Fractal

Ξέρετε, ήρθα για την προκαταβολή!

του Άγγελου Χαριάτη // *

 

fractal_summerΚοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Όλο της το πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες. Ένα πρόσωπο- σταφίδα. Εκεί μπροστά, πάνω από το μέτωπο τα μαλλιά είχαν αραιώσει. Ο πικρός αποχαιρετισμός της νιότης. Γαλάζια μάτια, κάτω από βαριά βλέφαρα, ξεθωριασμένα. Λαιμός γεμάτος χάρες. Ώμοι κυρτοί, από το βάρος των χρόνων που βάραιναν την πλάτη της.

Γυμνή μπροστά στον αλάνθαστο κριτή. Στήθη πεσμένα, σαν μαραμένες μανόλιες. Χέρια χωρίς να φαίνονται οι αγκώνες, πλαδαρά. Κοιλιά επίπεδη. Το μόνο σημείο του σώματος που είχε αντέξει στο χρόνο. Πόδια αδύνατα, σαν καλάμια, γεμάτα φλέβες. Σαν χάρτης γεωγραφίας με τα ποτάμια και τις λίμνες και τους λόφους και τα βουνά.

Το τέλος πλησιάζει, σκέφτηκε. Σχεδόν μου έχει χτυπήσει την πόρτα, συνεχίζοντας τη σκέψη της. Ήταν εκεί μέσα στο μπάνιο. Για πάνω από μισή ώρα. Ακούνητη, ασάλευτη, άγαλμα. Σαν κακώς φιλοτεχνημένο άγαλμα. Από το χέρι αδέξιου και ατάλαντου γλύπτη.

Το κουδούνι χτύπησε. Ο ήχος του την έβγαλε από το λήθαργο. Φόρεσε βιαστικά τη ρόμπα της. Χωρίς να υπάρχει λόγος βιασύνης. Ήξερε ποιος βρισκόταν πίσω από την πόρτα. Ήταν ο χειμώνας. Κλειστές πόρτες, παγωμένα βραδινά συντροφιά με ένα ζεστό γάλα, ένα ποτήρι νερό με τη τεχνητή οδοντοστοιχία στον πάτο του ποτηριού, να χαμογελάει ειρωνικά, ακόμη πιο παγωμένα πρωινά χωρίς εκείνον δίπλα της, να της λέει καλημέρα και να την φιλάει στο μέτωπο σαν άλλος πατέρας. Εκείνος, για την ακρίβεια η ψυχή του, είχε αναχωρήσει το προηγούμενο πρωινό για το τελευταίο ταξίδι. Το σώμα; Το σώμα περίμενε και αυτό τον τελευταίο ασπασμό για να χωθεί οριστικά και αμετάκλητα στο αττικό χώμα. Ο παππούς της, Αθηναίος από την Πλάκα, είχε προνοήσει καμπόσα χρόνια πριν να αγοράσει για την οικογένεια και τους απογόνους την τελευταία κατοικία, μπροστά από την «ωραία κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά.

Ήξερε λοιπόν ποιος ήταν. Ήταν ο πληρωμένος αγγελιοφόρος, ο βαρκάρης του κάτω κόσμου. Δεύτερο κουδούνισμα. Δυνατό και συνεχόμενο. Δείγμα ανυπομονησίας και εκνευρισμού.

Άνοιξε την πόρτα. Χωρίς να κοιτάξει μέσα από το ματάκι της πόρτας. «Κυρία Αράπογλου τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια» είπε ο άγνωστος. Κοίταξε το ντύσιμό του. Μαύρο κουστούμι κατακαλόκαιρο, παπιγιόν στο ίδιο χρώμα, άσπρο πουκάμισο με λεκέδες ιδρώτα στο γιακά, αγυάλιστα μαύρα παπούτσια, παπούτσια που ήταν κάποτε λουστρίνια. «Ποιος είστε;» ρώτησε. Ένα ήξερε. Ότι δεν ήταν ο δικός της βαρκάρης. «Από το γραφείο τελετών…» είπε ο μαυροφορεμένος και σκούπισε με την ανάποδη του χεριού του το μέτωπό του. Ιδρώτας. Φυσιολογικό. Απομεσήμερο, τέλη Ιουλίου, με τη θερμοκρασία κοντά στους τριανταπέντε βαθμούς υπό σκιά. «Είμαστε έτοιμοι για αύριο» είπε και έκανε ένα βήμα να περάσει μέσα. Η κυρία Αράπογλου δεν έκανε τον απαραίτητο χώρο για να περάσει. Καθόταν εκεί, ακίνητη και αμίλητη, με το βλέμμα γυάλινο, με τη σκέψη της να ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, να προσπαθεί να μαζέψει στιγμές από την κοινή ζωή που έζησε με τον κύριο Αράπογλου. Τον κύριο Αράπογλου, για την ακρίβεια το σώμα του άψυχου κύριου Αράπογλου που ήταν ξαπλωμένο στην
κρύα λαμαρίνα του νεκροθαλάμου και μέτραγε ανάποδα το χρόνο για να βρεθεί κάτω από το χώμα, έπειτα από μια σεμνή και λιτή τελετή. Όπως σεμνός και λιτός ήταν σε όλη του τη ζωή.

«Ξέρετε ήρθα για την προκαταβολή» έκανε το «κοράκι» καθαρίζοντας το λαιμό του. Όλα ήταν θέμα στυλ. Μια μεζούρα θλιμμένο ύφος, δυο πρέζες λόγια παρηγοριάς και έτοιμο το μείγμα. Και όλο αυτό μέχρι να μεταφερθούν τα χρήματα από την τσέπη των τεθλιμμένων συγγενών στο ταμείο του γραφείου. Μια χρέωση και μια πίστωση. Έτσι απλά. Άλλωστε κάπως έτσι είναι και η ζωή. Μια χρέωση, μια πίστωση και ένα κόστος ευκαιρίας. Τι χάνεις και τι κερδίζεις για την κάθε σου επιλογή.

«Ναι» έκανε ξέπνοα η κυρία Αράπογλου, βγαίνοντας κάπως βίαια η αλήθεια ήταν από το ταξίδι της πίσω στο χρόνο.

Το «κοράκι» άνοιξε τα φτερά του και μπήκε μέσα. Χωρίς να καθίσει περίμενε την κίνηση της κυρίας Αράπογλου. Του έδωσε το φάκελο με τα χρήματα. Τα μισά έξοδα της κηδείας. Υποκλίθηκε ευχαριστημένο. Άνοιξε πάλι τα φτερά του και έφυγε πετώντας κρώζοντας από ευτυχία.

Και ύστερα η κυρία Αράπογλου απλώς χύθηκε στην μπεζ πολυθρόνα. Στάλες ιδρώτα, σαν διάφανα μαργαριτάρια στόλισαν το μέτωπό της. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ένιωθε και ήταν παρατημένη. Χωρίς το στήριγμά της. Τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Ειρωνεία. Μέχρι τότε ποτέ της δεν πίστευε στην πρώτη ματιά. Με τον άνθρωπο που πέρασαν δύσκολα, εκεί στα χρόνια μετά τον εμφύλιο, που κατάφεραν να αποκτήσουν ένα σπίτι και ένα παιδί. Ναι, ένα παιδί, που το βλέπει πια μια φορά κάθε δυο βδομάδες. Για δυο-τρεις ώρες. Με τη ψυχή στο στόμα. Είχε να φροντίσει τώρα τη δική του οικογένεια. Το σπουργιτάκι της που έγινε μπαμπάς. Και διευθυντής σε μεγάλη πολυεθνική. Πόσος χώρος να μείνει για τη μάνα; Πόσος χρόνος να διατεθεί για τη μάνα; Αλλά δεν την πείραζε. Αρκεί να ήταν καλά. Αρκεί να ήταν ευτυχισμένος.

Έκλεισε τα μάτια. Αχ, ας γινόταν κάτι, να τώρα που έχω κλειστά τα βλέφαρα, να φύγω από τη ζωή, να περάσω στην απέναντι όχθη, να συναντήσω τον άντρα μου, σκέφτηκε. Μα δεν θα της γινόταν το χατίρι. Ο κύριος Χάρος είχε κλείσει την ατζέντα του για εκείνη τη χρονιά, είχε τακτοποιήσει με ευλάβεια τις συναντήσεις του, που πάντα ολοκλήρωνε χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, χωρίς την παραμικρή αναβολή. Πάντοτε συνεπής, πάντοτε ακριβής.

Το μυαλό της ταξίδεψε. Πίσω στο χρόνο. Μετά το γάμο τους. Ο μήνας του μέλιτος, που διήρκεσε τρεις μέρες, στο «εξωτικό» Λουτράκι. Οι πρώτες προσπάθειες για την απόκτηση του απογόνου, του συνεχιστή της γενιάς. Μηδέν εις το πηλίκο. Κάπως έτσι πέρασαν πέντε χρόνια. Στην προσπάθεια τεκνοποίησης, στην προσπάθεια επιβίωσης. Γιατί ήταν δύσκολα χρόνια εκείνα, και ας φαίνονταν υπέροχα μέσα από τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Και λίγο πριν την αποστασία, ήρθε η πρώτη εγκυμοσύνη. Το πρώτο χαμένο παιδί. Ένα παιδί που χάθηκε για πάντα, που έφυγε από τα σπλάχνα της μάνας την ώρα που κοιμόταν, την ώρα που ονειρευόταν το μελλοντικό παιδικό δωμάτιο.

Στα μέσα της επταετίας η δεύτερη εγκυμοσύνη. Το δεύτερο χαμένο παιδί. Από στεναχώρια. Ο κύριος Αράπογλου να οδηγείται από κρατητήριο σε κρατητήριο, να απολύεται κάθε δεύτερο μήνα γιατί είχε την ατυχία να γεννηθεί στη Ρωσία από έλληνες γονείς. Εξ ορισμού επικίνδυνος για την πατρίδα, αυτό το τέκνο των μπολσεβίκων. Και ας έφυγε κυνηγημένος από ‘κει ο πατέρας του. Δεν είχε σημασία. Τίποτα δεν είχε σημασία τον καιρό της τρέλας. Ούτε η δήλωση μετανοίας δεν ήταν αρκετή. Να μετανοεί για κάτι το οποίο ουδέποτε υπήρξε.

Λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν σταματήσει η έμμηνος ρύση, ήρθε ο πολυπόθητος διάδοχος. Ανήμερα του Φιλίππου. Και τον ονόμασαν Φίλιππο. Ίσως ο άγιος είχε φροντίσει για αυτούς.

Το μυαλό είχε τελειώσει με το ταξίδι του στο παρελθόν. Τέρμα οι αναδρομές. Το μυαλό που προσπέρασε αντικανονικά πατώντας τη διπλή λωρίδα το παρόν και βρισκόταν στο μέλλον. Η κυρία Αράπογλου, καθισμένη στο σαλόνι. Όχι του δικού της σπιτιού. Αυτό είχε πωληθεί. Για να συντηρήσει τον εαυτό της. Καθισμένη στο σαλόνι ενός οίκου ευγηρίας, σε ένα ξενοδοχείο φροντίδας ηλικιωμένων. Πόσες πολλές όμορφες λέξεις μπορούν να βρεθούν για κάτι τόσο άσχημο. Να κοιτάζει έξω από το παράθυρο περιμένοντας να έρθει ο γιος της. Ο γιος της που δεν ερχόταν ποτέ. Που πάντοτε κάτι του συνέβαινε την τελευταία στιγμή. Τα τελευταία δύο χρόνια που βρισκόταν εδώ. Και ο οργανισμός της, από καπρίτσιο ή από θέλημα Θεού, ηρνείτο να ρίξει την ασπίδα, ηρνείτο να παραδοθεί. Ο γιος της που δεν είχε προλάβει να ασχοληθεί ούτε με τα της κηδείας. Μόνο μέσω τηλεφώνου κανόνισε το τελευταίο ραντεβού του πατέρα του στη γη. Αλλά ας ήταν. Τον αγαπούσε τον πατέρα του.

Δεν το αξίζω όλο αυτό, σκέφτηκε και τα μάγουλά της, τα ρυτιδιασμένα μάγουλά της, αυλακώθηκαν από τα δάκρυα. Δεν αξίζω όλη αυτή την παγωνιά, δεν αξίζω να βρίσκομαι στην καρδιά του χειμώνα.

Το κουδούνι χτύπησε. Για άλλη μια φορά. Μάζεψε προσεκτικά τα δάκρυά της. Ποτέ της και σε κανέναν, ούτε στον άντρα της, δεν έδωσε το δικαίωμα να την λυπηθούν. Δεν χρειαζόταν ποτέ τη λύπηση, τον οίκτο.

Άνοιξε. Πάλι χωρίς βιασύνη. Ίσως να ήταν ο δικός της βαρκάρης. Έκανε λάθος για άλλη μια φορά. Ευτυχώς. Ήταν ο μονάκριβός της. Με γραβάτα και κοστούμι και λυπημένο χαμόγελο.

Κρατούσε μια βαλίτσα. Ήρθε ο χειμώνας, σκέφτηκε. Η ώρα της λήθης, η ώρα του γηροκομείου και πήγαν να την πάρουν πάλι τα κλάματα. Συγκρατήθηκε.

«Πάμε μητέρα» είπε ο Φίλιππος.

«Που;» ρώτησε τρομαγμένα και τρομαγμένη η κυρία Αράπογλου.

«Σπίτι μας. Θα μείνεις μαζί μας» είπε ο Φίλιππος.

Ο χειμώνας τελικά δεν ήρθε. Και αν ερχόταν θα είχε κλείσει για τα καλά μέσα στην αγκαλιά του το καλοκαίρι.

 

* Ο Άγγελος Χαριάτης ασχολείται με την συγγραφή από το 1993. Έχει συμμετάσχει σε δύο κύκλους σεμιναρίων συγγραφικής τέχνης του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Το 2006 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Μαραθιά συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «25 ιστορίες για ευτυχισμένους αστούς». Συμμετείχε ως συνεργάτης με διηγήματα και άρθρα στο διμηνιαίο free press περιοδικό «SIN». Το Νοέμβριο του 2012 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Ιβίσκος κοινωνικό μυθιστόρημα με τίτλο «Παράπλευρες απώλειες».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top