Fractal

Ελένη Χωρεάνθη: Έξι ποιήματα στους ρυθμούς του Μάη

 

φ1

 

Εργατική Πρωτομαγιά

 

Είχε ο ιδρώτας πια στερέψει

στραγγίζοντας πικρός το σώμα

κι είχε το δάκρυ περισσέψει

ποτίζοντας το ξένο χώμα.

 

Είχε στο χτένι φτάσει ο κόμβος.

Σκυφτοί όλη μέρα στο μαγκάνι,

η αδικία στο μάτι θρόμβος,

φρίκη, που νους κοινός δεν βάνει.

 

Πρωτομαγιά συνάχτηκε ορθή

η εργατιά με φτυάρια και μ’ αξίνες

και πάλεψε γενναία για να αρθεί

πάνω απ’ της αδικίας τις τοξίνες.

 

Και χάραξε στο πρόσωπο της γης

με αιματόβρεχτη πορεία

ο όρθρος της καινούργιας προσταγής

να φέγγει στην Παγκόσμια Ιστορία.

 

 

 

Βροχερή πορεία

 

Μοιάζει η ζωή με βροχερή πορεία

κι ο χρόνος τρίτη και φαρμακερή.

Δεν έστερξε να βρω μιαν ευκαιρία

ν’ αδράξω. Με προφτάσανε οι καιροί.

 

Εξανεμίστηκαν οι μέρες σαν αφρός

κι έμεινε η καρδιά ξερό χορτάρι.

Πέταξε ο έρωτας ανάλαφρος,

Και βιάστηκε ο βοριάς να μου τον πάρει.

 

Έμεινα σαν στρουθί, μοναχικό,

-άστεγος ένας έρωτας εντός μου-

σαν ξεχασμένο περιστατικό,

ασήμαντο στην ερημιά του κόσμου.

 

 

Χρώματα

 

Δος μου λίγο χρόνο να σιαχτώ,

φως μες στο γυαλί να κοιταχτώ,

με καημούς το πέλαγο να ράνω

και καμβά τον πόνο μου να υφάνω.

 

Κόκκινο και μαύρο, βιολετί…

Πόσα ακόμα η ζωή μου απαιτεί;

Θέλει τόπο η μνήμη να σταθεί,

στο βυθό της λήθης μη χαθεί.

 

Πάρεμε απ’ το χέρι, κράτησέ με,

δος μου τη χαμένη μου ορμή.

Κι αν το θες και πάλι μίσησέ με,

βρες μιαν όποια να ‘ναι αφορμή.

 

Ο καιρός περνάει και δε γυρίζει,

μένουν οι καημοί στην κουπαστή.

Βάνω την ελπίδα μετερίζι,

ξάρτι η αγάπη να πιαστεί.

 

 

 

Άγονη γραμμή

 

Σαν τα βαπόρια της αγόνου

πάνε οι καιροί και οι εποχές

λογής πραμάτεια ξεφορτώνουν

στις κουρασμένες μας ψυχές.

 

Του κόσμου η όψη αλαφιασμένη

ωσάν παιδιού πού ‘χει χαθεί.

Κι είμαστε τόσο γελασμένοι

κι είμαστε τόσο μοναχοί…

 

Βρέφος η αγάπη μου στα σπλάχνα

σκιρτά στην πρώτη αναλαμπή,

τρέμει των αστεριών η άχνα

ως πάει στους ύπνους των να μπει.

 

Η απαντοχή που με παιδεύει

καιρούς και χρόνους εκατό,

πουλί πετούμενο αλαργεύει

κι εγώ το μόχθο μου κρατώ.

 

Σαν τα βαπόρια της αγόνου

από μουράγιο σε σταθμό

ψάχνουμε στις ρωγμές του χρόνου

τον πληγωμένο μας ρυθμό.

 

f13

 

Το παράπονο της Ιφιγένειας

 

Απόψε στ’ όνειρό μου σ’ είδα

σε μια ξανθή γελούμενη αμμουδιά

να γράφεις τη στερνή σελίδα

όντας χτίζανε πύργους τα παιδιά.

 

Κι ήρθαν στο νου τα χρόνια εκείνα,

που ‘μοιαζε η πλάση με δροσοπηγή.

Κρυφομιλούσαν οι καρδιές σαν κρίνα

Κι έπεφταν περιστέρια στη σιγή.

 

Κυκλάμινα, ζουμπούλια κι ανεμώνες

έφερνες στην ποδιά μου αγκαλιές,

μετρούσες μ’ ασφοδίλια τους αιώνες,

στου Θορικού τις γκριζωπές πλαγιές.

 

Πρωτομαγιά στο Λαύριο, στη Βραυρώνα

θυμάμαι, εκεί στων άρκτων τη στοά,

στη μεσιανή μαρμάρινη κολόνα:

«Της Ιφιγένειας το παράπονο βοά,

 

τ’ ακούς»- μου ‘λεγες τρυφερά στ’ αυτί-

«που όσο πέφτει η μέρα δυναμώνει;

Πίσω απ’ το βράχο, λένε, έχει θαφτεί,

όπου φυτρώνει μια μικρή ανεμώνη…»

 

Τώρα στο Θορικό έχουν βλαστήσει

νεράγκαθα. Και στη Βραυρώνα

τους κίονες στη θλίψη έχουν βυθίσει

οι Φράγκοι του αμαρτωλού αιώνα.

 

 

 

Ανοιξιάτικο

 

Παίζει τ’ αγέρι του βοριά

στου νου μου τη φυρονεριά

κι ανηφορίζει μου το πνεύμα

μέσα στης άνοιξης το ρεύμα.

 

Ραγίζει η δρόσο στ’ ακροκλώνι

-καημός των φύλλων που φουντώνει-

φωλιάσανε οι κορυδαλλοί

κάτω απ’ της χλόης το χαλί.

 

Το βέλος του φωτός περνά

μες απ’ την πάχνη αποσπερνά

ως χάδι- η ευχή να πάρει-

κι έχει δακρύσει το χορτάρι.

 

Τρεμίζει των πουλιών η τρίλια

μες σα φυλλώματα τ’ ανήλια.

Κι ανέμισε το καρδιαχτύπι

από την τρυφερή μου λύπη.

 

Φυσά τ’ αγέρι του Βοριά

στου κόσμου την ανηφοριά

και βλεφαρίζει μου το νεύμα

μέσα στης άνοιξης το ρεύμα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top