Fractal

Διήγημα: “Τα πράγματα που μιλούσαν…”

Του Χρήστου Τσαγκάρη // *

 

 

καὶ εἶσαι σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ

( Γ. Σεφέρης, «Το ναυάγιο της Κίχλης» )

 

wind

 

Τη νύχτα μετά τη βροχή την πέρασε στον Σκλαβενίτη.

Τακτοποιούσε τις τελευταίες παραλαβές στην αποθήκη. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Όταν ανέβηκε το κατάστημα είχε ήδη κλείσει. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον υπεύθυνο αλλά βρισκόταν ήδη μακριά.

«Μα και συ, βρε παιδί μου να ξεχαστείς στη δουλειά!… Πρώτη φορά το βλέπω αυτό…»

της είπε κατάπληκτος στο τηλέφωνο. « Κάθησε κάπου στα γραφεία και αύριο πρωί – πρωί θα είμαι εκεί να σου ανοίξω… Θα ερχόμουν και τώρα δηλαδή αλλά έχω το αυτοκίνητο στο συνεργείο και δεν μπορώ να το κουνήσω από εδώ… Αύριο πρωί – πρωί θα σου ανοίξουμε και θα πάρεις και εκτάκτως ρεπό» της ξανάπε καθησυχαστικά καθώς έκλεινε το τηλέφωνο.

Η Ελένη έμεινε για λίγο στην είσοδο κοιτώντας τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού πάνω από το κεφάλι της. Θα κόντευε 11 και είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Το πορτοκαλί φως του δρόμου χρωμάτιζε ακόμα το βρεγμένο οδόστρωμα αν και τα νερά είχαν αρχίσει να στεγνώνουν μετά τη νεροποντή. Δεν την πείραζε που έμενε μόνη της εκεί μέσα. Το κατάστημα ήταν από παντού κλειστό και προστατευόταν από κάμερες και συναγερμούς. Μια γαλήνια, γαλάζια φλόγα – τα φώτα των ψυγείων –, μαζί με τους προβολείς της οροφής δεν άφηναν τη νύχτα να απορροφήσει το κατάστημα.

Η Ελένη δεν φοβόταν ούτε τη νύχτα, ούτε τη μοναξιά. Ζούσε τόσα χρόνια μαζί με αυτές τις δύο. Καθεμία είχε συνηθίσει τις άλλες και η δύναμη της συνήθειας είχε νικήσει το φόβο. Είχε τελειώσει πριν τρία χρόνια το Πανεπιστήμιο και όπου να ‘ναι θα τέλειωνε και το μεταπτυχιακό της. Στο μεταξύ δούλευε για να συντηρεί τον εαυτό της και τις σπουδές της. Τετράωρα στο Σκλαβενίτη τα απογεύματα και Θουκυδίδεια ιστοριογραφία τα πρωινά. Τακτοποιημένα προϊόντα στα ράφια και τακτικές δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά. Δύσκολα την πίστευαν οι γνωστοί της. «Μπορείς τη μία να ζυγίζεις λάχανα Μαγνησίας και την άλλη να μου γράφεις πραγματείες για τα Σικελικά; Δεν μας τα λες καλά;» της λέγανε γνωστοί και φίλοι και τα ίδια μουρμούριζε συχνά και η ίδια στον εαυτό της.

«Τα πράγματα δεν λένε ιστορίες…» ίσως να σιγοψιθύριζε και εκείνο το βράδυ μέσα στο μισοσκόταδο.

Θα πρέπει να είχε περάσει κάνα μισάωρο όταν η Ελένη ξετρύπωσε από την τσάντα της μία θεματογραφία και συνέχισε να γράφει στο περιθώριο. Η επόμενη της δημοσίευση θα είχε να κάνει με το τέλος της εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία ή μάλλον με το τέλος των ίδιων των Αθηναίων σε ένα ποτάμι έξω από τις Συρακούσες γιατί αυτό που ονόμαζαν εκστρατεία ήταν από την αρχή τελειωμένο.

«Ηπείγοντο» το είχαν βάλει στα πόδια δηλαδή, υποχωρούσαν διωγμένοι από τους καβαλάρηδες του εχθρού και από τη δίψα «προς τον Ασσίναρον» που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα λασπωμένο ρέμα. Έπεσαν μέσα στον ποταμό με τις πανοπλίες τους πασχίζοντας να πιουν νερό ενώ τους χτυπούσαν οι εχθροί που είχαν μαζευτεί στις όχθες αλλά και οι παλιοί συμπολεμιστές τους που χωρίς να βλέπουν τίποτε άλλο προσπαθούσαν να ξεδιψάσουν. Όσοι δεν σκοτώθηκαν εκείνη τη νύχτα αιχμαλωτίσθηκαν μετά από μια πρόχειρη συμφωνία και καταδικάστηκαν σε έναν αργό θάνατο.

Σε αυτό το σημείο τελειώνουν οι σημειώσεις της και η Ελένη ήδη σκέφτεται πόσο χαζή ήταν που ξέμεινε εκεί μέσα ενώ θα μπορούσε να βρίσκεται στο σπίτι της και να γράφει ανάμεσα στον υπολογιστή και τα βιβλία της.

«Τα πράγματα δεν λένε ιστορίες» μουρμούρισε νευρικά καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί σε ποια σημεία έπρεπε να προσθέσει παραπομπές.

«Πως πεθαίνει ένας Αθηναίος πολίτης αιχμάλωτος στις Συρακούσες;». Κάπως έτσι θα τιτλοφορούταν το άρθρο της και αν έβρισκε χρόνο θα το μετέφραζε και στα Αγγλικά μήπως και διαβαστεί από μερικές εκατοντάδες ανθρώπους παραπάνω.

«Πως πεθαίνει ένας Αθηναίος…;» Αύριο με το ρεπό θα τελειώσει και αυτό σκεφτόταν και σηκώθηκε να περπατήσει για να της φύγει η νύστα. Σήμερα το βράδυ θα μπορούσε να έχει τελειώσει με δαύτο αν δεν είχε ξεμείνει εκεί μέσα, αλλά τα πράγματα στα ράφια δεν λένε ιστορίες και έτσι θα έπρεπε να περιμένει.

Στο τελευταίο διάδρομο σταμάτησε. Το μάτι της έπεσε πάνω σε μια προθήκη με οδοντόβουρτσες. Σκούρες μπλε συσκευασίες με γαλάζιες γραμμές και ολόλευκα δόντια με το φεγγάρι να καθρεφτίζεται πάνω στα γυαλιστερά γράμματα της φίρμας. Αεροστεγείς συσκευασίες λες και ήθελαν να προστατεύσουν τις οδοντόβουρτσες από μια γραμμή φεγγάρι που έπεφτε πάνω τους.

«Το ίδιο φεγγάρι θα πρέπει να έπεφτε πάνω στους Αθηναίους μου εκείνο το βράδυ καθώς πνίγονταν μέσα στις λάσπες» σκέφτηκε. Το φεγγάρι ξέρει, και όμως δεν θα μου υπαγορεύσει τα χωρία που χρειάζομαι για να ολοκληρώσω την εργασία. Η «θεματογραφία του σεληνόφωτος» σκέφτηκε γελώντας.

«Τα πράγματα όμως δεν σου μιλάνε σωστά;»

-«Και αν όμως μιλούσαν;» άκουσε τον εαυτό της να μονολογεί. «Τι θα εξομολογούνταν αυτές εδώ οι οδοντόβουρτσες;»

«Τα πράγματα δεν λένε ιστορίες» μίλησε θυμωμένα για να ακουστεί και έκανε να φύγει όταν νόμισε πως άκουσε μια υπόκωφη φωνή. Μια φωνή που θα έλεγες πως ανάβλυζε από πηγάδια που ανοίχτηκαν πριν από αιώνες σε κάποιο αρχαίο λατομείο. Μια φωνή ίδια με το θόρυβο που θα έκαναν χιλιάδες αξίνες χάνοντας στάλα στάλα τη δύναμη και το αίμα τους:

Παράξενη δουλειά. Μας κατευθύνουν ξένα χέρια. Παράξενη δουλειά. Κάποτε τα χαράματα και άλλοτε μέσα στη νύχτα. Παράξενη δουλειά. Να κολλάνε πάνω σου κάθε λογής σκουπίδια. Σκουπίδια που λίγο πριν, λίγο πριν δρασκελίσουν το φράγμα, φαίνονταν όμορφα, θελκτικά, θα έλεγε κανείς. Παράξενη δουλειά. Καθένας έχει τη δική του άποψη. Μερικοί λένε πως είμαστε κάτι ανάμεσα σε πειρατικό και σκουπιδιάρικο. Ανακατεύεις τις λάσπες. Άλλοι νομίζουν πως κάπου εκεί μέσα θα

βρούνε κρυμμένα χρυσάφια. Και άλλοι πάλι – πιο προσγειωμένοι – καταλαβαίνουνε πως δεν υπάρχουν χρυσάφια, μα μονάχα λάσπες, και έλαχε σε μας να τις καθαρίζουμε. Άτιμη κοινωνία, σου λένε. Αν στο δικό μας κόσμο υπήρχαν και μάντρες για παλιοσίδερα ή άλλα παρόμοια, τουλάχιστον θα βγάζαμε κάτι. Και δεν τελειώνει. Είναι κάτι σαν τέχνη, θα σου πει κάποιος άλλος. Μόνοι εμείς έχουμε το χάρισμα να ξαναδίνουμε τη χαμένη λάμψη. Σκέψου το. Μόνο εμείς, λες και συγχωράμε παλιές αμαρτίες.

Εμένα όμως αυτή η ζωή μού θυμίζει μια παλιά, πανάρχαια ιστορία, που κάποιος πρόγονος βρήκε ξανά και ξανά ειπωμένη να έχει κολλήσει στα δόντια κάποιου ποιητή ή δασκάλου. «Οι Αθηναίοι», έλεγε εκείνος, «πήραν κάποτε απόφαση να κατακτήσουνε ξένη γη, ξένη χώρα. Τους βγήκε σε κακό. Την τελευταία νύχτα τούς κλείσανε από παντού, άλλους σε ένα ποτάμι και άλλους σε κάποια κοιλάδα. Και τότε αυτοί, μην έχοντας τι άλλο να κάνουν, παρέδωσαν τα όπλα, με τη συμφωνία να σεβαστούν οι εχθροί τη ζωή τους. Και κείνοι το δέχτηκαν και δε τους σκοτώσαν αμέσως. Τους κλείσανε μέσα σε κάτι υπόγειες στοές – λατομεία τα λέγαν. Και τους άφηναν εκεί μέρα μέρα, μέσα στις πέτρες, λίγο λίγο να χάνονται, μέχρι που μες στα σκοτάδια γίνανε και αυτοί ένα με τα χώματα και τις σκόνες που μάζευαν.

Κάπως έτσι είμαστε και εμείς – κάθομαι συχνά και το σκέφτομαι. Κλεισμένοι βαθιά σε λατομεία, ώσπου να φλομώσουμε και εμείς, να γίνουμε ένα με τα χώματα και τις πέτρες που μαζεύουμε, και τότε να μας πετάξουν. «Να μας πετάξουν…» Με τυραννάει συχνά αυτό το παράπονο. Αιχμάλωτοι κάποιου πολέμου, που ποτέ δεν αρχίσαμε, μέσα στα δόντια. Τα δόντια …, « έρκος οδόντων», είχε πει κάποιος άλλος, κάτι σαν φράχτης, μάντρα και κυματοθραύστης και πάνω του να πέφτουν σαν το κύμα τα λόγια.

Μα δε θα μας πετάξουν έτσι απλά. Κάθε μάχη, ακόμα και άδοξη, έχει τα λάφυρά της. Και εγώ αυτή τη ζωή, αυτή τη δουλειά κάπως έτσι, σαν μια τέτοια μάχη, τη βλέπω.

Μέσα στα τοιχώματα, μέσα στα μπάζα, μια ηχώ με τραβά τόσα χρόνια. Νομίζεις πως τρέχει εκεί γύρω κάποιο ρυάκι, κάποιο μυστικό ποτάμι, που έσβησε πριν από χρόνια. Πίσω από τους φράχτες, μέσα στα δόντια, ψάχνω τα λόγια.

Μα και πιο πέρα. Το κρυμμένο βάθος ζητάω. Πίσω, πιο πίσω από τις λέξεις. Χώνομαι μες στο κενό, σε αμυχές και φαράγγια και ψάχνω τις σκέψεις. Έξεις, τρόπους του λόγου και της ψυχής καλντερίμια. Ανάμεσα στα κόκκαλα μια μουσική, έλεγε κάποιος ποιητής. Παράξενη δουλειά. Να μπαίνεις όλο και πιο βαθιά, να αναζητάς τα τρίσβαθα και την ψυχή του ανθρώπου…

Η Ελένη τραβήχτηκε από τα πράγματα που είχαν αρχίσει να μιλούν. Ο ορθολογιστής Θουκυδίδης ποτέ δεν θα δεχόταν ότι κάποια φουτουριστικά δόρατα στα ράφια μιας εξωπραγματικής αγοράς που λέγεται «σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτης» θα μιλούσαν σε μια

μελλοντική συνάδελφό του. Και όμως τα πράγματα μιλούσαν. Η Ελένη ήταν σίγουρη πως τα άκουσε καθώς γύριζε με γρήγορα βήματα στην είσοδο του καταστήματος. Οι δείκτες του ρολογιού είχαν προχωρήσει και όμως μια πρωτόγνωρη αίσθηση ασφάλειας την περιτριγυρίζει καθώς στέκεται μπροστά στα μεγάλα τζάμια της εισόδου και κοιτά τον σχεδόν έρημο δρόμο.

«Τα πράγματα λένε ιστορίες» σκέφτεται και χωρίς να το καταλαβαίνει χαμογελά.

«Τα πράγματα κάποτε μας λένε ιστορίες» γράφει κλείνοντας την εργασία της το απόγευμα της άλλης μέρας.

 

* Ο Χρήστος Τσαγκάρης ζει στον Πειραιά. Από το φθινόπωρο θα είναι φοιτητής. Μιλά Αγγλικά, Γαλλικά και ασχολείται με τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Διακρίθηκε σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς ενώ κείμενα του φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά και ενίοτε σε ραδιοφωνικές παραγωγές.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top