Fractal

Βιτριόλι

της Μαρίας Ξυλούρη // *

 

fractal_Στην άκρη της αυλής είναι ένα μικρό κτίσμα. Η πόρτα του είναι μεταλλική μ’ ένα καγκελόφρακτο παράθυρο. Προσπαθώ ν’ αποφασίσω αν είναι αποχωρητήριο ή κάποιου είδους απομόνωση.

Εδώ και μισή ώρα ο ψαρομάλλης κάνει κύκλους στην αυλή. Κινείται σύμφωνα με τη φορά του ρολογιού και κάθε που φτάνει στις έξι η ώρα πέφτει κι αρχίζει τις μετάνοιες. Δέκα μετάνοιες κάθε φορά. Μετά σηκώνεται και συνεχίζει. Απ’ τα μάτια του κυλάνε δάκρυα.

Η γιαγιά μου σαν να μην τον βλέπει. Είναι αρκετές βδομάδες εδώ, θα έχει συνηθίσει το θέαμα. «Πώς είναι ο πατέρας σου;», με ρωτά. Είναι η τρίτη ή η τέταρτη φορά που κάνει την ερώτηση σήμερα. Έχουμε συμφωνήσει με τη μάνα μου να μην της λέμε ότι πάνε τρία χρόνια που έχει πεθάνει. Αδυνατεί να το θυμηθεί και μια-δυο φορές που κάναμε το λάθος να της το πούμε δεν μας πίστεψε. «Μου λέτε ψέματα. Πού κρύβετε το γιο μου;». Της λέω ότι είναι καλά κι ότι στέλνει χαιρετίσματα. «Ποτέ δεν έρχεται να με δει», παραπονιέται. «Είπαμε, είναι στη Γερμανία. Δουλεύει». «Κι εγώ είχα πάει στη Γερμανία. Δεν ήτανε καλά εκεί». Η γιαγιά δεν έχει ταξιδέψει ποτέ εκτός Ελλάδας. Δεν έχει καν διαβατήριο. «Αλλά προχθές που τον είδα μου είπε ότι είναι αλλιώς τώρα στη Γερμανία», συνεχίζει. «Ότι τώρα είναι καλά». Δεν έχει νόημα να της θυμίσω ότι πριν από λίγα λεπτά παραπονιόταν πως δεν έρχεται να τη δει. Τα χθες και τα προχθές της αλλάζουν κάθε λίγο και λιγάκι κι αδυνατεί ν’ αντιληφθεί τις αλληλοαναιρέσεις τους.

Βγάζει απ’ την τσέπη της και μου δείχνει ένα δίευρο μέσα σε μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα. «Μου πήρανε τα λεφτά απ’ την τσάντα μου. Ό,τι λεφτά είχα. Αυτό εδώ έπεσε απ’ τη νοσοκόμα κι έσκυψα και το πήρα. Στο κάτω-κάτω, λεφτά δικά μου δεν είναι; Αφού απ’ την τσάντα μου τα πήρανε».

Στην άκρη της αυλής είναι ένα μικρό κτίσμα. Η πόρτα του είναι μεταλλική μ’ ένα καγκελόφρακτο παράθυρο. Προσπαθώ ν’ αποφασίσω αν είναι αποχωρητήριο ή κάποιου είδους απομόνωση. Πίσω απ’ τα κάγκελα διακρίνεται ένα πρόσωπο. Κοιτάζει έξω σαν κάποιον να ψάχνει. Ένας νοσοκόμος πάει και του ανοίγει την πόρτα. Το πρόσωπο βγαίνει έξω, συμπληρωμένο τώρα με το άχαρα γερασμένο σώμα ενός πολύ ψηλού ανθρώπου. Η γιαγιά ξανατυλίγει το δίευρο με τη χαρτοπετσέτα, το βάζει πίσω στην τσέπη της και βγάζει ένα κουλουράκι. «Κρατάω λίγο απ’ το φαγητό, επειδή αν περάσει η ώρα του φαγητού δεν σου δίνουν να φας». Της γνέφω. Ο ψηλός κάνει κύκλους γύρω από μια λεμονιά. Ο ψαρομάλλης φτάνει στις έξι η ώρα και ξαναρχίζει τις μετάνοιες του.

Την προηγούμενη φορά που ήρθα, ήμουν μαζί με τη μάνα μου. Η γιαγιά τής έβαλε τις φωνές ότι την παρατήσαμε εδώ για να μη βλέπει τον γιο της. Τη μάζεψαν δυο νοσοκόμες. Φύγαμε ανάστατοι, η μητέρα μου έκανε μέρες να συνέλθει. Δεν βοηθούσε κι η γειτόνισσα, που ούτε λίγο ούτε πολύ της είπε πως όλη η γειτονιά πιστεύει ότι τη φέραμε στην κλινική για να την ξεφορτωθούμε. «Να τη γιατροπορέψετε εσείς τότε», της φώναξε η μάνα μου.

«Χθες είχα βάλει στην τσέπη μια μπανάνα. Είδε μια νοσοκόμα ότι κάτι μεγάλο είχα στην τσέπη, ήρθε και μου την πήρε. Τι την πείραξε μια μπανάνα;». Δεν ξέρω πόσα απ’ τα παράπονα της γιαγιάς είναι αληθινά. Μάλλον κανένα.

Ο ψηλός στέκεται ακόμα δίπλα στη λεμονιά. «Πέθανε ο μπαμπάς μου, πέθανε ο μπαμπάς μου», λέει και ξαναλέει. Η φωνή του είναι επίπεδη, χωρίς συναίσθημα. Θα μπορούσε να μιλά για τον καιρό. «Θα μείνω εδώ να μαζέψω στοιχεία και μετά θα τους καταγγείλω», μου ψιθυρίζει η γιαγιά. «Θα τους βγάλω στην τηλεόραση, στα κανάλια θα τους βγάλω».

Ο ψαρομάλλης έχει φτάσει στις δέκα. Σκέφτομαι να πάρω τη γιαγιά απ’ το χέρι και να τη βάλω μέσα στην κλινική. Σε λίγο, ούτως ή άλλως, θα τους μαζέψουν για να τους δώσουν το απογευματινό τους φρούτο. Θα ζητήσω μιας νοσοκόμας να μου δώσει ένα ντεπόν μήπως και μου περάσει ο πονοκέφαλος. «Ο πατέρας σου πώς και δεν έρχεται να με δει;», με ρωτάει πάλι. Αν αντί άλλης απάντησης της έλεγα απλά «Μπλα, μπλα, μπλα» ή ανοιγόκλεινα το στόμα μου χωρίς ήχο δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά, μα ακόμα κι αν την καταλάβαινε, σε λίγα λεπτά θα το ξεχνούσε. «Είναι στη Γερμανία. Δουλεύει». «Κι εγώ είχα πάει στη Γερμανία. Δεν ήτανε καλά εκεί».

Ο ψηλός έχει κόψει ένα φύλλο της λεμονιάς και το τυλίγει σε ρολό στα δάχτυλά του. Το κρατά σαν να ‘ναι τσιγάρο.

«Θα ζητήσω του γιου μου να φέρει μια κάμερα για να καταγράψω τι γίνεται εδώ μέσα. Τι κάνουν εδώ μέσα», μου λέει η γιαγιά. «Εντάξει, γιαγιά. Θα του πω να σου φέρει μια κάμερα».

Ο ψηλός προσπαθεί να ρουφήξει απ’ το τσιγάρο-λεμονόφυλλό του. Δεν τα καταφέρνει και το τσαλαπατά με μανία. Επειτα έρχεται προς τη μεριά μας. «Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;» με ρωτά. Του λέω πως όχι. «Μήπως έχεις δύο τσιγάρα; Πέθανε ο μπαμπάς μου», επιμένει. «Δεν έχω τσιγάρα». «Μήπως έχεις τρία τσιγάρα; Πέθανε ο μπαμπάς μου». «Όχι». Σε κάθε μου άρνηση ζητά περισσότερα τσιγάρα. «Μήπως έχεις τέσσερα τσιγάρα;».

Η γιαγιά σηκώνεται με κόπο, τον πιάνει απ’ το χέρι και του δείχνει τη νοσοκόμα. «Να παιδί μου, αυτή έχει τα τσιγάρα σου, ζήτησέ της να σ’ τα δώσει». Ο ψηλός μας αφήνει και πάει στον ψαρομάλλη (τέσσερις η ώρα). «Μήπως έχεις ένα τσιγάρο; Πέθανε ο μπαμπάς μου». Ο ψαρομάλλης δεν του δίνει σημασία, πηγαίνει στις πέντε.

«Μια κυρία απ’ το δίπλα δωμάτιο μου πήρε τη ρόμπα μου», μου λέει η γιαγιά. «Τι τη θέλει τη ρόμπα μου; Την κλαρωτή τη ρόμπα». Τα ρούχα της γιαγιάς μου είναι όλα μαύρα απ’ όταν πέθανε ο πατέρας μου. Καταλάβαινε ακόμα τότε, πήρε και έβαψε τις ρόμπες της κι όσα ρούχα δεν έβαψε τα πέταξε. Λίγο μετά άρχισε να παραπονιέται ότι οι γείτονες τής έκλεβαν τα ρούχα. Στην αρχή ανησυχήσαμε μήπως έμπαινε στ’ αλήθεια κάποιος και την έκλεβε, όμως αρκούσε να ρίξουμε μια ματιά για να καταλάβουμε ότι τα πράγματά της ήταν ακόμα εκεί. Ήθελε να εκδικηθεί αυτές τις κλοπές, φώναζε κι απειλούσε. Έκρυβε ρούχα και αντικείμενα αξίας για να μην τα βρουν και μετά δεν θυμόταν πού ήταν. Όταν της τα βρίσκαμε έλεγε ότι οι κλέφτες τα είχαν ξαναβάλει στη θέση τους για να την περάσουμε για τρελή.

Η νοσοκόμα μου είπε ότι προχθές φώναζε πως είχε κρύψει βιτριόλι κάτω απ’ το στρώμα της για να κανονίσει τους κλέφτες. Τα ίδια έλεγε κι όταν την πήραμε στο σπίτι μας. Στριφογύριζε στο δωμάτιο, φώναζε να την ξεκλειδώσουμε ενώ η πόρτα δεν είχε καν κλειδωνιά, κι έλεγε ότι είχε θαμμένο βιτριόλι στον κήπο και θα μας κανόνιζε. «Άμα τ’ αποφασίσω θα πάρω πολύ κόσμο στο λαιμό μου». Απ’ το πρωί ως το βράδυ απειλούσε. Έψαχνε ευκαιρία να βγει στη βεράντα, παραμόνευε να βρει αφύλαχτο το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα για να πάρει μαχαίρι, σηκωνόταν τις νύχτες μ’ αποτέλεσμα η μάνα μου να πετάγεται στον παραμικρό θόρυβο, και πάντα παραπονιόταν ότι κάποιος της έκλεβε τις κλαρωτές ρόμπες της κι ότι η μάνα μου δεν την άφηνε να δει το γιο της.

Ο ψηλός ξανάρχεται. «Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου! Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου!». Ο μπαμπάς, προφανώς, είμαι εγώ. «Όχι, δεν είμαι ο μπαμπάς σου», του λέω και κάνω να τον αποδιώξω, αλλά μου κρατά το χέρι σφιχτά. «Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου! Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου!». Η γιαγιά παίρνει το χέρι του από πάνω μου και το κρατάει σταθερά. «Όχι, δεν είναι ο μπαμπάς σου. Πάμε στις νοσοκόμες να σου δώσουν τα τσιγάρα σου, να σε πάνε στον μπαμπά σου». «Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου! Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου!» συνεχίζει ο άλλος, το βλέμμα του όμως αβέβαιο τώρα, ερωτηματικό. Η γιαγιά τον κρατάει απ’ το χέρι κι εγώ βάζω το χέρι μου στον ώμο της και προχωράμε προς την είσοδο της κλινικής ενώ ο ψαρομάλλης βρίσκεται και πάλι στις έξι και κάνει τις μετάνοιες του.

Μια νοσοκόμα βλέπει την παράξενη παρέλασή μας κι έρχεται να μας μαζέψει. «Πάμε να σου δώσω τα τσιγάρα σου». «Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου! Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου!». «Πάψε, ούτε αποτσίγαρο δεν θα σου δώσω αν κάνεις έτσι». «Τα βλέπεις;», μου κάνει η γιαγιά συνωμοτικά. «Μην αρχίζεις πάλι κι εσύ», της πετάει η νοσοκόμα ενώ τραβάει τον ψηλό προς τα μέσα. Γυρνάω τα μάτια στην αυλή. Ο ψαρομάλλης κάνει την τελευταία του μετάνοια και προχωράει προς τις εφτά η ώρα κι εγώ πρέπει να φύγω. Η γιαγιά με κοιτάζει σαν να ξέρει, ξαφνικά, τα πάντα. Σαν να ξέρει ότι δεν θυμάται τίποτα, σαν να ξέρει όσα δεν θυμάται. Μέσα σ’ αυτή την ανοϊκή γριούλα κρύβεται ακόμα η παλιά γιαγιά μου. «Ναι παιδί μου, να φύγεις. Αλλά να ξανάρθεις». Θα ξανάρθω, της λέω, κι από μέσα μου προσθέτω ότι θα ξανάρθω για να την πάρω και να την πάω σ’ έναν ξενώνα για ανοϊκούς. Καθώς προχωρώ προς την έξοδο, προσέχω τον ψηλό που ‘χει σταθεί δίπλα στη νοσοκόμα και καπνίζει γαλήνιος. Τον πλησιάζω, βγάζω το πακέτο μου και του δίνω δυο τσιγάρα. «Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου», μου λέει, και καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί να μ’ ευχαριστήσει αλλιώς. Την επόμενη φορά, σκέφτομαι, θα κρατάω και μερικά μπισκότα για την τσέπη της γιαγιάς μου.

 

(Το διήγημα της Μαρίας Ξυλούρη δημοσιεύθηκε στο Έθνος στα διηγήματα με καλό τέλος).

 

xilouri* Τα μυθιστορήματα της Μαρίας Ξυλούρη, Rewind (2009) και Πώς τελειώνει ο κόσμος (2012) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καλέντη. Διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί στις συλλογές Crisis (Βακχικόν, 2012), Ιστορίες βιβλίων (Καστανιώτης, 2014) και στην ανθολογία 15 βγαίνουν με κόκκινο (Τόπος, 2014).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top