Fractal

Διήγημα Fractal: “Χίλιες και μια νύχτες”

Του Γιώργου Βέη // *

 

 

dihghma

 

“Εάν η καρδιά της γυναίκας είναι βράχος, τότε μόνον ο υπομονετικός και παθιασμένος άντρας – όπως κάποτε ο Μωυσής – ξέρει να κάνει με τα δάχτυλά του να αναβλύσει η διαύγεια μιας πηγής.”

Χίλιες και μία νύχτες

 

Τυλιγμένες οι περισσότερες στα μαύρα. Από πάνω ως κάτω. Οι υπόλοιπες επιλέγουν παραλλαγές του πράσινου, του κυανού, του μωβ. Έγχρωμα όντα. Ρυθμίζουν τα βήματά τους στον κρότο, στις επιταγές της πίστης. Να σκεπάζονται ει δυνατόν και τα παπούτσια. Σέρνονται στο δρόμο τα ρούχα – κελιά. Πολλές φορούν ως και μαύρα γάντια, να προστατευθούν τελείως από τα βλέμματα των γύρω. Σαν να μαθαίνουν κίνηση και χώρο, βαδίζουν πότε αργά, άλλοτε πιο γρήγορα να προλάβουν τα φανάρια της κυκλοφορίας, να περάσουν απέναντι, σε μιαν άλλη διάσταση του χώρου, όπου ενδέχεται να πνέει περισσότερη ελευθερία. Όπως θα έβγαιναν για πρώτη φορά έξω από το σπίτι τους, να δουν την πόλη, για την οποία έχουν ακούσει τόσα πολλά, έγκλειστες για καιρό στα ενδότερα της γονικής ασφάλειας. Αλλά δεν ξεθαρρεύουν. Φόβος; Λύπη; Το παράπονο του περίκλειστου σώματος. Μπορεί. Πάντως κάτι είναι εκεί, αγκυλωμένο στα μαντηλωμένα πρόσωπα. Καρφιτσωμένη έκφραση. Με τα μάτια θέλουν να μιλήσουν. Να μού αφηγηθούν τα πάντα μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που έχουν στη διάθεσή τους. Ειδήσεις από έναν άλλο κόσμο. Επίμονα σινιάλα ναυαγών, σκηνές έρωτα, απαγορευμένου πάντα, συμπυκνωμένα κείμενα, υπονοούμενα ερήμου. Λοξά δεδομένα. Το βλέμμα, ασφαλής κιβωτός των σημείων.

Τα μάτια παραμένουν για την ώρα ακάλυπτα: μάλλον είναι αυτάρκεις τελικά. Σε άλλα μέρη του Σουδάν, όπου επικρατούν ακόμη πιο αυστηρά ήθη, είναι κι αυτά κρυμμένα. Θαμμένα τιμαλφή, διαμάντια που δεν πρέπει να τ’ αντικρίσει το φως του άντρα. Η κάψα της μοίρας. Στη ρουτίνα του δειλινού, οι γυναίκες, σκεύη έμπιστα της ορθοδοξίας που την διδάχτηκαν από μάνα και πατέρα, επιμένουν να δηλώνουν το κρίμα, το πάθος μιας άλλης επαφής. Αμφιταλαντεύονται ακόμη μια φορά. Μπορεί όμως και να είναι βέβαιες ότι συγκράτησα ήδη το μήνυμά τους. Το γεμάτο μυστικά βλέμμα ας θεωρηθεί κειμήλιο άφατων εκμυστηρεύσεων, ένα φυλαχτό για τις υπόλοιπες, τις αμέτρητες μέρες που ξέρω από τώρα ότι με περιμένουν στο Χαρτούμ, στις αλληγορίες του δεμένος. Αλλά με τη θέλησή μου. Δεν ισχύει άλλωστε ότι «Μόνο η σύγχρονη πόλη προσφέρει στο πνεύμα το πεδίο της αυτογνωσίας του»: είναι μια από τις λίγες φορές που ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ φαίνεται να έχει τόσο δίκιο.

Σημασίες του φρυδιού, συνωμοτικό τραγούδι των βλεφάρων. Τα ακούω όλα καθαρότερα. Τώρα. Κραυγή. Βλέμματα όπως έπη. Ξαφνικά πιο τολμηρά από ποτέ, καθηλώνουν, αθωώνουν, στέργουν όλες όσες αδικήθηκαν μέσα σε τόσους περιορισμούς. Θέλουν δικό τους ό, τι βλέπουν. Το ξέρω, με διεκδικούν, θέλουν να με φυλακίσουν κι εμένα – να τολμήσω να προσθέσω τις τέσσερις λέξεις: «μέσα τους για πάντα». Απαιτούν με τον τρόπο τους να γίνω οφθαλμός κι εγώ. Ένα κυριολεκτικό μάτι. Δεν υπερβάλλω – αλλά ένας αμετανόητος ψίθυρος που βλέπεται πρωτίστως. Μετά φωνή και ίσως δάκρυ. Ξέσπασμα πιο δυνατό όμως κι από το κλάμα του μωρού που πόνεσε πολύ, πέφτοντας απότομα από την κούνια του. Κραυγές. Αθετώντας αυστηρές απαγορεύσεις και όποιες κυρώσεις συνεπάγονται, η άηχη, η οπτική, μα πανίσχυρη γλώσσα επιβάλλει κανόνες και αξίες. Για την ώρα, το σύστημά της, τόσο συνωμοτικό, όσο και ταυτόχρονα λυτρωτικό, λειτουργεί άψογα. Τα πέπλα, οι φαιές, αλλά και οι τολμηρότερες, οι πράσινες ή οι κίτρινες μαντίλες, η θέα που επιφυλάσσεται, που αίρεται συνεχώς χωρίς να διαμαρτύρεται κανείς, που είναι έτοιμη να αποκαλυφθεί κάτω από άλλες περιστάσεις, κάτω από άλλες συνθήκες, σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από την πόλη αυτή, μακριά από μένα… Τελικά, όλη αυτή η ενδυματολογική τάξη, την οποία έχει το προνόμιο να υπαγορεύει ο πλέον άκαμπτος από τους ιερούς νόμους, αφήνει κάποια στιγμή να φανεί το πολύτιμο ξέφωτο: το γρασίδι, οι λιμνούλες, η παραμυθία των οφθαλμών. Η αυστηρή ευπρέπεια της σαρία επιτρέπει τελικά την υπέρβαση. Μια μικρή δοκιμασία ― το πέρασμα για το άλλο νόημα παραμένει ανοικτό. Έστω για λίγο.

Αναζήτησα την αλήθεια, η οποία απορρέει από τη σύγκριση των γυναικών του παρελθόντος με τα κοριτσια των καιρών μας, όπως τη διατυπώνει ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο νομπελίστας από τη γειτονική Αίγυπτο, στο μυθιστόρημά του Ο Δρόμος Κοντά στο παλάτι, με το οποίο ανοίγει η Τριλογία του Καΐρου: «Τα κορίτσια του σήμερα δεν μπορούν να είναι φιλικά με τους ανθρώπους…Πού είναι οι κυρίες του χθες;». Τα μάτια των δικών μου κοριτσιών, εδώ στην αεικίνητη σκηνή, φωνάζουν πάντως την δίψα τους για επαφή, για μιαν επικοινωνία, έστω και στιγμιαία. Εννοείται ότι δεν είμαι πάντα σίγουρος για ό, τι νομίζω ότι βλέπω, δεν ξέρω δηλαδή αν πράγματι μπορώ να ξεχωρίσω με βεβαιότητα ανάμεσα από τα πρόσωπα που παρατηρώ ποια ανήκουν άραγε σε κορίτσια και ποια σε αρκετά μεγαλύτερες γυναίκες. Οι προσδιορισμοί της ταυτότητας κατά μικρή ή μεγάλη προσέγγιση, μέσα από αυτή την οργανωμένη συσκότιση, το ανελαστικό στρίμωγμα του είναι από το ένδυμα, είναι εξαιρετικά δύσκολος για όλους σχεδόν τους Δυτικούς που παρεπιδημούν στην πρωτεύουσα του Σουδάν. Ένα είδος τυχερού παιχνιδιού: να διακρίνεις την ποιότητα και την ποσότητα που υποκρύπτουν τα υφαντά, τα βαμβακερά και τα μεταξωτά επίθετα. Η ηλικία πίσω, μέσα, γύρω από το πρόσωπο είναι σχεδόν πάντα υπόθεση χρησμού. Οι επικαλύψεις των προσωπείων, οι συστολές της εικόνας και οι μεταμορφώσεις ανήκουν στους σημαντικότερους κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι διαμορφώνουν εδώ ήθη και πραγματικότητες. Το κυριολεκτικό περιτύλιγμα, η μόνιμη ή παροδική απόκρυψη των ατομικών χαρακτηριστικών κάνει το παιχνίδι των ορισμών, των επιλογών και των διαφορών ακόμη πιο συναρπαστικό. Θα τα ζήλευε, υποθέτω, κι ο Σαίξπηρ όλα αυτά τα σκηνοθετικά τερτίπια, τις συνειδητές προσομοιώσεις και τις ανατροπές των δεδομένων σε κάθε σχεδόν σημείο των κατασκονισμένων δρόμων.

Τον έπαινο για το λεπτό, αλλά ακαταμάχητο παραπέτασμα, το απόλυτα συνυφασμένο με τη γυναικεία ύπαρξη που απαντά σ΄ αυτά τα μέρη, τον έψαλε πολλούς αιώνες πριν ο Ντουλ- Ρούμα: «Από όλα τα στολίσματα / Ο Θεός ευλόγησε το πέπλο./ Καλύπτει την ομορφιά / και διεγείρει τους νέους./ Την ασχήμια κρύβει / και μας παρακινά./ Ο Θεός ευλόγησε το πέπλο.» Το εγκώμιο με τα κομψά ελληνικά του ποιητή Αντώνη Μακρυδημήτρη που παρέθεσα ανήκει στα διασημότερα του είδους, ίσως διότι εξηγεί αυτό, το οποίο κατά βάθος περιμένουμε να ακούσουμε. Η έλξη του αυτονόητου: η ηδονή έγκειται κυρίως σε ό, τι την προετοιμάζει, την προλέγει ή αντίστοιχα την επισκιάζει. Σε ό, τι είναι έτοιμο να την πάρει μέσα από τα χέρια μας και τα πόδια μας, μέσα από το ίδιο μας το πνεύμα, ή το ανυπεράσπιστο σώμα, αντιστεκόμαστε με όση δύναμη διαθέτουμε. Τότε παράγεται κατά κανόνα η αυξημένη ηδονή.

Η ειδική αυτή αποστροφή δεν μάς είναι παντελώς άγνωστη. Το ακάλυπτο κεφάλι της γυναίκας συνιστούσε για πολλόυς λαούς τουλάχιστον ατιμία στην ευρύτερη Εγγύς Ανατολή. Ο Απόστολος Παύλος δεν αφήνει περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας της παλαιάς απαγόρευσης. Ο συλλογισμός του είναι ενδεικτικός της προσπάθειάς του να μην διασαλεύσει τα ήθη του πέπλου, που ξεκινάει το περιτύλιγμα πάντα από το κεφάλι: «πάσα δε γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής·[…] πρέπον εστί γυναίκα ακατακάλυπτον τω Θεω προσεύχεσθαι; ή ουδέ αυτή η φύσις διδάσκει υμάς ότι ανήρ μεν εάν κομά, ατιμία αυτώ εστί, γυνή δε εάν κομά, δόξα αυτή εστίν; ότι η κόμη αντι περιβολαίου δέδοται αυτή.» Το πέπλο, η απαραίτητη εποπτεία. Κηπουρός και φράκτης ταυτόχρονα της ύπαρξης.

Συγκρατώ ότι στην έβδομη παράγραφο της «Αγελάδας», της δεύτερης δηλαδή σούρα του Κορανίου, το πέπλο καθίσταται μια δεινότατη γνωσιολογική τάφρος, μια μεθόριος όπου παίζεται το παιχνίδι της Γνώσης και της μη γνώσης: «Ο Αλλάχ σφράγισε τις καρδιές τους και την ακοή τους, και στα μάτια τους υπάρχει πέπλο.» Το πέπλο προστατεύει το ίδιο το Αγαθό από τους αδαείς ή τους επιπόλαιους σαν να ήταν το οχυρό του θεϊκής δύναμης.

Σε μιαν πιθανή επανεμφάνισή της, η Λαίδη Μουρασάκι, την οποία ευγνωμονούν όλοι όσοι διάβασαν το πολύκλωνο έργο της The Tale of Genji, αυτή η ειδήμων των απλών ή πολυτελών ενδυματολογικών εφαρμογών, δεν θα μπορούσε άραγε να διδάξει και τις κοπέλες του Χαρτούμ πώς να συμφιλιωθούν ακόμη περισσότερο με τα ρούχα τους και να λάμπουν μέσα από αυτά; Μήπως η ιαπωνική πλήρης εξάρτυση μιας τυπικής κυρίας επί των τιμών, όπως ήταν η ίδια η Λαίδη Μουρασάκι, που έζησε δέκα αιώνες πριν στην Ιαπωνία, στην πόλη που αντιστοιχεί στο σημερινό Κιότο, δεν ήταν όντως μια παραλλαγή φυλακής από ύφασμα, από όπου όμως η θηλυκότητα ανάβλυζε με τον δικό της, εξαίσιο τρόπο; Απαριθμώ από μέσα προς τα έξω τα φύλλα του γιγάντιου εκείνου κρεμμυδιού: nagabakama, η φαρδιά, κομμένη στα δύο φούστα, που παίρνει το σχήμα παντελονιού, hitoe, το ριχτό, εσώρουχο, itsutsuginu, η μακριά ρόμπα από λινό ύφασμα, uchiginu, το κυρίως φόρεμα, uwagi, ο μανδύας, mo, η ουρά, την οποία η αγγλική γλώσσα αποδίδει με χαρακτηριστική αφέλεια ως «train» και το επιστέγασμα karaginu, το εντυπωσιακό μέσα στη σοβαρότητά του πανωφόρι. Επτά διαδοχικά παραπετάσματα, επτά στρώματα αναβολών και υπεκφυγών. Άλλα βαριά κι άλλα λεπτεπίλεπτα, επέβαλαν στο σώμα μιαν αυστηρότατη τάξη. Οι «δανεικές μήτρες», όπως θεωρούσαν τότε τα θήλεα στην Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, άφηναν παραδόξως ακάλυπτα μόνο τα πρόσωπα και τα χέρια τους, ενώ αντιθέτως οι γυναίκες του Χαρτούμ καταφεύγουν έως σήμερα στα μαντίλια όλων των ειδών και στα συνοδευτικά αμυντικά τους γάντια, για να προστατεύσουν τα τρία τελευταία οχυρά της ματαιοδοξίας. Η σχεδόν βλάσφημη πρόκληση του προσώπου, αυτής της επιφάνειας των σημαινομένων της αμαρτίας, κολάζεται πίσω από το μεταξωτό, βαμβακερό ή φτηνό, πολυσυνθετικό κάλυμμα. Λίγο πιο κάτω θάβονται αποφασιστικά τα δυνητικά χάδια – χέρια, σε πείσμα όλων των περισπασμών της ζωής, μουσουλμανικής ή μη.

Η συμφιλίωση ή μη με το χρώμα υποδηλώνει εμμέσως βαθύτερες μέριμνες, ηθικές αναστηλώσεις και βεβαίως μακροχρόνιες αγωνίες του είναι. Η άσπρη επιδερμίδα καταλαμβάνει στους κύκλους των γυναικών την πρώτη επιθυμητή βαθμίδα, αποτελώντας κάτι σαν αδιαφιλονίκητο πρόκριμα για το πέρασμα των πιστών του από το status quo των πολλών της σουδανικής ισλαμικής κοινότητας στους προνομιακούς χώρους μιας ανώτερης κοσμιότητας. Έπεται στην από όλους αποδεκτή αυτή κλίμακα των προτιμήσεων το ελαφρώς σκούρο, το οποίο προσεγγίζει τις αποχρώσεις του κίτρινου, ακολουθούμενο από το κοκκινωπό, το πρασινωπό και το κυανό. Τελευταίο έρχεται το μαύρο, συνιστώντας το κατ΄ εξοχήν χρώμα τόσο των γηγενών του κεντρικού και του νοτίου Σουδάν, όσο και των Αφρικανών στο σύνολό τους. Η γυναίκα συνιστά έτσι από πολλές πλευρές την άμεση αντικειμενικοποίηση των διαθέσεων, των ομολογουμένων ή ανομολόγητων ορμών, αλλά και των φοβιών, οι οποίες εμπεριέχονται στα χρώματα.

Το σώμα. Η περιφορά του στη λιτότητα. Οι εμπειρίες του καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τη θανάσιμη πληθωρικότητα της ερήμου, με την αμφίβολη ασφάλεια της σαβάνας. Να διατηρηθεί με κάθε τρόπο αλώβητο. Σκόπιμη περιφορά. Και βεβαίως αναζήτηση πόρων ζωής. Μέχρις εσχάτων πάντα. Περιθώριο της ζωής. Παθιασμένο όμως. Εμπύρετο περιθώριο. Με λοιμώδη νοσήματα να καραδοκούν. Πολλά από τα ζώα που ακολουθούν το σώμα για να το ζήσουν είναι ταυτόχρονα φορείς επικίνδυνων ιών. Πολύτιμοι, κινητοί θάνατοι. Νομάδες εκ γενετής, που κάποια στιγμή είπαν να μιμηθούν δέντρα, να γίνουν καλύβες και χωριά, κοπάδια καρπερά στο απέραντο μαντρί του Θεού. Στο σώμα της γυναίκας εγγράφεται η βεβαιότητα της καθημερινής έντασης. Και της καρτερικότητας μαζί. Σημάδια πάνω στο σώμα: οι εμμονές και οι πεποιθήσεις τους, σφραγίδες ανεξίτηλες ενός καθόλα αυθεντικού πολιτισμού.

Απόσπασμα από ένα κείμενο του 1969 γραμμένο στο Παρίσι, όπου χιλιάδες νομάδες αναζήτησαν κατά καιρούς στέγη και φαί: «Θα σαλέψει μες στην άμμο κάτι θα σαλέψει στον ουρανό τον αέρα την άμμο. Πάντα μόνο στο όνειρο το όμορφο όνειρο μόνο μια φορά η θητεία. Μικρό σώμα μικρός μονοκόμματος όγκος καρδιά που χτυπάει γκρίζο σταχτί μόνο ορθό. Γη ουρανός ένα ολούθε αχανές μικρό σώμα μόνο ορθό. Στην άμμο κανένα κράτημα ακόμα ένα βήμα στο αχανές θα το κάνει. Κανένας ήχος καμία πνοή ίδιο γκρίζο ολούθε γη ουρανός σώμα ερείπια.» Η γλώσσα χωρίς σάβανο. Γραμματική και σύνταξη των ερήμων. Η πνοή της Σαχάρας. Η αίσθηση μιας αιφνίδιας εγγύτητας: ο Σάμουελ Μπέκετ ταυτίζεται, ενσωματώνεται, απεικονίζει χαρακτήρες που συνάντησα εδώ.

Δεν θα μπορούσε να ήταν σαφέστερη η προτροπή του λεγόμενου τελευταίου μεγάλου Προφήτη, του Μωάμεθ: «Οι γυναίκες σας είναι για σάς σαν ένα χωράφι για όργωμα: πηγαίνετε στο χωράφι σας, όπως το επιθυμείτε, αλλά κάντε πρωτύτερα μια καλή πράξη προς όφελός σας.» H εντολή του περιέχει την ευθύτητα και την αμεσότητα ενός κλασικού γεωργικού παραγγέλματος. Στον αναμενόμενο αντίποδα της εκρήγνυται ο Αλ-Αμπάς Ιμπν Αλ-Αχνάφ: «Υιέ του Αδάμ, ας διακηρύξουμε μαζί ότι είμαστε σκλάβοι των γυναικών!». Ο πιστός είναι ο αναπόφευκτος κριτής. Ενεργεί πάντα σύμφωνα με το ισχυρό πρόσταγμα της ψυχής, δηλαδή με την τελική, τη δοκιμασμένη διαλεκτική της βασίλισσας των απολαύσεων. Ίσως αυτό να συνιστά τη μεγάλη οντολογική έκρηξη, την ύστατη πράξη ελευθερίας.

Εκείνη δεν έφτασε ποτέ ως εδώ. Διέθετε όμως το χάρισμα μιας οξύτατης ακοής. Έτσι μπορούσε να αφουγκραστεί τους έντονους ψιθύρους, τους τριγμούς της νύχτας, την ορμή των αρπακτικών προτού καρφωθούν στη λεία τους. Ξάπλωνε στις αρχαίες όχθες του ποταμού κι έβλεπε στην οθόνη των προσωπικών της επινοήσεων, τα θολά τοπία, έως πέρα ό,τι σαρώνει το αμείλικτο χαμπούμπ, η ανεμοθύελλα που αποδιοργανώνει τους νομάδες. «Εκεί κάτω τα μάτια μου είναι τ’ αβλέφαρα μάτια μιας πέτρινης μορφής στην έρημο, στο Νείλο. Βλέπω γυναίκες που πηγαίνουν στο ποτάμι, κρατάνε κόκκινα σταμνιά. Βλέπω καμήλες που σειούνται και άντρες με τουρμπάνια. Ακούω ποδοβολητά, ταρακουνήματα, ανασαλέματα, γύρω μου.» Ο αντίλαλος του μόνιμα ωχρού αυτού κόσμου, που ρυτιδώνει κάποια στιγμή Τα Κύματα της Βιρτζίνια Γουλφ, μετέφερε αλώβητο ένα μέρος από την αλήθεια του τοπίου στους πρώτους αγγλοσάξωνες αναγνώστες της. Κι από τότε φτάνει και σ΄ εμάς σαν πρόσκληση. Ή σαν εικαστική απόπειρα. Αν, από καθαρά βιολογική άποψη, είχε προλάβει η φιλολογική μητέρα της Κυρίας Νταλαγουέη να διαβάσει την παρακάτω σκέψη του μυθιστορήματος Ο Σεβαστός Κύριος του Ναγκίμπ Μαχφούζ, ίσως θα είχε γεννηθεί ένα ακόμη μυθιστόρημά της: «Η γυναίκα πάντα διέθετε ένστικτο που την οδηγούσε στη γνώση των βαθύτερων υποθέσεων δίχως να καταφύγει στο νου. Αν η ανθρωπότητα είχε αυτού του είδους την ενστικτώδη πρόσβαση στο άγνωστο, αυτό δε θα παράμενε άγνωστο.» Οι Σουδανές του βορρά είναι φανερό ότι διαπνέονται κι αυτές από την απόκρυφη, αλλά ανυποχώρητη ροπή της αποκρυπτογράφησης του κόσμου. Ίσως γι΄ αυτό από μια άποψη να παραμένουν, συνειδητά ή μη, εγκιβωτισμένες στις πανοπλίες – ρούχα τους και στα απαραίτητα πέπλα: για να μην διαρρεύσει ο τρόμος ή η λύτρωση. Τι άλλο να συνέχουν τα απρόοπτα, τα φοβερά σημαίνοντά τους;

Προσεύχονται με τάξη αρκετά μέτρα πίσω από πατέρες, αδελφούς, συζύγους, λοιπούς συγγενείς και φίλους. Αποστασιοποιημένες, συγκεντρωμένες σε ένα νοητό υπέρ κέντρο ισχύος, το οποίο τις εξουσιάζει απόλυτα τώρα καθώς διπλώνονται στα δύο, συναποτελούν ανοικτούς διαύλους των ιερών παραγράφων. Αν τύχει και βρεθούν την καθορισμένη ώρα της προσευχής μακριά από το σπίτι, όταν, για παράδειγμα, επισκέπτονται τους δικούς τους που νοσηλεύονται στα υπερπλήρη συνήθως λαϊκά νοσοκομεία ή σε πανάκριβες ιδιωτικές κλινικές, φέρνουν πάντα μαζί τους ένα χαλάκι. Συνήθως είναι καταπράσινο, για να θυμίζει το αγαπημένο χρώμα του Προφήτη. Ξεφτισμένο από την καθημερινή χρήση ή ολοκαίνουργιο, με τις ίνες του και τα κρόσια του να γυαλίζουν μέσα στο φως του απογεύματος, είναι σαφώς πιο απαραίτητο από την τσάντα, ή το ταγάρι των γυναικών σε άλλες χώρες.

Το απλώνουν με έκδηλη ευλάβεια την κατάλληλη στιγμή στα πεζοδρόμια, στις κοινόχρηστες αίθουσες υποδοχής, στις πλησιέστερες αυλές δημοσίων κτιρίων και σε πεζούλια. Ή κάτω από τα σκιερά φυλλώματα των δέντρων, αν είναι τυχερές και προλάβουν να βρουν κοντά τους λίγο ελεύθερο χώρο. Στην ανάγκη το στρώνουν κατάχαμα. Είναι η καθαρή, η κυριολεκτική βάση του πνεύματος.

Και οι άλλες έγνοιες, οι καθημερινές, οι αδυσώπητες ανάγκες πώς ικανοποιούνται; Αν πράγματι προσεύχονται πέντε φορές την ημέρα, όπως ορίζει η αυστηρή τελετουργική τάξη, έχουν άραγε χρόνο να σκεφτούν κατά τρόπο αναλυτικό και αποδεικτικό, όπως τουλάχιστον τον εννοούμε εμείς, κάτι πέρα από όσα υπάγονται στο μεταφυσικό πεδίο; Εκτός κι αν έχουν φτάσει από άλλο δρόμο στην πλήρη αντίκρουση της 6.4312ης θέσης του Tractatus Logico Philosophicus: «Η αθανασία της ψυχής του ανθρώπου, μέσα στο χρόνο, δηλαδή η αιώνια συνέχιση της ζωής της ψυχής και ύστερα από το θάνατο, όχι μόνο δεν είναι εγγυημένη με κανένα τρόπο, αλλά πριν από όλα μια υπόθεση σαν αυτή δεν προσφέρει ούτε καν αυτό που ο άνθρωπος ζητούσε πάντα να πετύχει με αυτή. Μήπως λύνεται κανένα αίνιγμα με το πώς συνεχίζω να ζω αιώνια; Η αιώνια αυτή ζωή δεν είναι τότε το ίδιο αινιγματική όπως η παρούσα; Η λύση του αινίγματος της ζωής στο χώρο και στο χρόνο βρίσκεται έξω από το χώρο και το χρόνο.» Ίσως στο μέλλον που μού ανήκει εδώ να μπορέσω να μάθω κάτι από αυτά που σκέφτονται κατά βάθος οι γειτόνισσες μου. Νομίζω ότι δύο από αυτές κατανοούν πλήρως τη γλώσσα του Μπάιρον, έχοντας σπουδάσει στην Ευρώπη. Η μια ιατρική στο Βουκουρέστι και η άλλη οικονομικά στο Λονδίνο.

Εκεί που η ζωή απορρίπτει ανέκκλητα ό, τι δεν χρειάζεται πια, ή ό,τι άρχισε ήδη να την ενοχλεί, στήνεται υποχρεωτικά το πρόχειρο, αλλά ακήρατο ταυτοχρόνως τέμενος. Το χώμα αυτομάτως διαγράφεται ως περιττός δείκτης, το χαλάκι της προσευχής είναι το διαβατήριο στην «κανονική» ζωή. Η λεπτή, θανάσιμη ύλη, η παντοκράτωρ σκόνη ξεχνιέται. Μέσα τους υψώνεται τότε ο ιερότερος των τόπων, ο νάρθηκας της αγάπης, της απροσποίητης λατρείας τους για το υπερπέραν. Η εμπιστοσύνη των γυναικών του Κορανίου στη μεταφυσική διάσταση του κόσμου δεν γίνεται να διατυπωθεί με πανηγυρικότερο τρόπο.

Τα τεκμήρια στο πρόσωπο, αξιόπιστα χνάρια καταγωγής και οιωνοί μαζί. Τα εγχάρακτα εχέγγυα της φυλετικής μνήμης: μόλις μού τα αποκάλυψε, ίσως άθελά της, η γυναίκα που κάθεται σχεδόν απέναντί μου σ΄ ένα λεωφορείο· διακρίνω την εμμονή της οικογένειάς της, την ήρεμη αποφασιστικότητά της, να δηλώσει την ταυτότητα μιας έγκυρης θηλύτητας. Την ημέρα εκείνη που η συνεπιβάτης μου, τότε μικρό κορίτσι, ας πούμε γύρω στα οχτώ με δέκα, αφηνόταν πειθήνια στα χέρια της μαστόρισσας του τατουάζ, η οποία πιθανότατα θα μπορούσε να ήταν η αδελφή ή η εξαδέλφη της μητέρας της, μεταγραφόταν ανέκκλητα στην κοινωνία των υπηκόων του Ωραίου. Μικρές οριζόντιες γραμμές, δύο σε κάθε απαλή, όπως φαίνεται ακόμη, παρειά. Αχνά σημεία στίξης σε παλίμψηστο. Κι ένα Τ ανάμεσά τους, ευδιάκριτο, αλλά μόνο στο αριστερό μάγουλο. Ίσως να συμβολίζει, λέει ο σουδανός φίλος στο πλάι μου, το «ντεράμπ αλ τερ», το ίχνος δηλαδή που αφήνουν τα νεροπούλια του Νείλου στην άμμο. Τα άγρια, αλλά προφανώς ιερά αυτά πτηνά, που αποφεύγουν οι ντόπιοι να τα κυνηγούν και να τα τρώνε, αποτελούν το πρότυπο μιας συνομοταξίας όχι μόνον χαριτωμένων, αλλά ηθικά αγνών όντων. Μαθαίνω, επίσης, ότι και τα κατοικίδια νεροπούλια, όπως ακριβώς τα κορίτσια πριν από το γάμο θεωρούνται εξ ίσου «καθαρά», δηλαδή «ταχίρ». Η παρότρυνση της συνάφειας με το θείο, η αναγωγή στο δημιουργικό παρελθόν της φυλής, αισθητικά ολοκληρώματα σε σμίκρυνση· ένας κώδικας που σπάει εύκολα: τα σημάδια είναι παρουσίες, ήθη, υποδειγματικά βιώματα, τρόποι ζωής, που υπαγορεύει ένα αρχαιότερο γένος. Αν,σύμφωνα με τον Πωλ ντε Μαν, «η μνήμη είναι μια αλήθεια της οποίας η αισθητική αποτελεί την αμυντική, ιδεολογική, και λογοκριμένη μετάφραση», τότε οι γραμμές στο πρόσωπο είναι τα λήμματα ενός προγονικού, σεβάσμιου λεξικού.

Ο σουδανός φίλος, ο Ρίντα, απαντά με πρόδηλη αυτοπεποίθηση σε όλα σχεδόν τα ερωτήματά μου. Είναι σχεδόν συνομήλικός μου· συνοδηγός, ακούραστος ερμηνευτής, εννοιολογικός ταξιθέτης.Ένας θησαυρός υποσημειώσεων· όλα μαζί. Πώς αλλιώς θα κατάφερνα να περάσω μέσα από το σύννεφο των παραδηλώσεων, να διεξέλθω όλον αυτόν τον συνωστισμό των συγχύσεων, τις οποίες παράγει κάθε στιγμή σχεδόν η διαρκώς πρωτόγνωρη θέα, χωρίς να χάσω το βαρύτιμο νόημα; «Πόσο δύσκολο μού φαίνεται να δω εκείνο που βρίσκεται μπρος στα μάτια μου!»: το εύλογο παράπονο του Λούντβιχ Βιττγκενστάιν. Δεν μπορώ να τον φανταστώ πώς θα αντιδρούσε, φέρ’ ειπείν στο επίμονο χάραγμα που υπογράφει αυτό το μάγουλο ή εκείνο το μπράτσο. Τι θα συγκρατούσε άραγε από την όλη σημασιοσυντακτική κραιπάλη της πόλης μου;

Ξημερώνει Κυριακή, η δεύτερη μέρα μετά την καθιερωμένη αργία της Παρασκευής. Δεν αργώ να προστεθώ στους αιχμαλώτους της πρωινής συμφόρησης. Όσο οι σχεδόν καθημερινά αυξανόμενες εξαγωγές πετρελαίου υποστηρίζουν όλο και δυναμικότερα την εθνική οικονομία του Σουδάν, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι εισαγωγές αυτοκινήτων και οξύνεται το κυκλοφοριακό πρόβλημα. Τα αυτοκίνητα αγκυλωμένα σε μια από τις κεντρικές λεωφόρους του Χαρτούμ. Μια εύσωμη γυναίκα, τυλιγμένη στα φαιά και στα κίτρινα, τρέχει ξαφνικά από το δεξί πεζοδρόμιο, διασχίζει τη λεωφόρο κι ανοίγει την πόρτα ενός ταξί, που βρίσκεται στην αριστερή λωρίδα, λίγα μόλις μέτρα πιο μπροστά από το υπηρεσιακό μου αυτοκίνητο. Την ακολουθεί ένας ψηλός άντρας. Θέλει, φαίνεται, προτού φύγει και χαθεί μέσα στα σοκάκια της πόλης, να την πείσει για κάτι. Σύζυγος προφανώς, ο οποίος επιδιώκει την τελευταία στιγμή να παρατείνει τη συνομιλία τους. Μπορεί κι αδελφός ή εραστής. Χειρονομούν, χωρίς όμως ιδιαίτερη ένταση. Προτού προλάβει να κάτσει δίπλα στον οδηγό, ο συνοδός της την τραβάει απότομα προς το μέρος του. Λέγοντας κάτι στον οδηγό του ταξί, προσπαθεί να κλείσει την πόρτα. Κρατώντας την με το ζόρι πλέον κοντά του, φαίνεται ότι είναι αποφασισμένος να μην χάσει τη γυναίκα – παιχνίδι μέσα από τα χέρια του, που καταφέρνει παρ’ όλα αυτά να παραμένει γαντζωμένη στην πόρτα.

Ένας θηλυκός Κυναίγειρος. Ο άλλος όμως γίνεται όλο και πιο βίαιος. Δεν υψώνει τη φωνή του, σφίγγει δυνατά με το δεξί του χέρι τη μέση της γυναίκας, προσπαθώντας να την πιάσει με το άλλο από τους ώμους. Εκείνη τον σπρώχνει με όση δύναμη έχει. Μια βουβή, σκοτεινή μάχη των δύο φύλων στο φως της ζωής. Ο οδηγός παρακολουθεί ψύχραιμος. Δεν θέλει να πάρει το μέρος κανενός. Δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται ότι η υποψήφια πελάτισσά του αμύνεται για ορισμένες θεμελιώδεις ελευθερίες του ανθρώπου, μουσουλμάνου και μη. Κανείς δεν κορνάρει, κανείς δεν διαμαρτύρεται. Η υπόθεση φαίνεται να ανήκει αποκλειστικά στη σφαίρα της ανδρικής δικαιοδοσίας. Όταν κάποια στιγμή ανάβει το πράσινο, το ταξί ξεκινάει απότομα, αποσπώντας τελικά τη γυναίκα από τον απαράδεκτο συνοδό της. Οι προσευχές της στον Αλλάχ θα πρέπει μάλλον να εισακούσθηκαν: ο δυνάστης μένει πίσω, στην κάψα του θυμού του, ανίκανος να αντιμετωπίσει ευπρεπώς τις συνέπειες αυτής της δημόσιας ρήξης. Ηττημένος ολοκληρωτικά. Ένα μηδενικό που σέρνεται στο δρόμο. Όσοι παρακολούθησαν τη θλιβερή σκηνή, τον προσπερνούν. Συμβολίζει την κυριολεκτική απαξία. Πέφτοντας από το βάθρο του άντρα που του επεφύλαξε με τόση απλοχεριά η πολιτεία – μοίρα, εξουδετερώνει το ίδιο το φύλο του.

Η ζωγραφική στα χέρια, στους βραχίονες, στους αστραγάλους, στις φτέρνες και από εκεί έως τη μέση της γάμπας· η μωβ σήμανση, η πολύκλαδη σκούρα χένα. Εμβλήματα γοητείας και χάριτος, ελικοφόρα κλήματα που περιβάλλουν την άμπελον· μοτίβα θέλγητρα της παντρεμένης γυναίκας. Είναι σχεδόν πάντα έτοιμη να τα επιδείξει, να τα μοιραστεί σημασιολογικά μαζί μας όλα αυτά, χωρίς υπερβολικούς προλόγους ή περιττές υπαναχωρήσεις. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τα έντονα, ενίοτε πολύπλοκα σχέδια, σε συνδυασμό με το κατάλληλο άρωμα, αναδεικνύουν την προσωπικότητά της – με τον καλύτερο μάλιστα δυνατό τρόπο. Δεν καταδέχεται τα τερτίπια μιας επίπλαστης σεμνοτυφίας· αρκεί να πιστέψει ότι έφτασε όντως η κατάλληλη στιγμή. Τότε οι στάμπες με τις μωβ αποχρώσεις αρχίζουν να αφηγούνται κάλλος. Εμείς, από εκείνο το κρίσιμο δευτερόλεπτο και μετά, είμαστε το τυχερό κοινό· ανήκουμε στους αναγνώστες της χένας. Επαρκείς ή μη, σύμφωνα πάντα με τη θέλησή της διακοσμημένης γυναίκας, γινόμαστε οι ευνοούμενοι της εμπιστοσύνης της. Ένας εσώτατος κόσμος έρχεται βαθμιαία στο φως της σκηνής του κόσμου. Μέσα από την ποικιλία των αλληγορικών ή μη εγγραφών πάνω στα μέλη του σώματος, η χένα απελευθερώνει επικοινωνιακές βουλήσεις. Καθίσταται έτσι το μέσον, αλλά και η δασκάλα μιας άλλης φωνής. Της πιο απόμακρης, αλλά και της πιο ουσιαστικής ταυτοχρόνως. Η απουσία ή η ελλειπτικότητα των συνθημάτων του μόλις πριν χρόνου δίνουν αμέσως τις θέσεις τους σε μιαν πληρότητα εικαστικών, εμφανώς μεταγλωσσικών δεδομένων. Άλλωστε, υπακούοντας σε μια μακραίωνη παράδοση αισθητικών εμπεδώσεων, τα αποτυπώματα της χένας συνιστούν αναμφίβολα αναμνηστικά στοιχεία ενός παλαιότατου πολιτισμού, ο οποίος δοκίμασε να αποδώσει στο μόνιμο ή πρόσκαιρο ζωγραφικό σχέδιο την αξία μιας υπόμνησης, ενός αφιερώματος στην καθόλου, στην αρχετυπική Ωραιότητα. Πιστεύω ότι η χένα για να μεταδώσει το όποιο μήνυμά της, δεν επιζητεί τόσο επιτήδειους δέκτες, όσο άτομα, τα οποία τα διακρίνει μια απλότητα, μια πάγια ευθύτητα πρόσληψης. Εξ ου και η ευρεία ανταπόκριση, η επιμελής διάδοση της «μόδας» της σε όλα ανεξαιρέτως τα στρώματα του ύπανδρου γυναικείου πληθυσμού. Με αυτό τον τρόπο η γυναίκα καθίσταται εντέχνως παραπληρωματικό φώνημα. Και βεβαίως καλοδουλεμένο έγγραφο. Ιδού η αποθέωση της ταύτισης με το μη λογοκριμένο Κείμενο: η γυναίκα χένα.

Στο έργο του Καθρέφτης μιας Ζωής, ο Ναγκίμπ Μαχφούζ διαβλέπει τον ειδικότερο εκείνο δεσμό που συνδέει τις ομόθρησκες συντοπίτισσές του με την βαρύτιμη υπόθεση του όντος: «Ο κόσμος αποτελεί τον απώτερο στόχο μιας γυναίκας, το υψηλότερο ιδανικό της. Με άλλα λόγια, στόχος της γυναίκας είναι η δημιουργία». Βέβαια, η νόμιμη διαιώνιση του είδους προϋποθέτει μια μήτρα, η οποία θα παύσει να είναι περίκλειστη, μόνον αν πρόκειται να φανεί χρήσιμη στο γονιμοποιημένο ωάριο. Όντας εξ ορισμού ο μόνος παράγων, ο οποίος μπορεί να καταστήσει δυνατή την υλοποίηση της πολυπόθητης δημιουργίας, η πτυχή αυτή του σώματος αποτελεί το απόλυτο άβατον πριν από το γάμο. Η R. O. Hayes, το 1975, συνοψίζει από την πλευρά της ως εξής: «Η έννοια της παρθενίας στο Σουδάν αποτελεί μια ακόμη ανωμαλία για τον δυτικό κόσμο. Από τη δική μας οπτική γωνία, η παρθενία είναι μια φυσική κατάσταση που μεταβάλλεται ολοκληρωτικά(κι ανεπανόρθωτα)ύστερα από μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Στο

Σουδάν, οι παρθένες μπορεί να θεωρηθούν κοινωνική κατηγορία, από την άποψη ότι η σωματική τους κατάσταση μπορεί να ελεγχθεί κοινωνικά.» Γι’ αυτό ένα αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού πιστεύει ότι η φαραωνική περιτομή, η «ταχάρα φαραωνίγια» στα αραβικά, η οποία προβλέπει την κάλυψη του κολπικού ανοίγματος από δέρμα, το οποίο συνενώνεται με μεταλλικά αντικείμενα ή κλωστή, πρέπει να μην καταργηθεί. Παρά τις κρατικές απαγορεύσεις και τη συναφή διδασκαλία του Ισλάμ, η φαραωνική περιτομή, η οποία είναι γνωστή επίσης και ως «αγκτηριασμός», παραμένει ευρύτατα διαδεδομένη. Προστατεύοντας αποτελεσματικά την πολύτιμη εσωτερική περιοχή, τη μήτρα, αντιδιαστέλλεται τόσο ως προς τη «σούνα», την ορθόδοξη δηλαδή περιτομή, η οποία αφορά στη σμίκρυνση μόνο της κλειτορίδας, όσο και προς την τυπική, πλήρη κλειτοριδεκτομή. Η χρήση αναισθητικού τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό με την εμφανή βελτίωση των μεθόδων αποστείρωσης, καθιστά την επέμβαση αυτή λιγότερο επώδυνη και βεβαίως περισσότερο ακίνδυνη από ό, τι πριν.

Η Janice Boddy, η οποία παρακολούθησε τελετές φαραωνικής περιτομής σε χωριά που βρίσκονται στο βόρειο τμήμα του Σουδάν, φρονεί ότι η σημειολογία της είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για να μπορέσει κανείς να αντιληφθεί τη σημασία, τον σκοπό, αλλά και την ιερότητα της ζωής, όπως ακριβώς βιώνεται εκεί. Η περιγραφή της διατηρεί όλη την ένταση των στιγμών της υποχρεωτικής εγχείρησης: «Είναι 12 Ιουνίου [1976]· μια μέρα που αναμένεται να γίνει πιο ζεστή και απαιτητική από τις προηγούμενες. Πρόκειται να παρακολουθήσω την περιτομή δύο μικρών κοριτσιών – δύο αδελφών. Η Zaineb με καλεί αμέσως μόλις ανατείλει ο ήλιος· απ’ ό,τι φαίνεται έχουμε αργήσει. Τρέχουμε προς την αυλή ενός hōsh (συγκρότημα κατοικιών) στο κέντρο του χωριού. Όταν φτάνουμε, ανακαλύπτουμε ότι η Miriam, η μαία του χωριού, έχει ήδη πραγματοποιήσει την περιτομή στη μία από τις δύο αδελφές και ετοιμάζεται να συνεχίσει με την επόμενη. Ένα πλήθος από γυναίκες, πολλές απ’ τις οποίες είναι γιαγιάδες (habōbat), έχει συγκεντρωθεί γύρω απ’ το χώρο της περιτομής, ενώ δεν διακρίνεται ούτε ένας άνδρας. Δεκάδες χέρια με σπρώχνουν προς τα εμπρός. «Πρέπει να το δεις από κοντά», λέει η Zaineb. «Είναι σημαντικό». Δεν τολμώ να εκφράσω την απροθυμία μου. Το κορίτσι είναι ξαπλωμένο σε ένα angareeb (τοπικό είδος κρεβατιού) και κάποιες ενήλικες συγγενείς της συγκρατούν το σώμα της. Δύο από αυτές κρατούν τα πόδια της ανοιχτά. Της χορηγείται τοπική αναισθησία με ένεση. Μέσα σε απόλυτη ησυχία, η Miriam παίρνει ένα όργανο που μοιάζει με παιδικό ψαλίδι και με γρήγορες κινήσεις κόβει την κλειτορίδα και τα μικρά χείλη των γεννητικών οργάνων του κοριτσιού. Μου εξηγεί ότι πρόκειται για τη lahma djewa (την εσωτερική σάρκα). Μου προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι έτρεξε ελάχιστο αίμα. Στη συνέχεια, η Miriam παίρνει μια χειρουργική βελόνα από τα εργαλεία της μαιευτικής, της περνά χειρουργικό νήμα και ράβει τα μεγάλα χείλη, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα στην είσοδο του κόλπου. Ύστερα από την εφαρμογή αντισηπτικού όλα έχουν τελειώσει. Το κορίτσι φαίνεται να αισθάνεται μάλλον σοκ παρά πόνο και αναρωτιέμαι αν το αναισθητικό είχε τελικά επιδράσει. Οι γυναίκες αλαλάζουν (zagharūda) για λίγο και μαζευόμαστε στην αυλή για τσάι. Ενώ περιμένουμε στην αυλή, χαρίζονται τελετουργικά κοσμήματα (jirtig) στις δύο αδελφές, τα οποία θα τις προστατεύσουν από το κακό όσο αναρρώνουν.»

«Στο Σουδάν οι παρθένες γίνονται, δεν γεννιούνται.» Η κατακλείδα αυτή της R. O. Hayes υπονοεί κυρίως τις εφαρμογές της αδάμαστης ροπής όχι μόνον αυτού του λαού αλλά και πολλών άλλων να διορθώσουν την άμετρη Φύση, να επιβάλλουν την ηθική τους στο σκοτεινό και ανεξέλεγκτο στοιχείο της, να θέσουν φραγμό εκεί όπου το άνοιγμα, το φυσιολογικό ανατομικό πέρασμα ισοδυναμεί με μόλυνση, με θλιβερή πνευματική απώλεια. Ό, τι ακριβώς θεωρείται από την πλευρά μας αγριότητα, είναι για εκείνους περιστολή και περιφρούρηση του αγαθού. Ο ανοικτός κόλπος πριν από το γάμο είναι εν τέλει η μη Υγεία και κατ’ επέκταση ο θλιβερός εκφυλισμός του όντος. Η σήψη είναι ταυτόσημη με την προγαμιαία αφύλακτη είσοδο του κόλπου. Όσο για το θάνατο, δεν μένει παρά ένα βήμα για να τον φτάσει η απερίτμητη.

Η ίδια περίπου σκηνή, λίγα μόλις χρόνια πριν, στα ίδια χώματα. Με διαφορετικά όμως πρόσωπα. Μάς παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σε παμπάλαιες τεχνικές, οι οποίες ανάγονται στην εποχή των Φαραώ. Εξ ου και η ονομασία της ειδικής παρεμβατικής αυτής τομής: «οι γυναικείες περιτομές επιτελούνταν από diyat el-habil (από τις λεγόμενες «μαίες των σκοινιών»). Εκείνες έβαζαν στο έδαφος ένα στρογγυλό χαλάκι από φοίνικα που ήταν τρύπιο στο κέντρο. Το τοποθετούσαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε η τρύπα να βρίσκεται πάνω από μια λακκούβα που είχε πρόσφατα σκαφτεί. Το κορίτσι καθόταν στην άκρη της τρύπας του χαλιού. Οι ενήλικες συγγενείς της κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια της, ενώ η μαία, χωρίς αναισθητικό και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αποστείρωση της διαδικασίας, αφαιρούσε με ξυράφι μονομιάς όλα τα εξωτερικά γεννητικά όργανα, μαζί με τα μεγάλα χείλη. Στη συνέχεια τραβούσε το δέρμα που απέμενε στις δύο πλευρές της πληγής και το συνένωνε με δύο αγκάθια, που σχημάτιζαν ορθή γωνία. Τα αγκάθια συγκρατούνταν στη θέση τους με κλωστή ή με ύφασμα που τυλιγόταν γύρω από τις άκρες τους. (Τα φρέσκα αγκάθια ακακίας προκαλούν μούδιασμα όταν διαπερνούν το δέρμα και συντελούν στην ανακούφιση του πόνου). Αργότερα η μαία τοποθετούσε κι ένα καλάμι στην πληγή, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα μικρό άνοιγμα μετά την επούλωσή της και να επιτρέπεται η απομάκρυνση των ούρων και της έμμηνου ρύσης. Τα πόδια του κοριτσιού δένονταν και το ίδιο αναγκαζόταν να μείνει ξαπλωμένο σε ένα angreeb για ένα μήνα ή και περισσότερο, προκειμένου να επουλωθεί η πληγή. Σύμφωνα με τις πηγές μου, ανεξάρτητα απ’ τον καιρό που απαιτούνταν για την επούλωση, η παραμονή στο κρεβάτι έπρεπε να διαρκεί λιγότερο από 40 ημέρες, ώστε να μη συγχέεται με το χρονικό διάστημα που μένουν στο κρεβάτι οι λεχώνες. Όταν οι γυναίκες θεωρούσαν ότι η πληγή έχει επουλωθεί ικανοποιητικά, τα αγκάθια αφαιρούνταν και το κορίτσι λυνόταν.» Η ευσυνείδητη και επαρκής ακαδημαϊκά Janice Boddy μάς υποδεικνύει ορισμένους τρόπους για μιαν αντικειμενικότερη πράγματι προσέγγιση αυτού του φαινομένου. Εννοείται ότι οι ποικίλες βεβαιότητές μας, αναμεμειγμένες ίσως με τις προκαταλήψεις, οφείλουν να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μιαν επιεικέστερη και ταυτόχρονα περισσότερο «επιστημονική» αντιμετώπιση του ζητήματος. Διαφορετικά εμείς θα παραμείνουμε οι «πολιτιστικά ανώτεροι» κι εκείνοι αντιστοίχως οι «αθεράπευτα αναχρονιστικοί». Η προστασία της όασης – μήτρας, η οποία παρέχει και το κλειδί της πληρέστερης κατανόησης της φαραωνικής περιτομής, μπορεί άλλωστε να διερμηνευθεί πολλαχώς. Επαφίεται σε μάς να διαλέξουμε την προσφορότερη μέθοδο ανάλυσης των ματωμένων, θυσιαστικών εν μέρει δεδομένων.

Πίσω, στο Χαρτούμ. Αποσπάσματα προσευχών πάλι. Παρατεταγμένες σε σειρές των πέντε ή έξι, με τα μέτωπά τους να ακουμπούν πεισματικά κάθε λίγο και λιγάκι στα δικά τους καθαγιασμένα χαλιά, οι γυναίκες απαρτίζουν τον απαραίτητο γονυπετή χορό. Πλαισιώνοντας τις δημόσιες εκδηλώσεις λατρείας, τις οποίες διοργανώνουν οι αρμόδιοι άρενες, οι πρωτοκλασάτοι δηλαδή της θρησκείας, αποτελούν τις ευκρινέστατες καταδηλώσεις της θηλυκής πρόνοιας. Οι προσφορές των προφορικών τιμών στο τρομερό όνομα του Αλλάχ συνιστούν κάτι περισσότερο από καθήκον· είναι το όνειρο της ριζικής αναθεώρησης του παρόντος χρόνου. Στο μέτρο μάλιστα που η «η θρησκεία μας είναι ιερή…αλλά η ζωή μας είναι ανίερη», όπως ισχυρίζεται ένας δεδηλωμένος ευσεβής στο Ταξίδι του Ιμπν Φατούμα, δηλαδή ο ίδιος ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, οι προσευχές στους ανοικτούς χώρους αποτελούν ρητές αναβαθμίσεις ή αποκαθάρσεις του μη ιερού. Πρόκειται για αδιάπτωτες προσπάθειες με αντικειμενικό σκοπό να βιωθεί η εσωτερική ανάκαμψη, η λαμπρότητα της ηθικής από εξαίσιο κρύσταλλο. Δοξάζοντας μέσα στις προσευχές τους το δροσερό νερό της όασης, οι γυναίκες δείχνουν τουλάχιστον ότι προσδοκούν μαζί μ’ αυτό να πιούν τη θρησκεία, να ενσωματώσουν το Ισλάμ, το οποίο, ως γνωστόν, στη γλώσσα μας σημαίνει απλώς «υποταγή».

 

Βιβλιογραφία παραθεμάτων

  • Γουλφ Βιρτζίνια, Τα Κύματα, μετάφραση Άρης Μπερλής, εκδόσεις ύψιλον / βιβλία 1994
  • Μαχφούζ Ναγκίμπ, Η σοφία μιας ζωής, μετάφραση Πέρσα Κουμούτση, εισαγωγή Αλέγια Σερούρ, εκδόσεις Ψυχογιός 2007
  • Μπέκετ Σάμουελ, Χωρίς, μετάφραση – σημείωμα: Παύλος Χριστοδουλίδης, εκδόσεις Νεφέλη 1992.
  • Χίλιες και μία νύχτες, βλ. Sinouι Gilbert, H Σοφία της Ανατολής.
  • Χέγκελ, βλ. Albert Camus, Η εξορία της Ελένης, Φυλλάδιο 8ο, εκδόσεις Άγρα, 1983.
  • Hayes R. O, Female Genital Mutilation, Fertility Control, Women’s Roles and the the Patrilineage in Modern Sudan: A Functional Analysis, American Ethnologist, 2 (1975): 617 – 633, στο ανωτέρω Μουσουλμάνες της Ανατολής, Αναπαραστάσεις, πολιτισμικές σημασίες και πολιτικές, μετάφραση Κατερίνα Κιτίδη, επιμέλεια – εισαγωγή: Φωτεινή Τσιμπιρίδου, εκδόσεις Κριτική, 2006.
  • Sinouι Gilbert, H Σοφία της Ανατολής, μετάφραση: Ρεβέκκα Πέσσαχ, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις Ψυχογιός, 2001.
  • Boddy Janice, Womb as oasis: the symbolic context of Pharaonic circumcision in rural Sudan, American Ethnologist 9(4), σ σ. 682 – 698, 1982, στο Μουσουλμάνες της Ανατολής, Αναπαραστάσεις, πολιτισμικές σημασίες και πολιτικές, μετάφραση: Κατερίνα Κιτίδη, επιμέλεια – εισαγωγή: Φωτεινή Τσιμπιρίδου, εκδόσεις Κριτική, 2006.

 

«Από το Τόκιο στο Χαρτούμ», Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας, 2010

 

 

* Ο Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ευρωπαϊκές γλώσσες και στα κινεζικά. Το πρώτο του βιβλίο, “Φόρμες και άλλα ποιήματα”, εκδόθηκε το 1974. Ακολούθησαν άλλα έντεκα βιβλία ποίησης, έως το “Μετάξι στον κήπο” (Ύψιλον, 2010). Από το 1976 ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Υπηρετεί στο Διπλωματικό Κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε Πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γενικός Πρόξενος στο Ντόρτμουντ, στη Μελβούρνη, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο, σύμβουλος Πρεσβείας στο Πεκίνο και στη Σεούλ, επιτετραμμένος στο Καμερούν, με παράλληλη διαπίστευση στο Τσαντ, στο Σάο Τομέ-Πρινσίπε, στην Γκαμπόν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στη Γουϊνέα του Ισημερινού. Διετέλεσε πρέσβης στο Σουδάν, με παράλληλη διαπίστευση στη Σομαλία. Το 2010 τοποθετήθηκε πρέσβης στην Ινδονησία, με παράλληλη διαπίστευση στη Μαλαισία, στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι και στο Ανατολικό Τιμόρ. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας το 2000, για το βιβλίο “Ασία, Ασία”, και με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας το 2010, για το βιβλίο “Από το Τόκιο στο Χαρτούμ”. Η ποιητική του συλλογή “Λεπτομέρειες κόσμων” (εκδ. Ύψιλον) απέσπασε το Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2007. Το 2012 του απονεμήθηκε ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος για τις υπηρεσίες του στο διπλωματικό σώμα. Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του. Τον Ιούλιο του 2015 προήχθη κατ’ απόλυτη εκλογή από τον βαθμό του Πληρεξούσιου Υπουργού Α’ στον βαθμό του Πρέσβεως και διορίστηκε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην UNESCO.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top