Fractal

Διήγημα: “Χιόνια στην t.v.”

Της Ράνιας Παπακώστα // *

 

 

f15

 

 

Σκεφτείτε την πιο εκνευριστική μελωδία που έχετε ακούσει ποτέ στην ζωή σας. Πολλαπλασιάστε την επί δέκα. Τώρα μπορείτε να καταλάβετε περίπου, πώς ηχεί το ξυπνητήρι μου. Δεν αλλάζω όμως τον ήχο, γιατί είναι ένας ασφαλής τρόπος να μην πατάω snooze, άρα να σηκώνομαι στην ώρα μου και έτσι να μην αργώ στην δουλειά. Ειδικά τώρα που τ’ αφεντικά ψάχνουν την παραμικρή αφορμή για να μας δώσουν πόδι. Προτιμώ να στερηθώ λίγο ύπνο, παρά ν’ ακούσω για μια ακόμη φορά την μελωδία που μοιάζει να έχει παιχτεί από την φιλαρμονική της κόλασης.

Σήμερα το πρωί κατάφερα με δυσκολία να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Τράβηξα τις πολυκαιρισμένες κουρτίνες και τα μάτια μου μπούκωσαν απ’ το γκρι. Είχαμε ραντεβού στις έντεκα π.μ. στο κέντρο της πόλης με τον κάμεραμαν. Το σημερινό ρεπορτάζ είχε θέμα: ‘Πώς απαντούν λογικοί άνθρωποι σε παράλογες ερωτήσεις.’ και όσο ανόητο φαινόταν το θέμα σ’ εμένα, άλλο τόσο ενθουσίαζε την αρχισυντάκτριά μας, η οποία είχε μάλιστα χαρακτηρίσει την ιδέα της την προηγούμενη μέρα στο μίτινγκ ‘τουλάχιστον ρηξικέλευθη’. Σκέφτηκα πώς θα σχολίαζε την τόση αυτοπεποίθησή της, ο αγαπημένος μου καθηγητής στη σχολή δημοσιογραφίας. Μάλλον θα έλεγε κάτι του τύπου: ‘Δεσποινίς, το πρόβλημα με τον κόσμο μας είναι ότι οι έξυπνοι άνθρωποι είναι γεμάτοι αμφιβολίες, ενώ οι ηλίθιοι γεμάτοι βεβαιότητες.’ Έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά γλυκόπικρα μπροστά στον θολό καθρέφτη του μπάνιου.

Βγήκα στους δρόμους της πόλης για το ρεπορτάζ, μ’ ένα μαλλιαρό μικρόφωνο στο χέρι και τον Σωτήρη δίπλα μου, τον συνάδελφο που κρατούσε την κάμερα. Σταμάτησα πολλούς διερχόμενους ρωτώντας τους αν μπορούν οι άνθρωποι να πετάξουν, όταν στρώσεις χιονιού καλύπτουν τα φτερά τους. Η συντριπτική πλειονότητα των περαστικών απάντησαν αρνητικά. Κάποιοι είπαν πως δεν γνωρίζουν την απάντηση, αφού δεν ήξεραν κανέναν που να επιχείρησε ποτέ κάτι τέτοιο, και ούτε φυσικά οι ίδιοι είχαν τολμήσει να το δοκιμάσουν. Υπήρξε ένας περαστικός, ένας μόνο, που μας δήλωσε μπροστά στην κάμερα, με απόλυτη σιγουριά, ότι όχι μόνο μπορεί ο άνθρωπος να πετάξει με τα φτερά του καλυμμένα από χιόνι, αλλά μπορεί μάλιστα να φτάσει πολύ ψηλά, κοντά στον ήλιο. Και ότι αυτή η πτήση θα τον έκανε ευτυχισμένο, αφού ο ήλιος θα έλιωνε το χιόνι και θα δρόσιζε το κορμί του. Αυτή ήταν ομολογουμένως μια απάντηση που δεν περίμενα να πάρω, ειδικά μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Παρόλα αυτά σκέφτηκα πως θα έπρεπε να την συμπεριλάβω στο ρεπορτάζ, χάριν της πολυφωνίας.

Όταν πήρε να βραδιάζει, αποφασίσαμε με τον Σωτήρη να επιστρέψουμε στο στούντιο για να ετοιμάσουμε το υλικό μας. Είχαμε αναλάβει να κάνουμε οι δυο μας το μοντάζ και την ετοιμασία του βίντεο, αφού στις τελευταίες απολύσεις είχαν φύγει σχεδόν όλοι οι τεχνικοί του καναλιού. Ενώ είχε αρχίσει να χιονίζει από νωρίς, δεν περιμέναμε ότι θα το στρώσει. Στην πραγματικότητα όχι μόνο το είχε στρώσει, αλλά όλοι οι δρόμοι έκλεισαν από το χιόνι. Είχαμε αποκλειστεί στο κέντρο της πόλης. Πήρα τηλέφωνο στο κανάλι και τους είπα ότι το υλικό δεν θα είναι έτοιμο μέχρι το βραδινό δελτίο ειδήσεων και ότι είναι αδύνατον να προβληθεί σήμερα. Η αρχισυντάκτρια μού απάντησε κοφτά ότι η προβολή του ρεπορτάζ αναβάλλεται για αύριο και την επόμενη φορά να είμαστε πιο προσεκτικοί και κυρίως προληπτικοί. Κατάλαβα πως εννοούσε προνοητικοί.

Αποφασίσαμε με τον Σωτήρη να σκοτώσουμε την ώρα μας σε μια μπυραρία, περιμένοντας να επανέλθει η κυκλοφορία στους δρόμους. Ενώ είχαμε φτάσει στην τρίτη μπύρα, είδα ξαφνικά να ανοίγει η πόρτα και να μπαίνει μέσα ο κύριος απ’ τον οποίο είχαμε πάρει συνέντευξη νωρίτερα, ο μόνος που είχε απαντήσει θετικά στην ερώτησή μας λέγοντας ότι ο άνθρωπος μπορεί να πετάξει με χιόνι στα φτερά του. Πρόσεξα ότι πήγε προς το μπαρ και κάθισε μόνος του σε μια γωνία. Περνούσε η ώρα και δεν είχε παραγγείλει τίποτα. Αλλά ούτε ο μπάρμαν φαίνεται να του έδωσε σημασία. Πρέπει να τον κοιτούσα πολύ έντονα, επειδή ξαφνικά έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. Αμέσως εγώ χαμήλωσα το δικό μου, αλλά τον ένιωθα που συνέχιζε να με παρατηρεί. Γύρισα στην ψιλή κουβέντα με τον Σωτήρη. Μετά από λίγο ξανασήκωσα το βλέμμα και για μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνες, κοιταζόμασταν στα μάτια χωρίς να βλεφαρίσουμε. Σε κάποια στιγμή, ο άγνωστος περαστικός μου έκανε νόημα να πλησιάσω κοντά του. Είπα στον Σωτήρη ότι πάω προς το μπαρ και τον ρώτησα αν ήθελε τίποτα. Εκείνος μου έγνεψε αρνητικά μισοκοιμισμένος.

Πλησίασα στο μπαρ τον άγνωστο ξένο. Ήταν ένας μικροκαμωμένος, ταλαιπωρημένος, σκουρόχρωμος γέρος με καταγάλανα μάτια και γλυκιά όψη. Όσο κι αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να καταλάβω την καταγωγή του.

-Με λένε Ιάσωνα, μου είπε και έτεινε το χέρι.

Το όνομα με παραξένεψε κάπως. Σίγουρα δεν του ταίριαζε.

-Χάρηκα πολύ, του απάντησα τραβώντας ένα σκαμπώ για να καθίσω. Λοιπόν, είπα, βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την απάντηση που μου δώσατε νωρίτερα στο ρεπορτάζ. Ενδιαφέρουσα γιατί, αν μη τι άλλο, ξεχώριζε απ’ τις υπόλοιπες. Θέλω να πω, τις περισσότερες φορές εκεί που δουλεύω, μας στέλνουν στους δρόμους να βρούμε κόσμο για να πάρουμε δηλώσεις, που απλά θα επιβεβαιώσουν την γραμμή του καναλιού. Οποιαδήποτε διαφορετική άποψη, κόβεται στο μοντάζ με συνοπτικές διαδικασίες. Παρόλα αυτά, μια βαθιά παρόρμηση με οδήγησε να θέλω να κρατήσω την δική σας στο τελικό βίντεο. Μια διαφορετική άποψη, βοηθάει στο να εδραιωθεί η βεβαιότητα που έχει ο κόσμος για κάτι στο μυαλό του. Ειδικά αν η άποψη αυτή είναι τόσο παρανοϊκή, όσο η δική σας.

-Πιστεύεις ότι αυτό που σου είπα νωρίτερα είναι παρανοϊκό;

– Μα φυσικά και είναι! Όλοι ξέρουν πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετάξουν με χιόνι πάνω στα φτερά τους.

-Κάποτε πίστευαν ότι είναι παρανοϊκό να βγάζεις φτερά…

-Ε βέβαια, είπα γελώντας, αλλά μιλάς για πολλά χρόνια πίσω, όταν οι άνθρωποι θεωρούσαν αδιανόητο ακόμη και να γεννήσεις φτερά στην πλάτη σου. Κι αν δηλαδή δεν ήταν εκείνος ο τρελός Πρόεδρος της χώρας μας τότε, που έβγαλε φτερά και πέταξε με τα αποδημητικά πουλιά, λίγο πριν αρχίσει ο βαρύς χειμώνας, προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, κανείς δεν θα ήξερε καν ότι έχουμε αυτή την δυνατότητα.

Ο γέρος χαμογέλασε συγκαταβατικά.

-Μπορεί και να ‘ναι όπως τα λες. Μην κάνεις πάντως τον κόπο να παίξεις τις δηλώσεις μου στο βίντεο, γιατί άδικα θα χάσεις τον καιρό σου.

Δεν κατάλαβα τί εννοούσε. Μόλις πήγα να τον ρωτήσω, ένιωσα ένα χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Γύρισα το βλέμμα μου.

-Συνάδελφε εγώ είμαι λιώμα. Βλέπω ότι κάποια αμάξια έχουν ήδη αρχίσει να κινούνται και η χιονόπτωση έχει κοπάσει κάπως. Πάω προς το σπίτι, η γυναίκα μου θα έχει φρικάρει. Θέλεις να σε πετάξω κάπου;

-Όχι Σωτήρη μου, ευχαριστώ. Θα καθίσω λίγο ακόμη με τον Ιάσωνα. Α, ξέχασα να σας συστήσω!

Ο Σωτήρης ξέσπασε σ’ ένα δυνατό γέλιο και δίπλωσε στην μέση. Αφού εκτονώθηκε, έδωσε το χέρι του με δυσκολία στον Ιάσωνα λέγοντάς του ότι χάρηκε πολύ για την γνωριμία και ότι ελπίζει να τα πούνε αύριο.

Σκέφτηκα ότι εννοούσε πως ‘θα τα πούνε’ στο μοντάζ, αλλά πάλι δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στις αερολογίες ενός μεθυσμένου. Τον καληνύχτισα και γύρισα στον συνομιλητή μου. Εκείνη την στιγμή τον είδα να σηκώνεται και να κατευθύνεται προς την έξοδο.

-Πού πας; Περίμενε! Δεν τελειώσαμε ακόμη την κουβέντα! Μείνε να σε κεράσω μια μπύρα!

Τον είδα βγαίνοντας που σήκωσε το δεξί χέρι σαν σημάδι χαιρετισμού. Πλήρωσα γρήγορα τις μπύρες ρωτώντας αν ο Ιάσωνας είχε πάρει κάτι να πιει, για να πληρώσω και τα δικά του.

-Ο κύριος που ήσασταν μαζί, έχει ήδη πληρώσει, μου απάντησε αδιάφορα ο μπάρμαν.

Βγήκα βιαστικά στον δρόμο, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά για να εντοπίσω τον Ιάσωνα. Το κρύο ήταν τσουχτερό και δεν μπορούσα να τον διακρίνω πουθενά.

Μετά από ώρα και ενώ το χιόνι άρχισε πάλι να πέφτει πυκνό, σταμάτησα ένα ταξί και έδωσα την διεύθυνση του σπιτιού μου. Μόλις μπήκα στην παγωμένη γκαρσονιέρα, πήγα μέχρι την κουζίνα κι έβαλα μια κατεψυγμένη πίτσα να ξεπαγώσει στον φούρνο μικροκυμάτων. Κάθισα στον καναπέ κι άνοιξα την τηλεόραση στο κανάλι μου. Το δελτίο ειδήσεων είχε από ώρα τελειώσει και απουσία άλλου προγράμματος, οι τεχνικοί που είχαν απομείνει, είχαν ρίξει χιόνια. Επίκαιρο σκέφτηκα και χαμογέλασα με την ανοησία μου.

Ξαναπήγα ως την κουζίνα να πάρω το φαγητό μου και τότε παρατήρησα ότι στην γωνία του δωματίου έσταζαν νερά. Άρχισα να βρίζω καταριώντας την ατυχία μου. Τα νερά έσταζαν από το ταβάνι και μάλλον προέρχονταν από το χιόνι που είχε λιώσει νωρίτερα στην ταράτσα. Το σπίτι ήταν ένα ρετιρέ σε άθλια κατάσταση που νοίκιαζα κοψοχρονιά από έναν πρώην συνάδελφο στο κανάλι, που πλέον είχε μεταναστεύσει για εργασία, μόνιμα στο εξωτερικό.

Με μισή καρδιά πήρα έναν φακό και ανέβηκα στην ταράτσα να δω μήπως μπορέσω να αποφύγω μια πιο βαριά ζημιά. Απ’ το κανάλι είχαν να μας πληρώσουν το τελευταίο τρίμηνο, και η τσέπη μου δεν θα άντεχε κι άλλα μαστορέματα.

Η ταράτσα ήταν θεοσκότεινη. Κανείς δεν είχε σκεφτεί να αντικαταστήσει την λάμπα που από καιρό είχε καεί. Άναψα τον φακό κι άρχισα να ψάχνω στο έδαφος για την πηγή της διαρροής. Ξαφνικά, είδα μια σκιά να κουνιέται στο βάθος, κοντά στα κάγκελα.

-Ποιος είναι εκεί; φώναξα κι έστρεψα τον φακό μου με τρόμο. Μίλα, ποιος είσαι;

Είδα έναν μικροκαμωμένο άντρα να γυρνάει προς το μέρος μου.

-Ιάσωνα! Τί κάνεις εδώ; Μ’ ακολούθησες; Είσαι τρελός;

-Ησύχασε, μου είπε με ηρεμία. Σε είδα να μπαίνεις στο ταξί και σκέφτηκα ότι θα άξιζε να σου δείξω κάτι, πριν να είναι πολύ αργά.

-Πώς με ακολούθησες; Πώς πρόλαβες να με φτάσεις, δεν καταλαβαίνω.

-Πέταξα.

-Είσαι τρελός, του φώναξα. Κανείς δεν πετάει με τέτοιον καιρό!

-Έτσι λες;

-Τί θέλεις από μένα;

– Το ερώτημα είναι, τί θέλεις εσύ από μένα;

Καθώς ήμουν έτοιμος να κατεβώ στο σπίτι και να τηλεφωνήσω στην αστυνομία, είδα τον Ιάσωνα που άρχισε να κινείται.

-Τί κάνεις εκεί;

Εκείνος δεν απάντησε αλλά άρχισε αργά να βγάζει το σακάκι του, ένα χιλιομπαλωμένο βρωμερό καφέ σακάκι. Τότε ως δια μαγείας, δυο τεράστια γυαλιστερά κατάμαυρα φτερά που έσφυζαν από υγεία, πετάχτηκαν με δύναμη από τις πλάτες του προς τον ουρανό.

Έμεινα για λίγο αμίλητος, έκπληκτος από αυτό που είχα αντικρύσει.

-Μα τελικά είσαι τελείως τρελός; Δεν βλέπεις ότι χιονίζει; Ντύσου αμέσως!

Ο Ιάσωνας μού χαμογέλασε.

-Μπορεί να χιονίζει, αλλά αυτό δεν μ’ ενοχλεί. Σου είπα πως οι άνθρωποι είμαστε ικανοί να πετάμε με χιόνι στα φτερά μας, όμως εσύ δεν με πίστεψες. Αύριο το πρωί θα είμαι αρκετά κοντά στον ήλιο για να μου ελευθερώσει φτερά και σώμα… και γυρνώντας μου την πλάτη, άρχισε να περπατάει όλο και πιο κοντά στα κάγκελα. Πολύ γρήγορα πέρασε από πάνω τους, και τώρα στεκόταν έξω από αυτά έτοιμος να πηδήξει στο κενό.

-Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό! Σε ικετεύω! Κοίτα, τα φτερά σου έχουν ήδη αρχίζει να καλύπτονται από το χιόνι, δεν θα τα καταφέρεις!

Έριξα τον φακό μου κι έτρεξα προς το μέρος του. Δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα από το χιόνι και τον άνεμο, αλλά προσπάθησα να τον προλάβω πριν πέσει. Έκανα μια κίνηση να τον αγκαλιάσω, μα το μόνο που αγκάλιασα τελικά ήταν ο παγωμένος αέρας. Εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ένα βαθύ κύμα θλίψης με διαπέρασε. Κοίταξα κάτω στον δρόμο. Ήταν άδειος. Μόνο κάτι γατιά νιαούριζαν μέσα από έναν κάδο σκουπιδιών.

Μ’ έπιασε πανικός. Δεν ήξερα τί να κάνω. Σκέφτηκα ότι αν έπαιρνα την αστυνομία, σίγουρα θα με αναμείγνυαν στην υπόθεση. Θα βρισκόμουν μπλεγμένος, ίσως περνούσα και από δίκη. Όχι, σκέφτηκα, κάτι τέτοιο δεν θα με αφήσει να ορθοποδήσω ποτέ ξανά. Κατέβηκα τρέχοντας στο σπίτι που μύριζε καμένη πίτσα. Έκλεισα και κλείδωσα την πόρτα. Λογικά, τέτοια ώρα και με τέτοιον καιρό, κανείς δεν θα τον είχε δει να μπαίνει στην πολυκατοικία. Θα ισχυριστώ ότι δεν ήξερα τίποτα για το συμβάν, ότι δεν ήξερα τον Ιάσωνα. Ότι δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ. Προσπάθησα να σταματήσω τα χέρια μου, που έτρεμαν ακόμη απ’ το κρύο και την φρίκη.

Σχημάτισα στο πληκτρολόγιο του τηλεφώνου τον αριθμό του Σωτήρη. Μετά από αρκετές φορές που χτύπησε το τηλέφωνο το σήκωσε ο ίδιος.

-Λέγετε, απάντησε θυμωμένα.

-Έλα Σωτήρη, εγώ είμαι, συγνώμη για την ώρα, είναι κάτι πολύ επείγον. Θέλω να με βοηθήσεις σε κάτι.

-Τί έγινε ρε φίλε, τί ώρα είναι αυτή, κοιμόμουν.

-Το ξέρω, αλλά είναι ανάγκη. Σε μισή ώρα θα είμαι στο σπίτι σου. Πρέπει να πάρω την τελευταία κασέτα από το ρεπορτάζ που τραβήξαμε σήμερα το πρωί. Την χρειάζομαι, δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες. Είναι μεγάλη ανάγκη.

-Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τα ‘χασες μωρέ; Τί να την κάνεις;

-Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Σε μισή ώρα θα είμαι εκεί. Θα έρθω με τα πόδια. Σε παρακαλώ να την έχεις έτοιμη. Α, και κάτι τελευταίο. Θυμάσαι τον τύπο που καθόμουν στο μπαρ σήμερα πριν χωριστούμε;

-Όχι, δεν θυμάμαι κανέναν τύπο.

-Ωραία.

Ήμουν ήδη ντυμένος, οπότε άρπαξα τα κλειδιά και βγήκα από το σπίτι.

Μιάμιση ώρα περίπου μετά, ήμουν πίσω στο σπίτι, κρατώντας την κασέτα απ’ το σημερινό ρεπορτάζ. Αφού την έβλεπα, είχα σκοπό να την καταστρέψω. Την έβαλα αμέσως να παίξει, έχοντας τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη της τηλεόρασης. Ήθελα να δω ξανά τον Ιάσωνα και αυτά που μου είπε στον φακό, ήθελα να ακούσω με προσοχή την απάντησή του, να παρατηρήσω τις κινήσεις του, τον τόνο της φωνής του, τα ρούχα του, το πρόσωπό του, τα μαλλιά του, αν έδειχνε δυστυχισμένος, αν ήθελε κάτι περισσότερο να πει πίσω από αυτά που έλεγε, αν ζητούσε βοήθεια με κάποιον τρόπο που δεν μπορούσα να ‘διαβάσω’ νωρίτερα. Έπαιξα την κασέτα μια φορά από την αρχή ως το τέλος, περνώντας στο fast forward όλους εκείνους τους αδιάφορους και αδιάφορες, τυχαίους και τυχαίες που είχαμε ψαρέψει στον δρόμο για να μας κάνουν δηλώσεις, ένας πολύχρωμος όχλος που μας κοιτούσε με ύφος ροφού ενώ μας απαντούσε κάτι τόσο κοινότυπο, που θα έπρεπε να βρεθεί νέα λέξη για να περιγράψει το κοινότυπο. Την έπαιξα και δεύτερη και τρίτη φορά. Όλο τα ίδια πρόσωπα. Πουθενά ο Ιάσωνας. Κι όμως. Θα έπρεπε να βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε όλους αυτούς τους περαστικούς που μας μίλησαν, ήμουν σίγουρος, η ώρα λήψης ήταν η σωστή, ήταν ο τελευταίος θυμάμαι, ο τελευταίος άνθρωπος απ’ τον οποίο πήραμε συνέντευξη.

Πήρα ξανά τηλέφωνο τον Σωτήρη και αφού με στόλισε με μερικά ωραία ‘γαλλικά’, μου επιβεβαίωσε ότι μου είχε δώσει την σωστή κασέτα.

Ξαφνικά τα μάτια μου βούρκωσαν κι άρχισα να κλαίω σαν παιδί. Σκέφτηκα ότι δεν μπορούσα πια να ορίσω τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν στην ζωή μου, ένιωθα σαν ένας κομπάρσος σε κακογυρισμένη σαπουνόπερα, οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη χωρίς νόημα, μέρες ίδιες κι απαράλλαχτες μεταξύ τους και πως ο μόνος που μου χτυπούσε πλέον την πόρτα, ήταν ο διαχειριστής για τα κοινόχρηστα. Θυμήθηκα τον πατέρα μου, είχε γεννήσει φτερά και είχε πετάξει μακριά, κατακαλόκαιρο βέβαια, γιατί ήταν μουσικός και ήθελε να γυρίσει τον κόσμο. Είχε πει ότι το να γεννάς φτερά έχει κι αυτό τα ρίσκα του, κι ότι δεν μπορούν ν’ αντέξουν όλοι τους πόνους τις γέννας. Παρόλα αυτά δεν άλλαζε τα φτερά του για τίποτα στον κόσμο. Πριν αφήσει εμένα και την μητέρα μου, μου είπε ότι μια μέρα, όταν γεννήσω κι εγώ φτερά, μπορώ να πάω να τον βρω. Φυσικά δεν γέννησα ποτέ φτερά και ούτε τον ξαναείδα.

Δεν ξέρω γιατί, ενώ σκεφτόμουν τον πατέρα μου, μου ήρθε στον νου ο Ιάσωνας κι άρχισα ξανά να κλαίω. Συνειδητοποίησα μόλις ηρέμησα λίγο, ότι δεν μπορούσα πια να σχηματίσω στο μυαλό μου την εικόνα του άγνωστου αυτού άνδρα και ότι το μόνο που θυμόμουν από την μορφή του ήταν τα καταγάλανα μάτια του, στο ίδιο ακριβώς χρώμα με τα δικά μου.

Χωρίς να καταλάβω πώς, το επόμενο πρωί με βρήκε ξαπλωμένο στο πάτωμα μπροστά από την τηλεόραση που έριχνε χιόνια. Σηκώθηκα να ετοιμαστώ για την δουλειά. Μόλις έσβησα την τηλεόραση, ένιωσα σαν να έσβησα από την μνήμη μου, όλη την χθεσινή νύχτα.

Βγήκα στον δρόμο να πάρω το λεωφορείο για το κανάλι. Η μέρα ήταν υπέροχη, ηλιόλουστη για τα δεδομένα της εποχής, αλλά κρύα. Η ατμόσφαιρα μύριζε χιόνι. Είχα ήδη αργήσει αρκετά και ανυπομονούσα να φτάσω στον προορισμό μου και να παραγγείλω έναν καφέ πριν έρθει η αρχισυντάκτρια κι αρχίσει την γκρίνια.

Ενώ κόντευε έντεκα κι έχοντας ήδη πιει δύο καφέδες, μπήκε ο Σωτήρης στην αίθουσα του μοντάζ.

-Καλημέρα, τι γίνεται; Όλα καλά; Μοντάρεις το χθεσινό;

-Ναι φίλε, εδώ παλεύω.

-Έφερες την τελευταία κασέτα που σου έδωσα χθες;

-Όχι, δεν χρειάστηκε, έχουμε αρκετό υλικό από τις προηγούμενες.

-Εντάξει αγόρι μου, όπως θες! Άκου, σε ζητάει η γκεστάπο στο γραφείο της, είπε να πας αμέσως.

Ο Σωτήρης βγήκε απ’ το δωμάτιο και με άφησε κοκαλωμένο στην καρέκλα. Γκεστάπο φωνάζαμε μεταξύ μας την αρχισυντάκτρια, ήταν ένα προσωνύμιο που όλοι οι εργαζόμενοι στο κανάλι, πιστεύαμε πως της ταίριαζε.

Χτύπησα δυο φορές την πόρτα του γραφείου της και μπήκα μέσα. Εκείνη έβαφε κόκκινα τα χείλη της μπροστά από ένα μικροσκοπικό καθρεφτάκι και χωρίς να με κοιτάξει καν, μου έκανε νόημα να καθίσω. Αφού κάθισα, σήκωσε το βλέμμα της και κοιτώντας με μ’ ένα κράμα αποδοκιμασίας και έκπληξης ταυτόχρονα, άρχισε να μου μιλάει με την γνωστή τσιριχτή φωνή της.

-Κύριε Παπασπύρου, η διεύθυνση του καναλιού έλαβε σήμερα το πρωί με email την επιστολή παραίτησής σας. Μου ανέθεσε λοιπόν να σας μεταφέρω τα εξής: ‘Δεδομένου ότι το κανάλι είναι πάντα δίπλα στους εργαζομένους του και στηρίζει τις αποφάσεις τους, όποιες και αν είναι αυτές, κάνει δεκτή την παραίτησή σας και σας αποδεσμεύει των καθηκόντων σας. Μπορείτε να πηγαίνετε. Α και μια φιλική συμβουλή: στην επόμενη δουλειά σας, φροντίστε να ξεφορτωθείτε επιτέλους αυτό το παμπάλαιο και σιχαμερό καφέ σακάκι.

Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου. Ένιωσα το μέτωπό μου να καίει. Βγήκα από το γραφείο της αρχισυντάκτριας χωρίς να κλείσω την πόρτα και πήρα το ασανσέρ για το κυλικείο στον τελευταίο όροφο. Το κυλικείο λειτουργούσε και ως καπνιστήριο μ’ ένα μεγάλο παράθυρο να είναι μόνιμα ανοιχτό στον χώρο.

Πέρασα δίπλα από αυτούς που κάθονταν στα τραπέζια, χωρίς να τους κοιτάξω. Πλησίασα το ανοιχτό παράθυρο. Οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν. Έβγαλα το σακάκι μου αργά και το άφησα να πέσει στο πάτωμα.

-Ιάσωνα! Ρε Ιάσωνα! Δεν ακούς που σου φωνάζω; Τί έγινε με την γκεστάπο;

Γύρισα ελαφρώς το κεφάλι μου. Ήταν ο Σωτήρης. Όλα καλά πήγα να του απαντήσω, αλλά ένιωσα κάτι να με γαργαλά στο λαιμό κι άρχισα να βήχω πριν τελειώσω την φράση μου. Έβαλα την χούφτα μου μπροστά στο στόμα και μόλις ο βήχας σταμάτησε, είδα αρκετά λαμπερά μαύρα πούπουλα μέσα της. Καθάρισα το λαιμό μου.

-Όλα καλά Σωτήρη. Όλα καλά!

Ανέβηκα στο περβάζι του παραθύρου, τίναξα λίγο τις πλάτες μου να ξεμουδιάσουν απ’ το κρύο και πήδηξα στο κενό.
* Η Ράνια Παπακώστα, είναι 30 χρονών, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη Σορβόννη του Παρισιού. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top