Fractal

Αναδεικνύοντας το στιγμιαίο

Γράφει ο Βάιος Κουτριντζές // *

 

Δημήτρης Στατήρης «Ξένοι στην κόψη», Σμίλη, 2018

 

Ήδη από το εξώφυλλο, ο συγγραφέας μάς προϊδεάζει για το περιεχόμενο. Το λιτό, καλαίσθητο σχέδιο, που δε συγκροτεί καν μια ενιαία εικόνα – σκίτσο, είναι αποτέλεσμα μιας μινιμαλιστικής εικαστικής τεχνοτροπίας αλλά και μιας ειδικότερης εκφραστικής επιλογής εκδότη και συγγραφέα. Ο μινιμαλισμός, στην τέχνη, αφαιρεί κάθε τι το περιττό από το έργο κι αφήνει τα σπουδαιότερα και απολύτως αναγκαία. Σημειολογικά, λοιπόν, η εμφάνιση ενός απλού σχεδίου στο εξώφυλλο ενός ολιγοσέλιδου βιβλίου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάτι ανάλογο θα πρέπει να περιμένουμε και από το περιεχόμενο. Ξεφυλλίζουμε το τομίδιο και βλέπουμε πως δεν έχουμε κάνει λάθος. Ολιγοσέλιδα διηγήματα, ακόμη και μιας μη πλήρους σελίδας.

Το λογοτεχνικό είδος που επέλεξε ο Στατήρης να εκφραστεί και να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη, είναι το μικρό διήγημα – πεζογράφημα. Όσον αφορά στο λογοτεχνικό ύφος, η γλώσσα κι ο τρόπος που ξετυλίγει τα περιστατικά, προδιαγράφηκε ήδη από την πρώτη συλλογή κειμένων, τον «Σολίστ[1]». Πεζά δίχως γλωσσολογικές υπερβολές, μικρά το δέμας μεν – μεγάλου ειδικού βάρους δε. Οι ιστορίες αναπτύσσονται σε περιορισμένο χώρο, αλλά ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι διάβασε κάτι το εκτενέστερο και με τη φαντασία του διευρύνει τα όρια της εξιστόρησης εξωκειμενικά. Είναι κοινώς παραδεκτό στους παροικούντες το λογοτεχνικό τοπίο ότι το μικρό πεζό είναι δύσκολο λογοτεχνικό είδος. Ζει στη σκιά του μυθιστορήματος, θα μπορούσε ν’ αποτελεί ένα κεφάλαιό του, διατηρεί όμως την αυτονομία του και τη λογοτεχνική αυτοδυναμία του. Το διήγημα είναι αναγκαίο στο μυθιστόρημα, ιδιαίτερα στο συρταρωτό, αυτό δηλαδή που αποτελείται από έναν κεντρικό κορμό πάνω στον οποίο ανοιγοκλείνουν, όταν πρέπει, τα συρταράκια – διηγήματα. Στα μικρά κείμενα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ανάδειξη του στιγμιαίου, η έκπληξη, η κορύφωση στις τελευταίες αράδες, κι ο συγγραφέας μας το πετυχαίνει. Σε κάποια του γραπτά η τελευταία παράγραφος μοιάζει με πασχαλινό πυροτέχνημα που σκάει μες στο κεφάλι σου και σε μουδιάζει.

  • Τον χαρακτηρίζει ένας συγκρατημένος σουρεαλισμός και μια γκροτέσκο διάθεση. Αυτά τα δύο ιδιώματα διαποτίζουν όλα τα κείμενα, ενώ πάμπολλα μηνύματα είναι κρυμμένα πίσω ή μέσα στις λέξεις.
  • Ο Στατήρης ισορροπεί στην κόψη του πραγματικού – εκεί που από την άλλη μεριά καραδοκεί το υπερβατικό, το παράδοξο, και η ανακάλυψη του χαρακτηριστικού αυτού, από τον αναγνώστη, προσθέτει μια ιδιαίτερη, ενδιαφέρουσα χροιά στο διάβασμα.
  • Το παράξενο ενεδρεύει σε κάθε πεζό, ακόμη κι εκεί που είχες την αίσθηση πως τίποτε το αλλόκοτο δεν έχει συμβεί. Στα σημεία αυτά ο αφηγητής κατάφερε να σε παραπλανήσει, να σε σύρει κατακεί που ήθελε αυτός.
  • Έχει υιοθετήσει την καφκική ατμόσφαιρα σαν φόντο ορισμένων ιστοριών του, όχι βέβαια και το ύφος του αξεπέραστου τσέχου συγγραφέα· εκεί, ο Στατήρης είναι ο εαυτός του.
  • Είναι ανελέητος με τα κακώς κείμενα του κοινωνικού συστήματος, από το οποίο βέβαια δεν εξαιρεί τον εαυτό του, άλλωστε πολλοί ήρωές του είναι συγγραφείς, κρατάει όμως το ρόλο του καταγγέλλοντα, του ρομαντικού που ελπίζει πως κάτι θ’ αλλάξει ξημερώνοντας ο ήλιος.
  • Χρησιμοποιεί συντακτικά και λογοτεχνικά σχήματα, για να κάνει πιο κομψή τη γραφή, όπως τις σύντομες προτάσεις, την αλληγορία, το κύκλιο σχήμα («Μια συνηθισμένη βόλτα»)
  • Κι αν στον «Σολίστ» έπαιξε με το χρόνο, εδώ παίζει με το χώρο.

Ένας τοίχος που ανοίγει, αίφνης, σε άλλη διάσταση.

Παράλληλες πραγματικότητες.

Κρυφές διαστάσεις.

Μια τρισδιάστατη παρτιτούρα.

Αρμονικοί γεωμετρικοί χώροι.

Μια γέφυρα που συνδέει δύο κόσμους.

***

 

Δημήτρης Στατήρης

 

Στο πρώτο διήγημα «Επίσκεψη σε μια Δημόσια Υπηρεσία», στο οποίο ένας πολίτης επισκέπτεται μια δημόσια υπηρεσία, ο σουρεαλισμός είναι καταφανής. Ο πολίτης βουλιάζει στην οχλοβοή, οι άνθρωποι σχηματίζουν κουβάρι, το ταβάνι χαμηλώνει, ο διάδρομος απομακρύνεται, η γυναικεία ωραιότητα αηδιάζει. Έχεις την εντύπωση πως διαβάζεις μια πραγματική ιστορία (όλοι μας έχουμε επισκεφτεί δημόσιες υπηρεσίες και έχουμε ανάλογες εμπειρίες κακομεταχείρισης κι ενός απροσδιόριστου φόβου, και λέμε πως κάπως έτσι είναι τα πράγματα, όπως τα περιγράφει ο συγγραφέας, απλώς του αναγνωρίζουμε κάποιες συγγραφικές υπερβολές. Αυτές οι τελευταίες έχουν εμφιλοχωρήσει επίτηδες, αποτελούν ένα λογοτεχνικό εύρημα για να μας υπνωτίσουν), κι έτσι, όταν διαβάζεις την τελευταία πρόταση, στην κόψη, στην κορύφωση, συνειδητοποιείς ότι όλα ήταν ένα ονειροπόλημα και παίρνεις βαθιά ανάσα, συγχαίροντας το συγγραφέα που κατάφερε να σου δημιουργήσει μια συγκινησιακή κατάσταση, επειδή βρήκε την ευαίσθητη χορδή σου, δικά σου ανάλογα περιστατικά, μια διαδικασία που στη θεωρία της λογοτεχνίας ονομάζεται αντικειμενική συστοιχία και την όρισε πρώτος ο T.S.Elliot το 1919. Ο ήρωας δε μετακινήθηκε ούτε εκατοστό από τη θέση του, όλα τα φαντάστηκε, το παράδοξο βρήκε πρόσφορο έδαφος, κάποια ανοιχτή πύλη, και τρύπωσε στο μυαλό του με τη μορφή αναρίθμητων εικόνων σε μια στιγμή ακινητοποιημένου χρόνου.

Στην «Απονομή» θίγεται ένα αρκετά ευαίσθητο θέμα που ταλανίζει τη συνείδηση των συγγραφέων και που δεν τολμούν να παραδεχτούν: Τη σχέση κριτικού και συγγραφέα. Είναι γενικώς παραδεκτό πως κάποιοι δεν αξίζουν τα βραβεία που τους απονέμονται, ως και η Σουηδική Ακαδημία έχει κατηγορηθεί πολλάκις, για σκοπιμότητες στην απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το ακανθώδες αυτό ζήτημα, στις μέρες μας, έχει τεθεί στο περιθώριο, αφού κριτικοί των λογοτεχνικών έργων δεν υπάρχουν πια, παρά μόνο βιβλιοπαρουσιαστές. Αλλά αυτό το πεζό γράφτηκε και για έναν άλλο λόγο. Ο Στατήρης μάς συστήνει τον αγαπημένο του συγγραφέα, πράγμα που κάνουν πολλοί συνάδελφοί του με διάφορους τρόπους, κυρίως μέσα από τα μότο, τις επικεφαλίδες. Τον Ντίνο Μπουτζάτι[2]. Προδήλως, έλκει κάποιες επιρροές απ’ αυτόν και είναι έντιμο που μας το ομολογεί.

Στο «Τέρας» ο άνθρωπος γίνεται ζώο και το ζώο συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος. Κι εδώ σε μια ανάγνωση δευτέρου επιπέδου ανιχνεύεται η αχαριστία και η ερμηνεία των ρόλων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη αγνωμοσύνη δεν έχει όρια. Το κακόμοιρο το σκαθάρι έδωσε τη ζωή του και αγωνίστηκε να βγάλει ασπροπρόσωπο το αφεντικό του, ακόμη κι όταν ήταν ακρωτηριασμένο, και τι αποκόμισε; Ο κύριός του το εγκατέλειψε σ’ ένα κουτί όπου πέθανε. Από κάτι τέτοια φερσίματα ο άνθρωπος αποδεικνύεται μια τραγικά αξιολύπητη φιγούρα που περιφέρεται σ’ έναν κόσμο που δεν του αξίζει. Ο εαυτούλης μας και οι άλλοι ας πάνε να κουρεύονται, ακόμη κι οι δικοί μας άνθρωποι. Το γραπτό είναι αρκούντως συγκινητικό, και η διαπίστωση πως ένα τέρας προκαλεί αυτό το ευγενές συναίσθημα ανεβάζει το συγγραφέα στα μάτια μας. Και τελικά αναρωτιέται κανείς: ποιο είναι το Τέρας; Πάντως, όχι το σκαθάρι.

***

Ο Στατήρης δεν είναι φλύαρος. Είναι υπομονετικός και ξεδιαλέγει καλά αυτό που δημοσιεύει. Κλαδεύει τα κείμενά του με μαεστρία, τους δίνει το σχήμα που αυτός θέλει. Κι εκείνο που μένει δεν τέμνεται άλλο, γιατί είναι ο συγγραφικός πυρήνας του γραπτού. Τα διηγήματα του Στατήρη πάλλονται έντονα, καταλαβαίνεις την κρυφή τους δύναμη. Στη σύγχρονη ηλεκτρονική γλώσσα θα έλεγα πως είναι εκτενέστερα κείμενα ζιπαρισμένα, για να μην πιάνουν πολύ χώρο.

Τα γραπτά του Στατήρη δεν τα χαρακτηρίζει ούτε ο όγκος ούτε το βάρος, αλλά η πυκνότητα νοημάτων και μηνυμάτων και απευθύνονται σε μη παθητικούς αναγνώστες. Κάθε πεζό και μια άλλη ιστορία, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό τη γόνιμη φαντασία. Η πολυεπίπεδη αναγνωσιμότητα και η πολλαπλή αναφορικότητα θα κερδίσει σίγουρα τον αναγνώστη.

Ο Στατήρης ξέρει να παίζει με το χώρο και το χρόνο  και θα σας οδηγήσει σε άγνωστα μέρη, κρυφούς λογοτεχνικούς λαβύρινθους απαράμιλλης ωραιότητας, όχι κατ’ ανάγκην φανταστικούς, που θ’ αγαπήσετε.

***

 

 

 

* Ο Βάιος Κουτριντζές γεννήθηκε στην Ξυνόβρυση Μαγνησίας. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Α.Π.Θ.. Έργα του τα μυθιστορήματα: «Γυμνό σχέδιο», 2016 και «Ο τελευταίος αριθμός», 2017, εκδόσεις «Θράκα». Διηγήματα και ιστορικά άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες «Larissanet» και «Ελευθερία» της Λάρισας.

 

 

_______________

[1] «Ο σολίστ και άλλα πεζά», εκδόσεις «Θράκα», 2016

[2] Ο Ντίνο Μπουτζάτι ήταν Ιταλός συγγραφέας, πέθανε το 1972, και στα γραφτά του ισορροπούσε ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό. Στην «έρημο των Ταρτάρων» το σκηνικό είναι έντονα καφκικό και καβαφικό και οι «7 αγγελιοφόροι» αναφέρονται σε παγκόσμια θέματα, τα δυο αυτά βιβλία (αλλά και τα υπόλοιπα) αγαπήθηκαν και διαβάζονται μέχρι σήμερα

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top