Fractal

Διήγημα: “Εξόριστη αλήθεια”

Του Χριστόφορου Τριάντη // *

 

f9

 

Το Λος Σάντος, ήταν η πιο απομακρυσμένη πόλη της χώρας, σχεδόν στο νότιο άκρο της. Για να φτάσεις εκεί, ήθελες δυο ολόκληρες μέρες να ταξιδεύεις με το τρένο. Την πόλη τη διέσχισε ο ομώνυμος ποταμός. Στα βορειοδυτικά της απλώνονταν μεγάλα δάση, που κάλυπταν ολόκληρη την οροσειρά Μοντερέυ. Στη νότια πλευρά σχηματίζονταν μικρές λίμνες, ό,τι έπρεπε για βαρκάδα και ψάρεμα. Τα βράδια , που ο ουρανός ήταν καθαρός, τ’ αστέρια καθρεφτίζονταν στα γαλάζια νερά τους. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις βρίσκονταν στο ανατολικό κομμάτι της πόλης. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τα καπνά και την υλοτομία. Στο Λος Σάντος –υποτυπωδώς- υπήρχε μια αστική τάξη, εντελώς όμως άξεστη κι ακαλλιέργητη.

Την άνοιξη ο τόπος γινόταν ειδυλλιακός. Ο ήλιος έκανε καλά τη δουλειά του, και τα χρώματα της φύσης ζωγράφιζαν κάθε σημείο της περιοχής. Όλη αυτή η εικόνα τού ανοιξιάτικου τοπίου δεν μαλάκωνε την ψυχή του συγγραφέα Αλεχάντρο Καρπεντιέ. Η δυσθυμία του αυξανόταν από την έλλειψη πνευματικής δράσης και την -παρατεταμένη – εξορία του.

Η εξορία, στην άλλη άκρη της χώρας, ήταν ένα δυνατό χτύπημα για τον Καρπεντιέ. Οι επιθέσεις του, στη δικτατορική κυβέρνηση, είχαν ως αποτέλεσμα να τον στείλουν – σχεδόν σιδηροδέσμιο –στο Λος Σάντος. Ήταν η τέλεια φυλακή. Το φυσικό περιβάλλον της περιοχής ήταν μαγευτικό, αλλά η πόλη ήταν πολύ μακριά από την πρωτεύουσα, και τις γενικότερες εξελίξεις στη χώρα. Ο συγγραφέας -κυριολεκτικά- ήταν έξω από τα νερά του, συν το γεγονός ότι είχε και τον καθημερινό βραχνά του ελέγχου. Έπρεπε να παρουσιάζεται κάθε μέρα στο αστυνομικό τμήμα, για να δηλώνει την παρουσία του. Οι αρχές τον έλεγχαν με σχολαστικότητα. Βέβαια, του επέτρεπαν να ‘χει αλληλογραφία, αλλά τα γράμματά του τα έβλεπαν οι τοπικοί λογοκριτές προτού σταλούν στους παραλήπτες τους.

Η πλήξη κι η απουσία δράσης τον οδηγούσαν σε -βαθύ – πνευματικό τέλμα. Στην ουσία, όλη αυτή η κατάσταση τον εξόντωνε σιγά σιγά. Παρέες δεν έκανε. Δεν έβρισκε κάποιον άξιο προσοχής για να συναναστραφεί. Μα κι οι γυναίκες, που τόσο του άρεσαν, δεν ήταν ερωτεύσιμες. Είχαν κολλημένο ψηλά τους τόσον επαρχιωτισμό και συντηρητισμό, που σκότωναν- αυτομάτως – τον όποιο ερωτισμό. Αυτή η κατάσταση τον πλήγωνε, περισσότερο από όλα τ’ άλλα. Το μόνο που τον κρατούσε σε κάποια εγρήγορση, ήταν η αλληλογραφία με συναδέλφους και λίγους φίλους που του απέμειναν μετά την εξορία.

Προς το τέλος Μαΐου, αφού πήρε άδεια από τις αρχές, τον επισκέφτηκε λίγες μέρες ο έκδοτης και φίλος του, Σιμόν Νεγκρίν . Ο Νεγκρίν έφτασε με το τρένο. Οι δυο φίλοι καταχάρηκαν με τη συνάντηση, και αφού ήπιαν μερικές τεκίλες, άρχισαν να συζητούν εγκάρδια.

«Λοιπόν, Αλεχάντρο, φίλε μου, τι λέει η εξορία; Βλέπω ότι το Λος Σάντος είναι ένα όμορφο μέρος. Υπάρχουν πράγματα να κάνεις για να μην πλήττεις. Μπορείς π.χ να μάθεις να ψαρεύεις και να πηγαίνεις για κυνήγι. Έμαθα πως έχει άφθονο κυνήγι σ’ αυτά τα μέρη!»

«Ξέρεις Σιμόν ότι μ’ αρέσει η φύση, όχι όμως και το κυνήγι, το απεχθάνομαι κυριολεκτικά. Η εικόνα σκοτωμένων πουλιών και ζώων είναι ενοχλητική, είναι κάπως δυσαρμονική με τις πεποιθήσεις μου. Όσο για το ψάρεμα το βρίσκω –καταθλιπτικά- υπομονετικό άθλημα. Αλλά η μεγάλη απογοήτευση είναι με τους ανθρώπους. Εδώ, καθετί ανθρώπινο είναι τρομακτικά πληκτικό. Δυστυχώς, πάνω σ’ αυτή τη ποιητική διαπίστωση προσαρμόζεται κι η φύση».

«Νομίζω ότι κάτι ενδιαφέρον θα βρεις, τουλάχιστον για να γράψεις κανένα διήγημα, κάποιο θεατρικό. Δεν πιστεύω να σε ενοχλούν οι χωροφύλακες κι ο δήμαρχος;»

«Αδιαφορώ για δαύτους και περισσότερο για τον δήμαρχο. Το μόνο ενδιαφέρον πρόσωπο στην περιοχή, είναι η γυναίκα τού φοροεισπράκτορα. Μένει εδώ πιο κάτω. Είναι μια ιέρεια του έρωτα, Σιμόν. Βλέπω τη θεά Αφροδίτη να εκνευρίζεται, με τις επιδόσεις της πιστής της. Αυτή η φοβερή γυναίκα μπορεί να οδηγήσει τους άνδρες του Λος Σάντος, σε ακατονόμαστες ερωτικές υπερβάσεις, μέχρι και αυτοκτονίες….»

Ο Σιμόν Νεγκρίν γέλασε και σχολίασε ευχαριστημένος.

«Συμβαίνουν τέτοια πράγματα, στην άλλη άκρη του κόσμου!»

«Ναι βέβαια! Πιστεύω πως η γυναίκα αυτή ξεπέρασε τη θεά της!»

« Κα οι εύποροι, οι αστοί πώς είναι; πώς σου συμπεριφέρονται;»

« Σιμόν φίλε μου, αυτοί είναι που με φθονούν περισσότερο. Με μισούν θα ‘λεγα. Προχθές που περπατούσα στον κεντρικό δρόμο, συναντήθηκα με μια κόμισσα γερμανικής καταγωγής. Ο άνδρας της έχει πολλά κτήματα στα ανατολικά. Ε, λοιπόν, με κοίταξε με τέτοιο μίσος, που λίγο έλειψε να βάλει το σκυλί της να με δαγκώσει. Φαίνεται ότι δεν ικανοποιώ τα πρότυπα της κανονικότητας… και της ιδεολογίας τους».

«Ποιος ξέρει τι διέδωσε η αστυνομία και οι παλιοφυλλάδες της πρωτεύουσας!»

«Μπα, όχι και σπουδαία πράγματα, γελοιότητες, ως επί το πλείστον».

«Πάντως, Αλεχάντρο θα γυρίσεις πίσω, σύντομα. Ακούγεται ότι θα δώσουν αμνηστία σε πολιτικούς κρατουμένους κι εξόριστους …»

«Δεν έχω ιδέα Σιμόν!»

«Έχω κάνει κάποιες ενέργειες, για να σου επιτρέψουν να ‘ρθεις κάποιες μέρες στην πρωτεύουσα, έτσι σαν άδεια. Αλλά ακόμα δεν ξέρω αν τα ‘χω καταφέρει . Θα φανεί τις επόμενες εβδομάδες».

«Σε ευχαριστώ φίλε μου. Όταν θα γυρίσεις, στείλε μου μερικά βιβλία και γράψε με συνδρομητή σε κανένα λογοτεχνικό περιοδικό».

«Θα τα καταφέρεις Αλεχάντρο, έχεις ψυχικά αποθέματα κι ο τόπος είναι όμορφος».

«Σιμόν, οι άνθρωποι κάνουν την ομορφιά να ‘χει διάρκεια. Ο άνθρωπος καθορίζει έναν τόπο, ένα έργο, την ίδια τη ζωή εντέλει . Εδώ οι περισσότεροι φαίνονται σαν μην γεύτηκαν –ποτέ- την ομορφιά της φύσης και της ζωής. Οι άνδρες ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία, μεθοκοπώντας και βρίζοντας ο ένας τον άλλον. Και οι γυναίκες μιλούν όλη την ώρα για εργόχειρα και συνταγές μαγειρικής. Λένε συνέχεια για τα παιδιά τους και το πώς φτιάχνει τα μαλλιά της, η γυναίκα του δημάρχου, τίποτ’ άλλο . Μόνον ο φθόνος έμεινε ακέραιος, και οι γιορτές των αγίων. Αξίζει να δεις τις γελοίες γραβάτες που φορούν τα μέλη της ιθύνουσας τάξης. Μοιάζουν με καρικατούρες εικονογραφημένων περιοδικών. Το μοναδικό πρόσωπο που έχει ενδιαφέρον -στο ξανάπα- είναι η γυναίκα του φοροεισπράκτορα. Μερικές φορές μου ‘ρχεται να φύγω μαζί της, να απολαύσω τις χαρές του έρωτα μέχρι τελικής πτώσης. Και μετά από αυτή τη μικρή φυγή, να πέσουμε από το καμπαναριό του καθεδρικού ναού, αφήνοντας ένα σημείωμα που θα γράφει “Ο τραγικός θάνατος του συγγραφέα Αλεχάντρο Καρπεντιέ και της ερωμένης του”».

«Ωραίος τίτλος για θεατρικό, Αλεχάντρο!»

«Μπα, έχω έναν άλλον καλύτερο. Άκου. Προχθές αυτοκτόνησε ο έμπορος Πασκουάλε. Κρεμάστηκε στην αποθήκη του μαγαζιού του. Πήγαμε πολλοί να τον δούμε, έτσι από περιέργεια. Είχε τη γλώσσα του έξω, σαν να μας κορόιδευε. Ήταν σαν να έλεγε «Ζήστε εσείς στο τίποτα, κούφιοι άνθρωποι, εγώ πρόλαβα και την κοπάνησα». Εδώ λοιπόν Σιμόν, ταιριάζει ο τίτλος: “Εξόριστη αλήθεια”».

«Εξαιρετικός Αλεχάντρο!»

«Αυτό θα είναι το νέο μου βιβλίο. Μου αρέσει αυτός ο τίτλος. Ούτως ή άλλως, η “Εξόριστη αλήθεια” είναι μια πραγματικότητα….»

 

 

 

* Ο Χριστόφορος Τριάντης υπηρετεί στη δημόσια εκπαίδευση από το 1998. Αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο των Τρικάλων, στην ιστοσελίδα του τοπικού συνδέσμου φιλολόγων (filologoi.gr), στο blog ΞΗΡΟΜΕΡΟ NEWS και στις 120 λέξεις.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top