Fractal

Διήγημα: «Χέρια από πανί»

Της Ιωάννας-Μαρίας Νικολακάκη // *

 

f6

 

 

Την Αθηνά τη Γκίζη; Χριστός και Παναγιά, πώς δεν τη γνώριζα καλέ; Τόσα ζήσαμε μαζί. Άπειρες φορές μας είχε αφηγηθεί την ιστορία της. Τι εννοείτε «σε ποιούς»; Σ’ εμένα και στον Μένιο! Τι ποιον Μένιο; Το ταίρι μου στο κουκλοθέατρο, φυσικά: δεκαεννιά χρόνια ζευγάρι κλείνουμε μεθαύριο! Ευχαριστούμε για τις ευχές, είστε πολύ ευγενικός. Τι λες, Μένιο μου; Ο κύριος; Δημοσιογράφος είναι… ναι. Θέλει, λέει, πληροφορίες για την Αθηνά: της ετοιμάζουν τιμητικό αφιέρωμα στην εφημερίδα. Καλά ξεκουράσου, θα του τα πω εγώ. Λοιπόν, πού είχαμε μείνει, κύριε δημοσιογράφε; Με συγχωρείτε κιόλας, τόσην ώρα μιλάμε και δεν έχουμε συστηθεί: Έλλη, χάρηκα. Άουτς ! Μα δε σας έχουν πει να μη σφίγγετε ποτέ το χέρι μιας κυρίας; Θα μου ξηλώσετε τις ραφές των δαχτύλων τελοσπάντων κύριε.. πώς σας είπαμε; Αποσπερίτης Γιώργος, μάλιστα. Τα σέβη μου. Η Αθηνά λοιπόν ήταν τυφλή, αυτό σίγουρα το ξέρετε. Στα εννιά, έβγαλε την ιλαρά κι η όρασή της πειράχτηκε. Από τότε πίστεψε πως στο καλοκαίρι της ζωής της έπιασαν πρωτοβρόχια. Ήταν κλειστός χαρακτήρας και ώσπου ν’ αρχίσει να μας ανοίγεται, πέρασαν μήνεςΘυμάμαι, το πρώτο πράγμα που μας εκμυστηρεύτηκε ήταν ο καημός της που δε μπορούσε να ξαναδεί πρόζα. Ήταν, βλέπετε, τ’ όνειρό της να έχει συνεχή (και συνεπή) επαφή με το θέατρο. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. 

Από τοσοδά κοριτσάκι, είχε τρέλα με τη σκηνή. Κάθε φορά που το πρόγραμμα εξόδου της οικογένειας είχε θέατρο, χαράμιζε μισή μέρα να σιαχτεί στον καθρέφτη κι άλλη μισή στο φουαγιέ. Η γνωριμία με το έργο ξεκινούσε απ’ το πρώτο κουδούνι με το στημένο σκηνικό. Κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, παχιά κόκκινα χαλιά, μεταξωτά επενδυμένες πολυθρόνες. Δεξιά-αριστερά, παρατημένα διάφορα είδη- σημαδούρες της οικονομίας του έργου: από εγγλέζικα τσόχινα καπέλα μέχρι σικάτα αραχνοΰφαντα φορέματα, κι από βικτωριανά ρολόγια τσέπης μέχρι πρώτης ποιότητας περσικά κεχριμπάρια περασμένα σε μπρούτζινα περιδέραια. Στο φόντο, μεγάλες χάρτινες τουλίπες, μαρμάρινοι λουτήρες, επιχρυσωμένοι πίνακες ζωγραφικής: όλα ένα κι ένα ! Όπως σας τα λέω, έτσι ακριβώς μας τα διηγούταν– στις περιγραφές ήταν μανούλα. Και, θρονιασμένη πάντα στη θέση νούμερο οχτώ της μπροστινής σειράς, μυείτο μ’ απερίγραπτη ηδονή στην ιερότητα της προπαρασκευαστικής σιγής, τρώγοντας τα νύχια της μέχρι το σβήσιμο των φώτων και το μαγικό σούφρωμα των μπορντό αφράτων κουρτινών του πάλκου. Το ‘χε ορκιστεί στον εαυτό της: θα γινόταν ηθοποιός. 
 

Θα μου πεις, στα λόγια όλοι καλοί είναιΣτην πράξη υπάρχουν τα κωλύματα. Ο δρόμος της Αθηνάς ήταν ανηφόρα. Άργησε ν’ αποδεχτεί πως ό,τι δε σου προσφέρουν δικαιούσαι να το ζητάς. Για μπαστούνι ούτε λόγος: προτίμησε να ‘χει για συνοδοιπόρους της ανθρώπινες παλάμες, παρά κρύες κοκάλινες λαβές. Τελικά, τα χέρια που συμπορεύτηκαν πραγματικά μαζί της ήταν -τι με κοιτάζετε; – από πανί: τα δικά μου και του Μένιου. Τι ; Μπας και δε σας γεμίζουμε το μάτι; Α, είπα ! Που λέτε, το κορίτσι διψούσε για θεατρική παιδεία. Κίνητρο για να διεκδικήσει αυτή τη μόρφωση είχετην άνευ όρων αγάπη της για την τέχνη. Το θάρρος, όμως, τής έλειπε. Για τρείς συνεχείς χρονιές (απ’ τα δεκαοχτώ μέχρι τα εικοσιένα της) περνούσε όλα της τα απογεύματα ξεροσταλιάζοντας με τις ώρες έξω απ’ τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με την προοπτική να δηλώσει συμμετοχή στις εξετάσεις ώσπου, κάποτε, φανταζόταν την κουλτουριάρα υπάλληλο της γραμματείας -μ’ αυστηρό ταγιέρ κι ακόμα αυστηρότερο ύφος- να της πετάει κατάμουτρα, προκλητικά, τον Νόμο τάδε Παράγραφο δείνα του Συντάγματος, που προέβλεπε ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στις εξετάσεις την αρτιμέλεια των υποψηφίων. Κόλλα για τη ραγισμένη της αξιοπρέπεια δεν είχε, φορτωνόταν λοιπόν τα χιλιοτραυματισμένα εγώ της και τραβούσε σπίτι. Ένα βράδυ, ο Θοδωρής τής πρότεινε ως εναλλακτική το κουκλοθέατρο. Γέλασε, το επόμενο λεπτό τα ξέχασε όλα και σήκωσε άγκυρα για τα ερωτικά ταξίδια τους. «Μη στα μάτια !» ψιθύριζε μεσοπέλαγα της μέθης των φιλιών του «Μη, είναι χωρισμός !» Και ήταν. Τρεις μήνες μετά, εκείνος έφυγε στην Αμερική για σπουδές. Δεν ξαναγύρισε. 
 

Έκλαψε, πλάνταξε, ώσπου κάποια ωραία πρωία συνήλθε και κοίταξε να προχωρήσει«Λες; Γιατί όχι;» σκέφτηκε. «Και με τις πάνινες κούκλες, θέατρο είναι!» Και μια και δυό, πάει και βρίσκει τον Δήμαρχο, έναν γέρο αξιοπρεπή κύριο με ήσυχους τόνους. Του συστήνεται, εκείνος στην αρχή είναι πολύ επιφυλακτικός, θα κοιτάξω τον προϋπολογισμό μας για τα Πολιτιστικά και θα σου πω, της λέει, κάτι όμως στη φωνή του μαρτυράει φως, κι η Αθηνά έχει μάθει καλά ν’ ανιχνεύει αυτό το φως στις χροιές των ανθρώπων. Ένα δίμηνο μετά, και ύστερα από χίλια μύρια τρεχάματα με τα διάφορα διαδικαστικά, κλείνουν τελικά συμφωνία για τις πρόβες. Κάθε μεσημέρι δυόμισι με τεσσεράμισιΤο ίδιο απόγευμαη Αθηνά κατεβαίνει κέντρο κι αγοράζει ένα κάρο υφάσματα, κουμπιά, μαλλί, βαμβάκι, σπάγκους, χρυσόχαρτα και ψαλίδι, ύστερα γυρίζει σπίτι και σκαρώνει μια σκηνή… κι εμάς. Τι «ποιους εμάς;» κύριε Από..τέτοιε μου; Αποσπερίτης, μάλιστα, συγνώμη ντε ! Μα είναι όνομα αυτό που έχεις κι εσύ, χριστιανέ μου; Άκου «Αποσπερίτης» ! Τελοσπάντωνλόγος δε μου πέφτει και συγνώμη και για τον ενικό, επαρασύρθην. Όταν λέω λοιπόν εμάς, εννοώ τον Μένιο κι εμένα! Μέσα σ’ ένα τετράωρο και πολύ σας λέω -τσουπ !- νά σου ο Μένιος από ωραία μπλέ μουσελίνα, νά ‘μαι κι εγώ από άσπρο ταφτά με πασχαλιές.  

Τη βραδιά της πρεμιέρας, η Αθηνούλα έβαλε το πιο προσωπικό στοίχημα της ζωής της. Και το κέρδισε. Τη θυμάμαι, πίσω απ’ τη ριγμένη αυλαία, να σκουπίζει βιαστικά τον ιδρώτα στο μανίκι και να μάς αγκαλιάζει ασθμαίνοντας πριν βγει για τη δεύτερη υπόκλιση. Τα ζαρωμένα της τσίνορα είχαν ανοίξει κι έτρεχαν- Θεέ μου, αυτό έπρεπε να το δείτε!- δάκρυα ανάκατα μ’ ένα σπάνιο μάλαμα. Τ’ αμφιθέατρο σείστηκε απ’ τα θεμέλια ως την οροφή του. Μόνο οι γονείς της έλειπαν: την προόριζαν γι’ άλλα, δεν τη χαλάλιζαν στο ηθοποιηλίκι. Στο πατρικό της, πάντως, δεν ξαναπήγαμε: μέσα στη βδομάδα είχε βρει ένα φτηνό δυάρι, τρία λεπτά απ’ το θέατρο, το νοίκιασε, το μάζεψε, το περιποιήθηκε και βολευτήκαμε μια χαρά. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι παραστάσεις κουκλοθέατρου καθιερώθηκαν και η Κοινότητα κέρδισε φήμη: Τετάρτες και Σάββατα, κόσμος όλων των ηλικιών και ειδικά ο παιδόκοσμος σχημάτιζε ουρές να δει τις παραστάσεις μας. Η Αθηνά δούλεψε ακούραστα: σ’ εμάς είχε βρει πια σκοπό ζωής, λιμάνι. 
 

Ε, αυτά κύριε Αποτέτοιε μου.. Αποσπερίτη μου- έχετε δίκιο, όλο σας μπερδεύω, είναι που είμαι και λίγο ταραγμένη να τα θυμάμαι όλα αυτά.. Και που λέτε, όλα καλά κι όλα άγια μέχρι ένα μεσημέρι Πέμπτης που η Αθηνά σταμάτησε ξαφνικά να παίζει την ώρα της πρόβας κι έγειρε στο παραβάν σα μαστουρωμένη (το «μαστουρωμένη» παρακαλώ να κοπεί από τη συνέντευξη, εντάξει;»). Κάτι τραύλισε για πονοκέφαλο, δεν πολυκαταλάβαμε. Ο Μένιος, που ήταν στερεωμένος στον δεξιό της αντίχειρα, συνέχισε μόνος το νούμερό του, όταν όμως είδε κι απόειδε έμπηξε τις φωνές. Τρεισήμισι ώρες είχε μελανιάσει να παρακαλάει για βοήθεια: κανένας γείτονας δε βρέθηκε να δώσει σημασία σε μια κούκλα. Παραδίπλα, εγώ… εμένα μ’ έπιασε κι έκλαιγα: μέχρι που όλο μου το ύφασμα με το βαμβάκι παπάριασαν  κι όταν έσπασαν την πόρτα και μας βρήκαν, νόμισαν πως είχε πέσει πάνω μου νερό και μ’ άπλωσαν με μανταλάκι απ’ τους ώμους στο σχοινί του μπαλκονιού για να στεγνώσω. Μα, στεγνώνουν έτσι εύκολα τα δάκρυα; Αλλά, τόσο σας κόβει ώρες-ώρες κι εσάς των ανθρώπων που-με όλο το σεβασμό, δηλαδή, αλλά είστε ζωντόβολαΠάμε παρακάτω. Μέσα, ούρλιαζαν για γιατρό. Λύσσαξαν πια με το γιατρό. Ήρθε -τι κατάλαβαν; Δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα, αποφάνθηκε, πήρε το καπελάκι του κι έφυγε σαν τον «Αντωνάκη» της παλιάς ελληνικής ταινίας. Το μαγκάλι στην κουζίνα έφταιγε, είπαν μετά. 

Πέρασαν βδομάδες. Μια μέρα, ο Δήμαρχος έστειλε να μας περιμαζέψουν απ’ το άδειο δυάρι (και πάλι καλά δηλαδή, γιατί κοντεύαμε να πάθουμε κατάθλιψη τόσον καιρό, ανάμεσα σε τόνους από αξεσκόνιστα έπιπλα και ρούχα που μύριζαν μούχλα και καμένο). Με το που μας αράδιασαν, λοιπόν,  φάτσα-κάρτα επάνω στο γραφείο του, τον ακούσαμε να λέει: «Θα τα κρατήσω για ενθύμιο!» και μας έστησε ιδιοχείρως –με δόξα και τιμή στο δεύτερο γυάλινο ράφι της βιβλιοθήκης του. Τι ανακούφιση Θεέ μου ! Επιτέλους, θα είχαμε με τον Μένιο, ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας και θ’ ακούγαμε πού και πού και καμιά φωνή για παρεούλα: λίγο δεν ήταν όλο αυτό.  

Από τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια. Ούτε ένα, ούτε δύο. Ζωή ολάκερη. Στα χρόνια αυτά, αραιός -αλλά ταχτικός- επισκέπτης μας είναι μόνο η κυρά-Νούλα η καθαρίστρια, μια λιγόλογη καχεκτική γυναικούλα που έρχεται απαραιτήτως δυο φορές τη βδομάδα και περνάει τα γυαλικά του Δημάρχου με Azax. Κάθε φορά, λοιπόν, που ανοίγει το τζαμένιο πορτάκι της βιβλιοθήκης και το λαστιχένιο γάντι της ηλεκτρίζεται από το ύφασμα των παραφουσκωμένων μας πλευρών, κοντοστέκεται να πάρει ανάσα: «Έρμα κι εσείς, τι τραβάτε αναστενάζειύστερα κατεβάζει το κεφάλι και ξαναρίχνεται στη φασίνα.

Είναι ο μοναδικός άνθρωπος- μετά την Αθηνά- που πρέπει να ‘χει καταλάβει ότι πίσω απ’ το πανί, υπάρχει ζωή.  

Ότι παντού μπορεί να υπάρχει ζωή. 

Αρκεί να θέλει κανείς να την ψάξει και να τη βρει. 

Και αρκεί να έχει κανείς το κέφι να τη ζήσει με χαμόγελο  

απ’ την αρχή ως το τέλος της. 

 

______________________________________________________________

 

Ήταν η συνέντευξη της κούκλας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κυρίας Έλλης Γκίζη, για την τοπική εβδομαδιαία πολιτιστική εφημερίδα «Αθηναϊκές Τέχνες και Γράμματα». 

Ευχαριστούμε θερμά τον Δήμο Αγίας Παρασκευής για την παραχώρηση του συνεντευξιακού χώρου, καθώς και τον σύζυγο της Έλλης και κούκλο (κυριολεκτικά και μεταφορικά), κύριο Μένιο Γκίζη, για την υπομονή και τη στωικότητα που έδειξε καθ΄ όλη τη διάρκεια της ηχογράφησης. 

Εις μνήμην Αθηνάς Γκίζηπου απεβίωσε σαν σήμερα το 1997 σε ηλικία 25 ετών, στην Αγία Παρασκευή Αττικής, κάνοντας την κοινότητά μας περήφανη  και βάζοντας το δικό της, ξεχωριστό, λιθαράκι στο Κουκλοθέατρο του 21ου αιώνα. 

 

 

 

* Η Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκηγεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται στο δημόσιο τομέα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Ξυλομπογιές» (Εκδόσεις Ιωλκός). Διηγήματά της, μικρής και μεγαλύτερης έκτασης, έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά sites/περιοδικά: Staxtes ( «Κανείς κανενός», «Flying Ship»), Fractal ( «Κρητική βεγγέρα», «13x 18 cm», «Από την Ατλάντα με αγάπη», «Ένα πεσκέσι για τα Χριστούγεννα», «Δεκάξι μισό αλήθειες»), 120 λέξεις ( «Η μαύρη βούλα», «Ερώτηση κρίσεως», «Φλεβάρης ή Αύγουστος», «Break», «Κατάστημα Οπτικών», «Βασική υπακοή», «Απουσιολόγιο»), Logoclub («Ζωή α καπέλα», «Για μια ντουζίνα χελιδόνια»), Γραμμόφωνο ( «Ατομική μου ενέργεια», «Το πάθος που διώκεται») και Λογοτεχνικό Μπιστρό (Διήγημα). Η σελίδα της στο Facebook είναι:   https://www.facebook.com/www.NikolakakiBooks.gr.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top