοί ως νεκροί εκείνοι.

Τούτη είναι η δεύτερη θεατρική προσπάθεια του Χρήστου Αγγελάκου μετά το βραβευμένο «Οι δύο μας τώρα». Πρόκειται για έργο έκκεντρων ραφών, κι ας είναι κεντρικό θέμα ο θάνατος, που όλες μαζί δημιουργούν ένα σώμα με κοινωνικές και οντολογικές αναφορές. Αβαρές στα σημεία που έχει αφαιρεθεί ο καταγγελτικός λόγος και θρηνητικό σε εκείνα που η μάχη ζωής και θανάτου μετατρέπεται σε μια παρτίδα σκάκι στο στυλ του Μπέργκμαν, το «Ήταν ένας και δεν ήταν κανένας» είναι σημερινό και διαρκές ανεξάρτητα από την αφορμή που το έκαναν να γραφτεί.

Το έργο ανέβηκε πρώτη φορά το Νοέμβριο του 2015, προ ημερών δηλαδή, στο Θέατρο Τέχνης στο πλαίσιο των Θεατρικών Αναλογίων που επιμελείται η Σίσσυ Παπαθανασίου. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Ιόλη Ανδρεάδη. Τους ρόλους μοιράστηκαν η Όλια Λαζαρίζου και οι νεότεροι ηθοποιοί: Γιάννης Χαρμπάτσης, Ιφιγένεια Γρίβα και Ιάκωβος Μηνδρινός. Σκηνογραφική επιμέλεια: Πηνελόπη Ασλάνογλου. Το έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευρασία σε μια απέριττη και άκρως εκλεκτή έκδοση και περιλαμβάνει και το ακριβοδίκαιο επίμετρο του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top