Fractal

Μαγεία και ρεαλισμός στην υπηρεσία της αφήγησης

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

 

Χριστίνα Καράμπελα, Ο ψίθυρος της Ευδοκίας , Πόλις 2015 . Σελ. 184

 

Στον «Ψίθυρο της Ευδοκίας», δεύτερο μυθιστόρημα της Χριστίνας Καράμπελα από τις εκδόσεις «Πόλις», τόποι και καταστάσεις πραγματικές «συνομιλούν» με τοπία άχρονα, άνθρωποι έρμαια φανταστικών συνειρμών, παράλογων φόβων και καταπιεσμένων ενστίκτων, καταλύουν τα στενά πλαίσια της καθημερινής εμπειρίας, σκιές μύθων αρχέγονων και μορφές με ακαθόριστη υπόσταση κατακυριεύουν το ρεαλιστικό φόντο της αφήγησης, αναδεικνύοντας το παράλογο και τη μαγεία.

Ο μυθιστορηματικός καμβάς, ενώ στην αρχή ακολουθεί την πορεία μιας συμβατικής αστυνομικής πλοκής, στην πορεία φαίνεται να παρεκτρέπεται. Η ιστορία έχει ως εξής: Η Ευδοκία Δημουλίδου, μέντιουμ της τράπουλας και του καφέ, γίνεται άφαντη μυστηριωδώς την ώρα που θέτει τα «μαντικά» της χαρίσματα στην υπηρεσία των τριών υπερηλίκων και ετεροθαλών αδερφών της, Ακριβής, Πέτρας και Σώτω. Οι τρεις υπερήλικες ως αυτόπτες μάρτυρες της εξαφάνισης δηλώνουν το επεισόδιο στο αστυνομικό τμήμα και ο διοικητής του τμήματος, ένας μεσήλικας με το επίθετο Πολίτης, αναθέτει την υπόθεση στην νεαρά υφισταμένη του αστυνόμο Ελισάβετ Ξένου. Οι μαρτυρίες όμως των κυριών είναι αντιφατικές και σε κάποια σημεία αγγίζουν τη παράνοια. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Σώτω, μια τεράστια νυχτερίδα άρπαξε την Ευδοκία την ώρα της συνεδρίας, ενώ η ίδια η Ευδοκία αρχίζει να επανεμφανίζεται στο σπίτι της, στο μετρό, και αργότερα στο νοσοκομείο όπου θα νοσηλευτεί ο Πολίτης, αφήνοντας ίχνη που την επομένη σβήνουν μυστηριωδώς. Ακόμη και ο «ρεαλιστής» και «προσγειωμένος» διοικητής εύλογα αναρωτιέται:

 

«Γιατί άραγε ήταν τόσο λιπόσαρκες, γιατί έμοιαζαν μεταξύ τους, γνώριζαν άραγε η μια την ύπαρξη της άλλης; Και οι τρεις μάρτυρες είναι εξαιρετικά αδύνατες. Πρέπει να υποφέρουν από κάποια ασθένεια που τις κατατρώει. Σαράκι. Δεν μοιάζουν η μια στην άλλη, από την άλλη μοιάζουν πολύ, κάτι απροσδιόριστο και ισχυρό τις συνδέει».

 

Το εδώ και το τώρα της δράσης και της αφήγησης των δυο αστυνομικών διακόπτει ένα νουάρ παραμύθι με νύξεις για ωμοφαγίες, βιασμούς, αιμομιξίες, φόνους και δηλητηριάσεις από εκδίκηση μέσα στην οικογένεια, ιστορίες που θυμίζουν εμμέσως μύθους αρχαιοελληνικούς, όπως του Ατρέα και του Θυέστη*, ενώ το ίδιο το όνομα της εξαφανισμένης Ευδοκίας, όπως και η ημερομηνία της εξαφάνισής της, παραπέμπουν σε συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο**.

Η ρεαλιστική εξιστόρηση παρεκκλίνοντας από τις συμβάσεις και τις συνταγές ενός συνηθισμένου αστυνομικού μυθιστορήματος αρχίζει να έλκεται από το εξωπραγματικό, ενώ τα πραγματικά γεγονότα φωτίζονται, και κατά παράδοξο τρόπο «εξωραΐζονται» χωρίς όμως και να χάνουν το ζόφο τους, μέσα από μαγικές μικροϊστορίες και απροσδόκητα παράλογες εικόνες και αντιστίξεις. Η χυδαία καθημερινότητα ωστόσο, συνεχίζει να αποκαλύπτει την πεζή και ακαλαίσθητή της πλευρά, ενώ ο συμβατικός χρόνος και χώρος αλλοιώνεται από στοιχεία φαντασιακά, μύθων και συμβόλων του παραμυθιού.

 

«Το μυαλό μου σκάλωσε στην ημερομηνία. Τρίτη 29 Μάιου είχε γίνει η άλωση της Κωνσταντινούπολης, (σημ.: η εξαφάνιση της μάντισσας γίνεται Τρίτη 29 Μαΐου), και το χέρι μου αυτενεργώντας σπαρτάρισε σε μια κίνηση αντανακλαστική που αναποδογύρισε το φλιτζάνι του καφέ και το έκανε να προσγειωθεί πάνω στο πιατάκι σε θέση καφεμαντείας, γεγονός που με τάραξε, προκαλώντας μου ελαφρά ταχυκαρδία».

«Επανέφερα το φλιτζάνι στην αρχική του θέση, αποφασισμένος να αποδιώξω την αναστάτωση που μου γέννησε η σκέψη πως η μετατόπιση του αντικειμένου, μαζί με τη σύμπτωση της αποφράδας, ήταν τα προμηνύματα κακοτυχίας που θα συνόδευε την εξιχνίαση της υπόθεσης, και ως εκ τούτου επιβεβαίωσα την ορθότητα της απόφασής μου να απεμπλακώ και να επιφορτίσω με την ευθύνη της υπόθεσης Δημουλίδου την ανεπαρκή συνάδελφο Ελισάβετ Ξένου».

 

Ο μυθοπλαστικός κόσμος εισβάλλοντας σ’ εκείνον των δυο αστυνομικών και προχωρώντας πλέον με βήμα παράλληλο, φωτίζει τον δεύτερο βαθύτερα και πολυπρισματικά. Μέσα από το ρήγμα της παραδοσιακής πλοκής αναδύονται εραλδικά σύμβολα, εμβληματικά αρχέτυπα και επαναλαμβανόμενα τραγικά μοτίβα που, φωτίζοντας μιαν άλλη πραγματικότητα, χτίζουν με ενάργεια ένα ύφος και ένα περιεχόμενο στα πλαίσια του μοντέρνου μυθιστορήματος και του μαγικού ρεαλισμού.

 

«Κοίταξα το εσωτερικό του φλιτζανιού και άρχισα να επεξεργάζομαι τα σχήματα που είχαν αναδυθεί, ένα δέντρο μεγάλο, πλατύφυλλο, γεμάτο καρπό, έμοιαζε με συκιά, στο χωριό κάθε αυλή που σεβόταν τον εαυτό της είχε και μια συκιά, είναι η τιμωρία μου, σκέφτηκα, να ξεφυτρώνουν συκιές μέσα στο φλιτζάνι μου».

 

Όπως και στο πρώτο μυθιστόρημα της συγγραφέως, («Καιροί τέσσερεις», εκδ. Πόλις, 2014), τις σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους έρχεται να συνδράμει (ή να συσκοτίσει) ο έρωτας και η διαλεκτική σχέση νεκρών─ζωντανών, (ο ρεαλιστής Πολίτης, κλινήρης, θα δει τον νεκρό πατέρα του να συνοδεύει τα επτά αδέσποτα σκυλιά που ο ίδιος πριν μπει στο νοσοκομείο τάιζε, θα δει αγγέλους και θα ακούσει ζωντανούς και νεκρούς να συζητούν μεταξύ τους), ενώ ο ίδιος ρεαλισμός συνεχίζει να κυριαρχεί, αφού όλα μπορούν εξίσου καλά να ερμηνευτούν λογικά, με τις πραγματικές ανθρώπινες συγκρούσεις και τις εμφύλιες διαμάχες να περιγράφονται με ενάργεια μέσα από μια γλώσσα δουλεμένη με πάθος, επιμονή και εξαιρετική αφηγηματική συνέπεια. Στο επίκεντρο και εδώ, όπως και στο πρώτο μυθιστόρημα της Καράμπελα, οι διαταραγμένες σχέσεις μάνας─παιδιού, αλλά και οι αντιθέσεις ανάμεσα στα δυο φύλα. Ενδεικτικές οι επισημάνσεις του διοικητή Πολίτη για την υφισταμένη του, Ξένου:

 

«Είχα ολοκληρώσει τις οδηγίες μου και ανέμενα την επιβεβαίωση ότι τις είχε πλήρως αντιληφτεί, αντ’ αυτού, και κατά την προσφιλή της συνήθεια να υιοθετεί ανάρμοστες συμπεριφορές, με κοίταξε στα μάτια με τόση ένταση και επιμονή που με ανάγκασε ν’ αναζητήσω κάποιο άλλο πιο φιλόξενο σημείο εναπόθεσης του βλέμματός μου, όπως τα δικά μου καλογυαλισμένα παπούτσια και τα δικά της αφρόντιστα και καταλασπωμένα».

 

Η γλώσσα, το ύφος, ακόμη και οι λόγιες λέξεις που χρησιμοποιεί ο μεσήλικας: «είχα αποφασίσει να μην εμπλακώ», «σε μια ενύπνια συνειδητοποίηση» «η νοητική υπερδιέγερση που…», «υπερπλήρης αμηχανίας», ανταγωνίζονται και ταυτόχρονα συλλειτουργούν εξόχως σε κειμενικό επίπεδο με τη γλώσσα και το ύφος της νεαρής αστυνόμου, που, όταν συνομιλεί αλλά κι όταν μονολογεί, χρησιμοποιεί είτε έναν ασθματικό, παρορμητικό και λυρικό τρόπο έκφρασης, είτε την αργκό των νέων της εποχής της:

 

«Κλείνω τα μάτια. Να θυμηθώ να κλείσω το βιβλίο. Ξερνάει ο αφαλός μου νήματα. Πέφτουν. Κρέμονται στα αζήτητα. Δεν με συνδέουν με κανέναν τα νήματα. Κανείς στην άλλη άκρη. Θέλω να δεθώ με κάποιον. Στα αζήτητα τα νήματά μου». Κι αλλού: «Το παραθείο ξέχασες, του λέω. Γκουγκλάρει και σε μισό μου απαντά: Στα παρασιτοκτόνα, darling (…) Κρανιώνομαι, δεν έχω όρεξη γι’ αστεία. (…) Στρίβω ένα τσιγάρο και κουλάρω. Στέλνω μήνυμα στην Αννέτα για θερινό. (…) Το έργο είναι μαλακία. Βαριέμαι, ψιθυρίζω στην Αννέτα. Με γράφει.»)

 

Ενδιαφέρουσες αφηγηματικές πρακτικές εντοπίζονται και στο λόγο των τριών γηραιών αδερφών: την καθαρευουσιάνικη γλώσσα της Ακριβής Παρασκευαΐδου, την ανοϊκή και κοφτή της Πέτρας Σαββίδου, αλλά και τον μακροσκελή και «αφελή» λόγο της Σώτως Κυριακίδου, που τον ακολουθούν: «αναστεναγμός», «διπλός αναστεναγμός-σιωπή παρατεταμένη», «τριγμός των οδόντων», «κάτι ανάμεσα σε λυγμό και αναστεναγμό», «χάχανο», «ρούφηγμα μύτης» (!), σύμφωνα με τις (σκόπιμα ή μη σκόπιμα) σκωπτικές παρατηρήσεις του αστυνομικού που τις καταγράφει. Βιωμένες, αριστοτεχνικά επεξεργασμένες και οι αναφορές στα διατροφικά προβλήματα από τα οποία πάσχουν οι ήρωες, με τις αντίστοιχες περιγραφές, αφηγήσεις, εικόνες και ιδεάσεις, να προ─οικονομούν και να ενδυναμώνουν το δραματικό τέλος των τριών αδερφών, αλλά και του διοικητή Πολίτη. (Οι τρεις αδελφές πεθαίνουν από ένα κουκούτσι δηλητήριο και ο διοικητής καταλήγει από νευρική ανορεξία).

Σουρεαλισμό, χιούμορ, πρωτοτυπία και φαντασία, συναντάμε αμείωτα στις τελευταίες ενότητες του βιβλίου. Στις «απομαγνητοφωνήσεις», μια Ξένου πνευματώδης και ειλικρινής συνομιλεί με όλους τους άλλους ήρωες αδιάκριτα, αν και (ή επειδή ακριβώς) οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν είναι εντέλει ούτε εκατό τα εκατό νεκροί ούτε εκατό τα εκατό ζωντανοί, ούτε εκατό τα εκατό υπάρχοντες, ούτε εκατό τα εκατό επινοημένοι, οι τελευταίοι μάλιστα, όπως και η ίδια συναισθάνεται, καθόλου «εξαιτίας της επινόησης» λιγότερο ζωντανοί από τους πρώτους. (Η φανταστική της φίλη Μάρθα δεν είναι λιγότερο υπαρκτή από την Αννέτα που δεν της τηλεφωνεί ποτέ, ο ζωντανός Ξενοφών Ανδρέου δεν είναι λιγότερο ανύπαρκτος από τον νεκρό της πατέρα Ανδρέα Ξένου, στον οποίο εκείνη εξακολουθεί να τηλεφωνεί και μετά θάνατον).

Εξίσου σπαραξικάρδιο αλλά και σπαρταριστό το επίμετρο, με τη σκηνή μετά την κηδεία του Πολίτη να σηματοδοτεί την «έξοδο» και των υπολοίπων ηρώων πλην της Ξένου, η οποία, με το μυαλό της στον άγνωστο Ξενοφώντα, θα καταφέρει εντέλει να διασωθεί, αποδεικνύοντας εαυτόν γρηγορότερο από τη δίνη του σκότους κατά ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Λύση αινιγματική όσο και τα παραμύθια ή τα πραγματικά γεγονότα που προηγήθηκαν.

Εν κατακλείδι, στον «Ψίθυρο της Ευδοκίας», η συγγραφέας Χριστίνα Καράμπελα έχοντας μπούσουλα τεχνικές και γραφές μαστόρων όπως ο Λατινοαμερικανός Γκαρσία Μαρκές, ο Πακιστανός στην καταγωγή Σαλμάν Ρουσντί και η Αγγλίδα Άντζελα Κάρτερ, οι δικές μας Ζυράννα Ζατέλη, Ευγενία Φακίνου και Μαργαρίτα Καραπάνου (ας θυμηθούμε τον «Υπνοβάτη» της τελευταίας, με την υπνωτική περιγραφή του νησιού και τη μυθική αλλά και ωμά ρεαλιστική μορφή του Μανόλη, ως μπάτσου-Χριστού-δολοφόνου), ένα μόλις έτος μετά και την επιτυχή έκδοση του πρώτου της μυθιστορήματος, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά πως ξέρει να χειρίζεται το υλικό της με ωριμότητα, αναδεικνύοντας με τον δικό της ιδιότυπο τρόπο, το πρόβλημα της μοναξιάς, του κενού, της ενοχής και της νεύρωσης, μέσα σε έναν κόσμο παραφροσύνης και τρέλας.

 

* Ο Ατρέας για να εκδικηθεί την απιστία της γυναίκας του και του αδερφού του σκότωσε τους γιους του Θυέστη και τον προσκάλεσε σε γεύμα, όπου του προσέφερε για φαγητό τις ψημένες σάρκες των γιων του. Τότε ο Θυέστης, τυφλωμένος από οργή και μίσος, μαθαίνοντας από έναν χρησμό πως αν έκανε γιο με την ίδια του την κόρη ο γιος αυτός θα σκότωνε τον Ατρέα, παντρεύεται την κόρη του και γεννά μαζί της τον Αίγισθο, ο οποίος αργότερα ─σύμφωνα με τον μύθο─ θα σκοτώσει, πράγματι τον Ατρέα.
 
** Η Αιλία Ευδοκία, (401- 460), αρχικώς ονομαζόταν Αθηναΐς και καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν κόρη του Λεοντίου, καθηγητή στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, και πριν γίνει σύζυγος του Θεοδόσιου Β΄, έχοντας αδικηθεί από τα αδέλφια της στην διανομή της πατρικής περιουσίας, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει το δίκαιό της.

 

 

1

 

 

Η Χριστίνα Καράμπελα σπούδασε Πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και Κοινωνιολογία στην Αγγλία. Από το 1987 δραστηριοποιείται με επιτυχία στο χώρο της έρευνας αγοράς και των δημοσκοπήσεων. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και στην εφημερίδα των Συντακτών. Το 2014 από τις εκδόσεις Πόλις εκδόθηκε το μυθιστόρημά της «Καιροί τέσσερεις», το οποίο απέσπασε θετικότατες κριτικές και προτάθηκε για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη του περιοδικού «Αναγνώστης». Η συγγραφέας έχει επίσης διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και συμμετάσχει στα συλλογικά έργα: (2011, Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός διηγήματος, Ιανός, (2009) Ζωολογία του πάνω και του κάτω κόσμου, εκδόσεις Πατάκη, (2009) Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει, Ιανός.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top